Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ «ΒΛΑΠΤΕΙ» ΤΟ ΔΑΣΟΣ!


Οι επεμβάσεις στη φύση και οι συνέπειές της
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου


.
«Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου
μα ολάκερον ερίζωσα τον νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…»
(«Γιατί βαθιά μου δόξασα», Άγγελος Σικελιανός)


Συχνά πυκνά διατυπώνονται με σθένος απόψεις αμφισβήτησης του δάσους, της φύσης γενικότερα, ως αγαθού υπέρτερου του συμφέροντος του Έλληνα, αυτού που λογίζεται ως «δημόσιο συμφέρον» κι εξυπηρετεί το κοινό καλό. Κάμπτεται, λέγουν, η προστασία της φύσης υπέρ του οφέλους του συνόλου, αφού κείνο που ενδιαφέρει είναι κατά πρώτον ο άνθρωπος και διά (ή μετά) τούτου η φύση. Η σύγχυση που διαμορφώνει η αντίληψη αυτή οδηγεί σε κατάχρηση του δικαιώματος του ανθρώπου στη διαχείριση του φυσικού αγαθού, κι εντέλει στην αυθαιρεσία ως προς τη χρήση του. Απόψεις τέτοιες, αποκτούν ευρύτερη αποδοχή και μετατρέπονται σε απαίτηση της κοινωνίας γι’ απόδοση μέρους του φυσικού αγαθού προς εκμετάλλευση στον άνθρωπο, με παράλληλη (απο)μείωση της προστασίας του, ενισχύονται δε από την κυριαρχούσα αδιαφορία της κοινωνίας, που προτιμά να σιωπά–εμφαινόμενη ως μη συνειδητή της κατάστασης!–, ν’ αποστρέφει την κεφαλή ή να δηλώνει άγνοια. Γίνονται έτσι παιάνας στα στόματα κατήγορων Συνελλήνων, οι οποίοι αποδίδουν μιαν «ανεξήγητη» εύνοια στη φύση, εύνοια που καθίσταται –όπως λέγουν– αδικαιολόγητη και–το χειρότερο– τυραγνική για την κοινωνία…
Ο δασικός (ο φυσικός) χώρος, ως ανοικτός χώρος, θεωρείται διαφόρως. Ανοικτός ως φυσικό πεδίο, αλλά και για την ανάπτυξη σχέσεων και λειτουργίας των αισθήσεων –που εντέλει προσδιορίζουν την ποιότητα του ανθρώπου–, καθώς και δράσεων-δραστηριοτήτων. Τούτα όλα συμπλέκονται στα πλαίσια της ολιστικής θεώρησης των φυσικών οικοσυστημάτων, και δίνουν συστήματα πολλαπλών σκοπών. Όμως, από τις προαναφερόμενες θεωρήσεις, πιότερο στέκεται ο άνθρωπος στην τελευταία, αντιμετωπίζοντας μονοσήμαντα και μονοδιάστατα τα συστήματα, επιζητώντας την εκμετάλλευση της «αργούσας» γης –της δασικής κατά το πλείστον–, που καταλαμβάνεται από τη φύση!
Συνήθως διατυπώνονται επιχειρήματα, όπως: «Χρήσιμη είναι η ήμερη γη –του οικοπέδου, του χωραφιού, του κήπου–, παρά η άγρια –του δάσους, των θάμνων, της χορτολιβαδικής και φρυγανικής έκτασης.
Η ημέρεψη της άγριας γης είναι συμφερότερη της ύπαρξης του λόγγου, της γης όπου η αταξία και η άφεσή της στην τυχαιότητα δε βοηθά στη διευθέτηση και την αξιοποίηση του χώρου. Και, σε τελική ανάλυση, τι εξυπηρετεί η διατήρηση του φυσικού γίγνεσθαι στο βαθμό που επιδιώκεται, όταν ο άνθρωπος δε συμμετέχει σε αυτό, καθότι αποστασιοποιημένος από τα γύρω του; Η αξιοποίηση της γης δεν είναι τελικά προς όφελος του ανθρώπου; Γιατί να θεωρείται ότι με την αξιοποίησή της από τον άνθρωπο, αυτός τη σκοτώνει κι όχι ότι την εκμεταλλεύεται για το γενικό καλό;».
Οι ερωτήσεις, οι απορίες, αυτές διαμορφώνουν σκόπιμα διχαστικά διλήμματα στη σχέση ανθρώπου-φύσης και φανερώνουν την αποξένωση του ανθρώπου από τον φυσικό του περίγυρο, που δεν τον νοιώθει και δεν κατανοεί τον ρόλο του. Και τούτο διότι ο δικός του ρόλος δεν προσαρμόζεται στο ρόλο της φύσης, αφού θεωρεί τον εαυτό του ως κυρίαρχό της, αντιμετωπίζοντας αυτήν εργαλειακά, ως αντικείμενο της χρήσης του.
Το δάσος ως δημόσιο αγαθό έχει ειδική αντιμετώπιση. Η αναγκαιότητα διατήρησής του τού δίδει «προνόμια», καθότι η θίξη του ή η έλλειψή του συνιστά υποβάθμιση· περιβαλλοντική, κοινωνική και πολιτιστική. Το συμφέρον όμως των ανθρώπων, προβαλλόμενο ως δημόσιο, διαμορφώνει απαιτήσεις κι επιβάλλει σκληρωτικές λογικές –και τούτο παρά το γεγονός ότι ουκ ολίγες φορές το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετεί το άτομο κι όχι την κοινωνία (ο ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι η ωφέλεια της κοινωνίας προκύπτει διά του οφέλους του ατόμου!). Η έννοια της δημιουργίας έχει υποκατασταθεί με την έννοια της αξιοποίησης και υπό αυτό το πρίσμα η ανθρώπινη πράξη προτάσσεται στα φυσικά οικοσυστήματα σε βάρος της λειτουργίας ή και της ύπαρξης αυτών, χωρίς να υπολογίζεται –ή πολύ λίγο συμβαίνει αυτό– η ανάγκη της προστασίας και της διατήρησής τους. «Είναι αδήριτη ανάγκη, υποστηρίζεται, πράμα αναπόφευκτο, ν’ αφαιρούμε φύση για το ανθρώπινο καλό. Επιβάλλεται λόγω του δημοσίου συμφέροντος, του κοινωνικού οφέλους. Και –ας μην αφελώς κινδυνολογούμε–, προάγει την πρόοδο της κοινωνίας, που επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη της χώρας!..»–ιδού το διακύβευμα λοιπόν στους σημερινούς «οικονομικούς» καιρούς: η ανάπτυξη, που είναι ένα σύστημα λειτουργίας της κοινωνίας με αποκλειστικά οικονομικούς όρους, που προέκυψε μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το 1948, με τη χρησιμοποίηση της έννοιας αυτής από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τρούμαν (παλαιότερα οι αντίστοιχοι όροι ήταν «εξέλιξη», «μετασχηματισμός» και «πρόοδος», όροι αποστασιοποιημένοι από την οικονομία και προσανατολισμένοι στην κοινωνία). Σημειώνουμε ότι στο «σοφό» ελληνικό Σύνταγμα –στο άρθρο 24–, ο μόνος λόγος για τον οποίο δικαιολογείται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας είναι για την Εθνική Οικονομία, για την αγροτική εκμετάλλευση της δασικής γης, καθώς και για χρήση επιβαλλόμενη από το δημόσιο συμφέρον.
Οι νέοι καιροί, θεωρείται ότι, επιβάλλουν μιαν άλλη διαχείριση των δασικών εδαφών. Όχι στείρα προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, όχι αποχή του ανθρώπου από αυτά. Τα «μην» και τα «απαγορεύεται» άλλων καιρών, αποτελούν αναχρονισμούς, που στασιμότητα –αν όχι οπισθοδρόμηση– δηλώνουν. Η αξιοποίηση που θα επέλθει, εννοείται ως προαγωγή. Στα «απέραντα» δασικά εδάφη χωρούν χρήσεις που δε θα τα βλάψουν, δε θα επιφέρουν γενικότερη υποβάθμιση, αφού η ευρύτητα του χώρου αυτού και η δυναμική της φύσης δίδει τη δυνατότητα της αφομοίωσης και της αποκατάστασης. Οι μηχανισμοί της φύσης δίδουν τη δυνατότητα της διόρθωσης, στα πλαίσια της εννόησης του εν λόγω χώρου ως δυναμικού πεδίου που προσφέρει και προσφέρεται· δηλαδή μπορεί να συνυπάρξει το έργο του ανθρώπου με το έργο της φύσης. Η εντροπία του φυσικού συστήματος, που εκδηλώνεται ως αντίδραση της φύσης στην επέμβαση και η μεταλλαγή (μόνιμη κατά βάσιν) που επέρχεται, όπως και ο κορεσμός του φυσικού συστήματος με αλλότριες χρήσεις, κι αντίστοιχα η αδυναμία αφομοίωσης τους ως απροσάρμοστων στο σύστημα, δεν υπολογίζονται!
Τι τραγική φιλοσοφία αλήθεια… Πόση σκλήρυνση, πόση βεβαρυμμένη και λαθεμένη σκέψη διαμορφώνει η αλλοτρίωση… Τελικά, όλοι αυτοί που λειτουργούν αξιοποιητικά στη φύση, οι νεωτεριστές των σύγχρονων καιρών, πολύ λίγο την ξέρουν ή δεν ενδιαφέρονται να τη μάθουν –για να μην ισχυριστούμε ότι πίσω από τις θεωρίες, τις πρακτικές και τις ενέργειές τους κρύβονται απώτεροι σκοποί! Οι καινοφανείς θεωρίες και πρακτικές αξιοποίησής της, με τον άνθρωπο ενεργό και προαγωγό της, δεν αποτελούν άλλο τι από την υποστήριξη θέσεων εκμετάλλευσής της, που οδηγούν σε βεβαία πορεία υποβάθμισης των φυσικών συστημάτων!
Πόσο εύρος όμως, χωρεί στο δημόσιο συμφέρον; Πόση ανοχή χωρεί στην ανθρώπινη ενέργεια στη φύση; Πού μπαίνει φραγμός, πού ένα όριο; Ποια η προοπτική της δράσης, ποιο το μέτρο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων/ενεργειών;
Λέγεται ότι ιστορικά η γη ήταν ένα πεδίο συνεχών ανατροπών κι αναδιατάξεων. Η φύση ποτέ δεν ήταν «φυσική», με μια γενικευμένη αντίληψη βεβαίως…, αλλά προέκυπτε από τη δραστηριοποίηση του ανθρώπου στο φυσικό χώρο. Οι προερχόμενες από τον άνθρωπο μεταλλαγές, ακόμη και οι φυσικές καταστροφές, αφομοιώθηκαν στην αντίληψη του κόσμου, και μάλιστα, στη διαμόρφωση της θεώρησης για το χώρο, έτσι που κατίσχυσε η θετική σκέψη για την αλλαγή, αποδεχόμενοι οι άνθρωποι το αποτέλεσμα της υποβάθμισης ως το διάδοχο, που δεν είναι τελικά απορριπτέο –τουναντίον μάλιστα! (δέστε τη θετική άποψη που υπάρχει σήμερα για τη μακία και τα φρύγανα των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όταν είναι δεδομένο ότι, π.χ., τα κυκλαδονήσια ήταν κάποτε, στο βάθος των αιώνων, καλυπτόμενα από δάση).
Αποδεχόμενοι όμως τη θεώρηση της συνεχούς μεταβολής της φύσης από τον άνθρωπο, στα πλαίσια μιας ανθρωπογενούς δυναμικής, ως ιστορική, κοινωνική, πολιτισμική και περιβαλλοντική πραγματικότητα, έχουμε εκφύγει από τη βασική θέση που πρέπει να έχει ο πολιτισμένος άνθρωπος για τον κόσμο και για τις ποιότητές του, καθώς και για την επιβεβλημένη πλέον ανάγκη διατήρησης της φύσης, για την αποφυγή κατάρρευσης του πλανήτη λόγω της περιβαλλοντικής υποβάθμισής του (βλέπε: την κλιματική αλλαγή). Δυστυχώς στην εποχή των καταρρεύσεων, των ανοχών και των βαρβαρισμών, όλα μοιάζουν ρευστά, όλα διευρύνονται κι αποκτούν νέα όρια· τα ουσιαστικά πράγματα της ζωής, της κοινωνίας, του κόσμου, χάνουν τη σημασία τους (ακόμα και την αξία τους), αφού μια σπουδή για συνεχή παραγωγή ύλης (γι’ ανάπτυξη) μας κατευθύνει. Υπό αυτή την έννοια, θεωρήσεις περί ανοχών στα φυσικά συστήματα, σε σχέση με τη δραστηριότητα του ανθρώπου σε αυτά, γίνονται όχι μόνο αποδεκτές, αλλά κι επιβεβλημένες! Τα όρια όμως, που συνεχώς επεκτείνονται, όλο και στενεύουν!!! Η σάρωση, ή η υποβάθμιση αν θέλετε, που επέρχεται, δημιουργεί μοιραίες ανατροπές. Ανατροπές που αποβαίνουν σε βάρος της κοινωνίας, σε βάρος του ιδίου του στειρωτικού ανθρώπου, που λειτουργεί ενάντιά του!.. Αυτοκτονεί, ευρισκόμενος –λες– σε καταστολή: την καταστολή που δημιουργεί το παθολογικό περιβάλλον της ουτιδανής, ασθμαίνουσας προαγωγής του…
Το ατομικό συμφέρον έτσι, αίφνης μετατρέπεται σε δημόσιο, αφού η δραστηριότητα του ενός νοείται ως προσφορά στην εθνική οικονομία. Υπό αυτή την έννοια θεωρείται ως αναγκαίο κακό η αλλοίωση, η υποβάθμιση ή και η καταστροφή των δασών και των δασικών εκτάσεων, της φύσης γενικότερα, με την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε αυτήν, ενώ ακόμα και η κάθε λογής –μικρής ή μεγάλης κλίμακας– δραστηριότητα που επιχειρείται (με καταπατήσεις κι εκχερσώσεις) ή που ζητείται ν’ ασκηθεί επί δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, χωρίς να την προβλέπει η σχετική νομοθεσία, εκφράζεται σε αυτό το κλίμα της απαίτησης για δραστηριοποίηση του ανθρώπου, με την αξιοποίηση των δασικών ή άλλων εδαφών που καταλαμβάνονται από φύση. Διερωτόμαστε: εξυπηρετείται, π.χ., το δημόσιο συμφέρον με την εγκατάσταση επιχειρηματικής μονάδας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε δημόσιο δάσος ή δασική έκταση; Είναι δεδομένο ότι ο επιχειρηματίας (ο –μικρός ή μεγάλος– επενδυτής) κατά το πρώτον και κατά το μέγιστο εξυπηρετείται, ενώ ο Έλλην, το ελληνικό κράτος έπονται, χωρίς πάντα να ωφελούνται. Το ζήτημα είναι ότι, εάν η αναγωγή της δραστηριότητας ως απαιτητή κατά το δημόσιο συμφέρον συνάδει με τον υψηλό σκοπό που το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετεί ή εάν ανάγεται στον τέτοιο βαθμό για να δικαιολογήσει την ατομική δραστηριότητα! Σύμφωνα με τον καθηγητή Χαρίδημο Τσούκα, τούτο συμβαίνει: «Το δημόσιο συμφέρον καταλήγει να είναι απλώς άθροισμα των ατομικών συμφερόντων. Με τον τρόπο αυτό απομειώνεται η ικανότητα της κοινωνίας ως συστήματος να ενεργεί στρατηγικά για την μακροπρόθεσμη επιβίωσή της» («Πώς καταρρέουν οι κοινωνίες», εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 19ης-8-2007).
Παράλληλα, τα δημόσια έργα, πλήρως δικαιολογημένα από το δημόσιο συμφέρον (όχι, όμως, πάντα!..), βρίσκουν πάντα ανοικτούς ορίζοντες πραγματοποίησής τους στα φυσικά οικοσυστήματα –ως επί το πλείστον στα δημόσια δασικά–, στα οποία χωρίς αντιδράσεις και με μικρότερα έξοδα (λόγω μη υποχρέωσης καταβολής αποζημιώσεων ή λόγω των μικρών τέτοιων ποσών) υλοποιούνται. Δημόσια έργα μεγάλης κλίμακας, αμφίβολης αποτελεσματικότητας κι αμφισβητούμενου δημοσίου συμφέροντος, με σημαντικές έως ολέθριες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον (όπως, π.χ., η εκτροπή του Αχελώου), αλώνουν το δασικό (το φυσικό) χώρο και τον παραδίνουν φτωχότερο κι υποβαθμισμένο στους δύστυνους Νεοέλληνες. Θύμα η φύση ή ο Νεοέλληνας, αναρωτιόμαστε, το περιβάλλον ή η κοινωνία, που εθελοτυφλεί στις πλάνες της, μη συνειδητοποιώντας τον εκφυλισμό της ή ακόμα και το θάνατό της;…
Η ανοχή, η άφεση, η αλλοτρίωση, σ’ ότι αφορά στην προστασία και την ορθή διαχείριση των φυσικών αγαθών, είναι εμφανής στις πράξεις του Νεοέλληνα –με όποιο πρόσωπο κι αν εμφανίζεται αυτός (κράτος, φορέας, νομικό ή φυσικό πρόσωπο κ.ά.)– και στις όποιας κλίμακας δραστηριότητές του, οι οποίες πραγματοποιούνται κάθε φορά χάρη στις ευνοϊκές για τον επιτελούμενο σκοπό διατάξεις των νόμων, που υποτίθεται ότι προστατεύουν τα αγαθά αυτά! Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δασική νομοθεσία. Μέχρι το έτος 1979 (με την ισχύ του νόμου 998/1979) επιτρεπόταν σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις σαράντα (40) χρήσεις, με το αιτιολογικό της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Μετά το έτος 2014 όμως (μετά την ισχύ του τελευταίου δασικού νόμου 4280/2014, καθώς και του νόμου 4315/2014), επιτρέπονται πάνω από ογδόντα (80) χρήσεις (και έπεται συνέχεια…) Δηλαδή, μέσα σε διάστημα 35 χρόνων αυξήθηκε το ποσοστό των δυναμένων επιτρεπτών επεμβάσεων στις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις πάνω από το 50%! Δηλαδή, για να το μεταφράσουμε, διπλασιάστηκαν οι ανάγκες του Έλληνα που καθιστούν απαιτητές τις επεμβάσεις του στα δασικά οικοσυστήματα! Κι ενώ ο Έλληνας, όλο και αποστασιοποιείται από το φυσικό χώρο, αυξάνεται το ενδιαφέρον του στο να επέμβει σε αυτόν δραστηριοποιούμενος αναπτυξιακά!
Ο άνθρωπος λοιπόν, όλο και περισσότερο επεκτείνει τη δραστηριότητά του στα φυσικά (στα δασικά κατά το πλείστον) οικοσυστήματα, με τη λογική ότι η ανάπτυξη έργων και δραστηριοτήτων σε αυτά είναι επιβεβλημένη. Ο συνεχής περιορισμός τους όμως, ένεκα τούτων των δραστηριοτήτων, η υποβάθμιση ή και η καταστροφή τους, λίγο τον απασχολεί· πάντως δεν τον ταράσσει –έχει ήσυχη τη συνείδηση διότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον!
Τούτα μας δημιουργούν σκέψεις, σκέψεις για το πώς τα φυσικά μας οικοσυστήματα αντιμετωπίζονται και πώς θεωρούνται. Διερωτόμαστε: Μήπως τα δασικά εδάφη αποτελούν την εύκολη λύση –τη γρήγορη και χωρίς ιδιαίτερα βάρη–, για την πραγματοποίηση έργων και δραστηριοτήτων που θεωρούνται ότι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον; Μήπως το δάσος αποτελεί το θύμα της απόλυτης τεχνοκρατικής αντίληψης των κατασκευαστών, μήπως αποτελεί θύμα άκριτων ή και επίβουλων ενεργειών, που δικαιολογούνται ως αναπότρεπτο κακό κάτω από την ομπρέλα του δημοσίου συμφέροντος; Μήπως, εν κατακλείδι, η φύση (το δάσος κατά το πλείστον) αποτελεί τον αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα της φτενής ζωής, τον άφωνο κι απάρεσκο συμμέτοχο, τον παρείσακτο ακόμη, που επειδή δε διαμαρτύρεται και που εύκολα καταπίπτει, παρέχεται η δυνατότητα της σκαιάς εκμετάλλευσής του;
Ο επίλογος στο παρόν δοκίμιο ας αποτελέσει επίκληση στη λογική (ή την ευαισθησία;) των Νεοελλήνων. Τούτα λέμε: Ο άνθρωπος θα πρέπει ως συμμέτοχος, ως δημιουργός να λειτουργήσει, να προσφέρει στα φυσικά οικοσυστήματα και να προάγει πραγματικά, λειτουργώντας ορθά και συνειδητά στο φυσικό γίγνεσθαι. Βεβαίως, επ’ ουδενί δεν τον εννοούμε έξω από αυτά. Στην (ελληνική) φύση, στο (ελληνικό) δάσος, όλα χωρούν –η ελληνική φύση είναι μια πελώρια αγκαλιά!–, αρκεί να ιδωθούν στα πλαίσια της ολότητας κι όχι υπό το πρίσμα του συμφέροντος –όπως κάθε φορά εννοείται! Εάν ο Έλλην κοιτάξει καθαρά, όχι πίσω από συμφέροντα, αλλά μπροστά στον καθρέπτη της φύσης –που κατ’ ουσίαν είναι ο καθρέπτης της ζωής του–, τότε θα συνειδητοποιήσει ότι το μπορετό δεν είναι κάθε φορά το ορθό, ότι το δημόσιο συμφέρον δεν είναι πάντοτε το κοινό συμφέρον…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου