TOΥΣ
ΕΧΩ ΦΕΡΕΙ μιὰ νταμιτζάνα τσίπουρο ἠπειρώτικο καὶ τὰ δυὸ γερόντια
ἔχουν τρελαθεῖ. Κάθε μεσημέρι, μιὰ βδομάδα τώρα, τοὺς κάνω κουδούνια.
Ὁ πατέρας μου συνταξιοῦχος τῆς Βασιλικῆς Χωροφυλακῆς —ὅπως ἰσχυρίζεται
γιὰ τὸ «βασιλικῆς» σαράντα χρόνια μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ τίτλου
της— κι ὁ κολλητός του πιὰ Βασίλης Κλημαντήρας, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ
μαζὶ καὶ χώρια στὸν Ἐμφύλιο...
Ὁ πατέρας μου ἀπέναντι ἀπ' τὸν Βασίλη στὶς μάχες τῆς Ἀνδρίτσαινας,
τῆς Δημητσάνας, τῶν Πιερίων. Χρόνια ἐχθροὶ ποὺ δὲν μιλοῦσαν μεταξύ
τους καὶ τώρα, στὰ ὀγδόντα τους, κολλητοὶ κάθε μέρα.
Ὅταν βλέπω πὼς ἔχουν ξεπεράσει τὰ γράδα τους, ἀρχίζω τὸ ψηστήρι.
Θέλω νὰ δῶ —γιατί εἶμαι τυχερὸς ποὺ τοὺς βλέπω μαζὶ— πόσες ἀλήθειες
βγάζει τὸ τσίπουρο, ἀλήθειες ποὺ θά 'ταν διατριβὴ γιὰ σύγχρονο ἱστορικό.
Τέτοια τύχη οὔτε ὁ καλύτερος ἐρευνητὴς δὲν ἔχει.
«Ἄντε, ἀκόμα ἕνα γιὰ τὸν ἀγώνα», λέω τοῦ μπάρμπα-Βασίλη καὶ τοῦ
γεμίζω τὸ ποτηράκι του, ἐνῶ ὁ πατέρας μου μὲ τὴ θολούρα τοῦ ἀλκοολικοῦ
συμπληρώνει:
«Ναί, ναί, βάλ' του νὰ μᾶς πεῖ τὸ κουμμούνι πόσους ξεπάστρεψε μὲ τοὺς
συναγωνιστές του...»
«Ἄχ, ρὲ Τζίμη, ἄχ, ρὲ Τζίμη», μονολογεῖ ὁ φίλος του ὁ Βασίλης Κλημαντήρας,
ὁ καπετὰν Φώτης τοῦ Ἐμφυλίου, «τὴν γλύτωσες στὶς μάχες, τὴν γλυτώσαμε
μαζί, τί τὰ θὲς τώρα, νά 'μαστε καλὰ νὰ πίνουμε τὸ τσιπουράκι
μας, νά 'ναι καλὰ ὁ Λιακούλης σου ποὺ μᾶς τὸ 'φερε, νά 'ναι καλὰ τὸ
παιδί!».
Σκέφτομαι πὼς εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ μάθω γιὰ τὴ μάχη στὰ Πιέρια,
ὅπου ὁ καπετὰν Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης) ξεπάστρεψε μὲ ἕναν ὅλμο
ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς τῆς πρώτης μοίρας καταδρομῶν, ἕνα ἀπὸ
τὰ καίρια χτυπήματα τῶν ἀνταρτῶν στὴν καρδιὰ τῆς φημισμένης μονάδας
κρούσης τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ.
Αὐτὰ δὲν τὰ βρίσκεις οὔτε στὶς πιὸ ἐνδελεχεῖς ἔρευνες τῶν ἱστορικῶν
τοῦ Ἐμφυλίου.
Ὅμως ἐδῶ ἔχω τὸν μαχητὴ τοῦ καπετὰν Γιώτη καὶ δὲν θ' ἀφήσω τὴν εὐκαιρία.
Ἔχω διαβάσει πὼς τὸ «χτύπημα» ἔγινε τὸν χειμώνα τοῦ ‘47, ὅταν ἡ
πρώτη μοίρα ἔπαιρνε μέρος στὶς ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις τῶν
Πιερίων καὶ τὸ τάγμα τοῦ καπετὰν Γιώτη βρισκόταν ἐκεῖ.
Βάζω κι ἄλλο τσίπουρο στὰ ποτηράκια καὶ λέω δῆθεν στὸ ἀδιάφορο:
«Πάντως, ἐκεῖνο τὸ χτύπημα στὴ μοίρα καταδρομῶν ἦταν ἀποφασιστικὸ
γιὰ τουλάχιστον ἕναν χρόνο, γιατί ὁ ὅλμος σκότωσε ὅλους τους ἀξιωματικοὺς
καὶ τὸν διοικητή τους καὶ μιὰ φορὰ ἕνας στρατηγὸς μοῦ 'χε πεῖ πὼς ἐκεῖνος
ὁ ὅλμος ἦταν ἡ ντροπὴ τῶν λοκατζήδων γιὰ χρόνια... ἔτσι μοῦ 'πε...»
«Ἦταν, Λιακούλη μου, ἦταν», λέει ὁ μπάρμπα-Βασίλης, «ἐκεῖ ἤμουν,
πουλάκι μου, ἦταν μεγάλη νίκη γιὰ μᾶς καὶ ντροπὴ γιὰ τοὺς ἄλλους,
σ' ἐκεῖνο τὸν σκατοπόλεμο, Λιακούλη μου... τί κερδίσαμε, φάγαμε
τὴν ψυχὴ μας ἐγὼ κι ὁ πατέρας σου, ἀγόρι μου, ἄσ' τα, καλό μου...»
Λέω ἀπὸ μέσα μου: Πῶ,
πῶ, τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία νὰ μοῦ πεῖ τὸ πῶς ἔγινε, ἐνῶ ὁ
πατέρας μου ἔχει πάρει ἐκεῖνο τὸ χαμένο ὕφος του δηλαδὴ πῶς νὰ
πιστέψει ὅτι πίνει τσίπουρα μὲ τὸν ἀντίπαλό του, τὸν παρ' ὀλίγο
φονιά του, πῶς τὰ 'φερε ἔτσι ἡ ζωὴ καὶ δὲν ξέρει νὰ δικαιολογήσει
τὸ τώρα της, τὸ χθές της, τὰ γεγονότα καὶ τὸ παράλογό της.
«Δηλαδή», τοῦ λέω, «πῶς ρίξατε τὸν ὅλμο; Τοὺς τὴν εἴχατε στήσει, ἔ;
Ἅμα δὲν μάθω τὴν ἱστορία ἀπὸ σένα ποὺ τὴν ἔζησες, ἀπὸ ποιόν θὰ τὴν
μάθω, θειο-Βασίλη, ἀπ' τοὺς χαρτογιακάδες τοῦ κατεστημένου ποὺ
τὴν γράφουν ὅπως τοὺς βολεύει, ἔ;»
Ἔχω χτυπήσει φλέβα. Τὸ ξέρω. Οὔτε ὁ καλύτερος ψυχίατρος τοῦ κόσμου
δὲν ἔχει τέτοια συνεδρία. Δυὸ ἀντίπαλους, γεροντάκια, νὰ πίνουν
τσίπουρο καὶ ζαλισμένοι ν' ἀνοίγουν τὰ σώψυχά τους...
«Ἄχ, Λιακούλη μου», λέει ὁ μπαρμπα-Βασίλης —ποὺ ἔχει βυθιστεῖ στοὺς
βάλτους τῆς μνήμης του κι ἔχει μεταμορφωθεῖ τώρα σὲ καπετὰν Φώτη—,
«τοὺς παρακολουθούσαμε ἀπ' τὸ δάσος δυὸ μερόνυχτα κι αὐτοὶ οἱ ἀνόητοι
εἶχαν στρατοπεδέψει σ' ἕνα ξέφωτο χαμηλά μας, γύρω στὰ πενήντα
μέτρα κάτω μας, καὶ ξέραμε πὼς κάθε πρωὶ στὶς ἑφτὰ κάναν συγκέντρωση
ἀξιωματικῶν κι εἶπε ὁ καπετὰν Γιώτης στὸν σκοπευτὴ τοῦ ὅλμου νὰ
ρυθμίσει καὶ νὰ ρίξει στὸ κέντρο τῆς συγκέντρωσης κι αὐτός, ἕνας
συναγωνιστὴς ἀπ' τὴ Σπάρτη, τό 'κανε.»
«Πῶς τό 'κανε, πές μου», τὸν ρωτάω. «Πές μου ἀκριβῶς πῶς τό 'κανε.»
Ὁ καπετὰν Φώτης ψάχνει στὸ τραπέζι μὲ τοὺς μεζέδες, τὸ σκουμπρί, τὴ
σαλάτα, τὸ σύγγλινο, τὸ ψωμὶ καὶ δίπλα τὸ μπολάκι μὲ τὰ παγάκια,
παίρνει μὲ τὰ δυὸ γρανιτένια δάχτυλά του ἕνα παγάκι, ἕνα παγάκι
ποὺ μετατρέπεται μ' ἕναν μεταφυσικὸ καὶ ταυτόχρονα παραστατικὸ
τρόπο σὲ βλῆμα ὅλμου, ἕνα παγάκι ἕτοιμο νὰ ξεπαστρέψει ἕντεκα ἀξιωματικούς,
ἕντεκα λαμπρὰ καὶ γενναῖα παιδιά, ποὺ τὰ ἔστειλαν νὰ ξεπαστρέψουν
μὲ τὴ σειρά τους τοὺς ἀμετανόητους συμπατριῶτες τους, τοὺς ἀδελφούς
τους δηλαδή... τὸ κρατάει μὲ προσοχὴ δίπλα στὸ ποτηράκι του καὶ
λέει: «Νά, ἔτσι τό 'κανε, μὲ τὴ διαταγὴ "φωτιὰ τώρα"»,
καὶ μπλόπ, ρίχνει τὸ παγάκι στὸ τσίπουρό του.
Ὁ ὅλμος προσγειώθηκε μεμιᾶς στὸ τσίπουρο πετάγοντας πάνω ἀπὸ
δέκα στάλες ἔξω ἀπ' τὸ ποτήρι...
Πρώτη δημοσίευση: ἀπὸ τὴν συλλογὴ πεζῶν Delivery Boy (ἐκδ. Γαβριηλίδης,
2013).
Ἠλίας Κουτσοῦκος
(Ἀθήνα, 1950). Πεζογράφος. Ἀπὸ τὸ 1967 ζεῖ μόνιμα στὴ Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε Δημοσιογραφία. Ἀπὸ τὸ 1977 ἕως τὸ 1985 ὑπῆρξε μόνιμος
συνεργάτης τῆς ἐφημερίδας Θεσσαλονίκη.
Ἱδρυτικὸ στέλεχος τῆς ΕΡΤ3 καὶ διευθυντής της. Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε
μὲ ποιήματα ἀπὸ τὸ περιοδικό Παραλλάξ
(1978). Πρῶτο του βιβλίο: Βόλτες
μὲ πιτζάμες (ἀφηγήματα, 1985). Ἄλλα: Ὀνειρικὸς τρομοκράτης (μικρὰ
πεζά, 1987), Καλύτερα
νὰ νικοῦσαν οἱ κόκκινοι (διηγήματα, 1991) κ.ἄ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου