|
|
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ στὸ Μανχάταν, ὅπου κάποτε πηγαῖναν οἱ Λατίνοι γιὰ χορό. Εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἔχει μιὰ φτωχὴ μετανάστρια ἀπὸ τὸ Πουέρτο Ρίκο ἢ τὸν Ἅγιο Δομίνικο ἢ τὸ Μεξικό, μπὰς καὶ βγάλει κάνα φράγκο γιὰ τὴν ἄδεια παραμονῆς της, ἀλλὰ ἔφτιαξε ἕνα τόσο γαμάτο μπάρ, ποὺ τὰ περιοδικὰ τὸ ἐκθείασαν στὸν χρόνο ποὺ κάνει μιὰ σπίθα νὰ ἐξαπλωθεῖ μὲ ὀχτὼ μποφὸρ καὶ ἔτσι τώρα, στὸ μπὰρ τῆς Ντολόρες συχνάζει ὅλος ὁ καλὸς κόσμος τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἀπὸ ἐπιχειρηματίες, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀφήνουν τὴ βαρετὴ καφετέρια τῆς ἑταιρείας τους σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς οὐρανοξύστες γιὰ νὰ πιοῦν μιὰ μπίρα στῆς Ντολόρες, ἕως φοιτητὲς καὶ φοιτήτριες, ὅλων τῶν ἐθνικοτήτων, ποὺ θέλουν νὰ μάθουν τὰ μυστικὰ τοῦ τανγκό, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουν κάποια γκόμενα ἢ γκόμενο στὴν πατρίδα. Γιατί πάνω ἀπ’ ὅλα, στῆς Ντολόρες λειτουργεῖ μιὰ σχολὴ χοροῦ. Ὄχι σὰν τὶς ἄλλες, ὅπου πᾶς καὶ φορᾶς τὴ στολὴ καὶ τὰ εἰδικὰ παπούτσια σου καὶ μαθαίνεις βῆμα-βῆμα ἐπὶ μῆνες ἕναν ἀποστειρωμένο χορὸ γιὰ νὰ κοκορευτεῖς σὲ κάποιο πάρτι ἀποφοίτων ἢ μιὰ βραδιὰ τῆς τάξης σου ἀπὸ εἴκοσι χρόνια πρίν.
Στῆς Ντολόρες μάθαινες ἐκεῖ, στὴ σκηνή, ἀνάμεσα στὰ τραπέζια, στὴ μυρωδιὰ τῆς χυμένης μπίρας, τοῦ καπνοῦ, τῆς τηγανίλας ἀπὸ τὴν κουζίνα καὶ στὰ μουγκρητὰ κάποιου τελειωμένου ποὺ ξέμεινε ἐκεῖ ἀπὸ τὸ τρένο τῆς ζωῆς ποὺ δὲν πῆρε ποτέ. Στῆς Ντολόρες, ἔμπαινες μέσα, ἔλεγες τί μπίρα θέλεις, ἂν καὶ πάντα ἴδια γεύση εἶχε, καὶ μετὰ πήγαινες καὶ διάλεγες ἀπέναντι μιὰ ἀπὸ τὶς κοπελιὲς ποὺ θὰ ἦταν ἡ δασκάλα σου ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἢ ὅποιο βράδυ ἐρχόσουν, ἂν ἄντεχες ἢ ἂν δὲν ἦταν πιασμένη. Τὴ σήκωνες πάνω μὲ ἕνα ἄγγιγμα στὸν ὦμο κι ἐκείνη σὲ γράπωνε σφιχτὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν κῶλο, γιὰ νὰ σὲ περιφέρει μὲ μαεστρία στὴν Ἀργεντινή, τὴν Ἱσπανία ἢ ὅπου ἀλλοῦ χορεύεται τανγκὸ καὶ νὰ σὲ κάνει νὰ ξεχάσεις ὅτι ἤσουν στὴ Νέα Ὑόρκη, ὅτι πρὶν λίγο ἤσουν χωμένος σὲ ἔγγραφα, σὲ ἐργασίες φοιτητῶν, σὲ μιὰ κουζίνα, σὲ ἕνα αἰδοῖο ἢ στὸν σκουπιδότοπο τοῦ μυαλοῦ σου.
Τὸ βράδυ ποὺ πῆγα συστημένος στῆς Ντολόρες εἶχα πιεῖ τρεῖς μπίρες τὸ
μεσημέρι μὲ ἕναν συνάδελφο, εἶχα διορθώσει λογοκλεμμένες ἐργασίες,
εἶχα γνωρίσει τὴν καινούρια μου συνεργάτιδα, εἶχα κολλήσει στὴν κίνηση
καὶ εἶχα ἀποφασίσει τρεῖς φορὲς νὰ γυρίσω πίσω. Χαίρομαι ποὺ δὲν τὸ ἔκανα.
Χαίρομαι ποὺ γνώρισα τὴν Πιλάρ. Χαίρομαι ποὺ ἐξέλιξα τὴ ζωή μου χορεύοντας.
Γιατί ἡ Πιλὰρ δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ χορεύτρια, ἦταν τυφώνας... Σαρωτικὴ
καὶ πάντα φευγάτη, σοῦ ψιθύριζε στὸ αὐτὶ τὴν ὥρα ποὺ χόρευες καὶ σοῦ ἔπαιρνε
τὴν καρδιὰ καὶ τὸ μυαλό. Ἂν ἤσουν τυχερὸς ἄκουγες καὶ κάνα γλυκόλογο,
μὰ ἂν τολμοῦσες νὰ τῆς ἀνταποδώσεις, χανόταν λὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε ποτέ.
Σὲ παρατοῦσε στὴ σκηνὴ τῆς κακιᾶς ὥρας τῆς Ντολόρες καὶ δὲν τὴν ξανάβλεπες
ὅλο το βράδυ. Τὴ μόνη φορὰ ποὺ τὸ ἔκανα καὶ τῆς εἶπα ὅτι χορεύει πολὺ
ὡραία, ἔμεινα νὰ κάνω τὸ σκιάχτρο μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα γιὰ νὰ φεύγουν
τὰ κοράκια, ἡ κακοτυχία καὶ οἱ ἀρνητικές μου σκέψεις γιὰ τὸ τί συνέβη.
Εἶχα τόσα πολλὰ νὰ πῶ στὴν Πιλάρ, μὰ οἱ λέξεις μου ἔμεναν πάντα κρεμασμένες
στὰ χείλη, ἀφοῦ κυρίως δὲν ἤθελα νὰ χαθεῖ. Δὲν μὲ ἔνοιαζε νὰ μάθω τανγκό.
Τί νὰ τὸ κάνω ἄλλωστε στὴν τάξη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ ξυπνήσω κάνα βαριεστημένο
φοιτητή. Τί νὰ τὸ κάνω; Εἶχε περάσει ὁ καιρὸς ποὺ ἔκανα ἔρωτα μὲ τὸ
σῶμα. Τώρα τὸ μυαλὸ κυριαρχοῦσε. Ὁ ἔρωτας ἄλλωστε δὲν εἶναι παρὰ ἡ
προέκταση τῶν σκέψεών σου. Ὅσο πιὸ ἐλεύθερες καὶ γοητευτικές, τόσο
πιὸ πολὺ φλόγα βγάζει τὸ σῶμα σου. Σὰν τὴν Πιλάρ. Σὰν τὸν χορό της. Σὰν ἐμένα
ποὺ ἀφηνόμουν στὰ χέρια της νὰ μὲ μάθει τανγκό. Νὰ μὲ μάθει νὰ ζῶ, τὸ ἔλεγα
στὸν καθρέφτη τοῦ αὐτοκινήτου μου καθὼς ἔφευγα. Τέτοια θὰ τῆς ἔλεγα,
ἂν μποροῦσα νὰ μιλήσω, μὰ ἔτρεμα νὰ τὸ κάνω. Ἔκλεινα τὰ μάτια καὶ μὲ ὁδηγοῦσε
ἀνάμεσα στὰ καθίσματα καὶ τὰ ἁπλωμένα πόδια καὶ τὶς φωνὲς ὅσων μᾶς
κοιτοῦσαν. Ἐκείνη πετοῦσε κι ἐγὼ ἔσερνα τὰ ἀδέξια πόδια μου στὸ πάτωμα
ἀπὸ κάτω της. Ναί, ἡ Πιλὰρ δὲν ἦταν γιὰ λιγόψυχους καὶ ριψάσπιδες. Δὲν
τὴν ἄγγιζα πιὰ στὸν ὦμο ὅταν ἔμπαινα μέσα. Δὲν χρειαζόταν. Ἡ Πιλὰρ ἐμφανιζόταν
μπροστά μου σὰν ἀντικατοπτρισμὸς καὶ ὅταν τελείωνε ἡ μουσικὴ χανόταν
στὸ σκοτάδι λὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ἀφήνοντάς με ἔρημο νὰ διψάω γιὰ
κάτι ἀπροσδιόριστο, ὄχι ὅμως γιὰ νερό, οὔτε γιὰ μπίρα.
Ἤθελε κότσια νὰ ἀγαπήσεις τὴν Πιλάρ. Ἤθελε καὶ πολὺ ἀλκοόλ. Μά, κυρίως
κότσια. Ὅπως χρειάζεται γιὰ τὶς πραγματικὲς γυναῖκες. Ὅπως χρειάζεται
γιὰ αὐτὲς ποὺ σοῦ μαθαίνουν ὅτι ὑπάρχεις. Δὲν καταλήξαμε ποτὲ σὲ κάποιο
κρεβάτι μὲ τὴν Πιλάρ. Δὲν τῆς μίλησα ποτὲ ἄλλωστε γιὰ νὰ τὸ προτείνω.
Ἔπλεκε τὰ δάχτυλά της στὰ δικά μου κι ἔπαιρνα αἷμα, καρδιά, φωνή, φῶς
μέσα ἀπὸ τὶς φλέβες της ποὺ διαγράφονταν στὰ λευκά της χέρια. Ἐκεῖ,
γιὰ μιὰ ὥρα κάθε βράδυ ἐπὶ τρεῖς μῆνες. Στὸ μπὰρ τῆς Ντολόρες. Ποὺ δὲν ὑπάρχει
πιά. Κάηκε ἕνα μεσημέρι ἀπὸ φωτιὰ στὴν κουζίνα.
Πῆγα ἕνα βράδυ τὴν Κάθριν σ’ ἐκείνη τὴ γειτονιὰ στὴ δέκατη ἐπέτειό
μας. Ἡ Πιλὰρ μοῦ ἔμαθε νὰ ἀγαπάω καὶ νὰ εἶμαι σύντροφος, πῶς θὰ μποροῦσα
νὰ κάνω ἀλλιῶς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου