Στα '77 ἁλώνιζε τὴ Ρόδο. Ὁ πιὸ λιμπιστερὸς γκόμενος. Καμάκι, ἀπ' τὰ δεκαπέντε του, δέκα χρόνια μετὰ ἤτανε μάστορας. Ὁ Γιαννοῦτσος μὲ τ' ὄνομα. Πρόσωπο σπαθί, σῶμα γιὰ κρεβάτι. Βόλταρε μακρύκανος. Σκέλια ἀνοιχτά, πουκάμισο ξεκούμπωτο στὸ στέρνο. Νὰ καλεῖ ἡ σκοτεινὴ ἀγκαλιά. Λέγαν πὼς τὰ φιλιά του σαϊτεῦαν στὸ σταυρό, βαράγαν στὸ μυαλό, λωλαίνανε. Ὅποια ἤθελε τὴν εἶχε.
Θέρος τοῦ '79 ζεματιστό, χοχλάζανε τὰ σώματα μὲς στὰ ζουμιά τους. Παντρεύτηκε
μιὰ ζάπλουτη σουηδέζα καλλονή. Ἕνα μήνα ἔσερνε γύρω της μουγκρίζοντας.
Ὥσπου τοῦ παραδόθηκε. Σάστισε ὁ πατέρας της σὰν εἶδε τὸ γαμπρό του.
Τώρα τί κάνουνε μ' αὐτόν, ἀναλογίζονταν ἀμήχανα. Τὸ ἐργοστάσιο ἀποκλείονταν.
Ἔμοιαζε μπουρλοτιέρης. Δὲν ἦταν γιὰ γραβάτα κι ἀφεντιλίκι. Τοῦ ἄνοιξε
στὴ Ρόδο φαρμακεῖο. Σπουδαῖο, δὲν εἶχε δεύτερό του στὰ Δωδεκάνησα.
Ντρεπόσουν νὰ πατήσεις. Ὁ Γιαννοῦτσος σουλατσάριζε στὴ χώρα μὲ Ρὸλς-Ρόις.
Θυμοῦνται οἱ παλιοὶ ἀκόμα.
Ἡ νύφη ἔμεινε στὸ ζόφο τοῦ Βορρᾶ. Νά 'ρθει στὰ συγκαλά της, νὰ χωρίσει.
Τοῦ 'κανε κόρη. Μιὰ ξωθιά. Τοῦ 'φερε τὸ παιδάκι στὴν Ἑλλάδα, νὰ τὸ δεῖ.
Καὶ νὰ τοῦ πεῖ τὰ ἄλλα. Νὰ κανονίσουν τὸ διαζύγιο σὰν φίλοι, ἔλεγε.
Σφίγγοντας τὴ μικρὴ στὴν ἀγκαλιά της. Νὰ μὴν τοὺς ξαναδεῖ, νὰ κάνει τὴ
ζωή του. Ἄκουγε αὐτὸς ἀμίλητος. Ἀπότομα. Ἁρπάζει τὸ παιδὶ ἀπ' τὸν
κόρφο της. Τὸ κανακεύει μιὰ σταλίτσα μόνο. Τραβάει τὸ σουγιὰ ποὺ κουβανοῦσε
πάντα γιὰ ἀντριλίκι καὶ χαράζει τὸ ζυμωτὸ μπρατσάκι. Τρέξανε αἵματα,
ἔσκουξε ἡ μικρή. Ἡ ἄλλη κοιτοῦσε. Αὐτὸς μιλοῦσε μόνος του. Φτοῦ σου,
κοπέλα μου. Γυναικάρα σὰν καὶ τὴ μάνα σου θὰ γενεῖς. Φτοῦ σου, κούκλα
μου. Σὰν καὶ σένα καμιά. Φτάνει νὰ μὴ σὲ κοιμηθῶ. Νὰ σὲ γνωρίσω ἀπ' τὸ
σημάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου