|
Από planodion |
Μικρομυθοπλασία:
αγκουαγκού
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ επιστρέφει σπίτι του και πιάνει
τη γυναίκα του στα πράσα με έναν σκίουρο στο κρεβάτι. Η γυναίκα του τρομαγμένη τον
κοιτάζει πάνω από τα σκεπάσματα, καλυμμένη ώς τη μύτη. Το κεφαλάκι
του σκίουρου ίσα που ξεπροβάλλει κι αυτό δίπλα της. Οι δράστες φαίνονται
τόσο γελοίοι μαζί που είναι αδύνατο στον άντρα να συγκρατήσει τον εαυτό
του, ξεσπάει σε γέλια. Όρθιος στην πόρτα κοιτάζει τα σκόρπια
ρούχα της γυναίκας του στο πάτωμα, τους ξηρούς καρπούς εδώ κι εκεί και
η κατάσταση πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε κλαυσίγελο. Ξαφνικά ο άντρας κοκαλώνει, χλωμιάζει
κι εξαφανίζεται. Η γυναίκα κοιτάζει έντρομη τον σκίουρο, πετάγεται
γυμνή από το κρεβάτι και τρέχει έξω από το δωμάτιο, πίσω από τον άντρα
της. Ο σκίουρος τινάζεται
τρομαγμένος κάτω από τα σκεπάσματα. Ακούει φωνές, ουρλιαχτά και πηδάει
στο μαξιλάρι, από εκεί στο πάτωμα, αρπάζει μια χούφτα καρπούς, σαλτάρει
στο περβάζι του παραθύρου, στέκεται ασάλευτος για μια στιγμή, ήσυχος
σα νεκρός κι έπειτα πηδάει προς την έξοδο κινδύνου. Εκείνη ακριβώς
τη στιγμή η λεπίδα ενός τσεκουριού καρφώνεται στο περβάζι. Ο σκίουρος
τρυπώνει κι εξαφανίζεται μέσα σε ένα κοντινό κλαδί, σκορπώντας
καρπούς παντού. «Εσύ και τα αναθεματισμένα σου κατοικίδια!» ουρλιάζει
ο άντρας στην κρεβατοκάμαρα ανάμεσα στα αναφιλητά του. Ο σκίουρος
κάνει αγώνα δρόμου από δέντρο σε δέντρο μέχρι που απομακρύνεται.
Κάποια στιγμή πιάνεται επιτέλους από κάποια κλαδιά στην κορυφή ενός
δέντρου για να πάρει ανάσα. Η μικρή του καρδιά κοντεύει να σπάσει. Φτάνουν
στα αυτιά του οι φωνές από το σπίτι, η λεπίδα του τσεκουριού λαμπυρίζει
καρφωμένη ακόμα στο παράθυρο. Λουφάζει ανάμεσα στα φύλλα, κουνώντας την ουρά του πέρα
δώθε, και σκέφτεται,
«Πώς στο διάολο του ήρθε να με αποκαλέσει “κατοικίδιο”!»
Αυτό είναι το μεγαλύτερο μέρος της μικρομυθοπλασίας[1] με τίτλο Οικιακή Φάρσα (Domestic Farce) του Barry Yourgrau από την πρώτη του συλλογή μικρομυθοπλασιών A man jumps out of an airplane (Arcade Publishing, New York, 2017 [πρώτη έκδοση 1984]) που αποτελεί σημείο αναφοράς στο είδος. Ο Yourgrau, Αμερικανός συγγραφέας και περφόρμερ, όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο δελτίο, έχει γεννηθεί στη Ν. Αφρική και ζει εδώ και δεκαετίες ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Κωνσταντινούπολη.
Η φράση του βιρτουόζου της βρετανικής χιουμοριστικής λογοτεχνίας
Jerome K. Jerome, από τη συλλογή δοκιμίων του The Idle thoughts
of an idle fellow (1886), η οποία αναγράφεται στις πρώτες
σελίδες της συλλογής του Yourgrau, διαπερνά όχι μόνο το συνολικό έργο
του τελευταίου, αλλά και πολλών καλλιεργητών της μικρομυθοπλασίας,
προδρόμων και σύγχρονων: Οι
σκέψεις τις οποίες είμαστε ικανοί να συλλάβουμε καθαρά είναι οι πολύ
μικρές... Όλες οι μεγαλύτερες σκέψεις είναι ασύλληπτες και τεράστιες
για τους παιδικούς εγκεφάλους μας.
Στη διεθνή λογοτεχνική κριτική το έργο του κοσμοπολίτη Yourgrau
συγκαταλέγεται κάπου ανάμεσα στους Breton, Kafka και Borges. Κινείται
με ευελιξία και χιούμορ στη μεθόριο ανάμεσα σε ποίηση, performance
και πρόζα, αλλά από τα πρώτα του βήματα παραμένει πιστός στην αφήγηση
ως κύριο εκφραστικό του μέσο, όπως στο αταξινόμητο κείμενό του με
τίτλο Apocrypha
που συνδιαλέγεται με την ιστορία του Μωυσή. Δημοσιεύθηκε ως πεζοποίημα
στο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Poetry τον Ιούλιο του 1982[2],
πριν συσταθεί το ερευνητικό πεδίο της μικρομυθοπλασίας, και συμπεριλαμβάνεται
στη συγκεκριμένη συλλογή. Η ιστορία έχει ως εξής: ένας άντρας ψαρεύει
στην ερημιά όταν ξαφνικά βλέπει ένα μωρό μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι
να επιπλέει ακολουθώντας το ρεύμα του ποταμού. Βουτάει στο νερό,
πιάνει το καλάθι και διαπιστώνει ότι το μωρό είναι καλά, τυλιγμένο
με χρυσοποίκιλτο πανί. Έκπληκτος κοιτάζει γύρω του, δεν υπάρχει ψυχή.
Ακουμπάει το καλάθι με το μωρό στην όχθη και ανεβαίνει ψηλότερα να
ελέγξει μήπως υπάρχει κάποιος που το αναζητά. Ξαφνικά ένα δόρυ εκσφενδονίζεται
από το πουθενά, διαπερνά το κρανίο του και το σώμα του κατρακυλά
στο ποτάμι. Τη στιγμή που το ρεύμα παρασύρει το άψυχο σώμα του με το
κοντάρι να προεξέχει σαν κατάρτι, το μωρό ξεσπάει σε κλάματα κι ένας
σκουρόχρωμος, σκυθρωπός άντρας με λοφίο στο κράνος του ξεπροβάλλει
μέσα από τους θάμνους. Την ίδια στιγμή η γυναίκα του, η οποία διαβάζει
τη Βίβλο της στο σπίτι τους, βλέπει την ώρα στο ρολόι του τοίχου, κλείνει
το βιβλίο με κρότο και σπεύδει να βάλει το βραδινό τους στο φούρνο. Μετανιώνει
που είχε μπερδέψει τις αναγνώσεις της κι αισθάνεται ένα κύμα δυσφορίας
όπως κοιτάζει τον άδειο δρόμο.
Η συλλογή διηγημάτων
και μικρομυθοπλασιών της Νοτιοαφρικανής Stacy
Hardy με τίτλο Because the night
(Pocko Editions, UK, 2015) αποτελείται από είκοσι μία ιστορίες, με
συνοδευτικό φωτογραφικό υλικό του Ιταλού Mario Pischedda. Οκτώ από
αυτές θεωρούνται υποδειγματικές μικρομυθοπλασίες για τη διεθνή
κριτική, χάρη «στην ισχυρή πύκνωση, την ταχεία ανάκρουση και τον υψηλό
βαθμό συνέργειας συγγραφέα–αναγνώστη που επιτυγχάνουν», σύμφωνα με την Liesl Jobson, επίσης γνωστή
διεθνώς Νοτιοαφρικανή συγγραφέα μικρομυθοπλασίας.
Στη μικρομυθοπλασία με τίτλο Kisula
που περιλαμβάνεται στη συλλογή, η ηρωίδα φτάνει στο μαγαζί όπου
διασκεδάζουν οι φίλοι της. Πίνουν από ώρα και συζητούν πάλι το φλέγον
θέμα: πώς γίνεται οι Black Consciousness[3]
τύποι να έχουν πάντα λευκές συντρόφους. Όλα τα μάτια στρέφονται μία
επάνω της μία σε έναν από τους συνδαιτυμόνες, τον Andile, και ξαφνικά
πέφτει σιωπή. Ξεχάστε
το. Δεν είμαι
το κορίτσι του απλώς πηδιόμαστε περιστασιακά[4],
τους λέει και όλοι, πλην του Andile, ξεσπούν σε γέλια. Μετά από λίγο η ηρωίδα
φεύγει χωρίς να πληρώσει και παίρνει το δρόμο για το σπίτι της πεζή.
Σκέφτεται το λυπημένο πρόσωπο του Andile και όσο περιφέρεται στην
πόλη, δυσφορεί με τη σκέψη ότι δεν είναι παρά η ανεπιθύμητη λευκή
ανάμεσά τους. Όταν μπαίνει στο θυρωρείο του κτιρίου που βρίσκεται
το διαμέρισμά της πιάνει κουβέντα με τον Kisula, τον Κονγκολέζο φύλακα
του κτιρίου και μετανάστη, ο οποίος έχει αλλάξει το όνομά του σε
Gary και είναι κολλημένος μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Παρακολουθεί
ζωντανά τον ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα στη Χιλή και στην ομάδα
που υποστηρίζει, τη Γαλλία. Πώς
γίνεται να τους υποστηρίζεις μετά από όσα έκαναν στην πατρίδα σου;
τον ρωτάει. Ο Kisula ανασηκώνει τους ώμους. Έχουν καλύτερη ομάδα, κοίτα,
της λέει και κρατάει την ανάσα του όπως κι εκατομμύρια φίλαθλοι
στον πλανήτη εκείνη τη στιγμή. Ένα κοντινό πλάνο ακολουθεί την μπάλα
που σκίζει τον αέρα και τα δίχτυα του τέρματος της Χιλής. Η Γαλλία
κερδίζει τον αγώνα. Το γήπεδο σείεται, ο Kisula εκρήγνυται από χαρά
και η ηρωίδα σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκεται να χορεύει και να
ζητωκραυγάζει μαζί του. Χορεύουμε
και οι δύο. Χορεύουμε και γελάμε σα να μοιραζόμαστε κάτι βαθύ και αληθινό
και αιώνιο[5].
Στη μικρομυθοπλασία της συλλογής με τίτλο Squirreling παρακολουθούμε
μια σκηνή αυνανισμού ως λύτρωση από το πάθος της ηρωίδας για τον σύντροφό
της, με τον οποίο έχει μόλις χωρίσει. Η ηρωίδα πενθεί και αρχίζει
σταδιακά να αυτοερεθίζεται με διάφορα αντικείμενά του, τα οποία
βρίσκονται διάσπαρτα γύρω της. Λαχταράει σαν αχόρταγος σκίουρος
να τα αποθηκεύσει και να τα φυλάξει μέσα της, ακόμα και την οδοντόβουρτσά
του, να μην μείνει χώρος για τα συναισθήματά της. Σε αυτό το σημείο
του κειμένου κορυφώνεται η διττή αίσθηση που προκαλούν πολλά δείγματα
γραφής της Hardy: από τη μια η χρήση μιας κοφτερής γλώσσας προκειμένου
να διατυπωθεί ευθαρσώς η απελευθέρωση της γυναικείας ερωτικής
επιθυμίας από την ανδρική φαντασία που καλλιέργησε ο πουριτανισμός
στη δυτική κουλτούρα προς μια άνευ ορίων σωματική κι ερωτική εξερεύνηση.
Από την άλλη η ανάδειξη της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία το
μυαλό μας μέσω της φαντασίας μπορεί να διακτινιστεί σε ένα φαντασμαγορικό,
σουρεαλιστικό σύμπαν. Είναι το σημείο στο οποίο η ηρωίδα φαντάζεται
την οδοντόβουρτσα του συντρόφου της να μεταμορφώνεται σε σκίουρο,
να φωλιάζει μέσα στη μήτρα της ανάμεσα στους αποθηκευμένους καρπούς
του κι εκείνη να γεννάει ένα στρατό χνουδωτά σκιουράκια. Για την ηρωίδα,
ένα τέτοιο γεγονός, ως δίδυμο αποκύημα φαντασίας και απελευθέρωσης,
είναι ικανή να προκαλέσει πανικό
στην αποικία.
Ιδέα που απαντάται συχνά στο έργο της Hardy, για την οποία η Αφρική
μοιάζει με μηχανή του χρόνου: μπορεί να δει κανείς ταυτόχρονα εικόνες
από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η Hardy δραστηριοποιείται αποτελεσματικά
κατά του ρατσισμού, αρθρογραφεί ως δημοσιογράφος και διδάσκει στο
Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής στο Rhodes University.
Στην πρόσφατη μελέτη του Peter Blair[6]
για την άνθηση της μικρομυθοπλασίας στην Ν. Αφρική, η Hardy συγκαταλέγεται
ανάμεσα στις τρεις κορυφαίες μελέτες περίπτωσης, μαζί με τους (επίσης
λευκούς) Tony Eprile και Michael Cawood Green και η μικρομυθοπλασία της Kisula αναλύεται
ως υποδειγματική.
Η ιστορία Squirreling είναι πολύ ιδιαίτερη. Μας παροτρύνει να
σκεφτούμε ένα κενό και την ανάγκη να το γεμίσουμε; τη
ρωτούν σε μια από τις συνεντεύξεις της. Επιστρέφουμε στις μαύρες τρύπες!
απαντάει η Hardy.
Φταίει ασφαλώς ο καπιταλισμός, η καταναλωτική κοινωνία…τα οποία
είναι εχθροί της φαντασίας. Σε αυτή την ιστορία το θέμα μου είναι επίσης
ολόκληρη η κατασκευή της «ενηλικίωσης», και οι συνέπειές
της. Οι σκίουροι είναι
ένα αντίδοτο σε όλο αυτό – είναι όλο ενέργεια και εκλεκτικοί και
ζωντανοί, όλο τρίζουν τα δόντια τους, τρεμοπαίζουν τη φουντωτή ουρά
τους, είναι ροζ και χνουδωτοί και φρενήρεις και ηλίθιοι. Αλλά φυσικά
οι τρύπες είναι μερικές φορές έξοδοι κινδύνου στις ιστορίες μου, θύρες,
λαγούμια, υπόγεια τούνελ, μυστικές δίοδοι διαφυγής.
Τον Απρίλιο του 2020 ιδρύθηκε
η πρώτη συλλογή μικρομυθοπλασίας
στις Η.Π.Α στο Harry Ransom Centre (ΗRC) του Πανεπιστημίου του Τέξας
στο Όστιν. Η συλλογή αποτελείται από περίπου διακόσια πενήντα
σπάνια βιβλία και περιοδικά και είναι δωρεά πέντε Αμερικανών συγγραφέων
και πανεπιστημιακών που συνέβαλλαν στην αναγνώριση και διάδοση
του είδους: T. Hazuka, T. L. Masih, P. Painter, R. Scotellaro, και R. Shapard.
Μόλις ολοκληρωθεί η ψηφιοποίησή της θα είναι ελεύθερης πρόσβασης
διεθνώς. Στο HRC βρίσκονται τα πρωτόλεια των Charlotte κι Emily Brontë, τα
χειρόγραφα του Gabriel García Márquez, το σημειωματάριο του Jack
Kerouac, το ξύλινο κουτί του Ε.Ε.Cummings, πρωτότυπα έργα της Frida
Kahlo, αλλά και συλλογή χειρογράφων και προσωπικών αντικειμένων
του Edgar Allan Poe, όπως το γραφείο του.
Το 2008 οι Άγγλοι καθηγητές στο Chester University Peter Blair και Ashley Chantler ίδρυσαν το περιοδικό
Flash:
The International Short- Short Story Magazine
Στο τ.9, Νο2 (Οκτώβριος 2016) περιλαμβάνεται
η μικρομυθοπλασία του Μιχάλη Γκανά Διαβάζει
ένα βιβλίο[7] (She reads a book, μτφρ. Π. Νικολάου)
και στο τ.10, Νο1 (Απρίλιος 2017) η μικρομυθοπλασία
Another night out της Ειρήνης Ιωάννου.
Το 2015 ίδρυσαν τις εκδόσεις Flash: The international Short-Short Story Press,
με πρώτη έκδοση τη συλλογή μικρομυθοπλασίας του David Swan με τίτλο Stronger Faster Shorter: Flash Fictions.
Σε αυτή είκοσι πέντε μικρομυθοπλασίες εξερευνούν την πορεία ενηλικίωσης
ενός αγοριού τη δεκαετία του ’70. Στην ομότιτλη ιστορία ο ενήλικος
πια ήρωας, ο οποίος διατηρεί την πολύ υψηλή συναισθηματική του νοημοσύνη,
αποφαίνεται: Τα σώματά
μας είχαν διαμελιστεί σε καταστροφικά ατυχήματα ιλιγγιώδους ταχύτητας,
κι έπειτα επανασυναρμολογήθηκαν από επιστήμονες που χρησιμοποιούσαν
βιονική τεχνολογία[8]. Εδώ ο Swan αναφέρεται
στις ραγδαίες αλλαγές που βιώνει ο μικρός ήρωας και στις επιπτώσεις
τους στην ψυχοσύνθεσή του. Αν και χρησιμοποιεί την εικόνα μεταφορικά,
τελικά θολώνει το όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό,
δεδομένου ότι σήμερα δε φαίνεται τόσο εξωπραγματική.
H Seaborne Library, η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου Chester, διαθέτει
την πρώτη οργανωμένη συλλογή μικρομυθοπλασίας διεθνώς, η οποία
εμπλουτίζεται χάρη στη δράση των μελών της ένωσης International
Flash Fiction Association (IFFA) που ίδρυσαν οι Blair και
Chantler και είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα, με εστίαση στην αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία.
Την αλματώδη εξέλιξη στη διεθνή έρευνα και παραγωγή με εστίαση
σε Ωκεανία και Ασία μπορεί να παρακολουθήσει κανείς κατόπιν αναζήτησης
σε βιβλιοθήκες πανεπιστημίων εδώ κι εδώ.
Η Ανάσα (Breath), το συντομότερο (1
λ.) θεατρικό έργο του Samuel Beckett, γράφτηκε το 1969, εννιά χρόνια μετά
το σενάριο του À bout
de soufflé του Godard,
σχεδόν τέσσερις αιώνες μετά τη «μελαγχολική κωμωδία» του
Shakespeare με τίτλο Με το ίδιο μέτρο (1604),
στην οποία ο δούκας της Βιέννης αναφέρεται στο εφήμερο της ζωής
και στην ανάσα της τέχνης[9],
κι έχει αποτελέσει σπουδή για πλήθος καλλιτεχνών, όπως οι Alan
Parson και Tim Burton. Ο Damien Hirst, το 2002, πολύ προ πανδημίας Covid
19, στη δική του υλοποίηση της Ανάσας,
είχε γεμίσει το χώρο με νοσοκομειακά σκουπίδια, έναν υπολογιστή,
ένα πληκτρολόγιο, ουροδοχεία, λερωμένα σεντόνια, μάσκες, γάντια
και στα τελευταία δευτερόλεπτα μόλις που προλαβαίνουμε να δούμε μέσα
σε ένα γυάλινο τασάκι δύο γόπες τσιγάρου πλεγμένες σε σχήμα σβάστικας.
Η Ανάσα είναι
ένα από τα ταχυδράματα με θέμα τον έρωτα που ζήτησε ο θρυλικός Βρετανός
συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Kenneth
Tynan από διάφορους σύγχρονούς του συγγραφείς (J.
Feiffer, J. Lennon, E. O’Brien, J. Levy, S. Shepard και L. Melfi) με σκοπό να
τα συμπεριλάβει στην παράστασή του με τίτλο Oh! Calcutta, χωρίς να αποκαλύπτεται το όνομα
της/του δημιουργού του. Λέγεται ότι ο Beckett έγραψε την Ανάσα του σε
μία καρτ ποστάλ και την ταχυδρόμησε στον Tynan. Έγινε, όμως, έξαλλος
όταν πληροφορήθηκε ότι αντί των σκουπιδιών που έγραφε ο ίδιος ότι
έπρεπε να κατακλύζουν τη σκηνή, ο Tynan την είχε γεμίσει με γυμνά σώματα
και ότι, επιπλέον, η παραγωγή αποκάλυψε τελικά τη συμμετοχή
του. Παρά τη φήμη του δύστροπου που περιβάλλει τον Beckett, υπάρχει
πάντοτε ένα ίχνος μαύρου χιούμορ. Και αν ζητήσεις από τον Beckett να
σου γράψει ένα «ερωτικό σκετσάκι», αυτό θα πάρεις, τη ματαιότητα από
τη μήτρα στον τάφο σε ένα λεπτό[10].
Η Εσμεράλντα ανοίγει
τα μάτια της. Το δωμάτιο είναι άδειο. Δεν μπορεί να θυμηθεί πόσο καιρό
είναι μόνη. Τη φαγουρίζει το χέρι της: φταίει το βλαστάρι που φυτρώνει
μέσα από τον καρπό της. Η Εσμεράλντα το παρακολουθεί να μεγαλώνει
και να βγάζει φύλλα. Τώρα τη φαγουρίζει και το πόδι της, ο ώμος και το
αριστερό της μάγουλο. Καταπράσινοι μίσχοι βλασταίνουν από μέσα της˙
φύλλα ξεδιπλώνονται χαϊδεύοντας το δέρμα της. Το πρώτο λουλούδι ανθίζει
στο πρόσωπό της, τα επόμενα παντού στο σώμα της. Η Εσμεράλντα χαμογελάει
και κλείνει τα μάτια της. Όταν τα ξανανοίγει δεν είναι πια μόνη. Βρίσκεται
γυρισμένη στο πλάι, ξαπλωμένη επάνω σε φαρδιά γόνατα. Αυτός έχει
επιστρέψει. Υπομονετικά, ξεριζώνει αγριόχορτα και βλαστάρια,
λουλούδια και φύλλα, ράβει τα δάκρυα με μεταξωτό νήμα. Γυρίζοντας
τα μάτια της, η Εσμεράλντα μπορεί να δει τη μεγάλη βελόνα να μπαινοβγαίνει,
να συρράπτει τους δερματικούς κρημνούς, να τραβάει και να σφίγγει. Στο
πάτωμα, τα λουλούδια και τα φύλλα μαραίνονται γρήγορα. Αυτός κόβει
το νήμα, κάνει έναν σφιχτό κόμπο, έπειτα τακτοποιεί την Εσμεράλντα
ανάμεσα στα μαξιλάρια στη συνηθισμένη πολυθρόνα και βγαίνει από
το δωμάτιο. Αυτή είναι ολόκληρη η μικρομυθοπλασία[11]
της Ιταλίδας Emanuela Valentini, με τίτλο Η ανθισμένη Εσμεράλντα (Esmeralda in bloom), από το αφιέρωμα
του περιοδικού World Without Borders στην ιταλική μικρομυθοπλασία. Η τελευταία
παρουσιάζει μεγάλη άνθηση, ιδιαίτερα στο είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού, πρωτοπόρος
της οποίας υπήρξε ο δημιουργός του Άρχοντα των δαχτυλιδιών, J. R.
R. Tolkien (γεννημένος στην πόλη Bloemfontein της Ν. Αφρικής το 1892).
Ο μικρός Γκάμπορ μοιάζει
σαν όλα τα μωρά, ένας αφράτος Βούδας τα μάτια του οποίου γλιστρούν από
εδώ κι από εκεί και αυτό επειδή δεν έχει μάθει το κόλπο να εστιάζει
το βλέμμα του. Αδυνατεί ακόμα και να στηρίξει όρθιο το ίδιο του το κεφάλι
για να κοιτάξει τριγύρω, επομένως δεν είναι να κατηγορεί κανείς
τους γονείς του που τον βλέπουν ως μία λευκή σελίδα επάνω στην οποία
θα γράψουν, με αγάπη, ό,τι γνωρίζουν για τον κόσμο.
Αλλά από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του στον λαμπερό αέρα, από
τη στιγμή που τα δάχτυλά του έσφιξαν κατά τύχη το δάχτυλο της μητέρας
του, ένα σημείο της κουβέρτας του, ή την κόχη της κούνιας του, ο Γκάμπορ
σκέφτεται. Εδώ είναι η μύτη του σκύλου, έπειτα δεν είναι, έπειτα είναι
εδώ ξανά. Φωνές πάνε κι έρχονται. Τα πρόσωπα είναι πανομοιότυπα
και διαφορετικά. Το φως διαδέχεται το σκοτάδι. Το υγρό διαδέχεται
το στεγνό. Θέλει γάλα. Δε θέλει γάλα. Ένας ήχος κλάματος έρχεται από
κάπου, και τον ξαφνιάζει, κι έπειτα έρχεται περισσότερο κλάμα. Συμπεραίνει
διάφορα, κατανοεί τι σημαίνει Είναι. Επινοεί μια γλώσσα που περιέχει
όλη του τη γνώση. Οι προτάσεις του είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές,
κάθε μία περιέχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο της φιλοσοφίας του. Αγκουαγκού
είναι ένα από αυτά. Το παραπάνω είναι το μεγαλύτερο
μέρος της μικρομυθοπλασίας[12]
του Αμερικανού Bruce Holland Rogers με τίτλο Aglaglagl που συμπεριλαμβάνεται στη
διεθνή ανθολογία Flash Fiction International (2015).
Όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, το βρέφος θα μάθει πολύ γρήγορα τη
γλώσσα των γονιών του και συνηθίζοντας
τα ξυράφια μιας τέτοιας γλώσσας, ο μικρός Γκάμπορ θα ξεχάσει
σχεδόν ό,τι γνώριζε κάποτε με βεβαιότητα.
Ένα ζευγάρι κένταυροι
αποθαυμάζει το παιδί του που χοροπηδάει από δω κι από κει σε μια παραλία
της Μεσογείου. Ο πατέρας γυρνάει προς τη μάνα και τη ρωτάει: Πρέπει
άραγε να του πούμε πως δεν είναι παρά ένας μύθος; Αυτή
είναι ολόκληρη η μικρομυθοπλασία[13]
του Κώστα Αξελού με τίτλο Πραγματικό και Φανταστικό,
μία από τις πολλές του ιδίου που περιέχονται στο Ciudad Seva, σημαντικό αποθετήριο
του είδους διεθνώς, του Πορτορικανού συγγραφέα Luis López Nieves.
Θεωρητικές διακλαδώσεις
Η μικρομυθοπλασία φαίνεται
να θέτει περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντάει, διατηρώντας
άσβηστη τη libido sciendi. Σε αυτή τη δίψα για γνώση προστέθηκε και η όρεξη
για ταχύτητα, όπως την συνέλαβαν οι Marx, Weber, Darwin, Freud και
Nietzsche, οι οποίοι αμφέβαλλαν, επιχείρησαν νοητικά άλματα, όπως
ο Γαλιλαίος πριν από αυτούς, συνέθεσαν και συμπύκνωσαν ιδέες, οράματα
και μεθόδους και προσάρμοσαν το χρόνο σε νέες ταχύτητες μεταλαμπαδεύοντάς
μας τον στοχασμό τους για να συνεχίσουμε την κούρσα. Συχνά αμφισβητούσε
ο Κ. Καστοριάδης την έννοια του ανταγωνισμού
για πρωτοπορίες και νεωτερισμούς. Όμως αν το καλοσκεφτούμε, ενώ
οι ύαινες γεννιούνται με τα μάτια ανοιχτά, εμείς με το που ερχόμαστε
στον κόσμο συμμετέχουμε όλοι ακούσια σε μια διανοητική σκυταλοδρομία.
Γι’ αυτό έχει σημασία τι κρατάς πάνω σου ως εφόδιο μέχρι το τέρμα
και τι βάρος πετάς και απελευθερώνεσαι.
Κάπως έτσι λειτουργεί και η μικρομυθοπλασία. Και στον Βολταίρο
εντοπίζεται εναλλαγή σκηνών, ένας γρήγορος ρυθμός πρωτόγνωρος
για τα δεδομένα της εποχής του, αλλά αυτή
η σβελτάδα υπηρετεί την απλούστευση[14].
Αντίθετα, η μικρομυθοπλασία της Hélene Cixous, με θέμα την απώλεια
και τη ματαιότητα και τίτλο Quick
Fiction: Death
fiction, η οποία
περιλαμβάνεται στη δημοσίευση της διάλεξης που έδωσε το 2013 στον
Καναδά ο Άγγλος συγγραφέας και κριτικός Nicholas Royle με τίτλο Quick
Fiction: Some Remarks on Writing Today, είναι διαφορετική.
Αν και θεωρώ τον όρο «quick fiction» που προτείνει για τη μικρομυθοπλασία
ανεπαρκή να προσδιορίσει την πρωτεϊκή φύση της, ο Royle εύστοχα, αφού
πρώτα μας θυμίζει ότι ακόμα και στα σαιξπηρικά κείμενα έχουμε κάποιες
φορές την αίσθηση ότι κυνηγάμε τη σκέψη του συγγραφέα, στο κείμενο
της Ciroux εντοπίζει δύο κύρια χαρακτηριστικά της μικρομυθοπλασίας:
πρώτο, την ταχύτητα με την οποία κινείται η αφηγηματική πράξη, με
την Ciroux ειδικά να κινείται σε διαφορετικές ταχύτητες ταυτόχρονα
και να επιταχύνει. Δηλαδή, αλλιώς να τρέχει ο συλλογισμός της, αλλιώς
το βλέμμα και η γλώσσα της και το ύφος της να εναλλάσσεται ανάμεσα σε
λυρισμό –ρεαλισμό στην ελάχιστη κειμενική έκταση (γύρω στις 250
λέξεις στην αγγλική μετάφραση της Peggy Kamuf). Δεύτερο, το στροβοσκοπικό
βλέμμα κατά Deleuze, το phantasmoneiric fleux κατά Derrida, μια οπτική γωνία
που δεν είναι πια γωνία, τύπου παντογνώστη αφηγητή του Flaubert, ή
του nouveau roman, αλλά φάσμα˙ ούτε μόνο οπτική, που διαθλάται παράλληλα
και από τη συνείδηση, αλλά κάτι πολυπλοκότερο, το οποίο δύσκολα
αναλύεται βάσει της αφηγηματικής διάκρισης των Stanzel και
Genette, ποιος βλέπει,
ποιος μιλάει. Κι αν ελέγξει κανείς τη γλώσσα της, βάσει των
τριών επιπέδων που διακρίνει ο Barthes στο λογοτεχνικό κείμενο, δηλαδή
γλώσσα, ύφος, τόπος, θα δει ότι η γλώσσα της είναι απλή, λακωνική, σαφής,
αλλά πυκνή.
Σημειωτέον, τις ημέρες εκείνες που της ζήτησε ο Royle να γράψει
και να του παραδώσει το κείμενο είχε πεθάνει ο αγαπημένος της φίλος
Carlos Fuentes. Και σε αυτό το σημείο ανατρέχει κανείς όχι στο δείχνω, δε λέω, του
H. James, ούτε στην παρότρυνση του Χιλιανού ποιητή Vicente Huidobro, κάν’τε το τριαντάφυλλο να ανθίσει
στο ποίημα, ούτε καν στον Chekhov, ή στον Wittgenstein, αλλά κατευθείαν
στον Kafka: Από τη στιγμή
που η γλώσσα είναι άνυδρη κάν’τη να δονηθεί με μια πυκνότητα[15]. Για την επίτευξη
αυτής της πύκνωσης τον διευκόλυνε και η σύνταξη της γερμανικής
πρότασης, με το ρήμα στο τέλος, όπως υπονοεί και η Lydia Davis στη μικρομυθοπλασία
της Improving
my German[16].
Παρόλα αυτά, όμως, διαπιστώνεται ότι με την πύκνωση επιτυγχάνεται
σε μεγάλο βαθμό μία κίνηση, όχι σα να πηγαίνει κανείς από σημείο
σε σημείο γραμμικά, όπως στις προφορικές, σύντομες διηγήσεις, ούτε
από κορυφή σε κορυφή, όπως αργότερα στους μύθους, τις παραβολές ή
τις βινιέτες, ούτε σα να τρέχει στα τυφλά με κατεύθυνση προς τη σιωπή
ακολουθώντας τους Foucault και Beckett, o πρώτος να επιμένει να μάθει ποιος μιλάει στο κείμενο, ο
δεύτερος να σφυρίζει, μα
τι σημασία έχει[17].
Ούτε καν όπως στις αρχές του φαινομένου της μικρομυθοπλασίας, εν μέσω
αποδομισμού - μεταμοντερνισμού, να λοξοδρομεί και να χάνεται περιχαρής,
αλλά σα να διακτινίζεται στο σύμπαν και στο κέντρο της γης ταυτόχρονα
και να επιστρέφει αστραπιαία στο αρχικό σημείο. Ακέραιος.
Επομένως, το ζήτημα της ταχύτητας στο είδος που απασχολεί τη
διεθνή κριτική, αφορά πρωτίστως τη συγγραφική διαδικασία της μικρομυθοπλασίας
σήμερα, το πώς κινείται η σκέψη της/του συγγραφέα και επακόλουθα
πώς ενεργοποιεί και τη σκέψη κατά την ανάγνωση, όχι τον χρόνο της ανάγνωσης,
διότι σε αυτόν καταγράφεται το παράδοξο να προκαλείται στάσις. Μετά την προφανώς
σύντομη μικρομυθοπλασία Μπάρνες, του Βολιβιανού
Edmundo Paz Soldán, την Kisula
ή την Οικιακή Φάρσα που
είδαμε παραπάνω, τα οποία συνιστούν ένα υποδειγματικό κείμενο-κόσμο
το καθένα, δηλαδή ένα απόσταγμα αφηγηματικής μυθοπλασίας[18]
-απαραίτητη προϋπόθεση στη μικρομυθοπλασία-, και είναι σχεδόν αδύνατο
να γραφτούν γρήγορα, με μια ανάσα, δύσκολα συνεχίζει κανείς την ανάγνωση
άλλου κειμένου μόλις τα διαβάσει. Στα περισσότερα υποδειγματικά
κείμενα μέσα σε λίγες γραμμές βλέπει κανείς να καλπάζουν φιλοσοφικά
corpus, ιδεολογίες, κινήματα, ηθικοί κώδικες, κοινωνικές πρακτικές,
πολιτισμικοί δείκτες, μια αέναη αναζήτηση ερμηνείας των πραγμάτων:
η υπόγεια διανοητική αρτηρία που μας ενώνει όλους.
Αυτό το πυκνό αποτέλεσμα της αφηγηματικής πράξης για τη δημιουργία
μιας απολαυστικής μικρομυθοπλασίας μοιάζει ακόμα δυσκολότερο
να επιτευχθεί από μια γεννήτρια πλοκής, ένα υπολογιστικό πρόγραμμα
που χρησιμοποιείται για την παραγωγή διηγημάτων, ή μυθιστορημάτων,
όπως το φαντάστηκε ο Άγγλος συγγραφέας Roald Dahl στο διήγημά του The Great Automatic Grammatizator (1953).
Ποιος αλγόριθμος θα μπορούσε να αποφασίσει τι θα κρατήσει και τι θα
παραλείψει, να παράξει αυτόματα κείμενο με τόση πύκνωση, χιούμορ,
ειρωνεία, ή φαντασία - τον επιταχυντή της σκέψης και του συναισθήματος;
Στο όραμα και τη φαντασία
βασίστηκαν εκατό μανιφέστα καλλιτεχνικών κινημάτων
στη διάρκεια μόνο του 20ου αι. Στο αφιέρωμα της Rachel Cordasco που αναφέρεται
παραπάνω, διαπιστώνεται άνθηση γενικά της ιταλικής λογοτεχνίας
του φανταστικού, όσο
οι συγγραφείς συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τις λέξεις για να εξερευνήσουν
παράξενους, νέους κόσμους[19], και ειδικά της ιταλικής
μικρομυθοπλασίας, που προτείνει νέα μοντέλα αφήγησης[20]
με πολλούς συνεχιστές του Kafka[21],
και ροπή προς το υποείδος του φανταστικού: what if (τι θα γινόταν εάν).
Καταλυτικός ήταν ο ρόλος του Primo Levi, ο οποίος μετά την κυκλοφορία
της συλλογής διηγημάτων του Storie naturali το 1967 έγραφε,
Είμαι ένα αμφίβιο, ένας
κένταυρος: μισός χημικός και μισός συγγραφέας[22], για να απαντήσει
στο ερώτημα Τι είναι η ζωή, και του Italo Calvino, ο
οποίος σκιαγράφησε το 1995 μια αισθητική θεωρία της μικρομυθοπλασίας[23].
Κομβική, επομένως, ήταν η δεκαετία του ’60 και στην Ιταλία, με την
έκρηξη του πειραματισμού και του γενεαλογικού υβριδισμού υπό την
επίδραση των νέων τεχνολογιών και της εκτεταμένης ανάμειξης της
φιλοσοφίας με τη λογοτεχνία. Την ασίγαστη ανάγκη για την κατανόηση
της θέσης του ανθρώπου στο σύμπαν υπερασπίζεται το ιταλικό κίνημα
Connettivismo (Νexilism στην αγγλοσαξωνική
θεωρία), το οποίο σύμφωνα με το μανιφέστο του (2004), προσεγγίζει
ολιστικά το θέμα, με σύνθεση ιδεών, όπως από τη συμβίωση της L.
Margulis, ή από τις θεωρίες των Latour (δίκτυο-δράστης)
και DeLanda (θεωρία συναρμολόγησης). Το κίνημα αυτό βασίζεται στο
μανιφέστο του Ιταλικού Φουτουρισμού (1910) κι έχει
συμβάλλει στη διεθνή προβολή της ιταλικής fantascienza και micro
fantascienza σηματοδοτώντας την επικράτηση του υπαρξισμού (και του
εξπρεσσιονισμού κατά περίπτωση) επί του ιδεαλισμού. Όπως είδαμε
παραπάνω, η Εσμεράλντα αναπνέει από τα φύλλα, μας καλεί προ των ευθυνών
μας για την περιβαλλοντική καταστροφή και απευθύνεται σε έναν κόσμο
που θεωρεί ως λογική εξέλιξη την ανισότητα, την επιτήρηση, την
τρομοκρατία ή την πορεία μας προς έναν γενετικά μεταλλαγμένο homo
sapiens σε ανθρωπόμορφο ρομπότ.
Ο όρος fantascienza πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία τον Οκτώβριο
του 1952, όταν κυκλοφόρησε το περιοδικό Urania και σε αντίθεση με τον όρο
science fiction δίνει προβάδισμα στη φαντασία και όχι στην επιστήμη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ θα περίμενε κανείς στην κλίμακα της
micro fantascienza η φαντασία να περιορίζεται λόγω μικρής κειμενικής
έκτασης, αντίθετα απελευθερώνεται και γιγαντώνεται.
Ο πίνακας του Umberto Boccioni, με τίτλο Elasticity (1912), απεικονίζει μια φαντασμαγορική
έκρηξη χρωμάτων και σχημάτων. Σύμφωνα με τον Γερμανό θεωρητικό Thorsten
Botz-Bornstein, όμως, συσχετίζεται με τις τρομοκρατικές ενέργειες του ISIS,
καθώς για τους εξτρεμιστές ισλαμιστές οι εκρήξεις που προκαλούν είναι
τόσο όμορφες όσο το έργο του Boccioni. Ο τελευταίος, διακρίθηκε για
τη δυναμικότητα που εκπέμπουν τα έργα του και ήταν ένας από τους σημαντικότερους
θεωρητικούς του Ιταλικού Φουτουρισμού. Στο μανιφέστο τους οι λέξεις
βία, ισχύς, ταχύτητα, ως σύμβολα της μοντέρνας τεχνολογίας, αποτέλεσαν
το τρίπτυχό τους. Το 1916 ο Boccioni, αφού κατατάχθηκε στον στρατό, σκοτώθηκε
κατά την εκπαίδευσή του στα τριαντατέσσερά του χρόνια από πτώση από
άλογο εν κινήσει. Στην ιστορία του Boccioni, στην πολιτική αισθητική
των μελών του ISIS, σε ό, τι μας κυνηγάει και μας διχάζει, ίσως δίνει
μία εξήγηση η συλλογή μικρομυθοπλασίας του David Swan: Stronger Faster Shorter, ή ανάβει ένα
φως η μικρομυθοπλασία του Rogers, το Aglaglagl,
το οποίο σε δική μου ελεύθερη μετάφραση σημαίνει, αν αναθεωρήσουμε;
προτάσεις πλοήγησης
Η ποιητική συλλογή του
Γιώργου Πρεβεδουράκη, μικρά
ονόματα, Πανοπτικόν, 2020.
Η νουβέλα του Χρήστου
Χρηστίδη, Γυμνός,
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2020, απ’ όπου η φράση: το σάβανο από το σπάργανο απέχει
μια ανάσα.
Η συλλογή διηγημάτων
της Νοτιοαφρικανής Keletso Mopai If
you keep digging, Black Bird, 2019.
Το σύντομο διήγημα Salvatore του Somerset
Maugham, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1936 στο Cosmopolitan, απ’ όπου η
φράση: I wonder
if I can do it.
Ο Γιάννης Γορανίτης διαβάζει ένα απόσπασμα από Τα κοσμοκωμικά (μτφρ.
Α. Χρυσοστομίδης) του Italo Calvino στο αφιέρωμα αναγνώσεων κατά
τη διάρκεια της καθολικής καραντίνας στην Ελλάδα που επιμελήθηκε
ο Αχιλλέας Κυριακίδης για το περιοδικό Χάρτης.
Δύο γεννήτριες πλοκής
για όλα τα λογοτεχνικά είδη, μία παλιότερη
και μια πιο πρόσφατη (πηγή: Jane
Freedman).
To ιστολόγιο του Ιταλού
περιβαλλοντικού φωτογράφου Luca Locatelli.
To τραγούδι του Paolo
Conte, Via con me (Live at Montreux Jazz
Festival, 2011).
Μία εικονική επίσκεψη
στο Museum of Broken Relationships, στο Ζάγκρεμπ
(άγνωστο εάν εκθέτει οδοντόβουρτσες).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου