ΟΛΑ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ χάρη σὲ κεῖνο τὸ γοβάκι
ποὺ ἔχασε ὅταν ἔπρεπε νὰ φύγει βιαστικὰ ἀπὸ τὸ χορὸ γιατί στὶς δώδεκα
λύνονταν τὰ μάγια, τὸ φουστάνι γινόταν πάλι κουρέλια, ἡ ἅμαξα ἔπαυε
νὰ εἶναι ἅμαξα καὶ γινόταν πάλι κολοκύθα, τὰ ἄλογα ποντίκια, καὶ οὕτω
καθεξῆς. Πάντα τῆς φαινόταν ἀξιοθαύμαστο πῶς μόνο σὲ ἐκείνη ταίριαζε
τὸ γοβάκι τέλεια, διότι τὸ πόδι της (νούμερο 36) δὲν εἶναι καθόλου ἀσυνήθιστο
καὶ ἄλλες κοπέλες στὴ χώρα θὰ εἶχαν τὸ ἴδιο νούμερο. Ἀκόμη θυμᾶται
τὸ ξαφνιασμένο πρόσωπο τῶν δύο ἑτεροθαλῶν ἀδερφῶν της, ὅταν εἶδαν
ὅτι ἐκείνη ἦταν ποὺ παντρευόταν μὲ τὸν πρίγκιπα καὶ ποὺ (μερικὰ χρόνια
ἀργότερα, ὅταν οἱ βασιλιάδες πέθαναν) γινόταν ἡ νέα βασίλισσα.
Ὁ βασιλιὰς ὑπῆρξε ἕνας σύζυγος στοργικὸς καὶ θερμός. Εἶχαν μιὰ ὀνειρεμένη
ζωὴ μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ἀνακάλυψε, στὸ βασιλικὸ πουκάμισο, ἕνα
σημάδι ἀπὸ κραγιόν. Ἡ γῆ γκρεμίστηκε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της. Τί ταραχή!
Πῶς ἔπρεπε νὰ ἀντιδράσει, ἐκείνη, ποὺ πάντα συμπεριφερόταν μὲ εἰλικρίνεια
καὶ χωρὶς κακία, ποὺ εἶναι ἡ ἀρετὴ προσωποποιημένη;
Ὅτι ὁ βασιλιὰς εἶχε μία ἐρωμένη ἦταν σίγουρο. Ἕνα σημάδι ἀπὸ κραγιὸν
στὸ πουκάμισο πάντα ἦταν μία ξεκάθαρη ἀπόδειξη μοιχείας. Ποιά μπορεῖ
νὰ εἶναι, ἡ ἐρωμένη τοῦ συζύγου της; Πρέπει νὰ τοῦ πεῖ ὅτι τὸ ἀνακάλυψε
ἢ καλύτερα νὰ προσποιηθεῖ, ὅπως ξέρει ὅτι εἶναι ἡ παράδοση γιὰ τὶς
βασίλισσες, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, γιὰ νὰ μὴ θέσουν σὲ κίνδυνο τὸ
θεσμὸ τῆς μοναρχίας; Καὶ γιατί ἔψαξε γιὰ ἐρωμένη, ὁ βασιλιάς; Εἶναι
ποὺ δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ἀρκετὰ ἐκείνη; Ἴσως ἐπειδὴ ἀρνεῖται πρακτικὲς
ποὺ θεωρεῖ διεστραμμένες (σοδομισμὸ καὶ χρυσὴ βροχή, κατὰ βάση) ὁ
σύζυγός της τὶς ἀναζητεῖ ἐκτὸς σπιτιοῦ;
Ἀποφασίζει νὰ σιωπήσει. Σιωπᾶ καὶ ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπιστρέφει στὴν
βασιλικὴ κάμαρα στὶς ὀχτὼ τὸ πρωί, μὲ χοντρὰ γυαλιὰ καὶ ἄρωμα γυναίκας.
(Ποῦ συναντιοῦνται; Σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο, στὸ σπίτι ἐκείνης, στὸ ἴδιο
τὸ παλάτι; Ὑπάρχουν τόσα δωμάτια, σὲ αὐτὸ τὸ παλάτι, ποὺ εὔκολα θὰ
μποροῦσε νὰ ἔχει τὴν ἐρωμένη σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ διαμερίσματα ποὺ δὲν
γνωρίζει.) Δὲν λέει τίποτα οὔτε ὅταν οἱ σαρκικὲς ἐπαφὲς ποὺ πρὶν συνέβαιναν
μὲ σταθερότητα μετρονόμου (μιὰ νύχτα ναί, μία ὄχι) ἀραιώνουν μέχρι
ποὺ μία μέρα συνειδητοποιεῖ ὅτι ἔχουν περάσει πάνω ἀπὸ δύο μῆνες
ἀπὸ τὴν τελευταία φορά.
Κλαίει σιωπηλά, στὸ βασιλικὸ δωμάτιο, κάθε βράδυ· γιατὶ πλέον, κανένα
βράδυ ὁ βασιλιὰς δὲν πηγαίνει στὸ κρεβάτι μαζί της. Ἡ μοναξιὰ τὴν πληγώνει.
Θὰ προτιμοῦσε νὰ μὴν εἶχε πάει ποτὲ στὸν χορό, ἢ τὸ πόδι κάποιας ἄλλης
κοπέλας νὰ εἶχε ταιριάξει μὲ τὸ γοβάκι ἀντὶ γιὰ ἐκείνης. Ἔτσι, ἔχοντας
ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολή του, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ πρίγκιπα δὲν θὰ εἶχε
φτάσει ποτὲ σπίτι της. Καί, ἂν εἶχε φτάσει, θὰ προτιμοῦσε, τελικῶς,
κάποια ἀπὸ τὶς ἀδερφές της νὰ φοροῦσε τὸ 36, ἀντὶ γιὰ 40 καὶ 41, νούμερα
πολὺ μεγάλα γιὰ κοπέλα. Ἔτσι, ὁ ἀπεσταλμένος δὲν θὰ εἶχε κάνει τὴν ἐρώτηση
ποὺ τώρα, καταρρακωμένη ἀπὸ τὴν ἀπιστία τοῦ συζύγου, τῆς φαίνεται
προφητική: ἂν ὑπῆρχε ἄλλη κοπέλα στὸ σπίτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μητριὰ καὶ
τὶς δύο ἑτεροθαλεῖς ἀδερφές.
Τί νόημα ἔχει νὰ εἶναι βασίλισσα ἂν δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ βασιλιᾶ;
Θὰ ἔδινε τὰ πάντα γιὰ νὰ εἶναι ἡ γυναίκα μὲ τὴν ὁποία ὁ βασιλιὰς συνευρίσκεται
ἐξωσυζυγικά. Χίλιες φορὲς θὰ προτιμοῦσε νὰ πρωταγωνιστεῖ στὶς νύχτες
παράνομης ἀγάπης τοῦ μονάρχη παρὰ νὰ ξαπλώνει στὸ ἄδειο συζυγικὸ
κρεβάτι. Καλύτερα ἐπιθυμητὴ παρὰ βασίλισσα.
Ἡ παλιὰ ὑπηρέτρια ἀποφασίζει νὰ βολευτεῖ μὲ τὴν παράδοση καὶ νὰ μὴν
πεῖ στὸν βασιλιὰ τί ἔχει ἀνακαλύψει. Θὰ δράσει μὲ σιβυλλικὸ τρόπο.
Τὴν ἑπομένη τὸ βράδυ, ὅταν μετὰ τὸ δεῖπνο ὁ βασιλιὰς ἀποχαιρετᾶ μὲ
τρόπο, τὸν ἀκολουθεῖ κρυφά. Τὸν ἀκολουθεῖ μέσα ἀπὸ διαδρόμους ποὺ
δὲν γνωρίζει, ἀπὸ πτέρυγες τοῦ παλατιοῦ ποὺ ἀγνοεῖ, ἀπὸ διαμερίσματα
ποὺ οὔτε κὰν ἤξερε ὅτι ὑπάρχουν. Ὁ βασιλιὰς προηγεῖται μὲ ἕνα δαυλό.
Τελικὰ κλείνεται σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ ἐκείνη μένει στὸ διάδρομο, στὶς
σκιές. Ἀμέσως ἀκούει φωνὲς ποὺ φτάνουν ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ δωματίου.
Τοῦ συζύγου της, σίγουρα. Καὶ τὸ κακαριστὸ γέλιο μιᾶς γυναίκας. Ἀλλὰ
πάνω ἀπὸ αὐτὸ τὸ γέλιο ἀκούει καὶ τὴ φωνὴ μιᾶς ἄλλης γυναίκας. Εἶναι
μὲ δύο; Σιγὰ σιγά, προσπαθώντας νὰ μὴν κάνει θόρυβο, ἀνοίγει λίγο τὴν
πόρτα. Ξαπλώνει στὸ ἔδαφος ὥστε νὰ μὴν τὴν βλέπουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι·
μπαίνει ἡ μισὴ μέσα στὸ δωμάτιο. Στοὺς τοίχους, τὸ φῶς ἀπὸ τὰ καντηλέρια
προβάλλει τὶς σκιὲς τῶν τριῶν σωμάτων ποὺ ἑνώνονται. Θὰ ἤθελε νὰ σηκωθεῖ
γιὰ νὰ δεῖ ποιός εἶναι στὸ κρεβάτι, γιατὶ τὰ γέλια καὶ τὰ μουρμουρητὰ
δὲν τῆς ἐπιτρέπουν νὰ ἀναγνωρίσει τὶς γυναῖκες. Ἀπὸ κεῖ ποὺ βρίσκεται,
ξαπλωμένη στὸ πάτωμα, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ περισσότερα· μονάχα βλέπει,
στὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ, πεταμένα ὅπως νά ‘ναι, τὰ παπούτσια τοῦ συζύγου
της καὶ δύο ζευγάρια γυναικεῖα παπούτσια, μὲ ψηλὸ τακούνι, τὸ ἕνα
μαῦρο, νούμερο 40, καὶ τὸ ἄλλο κόκκινο, νούμερο 41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου