ΜΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ γλίστρησε ἁπαλὰ
τὸ κλειδὶ στὴν ἐξώπορτα. Κλείδωσε,
φυλάκισέ με, ψιχάλισε στ’ αὐτιά του ἡ ἀνάμνηση τῆς φωνῆς
της. Εἰσέπνευσε βαθιὰ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν κλεισούρα τοῦ χώρου· τὸν τύλιξε
πάχνη ὕπνου παχιὰ ἀνακατεμένη μὲ μυρωδιὰ ἀπὸ βρασμένο κουνουπίδι
καὶ πολυκαιρισμένο τηγανίδι· τὸ χνῶτο τοῦ σπιτιοῦ τὸν ρούφηξε ἀπότομα
μέσα, στηρίχτηκε μὲ τὴν πλάτη στὴν πόρτα κι ἕνα αἴσθημα ματαιότητας
τὸν πλημμύρισε τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ οἱ παλμοί του ἡσύχαζαν, ἐδῶ τουλάχιστον
ἦταν ἀσφαλής. Ἔκλεισε ἀθόρυβα ἀφήνοντας πίσω του τὴν βοὴ τῆς νύχτας.
Ἔβγαλε τὰ παπούτσια καὶ προχώρησε ψηλαφιστά.
Στὸ βάθος τοῦ σαλονιοῦ ἔπεφτε ἀκόμα μονότονο τὸ χιόνι τῆς ΥΕΝΕΔ. Δὲν
μποροῦσε νὰ διακρίνει τίποτ’ ἄλλο στὰ σκοτεινά. Ἦταν κανεὶς στὸ δωμάτιο;
Τόσο τὸ χειρότερο, σκέφτηκε ἀνασηκώνοντας τοὺς ὤμους. Ἀπομακρύνθηκε
βιαστικά. Ἤθελε νὰ κρατήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσα συνέβησαν, χωρὶς
περιγραφὲς καὶ συζητήσεις. Ἔστω γιὰ λίγο ἀκόμα. Οἱ ξένες φωνὲς τοῦ
‘κλεβαν τὶς εἰκόνες, αὐτὸ πιὰ τὸ ἤξερε σίγουρα. Μόλις τὰ περιέγραφε,
τὰ γεγονότα ἐξατμίζονταν σὰν μαγικὰ τζίνι, σὰν νὰ μὴν εἶχαν συμβεῖ
ποτέ. Μάταια πάλευε μετὰ νὰ ἀνασυνθέσει, σκηνές, λέξεις αἰσθήματα,
ὅλα εἶχαν κάνει φτερά. Ἔκλεινε τὰ μάτια σφιχτά, ἐξόριζε τὸ φῶς καὶ
συγκεντρωνόταν, ἄρχιζε νὰ τὰ σκέφτεται μὲ τὴ σειρά, ἵδρωνε ὧρες ἀτέλειωτες
χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἡ ὀθόνη ἦταν πάλι ἄγραφη, παρθένο λευκὸ ἢ βελούδινο
μαῦρο ἀβύσσου, τὸ ἴδιο ἀφόρητο.
Ἔσπρωξε τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του ἀνακουφισμένος, τώρα θὰ τὴν ἔκλεινε
πίσω του καὶ γι’ ἀπόψε θὰ εἶχε σωθεῖ, ὅταν ἀκούστηκε σχεδὸν δίπλα
του ὁ ψίθυρος.
— Λοιπὸν πῶς πῆγε;
Τινάχτηκε ἀλαφιασμένος, τελικὰ πάλι δὲν τὴν γλίτωσε.
— Ἄσε, θὰ στὰ πῶ αὔριο.
— Καλά αὔριο, ἀλλὰ τί ἔγινε, πῶς πῆγε;
Ὅμως ἐκεῖνος ἤθελε νὰ χαρεῖ τὰ ἐπινίκια αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τὸ δικό του
ρυθμό, χωρὶς πίεση.
— Καλὰ πῆγε, ἄντε κοιμήσου.
— Τελικὰ ἦρθε μόνη της;
— Ὄχι, ἀλλὰ νυστάζω.
—Μη μοῦ πεῖς πὼς ἔφερε πάλι τὴν φίλη της.
— Τὴν ἔφερε...
— Καὶ τί ἔκανες;
— Ἄσε με, σοῦ λέω νυστάζω.
— Μὴ μοῦ πεῖς... καὶ τὶς δύο!
— Ἔ, ναὶ ρὲ μάνα, καὶ τὶς δύο, καληνύχτα. Κοπάνισε τὴν πόρτα καὶ δυνατὰ
τὸ κεφάλι του πάνω της. Ὁ νοῦς του πλημμύρισε πάλι ἀπὸ τὸ χυλῶδες
μουρμουρητὸ τοῦ παλιοῦ καιροῦ.
Τὸ σπίτι τους ἦταν πάντοτε ὑποφωτισμένο. Τὰ χαμηλὰ πορτατὶφ τοῦ σαλονιοῦ
ἔκαναν τὰ πάντα νὰ μοιάζουν μουχλιασμένα. Ναί, σὰν νὰ τὴν μύριζε τὴ
μούχλα τοῦ φαινόταν. Εἶχε ποτίσει τὰ ὑφάσματα, τὰ ἔπιπλα, τὸ ἴδιο
του τὸ δέρμα. Καὶ οἱ ψιθυριστὲς φωνίτσες τῶν θειάδων του ψιλοβελονιές,
πονταρισιὲς στὰ κρόσσια τοῦ ἀέρα, στὸ ρεῦμα τῶν φωταγωγῶν, κλέφτες ἀγκαθωτοὶ
πετούμενοι στὸ ἀνοιγόκλεισμα μιᾶς πόρτας. Μικρὰ ζωύφια τὰ λόγια
τους, μικρούλικες ψιλὲς κατσαριδοῦλες ποὺ τρεχαλίζανε χαμένες καὶ
χαρούμενες ἀπὸ ‘δῶ κι ἀπὸ ‘κεῖ. Τὰ μπουκωμένα στόματα τῶν θειάδων ποὺ
ψέκαζαν ὁλόγυρα ἀλεσμένες λέξεις, σκέψεις, ἀλήθειες καὶ ψέματα, ἁλώνιζαν
καὶ ἤξεραν· ἤξεραν καὶ διακριτικὰ κρυφογελοῦσαν, καὶ προπαντὸς ἡρωικὰ
σιωποῦσαν, ὅλο γελάκια καὶ στραβομουτσουνιάσματα, καὶ σταυροκοπήματα,
κι ἔφτυναν τὸν κόρφο τους, πώ πώ, γιὰ σκέψου τί κρίμα, τί κρίμα, δυὸ μέτρα
παλικάρι νὰ μήν...,
κι ἡ μάνα του τάχα νὰ τὶς μαλώνει πὼς «σιγά, καλὲ σιγὰ πιά, προσέχτε, ὄχι
μπροστά του, μὴ σᾶς καταλάβει ὅτι τὸ ξέρετε, δὲν κάνει, θὰ γίνει χειρότερα».
Κι ἐκεῖνος συνεργοῦσε στὸ θέατρο, ποὺ ἔλεγε πὼς δὲν καταλάβαινε ὅτι
αὐτὲς ἤξεραν ὅλα αὐτὰ ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ ξέρουν. Κι ὅλο προσπαθοῦσε ἐκεῖνος
νὰ τὸ ξεπεράσει. Κι ὅλο ἔκανε καινούργιες σχέσεις, κι ὅλα χάλαγαν
σχεδὸν ἀμέσως καὶ πάντως σίγουρα μόλις μιλοῦσε μαζί της κι ἄρχιζε τὶς
περιγραφές. Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ μὴν τῆς μιλήσει. Δὲν γινόταν. Δὲν
κρατιόταν. Ἔτσι εἶχε μάθει. Οὔτε αὐτὸς τὸ μποροῦσε, οὔτε αὐτὴ τὸ ἐπέτρεπε.
Οὔτε καὶ τὸ ἄντεχε ἐπίσης. Ἄλλωστε ἀπὸ μικρός τῆς ἔλεγε τὰ πάντα, ἦταν
ὁ ἄρρητος ὅρος της γιὰ τὴν ἀπαραβίαστη συμμαχία τους, γιὰ τὴν ἀμέριστη
ἀγάπη της. Ἦταν ἡ ἄφατη συμφωνία τους. Ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν πλευρά
του ἔνιωθε δικαιωμένος μέσα ἀπὸ τὶς φωτιὲς ποὺ ἄναβαν οἱ διηγήσεις
του στὰ μάτια της. Διπλασιαζόταν ὁ κόσμος του. Πολλαπλασιαζόταν ἡ
χαρά, ἡ ἔνταση, ἡ αὐτοπεποίθησή του· «γιὰ νὰ χαίρεται τόσο, θὰ πεῖ πὼς
καλὰ τὰ κατάφερα» ἔλεγε μέσα του· ὣς κι ὁ ἔρωτάς του ἀκόμα, ὅταν μιὰ
φορὰ πίστεψε πὼς ἦταν τέτοιος, ὑψώθηκε στὰ μάτια του λαμπρότερος, ἂν
καὶ κράτησε μόλις δυὸ τρεῖς ὧρες μέχρι τὴν ἀπομυθοποίηση τῆς ἐξιστόρησης·
ἔπειτα ὅλα χάθηκαν, εἰκόνες, ἀτμόσφαιρες, συναισθήματα, ἔγιναν
καπνός.
Καὶ δὲν χόρταινε Αὐτή, ποτὲ δὲ χόρταινε· προσπαθοῦσε ἐκεῖνος, μὰ δὲν
μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ στομώσει τὴν ἀδηφάγο ἀνάγκη της. Τὶς νύχτες τὴν
ἔβλεπε στὸν ὕπνο του σὰν μικρὸ πεινασμένο πουλί, ἡ ἴδια πάντα εἰκόνα:
ἄφτερο, γυμνὸ πουλὶ μὲ τεράστιο ἀνοιγμένο στόμα καὶ κλειστὰ προεξέχοντα
μάτια νὰ τοῦ κράζει. Σὰν αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ κάποτε σὲ ντοκιμαντέρ, καὶ
πῶς φώναζαν τρελαμένα μόλις καταλάβαιναν πὼς πλησιάζει τροφή. Τσίριζαν
ἀνοιγοκλείνοντας μὲ ἀπελπισία τὰ χαοτικά, ἀπαιτητικά τους στόματα.
Ἀφοπλιστικά. Μόνο πεινασμένο στόμα ἦταν. Ὄχι, δὲν μποροῦσε νὰ τῆς ἀρνηθεῖ.
Τάιζε. Τάιζε, καὶ τρεφόταν. Μὲ λάθος τροφή. Μιὰ μηχανὴ οἱ λέξεις ποὺ
ἄλεθαν τὴν τροφὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο. Πάντα τῆς τὰ ἔλεγε ὅλα.
Τὸν Ἄλλον, πάλι τὸν θυμόταν μόνο ἀπὸ τὸν βήχα του. Καὶ ἀπὸ τὶς ξαφνικές
του κατακλίσεις μέρα μεσημέρι μὲ τὸν ἥλιο ἔξω νὰ λάμπει. Καὶ ἀπὸ τὴν
καταθλιπτικὴ σιωπὴ ποὺ πλάκωνε ἐξαιτίας του τὸ σπίτι μέχρι νὰ σηκωθεῖ.
Καὶ ἀπὸ τὸ πτυελοδοχεῖο, ἐπίσης. Αὐτή, τὸ μόνο ποὺ τοῦ ‘λέγε γιὰ Ἐκεῖνον
ὅταν τὴν ἔπιανε τὸ καλό της καὶ δὲν ἤθελε νὰ κλαφτεῖ γιὰ τὴ μοίρα της,
ἦταν, πώς: «πάντως σὰ μάρμαρο, βρὲ παιδί μου, σὰ μάρμαρο ἡ πλάτη του,
λευκὸ πεντελικό, ἀψεγάδιαστο, σὰν αὐτὸ ποὺ πρότεινε στοὺς ματσωμένους
πελάτες γιὰ τὰ μνήματα τὸν καλὸ καρὸ ποὺ δούλευε ἀκόμα». Ταξίδευαν
τότε τὰ μάτια της μακριὰ ἄδειαζαν, στράγγιζαν σὰν ξερὲς λίμνες, καὶ ὕστερα
συνέχιζε: «Πῶς νὰ τὸ κάνουμε, μιὰ φορὰ φτιάνεις τὴ στερνή σου κατοικία»,
ἔπαιρνε κοντὴ ἀνάσα καὶ συμπλήρωνε ψιθυριστὰ σὰν παθιασμένα: «κι
ἀκόμα, σκέψου, ὁλόλευκη εἶναι».
Ἔπειτα κατρακυλώντας τὸ χέρι της τοῦ χάιδευε τὴν πλάτη μέσα ἀπ’ τὸ
πουκάμισο κι ἀπόσωνε: «σ’ αὐτὸ τοῦ ἔμοιασες, μόνο ποὺ ἡ δική σου εἶναι
πιὸ λεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου