|
|
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ποὺ μπῆκε στὸ καφενεῖο ἦταν πολὺ
κουρασμένος. Ρώτησε τὸν καφετζὴ ἂν φάνηκε ὁ Μιχάλης κι ἡ ἀπάντηση
στυφὴ πὼς ὄχι. Κάθησε στὸ πλάι καὶ παρακολουθοῦσε μιὰ παρτίδα τάβλι.
Μετὰ μισὴ ὥρα βαρέθηκε κι ἔφυγε. Στὸ κρεβάτι του ἀποκοιμήθηκε σὲ
δυὸ λεφτά, ὅπως ὅλοι ποὺ βγάζουνε μὲ μόχθο τὸ ψωμί τους. Ἀπόγευμα τῆς
ἑπομένης. Ἤρεμος καὶ λυτρωτικὸς ὁ ὕπνος τοῦ μεσημεριοῦ τῆς Παρασκευῆς.
Βγῆκε ἀπ' τὸ μπάνιο, μάζεψε σὲ δυὸ σακοῦλες τὰ σεντόνια καὶ τ' ἄπλυτα,
φόρεσε καθαρὰ ροῦχα καὶ θαύμασε τὸν ἑαυτό του στὸν ὁλόσωμο καθρέφτη.
«Καλὰ λέει ὁ Μιχάλης νὰ ξαναπαντρευτῶ, τὴ μπογιά μου τὴν ἔχω...». Εἶδε
στὸ κομοδίνο τὴ φωτογραφία τῆς κυρα-Μαρίκας καὶ σοβαρεύτηκε. «Βρεθήκαμε
ἀργά, ἔφυγες νωρίς, οὔτε παιδιὰ οὔτε σκυλιά, ὅλ' ἡ ζωή μας ἕνα τίποτα.»
Φεύγοντας ἄφησε τ' ἄπλυτα στὸ καθαριστήριο. Στὸ πρακτορεῖο πῆρε
λαχεῖα, ἔγραψε πρὸ-πὸ κι ἡ διάθεση του ἔσιαξ' ἐντελῶς. Στὸ καφενεῖο
ἀπ' τοὺς γνωστοὺς δὲν ἤτανε κανείς.
— Φάνηκε ὁ Μιχάλης; Ρώτησε τὸν καφετζῆ. Αὐτὸς τὸν κοίταξε παραξενεμένος στὰ μάτια, πρώτη φορὰ στὰ τόσα χρόνια.
— Ὁ Μιχάλης δὲ θὰ ξαναφανεῖ. Ἀργὰ χτὲς τὸ βράδυ... καταλαβαίνεις...
καὶ σήμερα στὶς τρεῖς τὸν κηδέψανε.
Ζαλίστηκε.
— Τὸ Μιχάλη; Γιὰ στάσου, ρέ, ἔτσι ξαφνικά; δὲν εἶχε τίποτα ὁ ἄνθρωπος...
— Πῶς δὲν εἶχε, ὅλοι στὴν ἡλικία του κάτι ἔχουμε, λίγο ζάχαρο,
λίγη οὐρία, νὰ μὴ σοῦ βάλω κι ἀπὸ τὶς βαριές... Τέλος πάντων, ζωὴ σὲ
λόγου μας... Καὶ πῆγε στὸν μπουφέ.
Βγῆκε ἀπ' τὸ μαγαζὶ σὰν χαμένος. Ἄρχισε νὰ τριγυρίζει χωρὶς
προορισμό. Τὸ κρύο τσουχτερό, εἶχε ἀρχίσει νὰ χιονίζει, μὰ δὲν τό 'νιωθε.
Στὴν πλατεία τὰ φῶτα τῶν διαφημίσεων ἀναβόσβηναν ρυθμικά, πράσινα,
κίτρινα, βάφαν τὸ χιόνι, πέρασε ἀπ' τὸν κινηματογράφο, ἀπὸ ταβέρνες,
ἔπειτα μπῆκε στὸ πάρκο, ξαναβγῆκε, ἔψαχνε τόση ὥρα νὰ βρεῖ ἕναν τόπο
ποὺ τὸν περπάτησαν μαζὶ ἢ ποὺ κάθισαν νὰ φᾶνε ἢ νὰ πιοῦνε, μὰ τίποτα,
γιατί ὁ Μιχάλης ἦταν τὸ ταίρι του μόνο στὸ καφενεῖο, μονάχα στὸ τάβλι,
μέσα στὸ τάβλι, κι οἱ κουβέντες καὶ τὰ καλαμπούρια τους ὅλα γύρω ἀπ'
αὐτό, καλαμπούρια τυποποιημένα δηλαδή, στεγνὰ ἀπὸ γοῦστο τώρα ποὺ
τὰ σκέφτεται, τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια κάθε μέρα, ὅπως κι οἱ παρτίδες τους,
παιγμένες τρεῖς καὶ τέσσερις φορὲς ἡ καθεμιά, χιλιάδες παρτίδες, τὴν
ἴδια πάντα ὥρα, ἕξι μ' ἐννιά, μ' ἐννιὰ ἀπαραιτήτως, γιατί ὁ Μιχάλης
ἔφευγε ποὺ τὸν περίμενε στὸ σπίτι ἡ γυναίκα του νὰ φέρει τὸ γιαούρτι,
κι ἂν ἡ παρτίδα δὲν τέλειωνε στὶς ἐννιά, τὴν ἔκοβαν καὶ τὴ συνέχιζαν
τὴν ἑπομένη, γιατί ἡ γυναίκα του ἤτανε γκρινιάρα, «νοικοκυρά, καθαρή,
μὲ τὶς ἐκκλησίες της καὶ τὰ ψυχικά της, θαρρεῖς κι εἴμαστε Μπρούκληδες,
μὰ ἡ μέση της τὰ τελευταῖα χρόνια σακατεμένη καὶ δυσκολεύεται νὰ
κουνηθεῖ κι ὅλο γκρινιάζει», ἡ φουκαριάρα ἡ γυναίκα τοῦ φίλου του,
ποὺ ποτὲ του δὲν τὴν εἶδε καὶ τώρα ποὺ τὸ σκέφτεται οὔτε τὸ σπίτι τους ἤξερε,
κι ἂν σήμερα τὸ πρωὶ τὸ μάθαινε γιὰ τὴν κηδεία, πόση ντροπή, θά 'πρεπε
νὰ ρωτάει τοὺς ξένους, χρόνια φιλία μὲς στὸ καφενεῖο, μὰ σταματοῦσ'
ἐκεῖ, μόνο στὸ τάβλι, μέσα στὸ τάβλι καὶ ἴσως δὲν ἦταν μόνο ποὺ ἡ γυναίκα
ἤτανε στραβὴ καὶ δὲν τὸν κάλεσαν ποτὲ στὸ σπίτι γιὰ φαΐ, κι ἤτανε χῆρος,
θὰ μπορούσανε, ἔστω γιὰ ἕναν καφέ, τώρα ποὺ τὸ συλλογιέται καλύτερα
«κι ἐσὺ δὲν τὸ ἐπιδίωξες, ἢ γιὰ νὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τ' ὄνομά τους,
τ' ἀπόφυγες ἀπ' τὴν ἀρχὴ κι ὕστερα ἔμεινε ἔτσι, ἴσως νὰ σὲ κάλεσε
καὶ νὰ μὴν πῆγες, λεπτομέρειες, ποῦ νὰ θυμᾶσαι πιά, ἀλλὰ ἴσως, γιατί ὁ
Μιχάλης ἦταν... ἀκροδεξιός, βασιλόφρονας, κι ἐσὺ ἀριστερὸς ἀνένταχτος,
καμάρι, ἀγωνιστὴς μ' ἐξορίες καὶ παραδέξου το πὼς ἀκόμα κι οἱ ταλαιπωρημένοι
σὰν κι ἐσένα μερικὲς φορὲς μετρᾶν τοὺς ἄλλους ἀνάλογα μὲ τὴν κομματική
τους τοποθέτηση κι ἂς σοῦ κακοφάνηκε, ὅταν κι ἐσένα σὲ μέτρησαν ἄλλοι
ἔτσι, θυμᾶσαι δὰ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ σοῦ πρότεινε νὰ παίξετε τό ΄κανες
πιὸ πολὺ ἀπὸ φιλότιμο κι ὅλο γύριζες κλεφτὰ νὰ δεῖς ἅμα σὲ βλέπουν οἱ
«δικοί σου» καὶ τί θὰ λένε, καὶ σὰν κατάλαβες πὼς δὲν τοὺς πολυνοιάζει,
γιατὶ μέσα στὸ καφενεῖο μπορεῖς νὰ κάνεις ὅ,τι θές, νὰ παίζεις παρτίδες
μ' ἀλλόθρησκους κι ὁμόθρησκους, μ' ἀντίθετους πολιτικὰ καὶ μ' ὁμοϊδεάτες,
ἀκόμα καὶ μὲ πούστηδες καὶ μὲ χασικλῆδες, κι αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε ὅλ'
ἡ γλύκα τοῦ καφενείου, τότε ἄρχισες νὰ τὴ βρίσκεις μὲ τὸ Μιχάλη, κι ὄχι
πὼς ἦταν τίποτα ἰδιαίτερο, συνταξιοῦχος σιδηροδρομικός, τσιγγούνης
καὶ γκρινιάρης, μὲ μπόλικα κουσούρια, ἐριστικὸς καὶ στὴ χασούρα καὶ
στὸ κέρδος, δυὸ οὖζα ὅλα κι ὅλα δηλαδή, μὰ ἦταν ὁ Μιχάλης σου, τὸ ταίρι
σου, ἡ ἀρραβωνιαστικιά σου, ποὺ ἤξερες πὼς θὰ τὸν βρεῖς ἐκεῖ στὶς ἕξι
καὶ ἔστω μέχρι τὶς ἐννιά, κι ἔστω μονάχα μὲς στὸ τάβλι, μὰ νά το, τὸ θυμᾶσαι
καθαρά, ναί, ἦταν σ' αὐτὸ τὸ σαντουϊτσάδικο, σ' ἐκεῖνο τὸ τραπέζι
στὸ βάθος, τελειώσατε τὸ τάβλι στὶς ὀχτώμισι κι ἦταν Μεγάλη Παρασκευὴ
—ἢ Πέμπτη;— τὸν εἶχε ταράξει στὴ νηστεία ἡ γυναίκα του, «πᾶμε», εἶπες,
«νὰ σὲ κεράσω μιὰ ρετσίνα» καὶ φάγατε πατάτες καὶ λουκάνικα καὶ τά 'πιατε,
Μεγάλη Πέμπτη γιὰ μισὴ ὥρα ἔξω ἀπ' τὸ τάβλι...».
— Μιὰ λουκάνικα καὶ μιὰ πατάτες καὶ ρετσίνα.
Κι ὁ πιτσιρίκος τὰ 'φερε, σὰν τότε, καὶ πίνει καὶ «φέρε κι ἄλλο»,
ἔγινε στουπί, «ἐβίβα, Μιχαλούδι, ἄραγε σοῦ 'βαλαν στὴν κάσα κάνα
τάβλι;», «κύριος, κλείνουμε», «ἐντάξει, ὁ λογαριασμὸς δικός μου, Μιχαλάκο
μου», καὶ βγῆκε κι ἄρχισε πάλι ἡ περιπλάνηση καὶ χάθηκε, «αὐτὴ ἡ πόλη
εἶναι μπερδεμένη κι ἄς εἶναι μιὰ σταλιά, κι ἀπόψε γέρνει, θαρρεῖς τὸ
χιόνι ἔπεσε μονόπαντα», θέλει νὰ πάει ἴσια καὶ παίρνει τὰ στενά, μὰ
ἔφτασε στὸ σπίτι του ἐπιτέλους μετὰ ἀπὸ δυὸ πεσίματα καὶ τώρα τρίτο,
πίσ' ἀπ' την πόρτα τῆς αὐλῆς, «ἀπόψε σέρνομαι γιὰ χάρη σου, σὲ ξενυχτάω»,
μὰ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ, δὲν ἔχει ὅμως καὶ μεγάλη σημασία, γιατὶ κι
ἡ αὐλὴ εἶναι σπίτι μας κι ἔνιωσε ζεστὰ μὲς στὴ δικιά του ἰδιοκτησία
κι ἀφέθηκε ἐλεύθερος, Ἀρχάγγελε Μιχαήλ, κι ἀποκοιμήθηκε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου