ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ
στὸ αὐτοκίνητο, ὁ ἀδερφός μου κι ἐγώ. Εἶχα γείρει στὸν ὦμο του καθὼς
τραμπαλιζόμασταν στὸ χωματόδρομο. Ξεκινήσαμε ἀπόγευμα ἀπὸ τὰ
περίχωρα τῆς Καρλσρούης, διασχίσαμε πόλεις καὶ χωριά. Προορισμός
μας ἦταν ἕνα ἑστιατόριο μετὰ τὰ γαλλικὰ σύνορα. Ὁ ἀέρας μύριζε
κοπριά. Οἱ κουρεμένοι θάμνοι τοῦ κτήματος ἰρίδιζαν στὸ φεγγαρόφωτο.
Ἕνας πύργος μὲ φωτισμένα παράθυρα διακρινόταν στὸ βάθος.
Οἱ
οἰκοδεσπότες μας συμμετεῖχαν σ' ἕνα πρόγραμμα ἀνταλλαγῶν μὲ τὴ Γερμανικὴ
Σχολὴ Ἀθηνῶν. Μᾶς φιλοξενοῦσαν μιὰ ἑβδομάδα, ὅπως φιλοξενήσαμε
κι ἐμεῖς τὰ παιδιά τους. Τὰ γερμανάκια εἶχαν ἐντυπωσιαστεῖ ἀπὸ τὴ φιλοξενία.
Μιλοῦσαν καὶ ξαναμιλοῦσαν στοὺς γονεῖς τους γιὰ τὴν Ὀλυμπία, τὶς Μυκῆνες,
τὴν Κόρινθο, γιὰ τὴν ἀνάβασή μας στὸ βράχο τῆς Ἀκρόπολης, τὶς ἐξόδους
μας σὲ ταβέρνες καὶ τὴ βραδιὰ παραδοσιακῆς μουσικῆς στὸ Ἠρώδειο. Οἱ
Γερμανοὶ ἤθελαν νὰ ἀνταποδώσουν. Τὸ πρῶτο κιόλας βράδυ ἐπισκεφθήκαμε
τὸ ἑστιατόριο στὸν πύργο. Ἦταν ξακουστὸ γιὰ τὸν ἀστακὸ θερμιδόρ, τὸ
ἐλάφι του καὶ τὰ βατραχοπόδαρα. Ὅπως ὅλα τα ἑστιατόρια τῶν συνόρων,
εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς κουζίνες καὶ τῶν δύο χωρῶν. Εἶχε κι ἕνα ἀστέρι
τοῦ Ὁδηγοῦ Μισελέν.
Ὁ ἀδερφός
μου ἐνδιαφερόταν γιὰ τὶς περίεργες γεύσεις. Ἐγὼ πάλι ὄχι. Ἤμουν δεκατεσσάρων
ἐτῶν, τρεφόμουν ἀποκλειστικὰ μὲ μπιφτέκια καί, μακαρόνια. Μόλις πατήσαμε
τὸ πόδι μας στὸ γαλλικὸ ἔδαφος, ἀποφάσισα ὅτι ἐκεῖ, στὸν πύργο, θὰ
δοκιμάσω κάτι καινούργιο.
Στὴν
εἴσοδο πῆραν τὰ παλτά μας. Τὰ γερμανάκια —δὲ θυμᾶμαι πιὰ τὰ ὀνόματά
τους— ἤξεραν πῶς ἀκριβῶς νὰ φερθοῦν. Τοὺς μιμηθήκαμε. Διασχίσαμε ἕναν
στενὸ διάδρομο ἐπενδεδυμένο μὲ βαρὺ ξύλο. Μᾶς ὁδήγησαν σὲ μιὰ αἴθουσα
μεγάλη καὶ γιορτινή. Ὅλοι ἐκεῖ μέσα ἔδειχναν χαρούμενοι. Μπροστά
μας, ὑπὸ τὸ φῶς τῶν κεριῶν, παιζόταν μιὰ ὄπερα χωρὶς μουσική. «Μακάρι
νὰ ζούσαμε πάντα ἔτσι», ψιθύρισα στὸν ἀδερφό μου. Ἕσφιξε τὴν παλάμη
μου στὴ δική του. Τοῦ ἄρεσαν οἱ πολυτέλειες ὅσο καὶ σ' ἐμένα. Ἡ Εὐρώπη
ἦταν ἀκόμα εὐσεβὴς πόθος μουσείων, λιβαδιῶν, ἄγνωστων φαγητῶν.
Ὁ
χαμηλὸς φωτισμὸς ἔδινε στὰ τριαντάφυλλα τοῦ τραπεζιοῦ μας ὄψη γλυπτῶν.
Τὰ σερβίτσια ἦταν πολλὰ καὶ περίτεχνα τοποθετημένα γύρω ἀπὸ τὰ
πιάτα. Καθόμασταν σὲ μπερζέρες. Ἡ πλάτη τους κατέληγε σὲ δυὸ βελούδινα
φτερὰ κι ἔπρεπε νὰ γείρεις μπροστὰ γιὰ νὰ δεῖς τί συνέβαινε στὸν ἔξω
κόσμο, πέρα ἀπὸ τὸ κάθισμα. Δὲν ἤξερα ἂν προτιμοῦσα τὴν ἀπομόνωση
ἢ τὴν ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἄλλους. Ἦταν ὄμορφα: οἱ σερβιτόροι κινοῦνταν μὲ
χάρη ἀνάμεσα στὰ τραπέζια. Οἱ θαμῶνες μιλοῦσαν χαμηλόφωνα ὑψώνοντας
τὰ ποτήρια τους.
Μᾶς
πρόσφεραν κρεμμυδόπιτα, ἁπαλὴ σὰν γλύκισμα. Ἀνάμεσα στὸ πρῶτο καὶ
στὸ δεύτερο πιάτο ἔφεραν —ἀκόμα καὶ σ' ἐμᾶς τὰ παιδιά— μικρὰ ποτήρια
μὲ μοῦστο. Ὁ ἀδερφός μου παρήγγειλε ἀστακὸ θερμιδόρ, ἐγὼ ἐλάφι μὲ
κουλὶ μούρων καὶ ψητὸ ἀχλάδι. Δὲν εἶχα ξαναφάει τίποτα τόσο νόστιμο.
Ἔπρεπε, σκέφτηκα, ἔπρεπε νὰ δοκιμάζω πότε πότε κάτι καινούργιο. Νὰ
μὴ φοβᾶμαι τόσο.
Οἱ
ὑπόλοιποι ἐξυμνοῦσαν τὴ σπεσιαλιτὲ τοῦ ἑστιατορίου, τὰ βατραχοπόδαρα.
Ἔπλεαν στὴ σάλτσα σὰν πνιγμένα μπουτάκια κοτόπουλου. Ἀρνήθηκα νὰ
δοκιμάσω. Ὑπῆρχε ἕνα σημεῖο πέρα ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲ γινόταν νὰ προχωρήσω.
Μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ φάω ζῶα ποὺ διατηροῦσαν τὸ σχῆμα τοὺς (κοτόπουλα
ἢ ὁλόκληρα ψάρια). Τοὺς ἐξήγησα τὴ θεωρία μου γιὰ τὸ κεφάλι, γιὰ τὸ
σχῆμα τοῦ ζώου – πῶς ἔκανε τὸ θάνατο χειροπιαστὸ καὶ ἀνάρμοστο.
Ὁ
οἰκοδεσπότης μας, ποὺ εἶχε, ὅπως διαπίστωσα ἀργότερα, τὴν εἰρωνεία
στὸ αἷμα του, εἶπε ὅτι ἡ μέθοδος αὐτοπροστασίας μου εἶναι ἠθικὰ ἐπιλήψιμη.
Δὲν ξέρω πῶς ἀκριβῶς τὸ εἶπε γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε ἐμεῖς τὰ παιδιά. Τὸ
νόημα ἦταν ὅτι ὅποιος νοιάζεται γιὰ τὰ ζῶα δὲν κάνει ἐξαιρέσεις.
Μᾶς μίλησε γιὰ μιὰ ἔρευνα γύρω ἀπὸ τὴν εὐτυχία ποὺ εἶχε πραγματοποιηθεῖ
ἐκείνη τὴ χρονιὰ στὴ Βόρεια καὶ Κεντρικὴ Εὐρώπη. Οἱ συμμετέχοντες ἔπρεπε
νὰ ἀπαντήσουν στὴν ἐρώτηση «Ποιά εἶναι γιὰ σᾶς ἡ εὐκρινέστερη εἰκόνα
εὐτυχίας». Οἱ περισσότεροι ἀπάντησαν «Ἐλάφια στὰ δάση».
«Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναλογιστεῖς τί σημαίνει γιὰ σένα εὐτυχία»,
εἶπε ὁ Γερμανὸς γέρνοντας πρὸς τὸ μέρος μου. «Ἐλάφια στὰ δάση; Ἢ ἐλάφια
στὸ πιάτο;»
Ἄφησα
τὰ μαχαιροπίρουνά μου. Ὁ Γερμανὸς ἔβαλε τὰ γέλια, μὲ παρότρυνε νὰ
συνεχίσω τὸ φαγητό μου. Ἡ γυναίκα του εἶπε νὰ μὴ δίνω σημασία στὸ
παράξενο χιοῦμορ του. Ἦταν ὅμως ἀργά. Μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας μου
εἶδα αὐτὰ τὰ κομματιασμένα ἐλάφια, προάγγελους εὐτυχίας, νὰ τινάζουν
ἀπὸ πάνω τους τὰ ἀχλάδια, νὰ συνδέονται μαγικὰ μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη
τους καὶ νὰ ζωντανεύουν. Πέταξαν πάνω ἀπ' τὸ τραπέζι μας, σὰν τάρανδοι
τῶν παραμυθιῶν. Διαπέρασαν τὶς τζαμαρίες τοῦ πύργου, θρυμματίζοντάς
τες σὲ μικροσκοπικὰ κομμάτια. Στὸ διάβα τους ξήλωσαν τὶς βελούδινες
κουρτίνες, ποὺ κυμάτισαν πίσω τους σὰν κάπες, καὶ χάθηκαν στὸ σκοτάδι.
Ὁ ἀδερφός μου πρέπει νὰ σκέφτηκε κάτι παρόμοιο. Κοιταχτήκαμε καὶ
—στὸ κλάσμα μιᾶς ἀστραπῆς— συμφωνήσαμε νοερὰ ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται
ἀλλοῦ. Στὰ ἀναποδογυρισμένα τραπέζια. Στὸ θρόισμα τῶν κουρτινῶν.
Στὰ ἐλάφια ποὺ ξεφεύγουν, τυφλωμένα ἀπὸ φόβο, πέρα, μακριά, προσφέροντας
στοὺς ἀνθρώπους ἀνακούφιση καὶ εὐτυχία μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ὑπῆρξαν.
Τώρα
ποὺ ὁ ἀδερφός μου δὲ ζεῖ πιά, ἡ φιγούρα του συγχέεται συχνὰ στὴ μνήμη
μου μὲ τὰ ἐλάφια. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ πέρασαν πάνω ἀπ' τὸ κεφάλι μου καλπάζοντας
πρὸς κάποια ἄγνωστα δάση, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσα νὰ περιγράψω, ἐπειδὴ δὲν
τὰ εἶδα. Ἦταν ἀργὰ ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸ ἑστιατόριο. Τὸ τοπίο εἶχε
ρουφηχτεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ἡ ὁμίχλη εἶχε κυκλώσει τὸ αὐτοκίνητο τῶν
Γερμανῶν καὶ ἀπειλοῦσε νὰ μᾶς καταπιεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου