ΣΥΝΑΝΤΙΟΥΝΤΑΙ τυχαῖα βγαίνοντας
ἀπὸ τὸ θέατρο. Ἔχουν περάσει τριάντα χρόνια καὶ περισσότερα ἀπὸ
πενήντα κιλά, ἀλλὰ εἶναι ἀρκετὰ κομψοὶ ὥστε νὰ προσποιηθοῦν πὼς
δὲν τοὺς ἐντυπωσιάζει ἡ παρακμὴ καὶ τῶν δυό τους. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ
ζοῦσαν μαζὶ διατηροῦν ἀκόμα τὴ φωνὴ καὶ τὸ βλέμμα, καὶ ἀνακτοῦν ἀμέσως
τὴν ἐπιθυμία νὰ μάθουν πράγματα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ἀντιπαρερχόμενοι
τὴν ἔνταση ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, τότε πού, ἔπειτα ἀπὸ μιὰ εὐτυχισμένη
περίοδο τριῶν χρόνων ποὺ ὅμοιά της δὲν ξανάζησαν, χώρισαν. Ἡ συζήτηση
ξαναζωντανεύει τὶς ἀναμνήσεις καὶ καταλήγουν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν
τελευταία μέρα ποὺ πέρασαν μαζί, τότε πού, ἀνάβοντας τὸ ἕνα τσιγάρο
μετὰ τὸ ἄλλο, ἐκείνη τοῦ εἶχε πεῖ πὼς δὲν τὸν ἀγαποῦσε. Τώρα, πολὺ
κοντὰ στὸ θέατρο ὅπου μόλις εἶδαν ἕνα θίασο νεαρῶν ἠθοποιῶν νὰ
θριαμβεύει, ἀντιλαμβάνονται πὼς ὑπάρχουν συναισθήματα ποὺ μπορεῖ
κανεὶς νὰ καυτηριάσει ἀλλὰ ὄχι καὶ νὰ ἐξαφανίσει. Ἐπιδεικνύουν
μιὰ τρυφερὴ ἐγκαρδιότητα, ἡ ὁποία, ἂν ἦταν συναισθηματίες, θὰ
τοὺς συγκινοῦσε. Ἐκεῖνος τῆς θυμίζει τὸ χρῶμα ποὺ εἶχαν οἱ βαλίτσες
καὶ τὴν, τόσο θλιβερή, στιγμὴ ποὺ τῆς ἐπέστρεψε τὰ κλειδιά. Κατεβάζοντας
λίγο το βλέμμα της, ἐκείνη τοῦ λέει: «Ἔπρεπε νὰ εἶχες ἐπιμείνει.» Ἐκεῖνος
ἀκούει τὸ σχόλιο δίχως νὰ ἀντιδράσει. Στέκεται ὄρθιος, μὲ τὸν γιακὰ
τοῦ παλτοῦ ἀνασηκωμένο καὶ τὰ χέρια στὶς τσέπες, ἂν καὶ ἀμέσως αἰσθάνεται
τὴν ἀνάγκη νὰ ἀλλάξει τὴν τροπὴ ποὺ ἔχει πάρει ἡ συζήτηση καί, μὲ ἐπιδεξιότητα,
καταφέρνει νὰ μιλήσουν γιὰ ὅσα ἔχουν κάνει, γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησαν
(καὶ ἔχασαν) καὶ γιὰ τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀπασχολημένους.
Τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχαιρετιοῦνται μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ξαναϊδωθοῦν,
ξέρουν ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὴν τηρήσουν.
Ἐκείνη γιατί δὲν εἶναι θιασώτης οὔτε τῶν συναντήσεων μὲ παλαιοὺς συμμαθητὲς οὔτε τῶν εὐκαιριακῶν ἐξόδων γιὰ δεῖπνο μὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πρώην της. Ἐκεῖνος γιατί αἰσθάνεται ἀμή χανος καὶ λίγο πληγωμένος. Ἔπρεπε νὰ εἶχες ἐπιμείνει. Πῶς νὰ ἐπιμείνεις ὅταν σου λένε ὅτι δὲν σὲ ἀγαποῦν; Μὰ καὶ βέβαια εἶχε σκεφτεῖ νὰ μὴν ὑποταχθεῖ στὸ προφανὲς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὶς συμβουλὲς ὁρισμένων κοινῶν φίλων ποὺ τοῦ ἔλεγαν πὼς ἦταν φτιαγμένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ παλέψει γιὰ νὰ τὴν ξανακερδίσει. Ἀλλά, στὸ τέλος, ἐπέλεξε τὴ ριζικὴ ἀπομάκρυνση, σὰν νὰ εἶχε ἐνταχθεῖ σὲ κάποιο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων καὶ νὰ εἶχε ἀλλάξει ζωή, ὄνομα, ἐπάγγελμα, πόλη. Νὰ παλέψει; Μὰ τί ἤθελε; Νὰ μπεῖ ξημερώματα ἀπὸ τὸ παράθυρό της ὡς φτηνὴ ἀπομίμηση τοῦ Ρωμαίου; Ἢ νὰ μεταμφιεστεῖ σὲ κιθαρωδὸ ποῦ μπαίνει μπροστάρης σὲ καντάδα; Μήπως νὰ προσλάμβανε κανέναν ἀεροπόρο-ἀκροβάτη γιὰ νὰ σχεδιάσει στὸν οὐρανὸ μιὰ γλυκανάλατη φράση; Ὅλα αὐτὰ τὰ εἰδικὰ ἐφὲ τοῦ φαίνονταν ὅτι ἁρμόζουν σὲ ἐκείνους πού, λόγω ἐγωισμοῦ καὶ περηφάνιας, δὲν σέβονται τὴν κυριολεξία ἑνὸς —πιὸ ξεκάθαρο δὲν γινόταν— «Δὲν σὲ ἀγαπάω». Ὄρθιος στὸ πεζοδρόμιο, περιμένει νὰ ἀλλάξει τὸ χρῶμα στὸ φανάρι. Δὲν θυμᾶται πλέον τὴν προσπάθεια τῶν νεαρῶν ἠθοποιῶν ἐπὶ σκηνῆς, οὔτε τὸ γεμάτο ἱκανοποίηση βλέμμα ποὺ ἀντάλλαξαν τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ κοινὸ τοὺς χειροκροτοῦσε μὲ ἐνθουσιασμό. Καὶ τὸν θλίβει ποὺ ἀντιλαμβάνεται πόσο κοντὰ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν ἔρθει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης τῆς γνώμης πώς, ὅταν σοῦ λένε ὅτι μιὰ ἱστορία τελείωσε, εἶναι σημαντικὸ νὰ μὴν ἐπιμείνεις, νὰ μὴν παλέψεις καὶ νὰ τῆς βάλεις, μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἀξιοπρεπῆ καὶ γρήγορο τρόπο, τελεία.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων
La bicicleta estàtica (Τὸ στατικὸ ποδήλατο)
(Ἐκδόσεις Quaderns Crema, Βαρκελώνη, 2010). Τώρα καὶ στὰ ἑλληνικά: Τὸ στατικὸ ποδηλάτο (ἐκδ.
Μιχάλη Σιδέρη, 2013).
Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Παρίσι, 1960). Ἐμφανίστηκε
στὰ καταλανικὰ γράμματα μὲ τὶς συλλογὲς διηγημάτων T’hauria de caure la cara de vergonya
τὸ 1986 καὶ Infecció
τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera
pedra (1990) ὁ Πάμιες θὰ ξεκινήσει τὸ μυθιστορηματικό
του ἔργο γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ L’instint
τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental
τὸ 1995. Ὁ συγγραφέας θὰ ἐπιστρέψει στὴ σύντομη ἀφήγηση μὲ τὶς συλλογὲς
La gran novel·la sobre
Barcelona τὸ 1997, L’últim
llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer
ganyotes τὸ 2006 [Μπορεῖς
νὰ φᾶς λεμόνι καὶ νὰ μὴν ξινίσεις τὰ μοῦτρα σου;, Ἐκδόσεις
Πάπυρος, μφρ. Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, Εὐρυβιάδης Σοφός], La bicicleta estàtica (Τὸ στατικὸ ποδήλατο,
Ἐκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, μφρ. Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ
2013. Ἀρθρογραφεῖ στὴν ἐφημερίδα τῆς Βαρκελώνης La Vanguardia. Ὁ Σέρζι Πάμιες
ἔχει μεταφράσει στὰ καταλανικὰ ἔργα τῶν Guillaume Apollinaire,
Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ καταλανικά:
Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος (Ἀθήνα 1963). Ἐπίκουρος καθηγητὴς Μεταφρασεολογίας
στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Διδάσκει, ἐπίσης,
ἰσπανικὴ λογοτεχνία στὸ Ἑλληνικὸ Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο. Ἔχει
μεταφράσει ἀπὸ τὰ ἰσπανικὰ στὰ ἑλληνικὰ ἔργα τῶν Ε. Σάμπατο, Μ.
Ἀλτολαγκίρε, Ι. Ἀλδεκόα, Μ. Βάθκεθ Μονταλμπάν, Χ. Γιαμαθάρες,
Ρ. Τσίρμπες, Χ. Ἀγέστα, Λ.Μ. Πανέρο, Σ. δὲ Τόρο, Α. Μπράις Ἐτσενίκε,
Ἀ. Τραπιέγιο, Ἀ. Γκαμονέδα, Σ. Πάμιες καὶ Ἀ. Κουέτο μεταξὺ ἄλλων.
|
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015
Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) : Ἔπρεπε νὰ εἶχες ἐπιμείνει
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου