Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Hρώ Νικοπούλου: Μι­κρὲς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σεις

ΜΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ γλί­στρη­σε ἁ­πα­λὰ τὸ κλει­δὶ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα. Κλεί­δω­σε, φυ­λά­κι­σέ με, ψι­χά­λι­σε στ’ αὐ­τιά του ἡ ἀ­νά­μνη­ση τῆς φω­νῆς της. Εἰ­σέ­πνευ­σε βα­θιὰ τὸ σκο­τά­δι καὶ τὴν κλει­σού­ρα τοῦ χώ­ρου· τὸν τύ­λι­ξε πά­χνη ὕ­πνου πα­χιὰ ἀ­να­κα­τε­μέ­νη μὲ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ βρα­σμέ­νο κου­νου­πί­δι καὶ πο­λυ­και­ρι­σμέ­νο τη­γα­νί­δι· τὸ χνῶ­το τοῦ σπι­τιοῦ τὸν ρού­φη­ξε ἀ­πό­το­μα μέ­σα, στη­ρί­χτη­κε μὲ τὴν πλά­τη στὴν πόρ­τα κι ἕ­να αἴ­σθη­μα μα­ται­ό­τη­τας τὸν πλημ­μύ­ρι­σε τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ποὺ οἱ παλ­μοί του ἡ­σύ­χα­ζαν, ἐ­δῶ του­λά­χι­στον ἦ­ταν ἀ­σφα­λής. Ἔ­κλει­σε ἀ­θό­ρυ­βα ἀ­φή­νον­τας πί­σω του τὴν βο­ὴ τῆς νύ­χτας. Ἔ­βγα­λε τὰ πα­πού­τσια καὶ προ­χώ­ρη­σε ψη­λα­φι­στά.
       Στὸ βά­θος τοῦ σα­λο­νιοῦ ἔ­πε­φτε ἀ­κό­μα μο­νό­το­νο τὸ χι­ό­νι τῆς ΥΕΝΕΔ. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει τί­πο­τ’ ἄλ­λο στὰ σκο­τει­νά. Ἦ­ταν κα­νεὶς στὸ δω­μά­τιο; Τό­σο τὸ χει­ρό­τε­ρο, σκέ­φτη­κε ἀ­να­ση­κώ­νον­τας τοὺς ὤ­μους. Ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε βι­α­στι­κά. Ἤ­θε­λε νὰ κρα­τή­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν, χω­ρὶς πε­ρι­γρα­φὲς καὶ συ­ζη­τή­σεις. Ἔ­στω γιὰ λί­γο ἀ­κό­μα. Οἱ ξέ­νες φω­νὲς τοῦ ‘κλε­βαν τὶς εἰ­κό­νες, αὐ­τὸ πιὰ τὸ ἤ­ξε­ρε σί­γου­ρα. Μό­λις τὰ πε­ρι­έ­γρα­φε, τὰ γε­γο­νό­τα ἐ­ξα­τμί­ζον­ταν σὰν μα­γι­κὰ τζί­νι, σὰν νὰ μὴν εἶ­χαν συμ­βεῖ πο­τέ. Μά­ται­α πά­λευ­ε με­τὰ νὰ ἀ­να­συν­θέ­σει, σκη­νές, λέ­ξεις αἰ­σθή­μα­τα, ὅ­λα εἶ­χαν κά­νει φτε­ρά. Ἔ­κλει­νε τὰ μά­τια σφι­χτά, ἐ­ξό­ρι­ζε τὸ φῶς καὶ συγ­κεν­τρω­νό­ταν, ἄρ­χι­ζε νὰ τὰ σκέ­φτε­ται μὲ τὴ σει­ρά, ἵ­δρω­νε ὧ­ρες ἀ­τέ­λει­ω­τες χω­ρὶς ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ἡ ὀ­θό­νη ἦ­ταν πά­λι ἄ­γρα­φη, παρ­θέ­νο λευ­κὸ ἢ βε­λού­δι­νο μαῦ­ρο ἀ­βύσ­σου, τὸ ἴ­διο ἀ­φό­ρη­το.
       Ἔ­σπρω­ξε τὴν πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου του ἀ­να­κου­φι­σμέ­νος, τώ­ρα θὰ τὴν ἔ­κλει­νε πί­σω του καὶ γι’ ἀ­πό­ψε θὰ εἶ­χε σω­θεῖ, ὅ­ταν ἀ­κού­στη­κε σχε­δὸν δί­πλα του ὁ ψί­θυ­ρος.
       — Λοι­πὸν πῶς πῆ­γε;
       Τι­νά­χτη­κε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νος, τε­λι­κὰ πά­λι δὲν τὴν γλί­τω­σε.
       — Ἄσε, θὰ στὰ πῶ αὔ­ριο.
       — Κα­λά αὔ­ριο, ἀλ­λὰ τί ἔ­γι­νε, πῶς πῆ­γε;
       Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος ἤ­θε­λε νὰ χα­ρεῖ τὰ ἐ­πι­νί­κια αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ μὲ τὸ δι­κό του ρυθ­μό, χω­ρὶς πί­ε­ση.
       — Κα­λὰ πῆ­γε, ἄν­τε κοι­μή­σου.
       — Τε­λι­κὰ ἦρ­θε μό­νη της;
       — Ὄ­χι, ἀλ­λὰ νυ­στά­ζω.
       —Μη μοῦ πεῖς πὼς ἔ­φε­ρε πά­λι τὴν φί­λη της.
       — Τὴν ἔ­φε­ρε...
       — Καὶ τί ἔ­κα­νες;
       — Ἄ­σε με, σοῦ λέ­ω νυ­στά­ζω.
       — Μὴ μοῦ πεῖς... καὶ τὶς δύ­ο!

       — Ἔ, ναὶ ρὲ μά­να, καὶ τὶς δύ­ο, κα­λη­νύ­χτα. Κο­πά­νι­σε τὴν πόρ­τα καὶ δυ­να­τὰ τὸ κε­φά­λι του πά­νω της. Ὁ νοῦς του πλημ­μύ­ρι­σε πά­λι ἀ­πὸ τὸ χυ­λῶ­δες μουρ­μου­ρη­τὸ τοῦ πα­λιοῦ και­ροῦ.
       Τὸ σπί­τι τους ἦ­ταν πάν­το­τε ὑ­πο­φω­τι­σμέ­νο. Τὰ χα­μη­λὰ πορ­τα­τὶφ τοῦ σα­λο­νιοῦ ἔ­κα­ναν τὰ πάν­τα νὰ μοιά­ζουν μου­χλι­α­σμέ­να. Ναί, σὰν νὰ τὴν μύ­ρι­ζε τὴ μού­χλα τοῦ φαι­νό­ταν. Εἶ­χε πο­τί­σει τὰ ὑ­φά­σμα­τα, τὰ ἔ­πι­πλα, τὸ ἴ­διο του τὸ δέρ­μα. Καὶ οἱ ψι­θυ­ρι­στὲς φω­νί­τσες τῶν θειά­δων του ψι­λο­βε­λο­νι­ές, πον­τα­ρι­σι­ὲς στὰ κρόσ­σια τοῦ ἀ­έ­ρα, στὸ ρεῦ­μα τῶν φω­τα­γω­γῶν, κλέ­φτες ἀγ­κα­θω­τοὶ πε­τού­με­νοι στὸ ἀ­νοι­γό­κλει­σμα μιᾶς πόρ­τας. Μι­κρὰ ζω­ύ­φια τὰ λό­για τους, μι­κρού­λι­κες ψι­λὲς κα­τσα­ρι­δοῦ­λες ποὺ τρε­χα­λί­ζα­νε χα­μέ­νες καὶ χα­ρού­με­νες ἀ­πὸ ‘δῶ κι ἀ­πὸ ‘κεῖ. Τὰ μπου­κω­μέ­να στό­μα­τα τῶν θειά­δων ποὺ ψέ­κα­ζαν ὁ­λό­γυ­ρα ἀ­λε­σμέ­νες λέ­ξεις, σκέ­ψεις, ἀ­λή­θειες καὶ ψέ­μα­τα, ἁ­λώ­νι­ζαν καὶ ἤ­ξε­ραν· ἤ­ξε­ραν καὶ δι­α­κρι­τι­κὰ κρυ­φο­γε­λοῦ­σαν, καὶ προ­παν­τὸς ἡ­ρω­ι­κὰ σι­ω­ποῦ­σαν, ὅ­λο γε­λά­κια καὶ στρα­βο­μου­τσου­νι­ά­σμα­τα, καὶ σταυ­ρο­κο­πή­μα­τα, κι ἔ­φτυ­ναν τὸν κόρ­φο τους, πώ πώ, γιὰ σκέ­ψου τί κρί­μα, τί κρί­μα, δυ­ὸ μέ­τρα πα­λι­κά­ρι νὰ μήν..., κι ἡ μά­να του τά­χα νὰ τὶς μα­λώ­νει πὼς «σι­γά, κα­λὲ σι­γὰ πιά, προ­σέ­χτε, ὄ­χι μπρο­στά του, μὴ σᾶς κα­τα­λά­βει ὅ­τι τὸ ξέ­ρε­τε, δὲν κά­νει, θὰ γί­νει χει­ρό­τε­ρα».
       Κι ἐ­κεῖ­νος συ­νερ­γοῦ­σε στὸ θέ­α­τρο, ποὺ ἔ­λε­γε πὼς δὲν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι αὐ­τὲς ἤ­ξε­ραν ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ δὲν ἔ­πρε­πε νὰ ξέ­ρουν. Κι ὅ­λο προ­σπα­θοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος νὰ τὸ ξε­πε­ρά­σει. Κι ὅ­λο ἔ­κα­νε και­νούρ­γι­ες σχέ­σεις, κι ὅ­λα χά­λα­γαν σχε­δὸν ἀ­μέ­σως καὶ πάν­τως σί­γου­ρα μό­λις μι­λοῦ­σε μα­ζί της κι ἄρ­χι­ζε τὶς πε­ρι­γρα­φές. Για­τί δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μὴν τῆς μι­λή­σει. Δὲν γι­νό­ταν. Δὲν κρα­τι­ό­ταν. Ἔ­τσι εἶ­χε μά­θει. Οὔ­τε αὐ­τὸς τὸ μπο­ροῦ­σε, οὔ­τε αὐ­τὴ τὸ ἐ­πέ­τρε­πε. Οὔ­τε καὶ τὸ ἄν­τε­χε ἐ­πί­σης. Ἄλ­λω­στε ἀ­πὸ μι­κρός τῆς ἔ­λε­γε τὰ πάν­τα, ἦ­ταν ὁ ἄρ­ρη­τος ὅ­ρος της γιὰ τὴν ἀ­πα­ρα­βί­α­στη συμ­μα­χί­α τους, γιὰ τὴν ἀ­μέ­ρι­στη ἀ­γά­πη της. Ἦ­ταν ἡ ἄ­φα­τη συμ­φω­νί­α τους. Ἀλ­λὰ κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά του ἔ­νι­ω­θε δι­και­ω­μέ­νος μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φω­τι­ὲς ποὺ ἄνα­βαν οἱ δι­η­γή­σεις του στὰ μά­τια της. Δι­πλα­σι­α­ζό­ταν ὁ κό­σμος του. Πολ­λα­πλα­σι­α­ζό­ταν ἡ χα­ρά, ἡ ἔν­τα­ση, ἡ αὐ­το­πε­ποί­θη­σή του· «γιὰ νὰ χαί­ρε­ται τό­σο, θὰ πεῖ πὼς κα­λὰ τὰ κα­τά­φε­ρα» ἔ­λε­γε μέ­σα του· ὣς κι ὁ ἔ­ρω­τάς του ἀ­κό­μα, ὅ­ταν μιὰ φο­ρὰ πί­στε­ψε πὼς ἦ­ταν τέ­τοι­ος, ὑ­ψώ­θη­κε στὰ μά­τια του λαμ­πρό­τε­ρος, ἂν καὶ κρά­τη­σε μό­λις δυ­ὸ τρεῖς ὧ­ρες μέ­χρι τὴν ἀ­πο­μυ­θο­ποί­η­ση τῆς ἐ­ξι­στό­ρη­σης· ἔ­πει­τα ὅ­λα χά­θη­καν, εἰ­κό­νες, ἀ­τμό­σφαι­ρες, συ­ναι­σθή­μα­τα, ἔ­γι­ναν κα­πνός.
       Καὶ δὲν χόρ­ται­νε Αὐ­τή, πο­τὲ δὲ χόρ­ται­νε· προ­σπα­θοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σε μὲ τί­πο­τα νὰ στο­μώ­σει τὴν ἀ­δη­φά­γο ἀ­νάγ­κη της. Τὶς νύ­χτες τὴν ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του σὰν μι­κρὸ πει­να­σμέ­νο που­λί, ἡ ἴ­δια πάν­τα εἰ­κό­να: ἄ­φτε­ρο, γυ­μνὸ που­λὶ μὲ τε­ρά­στιο ἀ­νοιγ­μέ­νο στό­μα καὶ κλει­στὰ προ­ε­ξέ­χον­τα μά­τια νὰ τοῦ κρά­ζει. Σὰν αὐ­τὰ ποὺ εἶ­χε δεῖ κά­πο­τε σὲ ντο­κι­μαν­τέρ, καὶ πῶς φώ­να­ζαν τρε­λα­μέ­να μό­λις κα­τα­λά­βαι­ναν πὼς πλη­σιά­ζει τρο­φή. Τσί­ρι­ζαν ἀ­νοι­γο­κλεί­νον­τας μὲ ἀ­πελ­πι­σί­α τὰ χα­ο­τι­κά, ἀ­παι­τη­τι­κά τους στό­μα­τα. Ἀ­φο­πλι­στι­κά. Μό­νο πει­να­σμέ­νο στό­μα ἦ­ταν. Ὄ­χι, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τῆς ἀρ­νη­θεῖ. Τά­ι­ζε. Τά­ι­ζε, καὶ τρε­φό­ταν. Μὲ λά­θος τρο­φή. Μιὰ μη­χα­νὴ οἱ λέ­ξεις ποὺ ἄ­λε­θαν τὴν τρο­φὴ καὶ γιὰ τοὺς δύ­ο. Πάν­τα τῆς τὰ ἔ­λε­γε ὅ­λα.
       Τὸν Ἄλ­λον, πά­λι τὸν θυ­μό­ταν μό­νο ἀ­πὸ τὸν βή­χα του. Καὶ ἀ­πὸ τὶς ξαφ­νι­κές του κα­τα­κλί­σεις μέ­ρα με­ση­μέ­ρι μὲ τὸν ἥ­λιο ἔ­ξω νὰ λάμ­πει. Καὶ ἀ­πὸ τὴν κα­τα­θλι­πτι­κὴ σι­ω­πὴ ποὺ πλά­κω­νε ἐ­ξαι­τί­ας του τὸ σπί­τι μέ­χρι νὰ ση­κω­θεῖ. Καὶ ἀ­πὸ τὸ πτυ­ε­λο­δο­χεῖ­ο, ἐ­πί­σης. Αὐ­τή, τὸ μό­νο ποὺ τοῦ ‘λέ­γε γιὰ Ἐ­κεῖ­νον ὅ­ταν τὴν ἔ­πι­α­νε τὸ κα­λό της καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ κλα­φτεῖ γιὰ τὴ μοί­ρα της, ἦ­ταν, πώς: «πάν­τως σὰ μάρ­μα­ρο, βρὲ παι­δί μου, σὰ μάρ­μα­ρο ἡ πλά­τη του, λευ­κὸ πεν­τε­λι­κό, ἀ­ψε­γά­δια­στο, σὰν αὐ­τὸ ποὺ πρό­τει­νε στοὺς μα­τσω­μέ­νους πε­λά­τες γιὰ τὰ μνή­μα­τα τὸν κα­λὸ κα­ρὸ ποὺ δού­λευ­ε ἀ­κό­μα». Τα­ξί­δευ­αν τό­τε τὰ μά­τια της μα­κριὰ ἄ­δεια­ζαν, στράγ­γι­ζαν σὰν ξε­ρὲς λί­μνες, καὶ ὕ­στε­ρα συ­νέ­χι­ζε: «Πῶς νὰ τὸ κά­νου­με, μιὰ φο­ρὰ φτιά­νεις τὴ στερ­νή σου κα­τοι­κί­α», ἔ­παιρ­νε κον­τὴ ἀ­νά­σα καὶ συμ­πλή­ρω­νε ψι­θυ­ρι­στὰ σὰν πα­θι­α­σμέ­να: «κι ἀ­κό­μα, σκέ­ψου, ὁ­λό­λευ­κη εἶ­ναι».
       Ἔ­πει­τα κα­τρα­κυ­λών­τας τὸ χέ­ρι της τοῦ χά­ι­δευ­ε τὴν πλά­τη μέ­σα ἀπ’ τὸ που­κά­μι­σο κι ἀ­πό­σω­νε: «σ’ αὐ­τὸ τοῦ ἔ­μοια­σες, μό­νο ποὺ ἡ δι­κή σου εἶ­ναι πιὸ λεί­α».


Πη­γή: Ἀ­σφα­λὴς πό­λη (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2015).

Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1958). Ποίηση, Πεζογραφία, Ζωγραφική. Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Δη­μο­σί­ευ­σε τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ δυ­ὸ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της: Ἀσφαλής πόλη (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, 2015). Συν­δι­ευ­θύ­νει τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δημοσιευθεί στὸν πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου