Στὸν Εὐγένιο Ἀρανίσκι
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ αὐτὴ ἡ φράση·
οὔτε κὰν πῶς ἀρχίζει μπορῶ νὰ πῶ. Ὑπῆρχε κάποιος συγγενὴς ποὺ ἔφυγε
μετὰ τὸν πόλεμο καὶ διατηροῦσε ἑστιατόριο μ' ἑλληνοπρεπῆ φαγητὰ
καὶ ἀνατολίτικες συνταγὲς κοντὰ στὸ κέντρο τῆς παλιᾶς πόλης τοῦ Βελιγραδίου.
Ἀπέκτησε τέσσερα παιδιὰ μὲ μιὰ ἀεικίνητη Κροάτισσα καὶ ἐπρόκειτο
νὰ παντρέψει τὴ μεγάλη του κόρη κεῖνες τὶς μέρες «ἐναντίον ἑνὸς ἐπιστήμονα»,
μᾶς ἔγραφε λακωνικὰ —ποὺ ἀποδείχθηκε ὄντως σπουδαῖος χημικὸς στὶς
πλαστικὲς ὕλες ἀργότερα— καὶ παρακαλοῦσε νὰ παρευρεθοῦμε σύσσωμοι
στοὺς γάμους.
Ξεκινήσαμε σιδηροδρομικῶς, ἀπόγευμα, ἀρχὲς Ἀπριλίου τοῦ '67, μὲ
τὰ ἁρμόζοντα δῶρα καὶ μὲ τρόφιμα σπανίζοντα τότε στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως
καφέδες, ζάχαρη καὶ ἰδιότροπα ζυμαρικά. Ἐγὼ διέτριβα στὰ λεξικὰ
περιχαρής, διανύοντας τὴν παραλήγουσα διαύγεια τῆς ἐφηβείας καὶ
σημείωνα τοποθεσίες καὶ ὀνόματα. Βελιγράδι: Λευκόπολις, Ἄλβα
Γραικική. Ἰλλυριοί: Χαρβάται. Πολιτεῖες: Σίρμιον, Σχίμπενικ, Τευθρώνη.
Μᾶς περίμεναν περιχαρεῖς στὸ σταθμό. Τὰ παιδιὰ μιλοῦσαν τὰ ἑλληνικὰ
σὰν ἀπὸ ὄνειρο, μὲ γέλια καὶ χειρονομίες μᾶλλον, παρὰ λέξεις. Πάντως,
συνοπτικά, καταλαβαίναμε. Τὰ νοήματα δὲν ἦταν ἰδιαιτέρως πολύπλοκα.
Προπόσεις, χειραψίες, συστάσεις. Ὁ γάμος ἦταν μεγαλοπρεπὴς ὡς συνήθως,
μὲ βαθύφωνους ψαλμωδοὺς καὶ ἐπάργυρα σκεύη.
Ἀργότερα, στὸ τραπέζι, καθόμουν δίπλα σ' ἕναν ξάδελφο τοῦ γαμπροῦ
ποὺ μιλοῦσε γαλλικὰ καὶ σχεδὸν κουβεντιάζαμε. Ἦταν ἀριστερόχειρας
πολιτικὰ καὶ ἐργαζόταν ὡς σχεδιαστὴς σὲ ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα.
Φιλοτεχνοῦσε σκίτσα, γελοιογραφίες καὶ σταυρόλεξα. Θὰ ἔφευγε τὸν
Μάιο τοῦ '68 γιὰ νὰ σπουδάσει κοινωνιολογία στὸ Παρίσι. Μὲ πληροφόρησε,
μεταξὺ ἄλλων, ὅτι πρὶν λίγες μέρες, τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν εἶχαν χαμηλώσει
καὶ στὴ συμβολὴ τοῦ Δούναβη μὲ τὸν Σάβο, στὴν καρδιὰ τῆς πόλης σχεδόν, ἀποκαλύφθηκαν
μέσα ἀπὸ συστάδες ὑδρόβιων φυτῶν μερικὲς νησίδες, φαινόμενο μᾶλλον
σπάνιο, σκόπευε δὲ νὰ τὶς ἐπισκεφθεῖ τὴν ἐπαύριο, πρὶν ἀνεβοῦν καὶ πάλι
τὰ νερά, καὶ νὰ ἰχνογραφήσει τοὺς τόπους. Δὲν δυσκολεύτηκα νὰ δηλώσω
ἐνθουσιασμὸ καὶ νὰ ἐπιδιώξω τὴ συμμετοχή μου στὴν ἐπιχείρηση.
Ξεκινήσαμε κατὰ τὶς δέκα τὸ πρωί, πέντε ἄτομα, μὲ μηχανοκίνητη
βάρκα ποὺ εἶχαν νοικιάσει γιὰ λίγα δηνάρια, νόμισμα ποὺ μὲ παρὲπεμπε
ἀστραπιαῖα σὲ ἱστορίες μὲ κεντυρίωνες καὶ ἔφιππους ἀνθύπατους.
Ἡ διαδρομὴ ἦταν σύντομη, δέκα λεπτὰ περίπου. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ
βαρκάρης ποὺ εἶχε δυὸ-τρία μονάχα δόντια, φοροῦσε ἕνα σακάκι ἀπομίμηση
τζὴν καὶ ἄναβε συνεχῶς τσιγάρα καὶ τὰ πετοῦσε ἀμέσως ἀναμμένα στὸν
ποταμό, σχηματίζοντας μιὰ σκοτεινὴ λαμπαδηδρομία στὰ δροσερὰ νερά.
Στὴν ἀτμόσφαιρα κυμάτισε μιὰ ἔνταση. Μιὰ μπάντα ὀρειχάλκινων πνευστῶν
ἔκανε πρόβες σ' ἕνα μακρινὸ ἐμβατήριο.
Πλησιάσαμε στὴ μεγαλύτερη νησίδα μὲ τεταμένη προσοχή. Ἀποβιβαστήκαμε
σὲ μιὰ γῆ ὅπου κανένας δὲν εἶχε πατήσει τὸ πόδι του ἀπὸ αἰῶνες καὶ οἱ
κίνδυνοι τῆς λάσπης ἦταν ὁρατοί. Προπορευόταν κάποιος μεγαλόσωμος
μὲ μεγάλη προφύλαξη, δοκιμάζοντας συνεχῶς τὴ σταθερότητα τοῦ ἑπόμενου
βήματος μ' ἕνα κλαδὶ καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀκολουθούσαμε βῆμα πρὸς βῆμα
τὰ ἴχνη του. Μιλοῦσαν μεταξύ τους ἀκατάπαυστα. Ἔδειχναν διάφορα
σημεῖα καὶ φωτογράφιζαν πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις σάπια φύλλα, καλάμια
καὶ πέτρες.
Φυσοῦσε ἀέρας; Ἐντόπισα ἕνα εἶδος μυρσίνης ἀνάμεσα στὰ καλαμώδη
ὑδρόβια, τὸ μόνο φυτὸ ποὺ ἀναγνώριζα ἐπαρκῶς γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὸ συσχετίζω
ἱστορικὰ στοὺς κύκλους μου μὲ τὸν Παυσανία, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει μιὰ
μυρτιὰ στὴν Τροιζήνα ποὺ εἶχε ὅλα της τὰ φύλλα διάτρητα, γιατί τὰ τρύπησε
ἀπὸ τὰ νεῦρα της ἡ Φαίδρα μὲ τὴ φουρκέτα τῶν μαλλιῶν, παθιασμένη, λένε,
γιὰ τὴν ἀδιαφορία τοῦ Ἱππόλυτου. Ταύτισα ἐπίσης κάποια φτερωτά:
Μιὰ σιταρίνα 6-7 ἑκατοστῶν ποὺ ἔχει, ὅπως ἄκουσα, κρέας νοστιμότατο
καὶ περιφέρεται στὰ σιτοφόρα πεδία. Ἐθεάθη καὶ κοκκινωπλός, σαρκοφάγο
πουλάκι μὲ ζωηρότατα χρώματα τοῦ χαλκοῦ στὰ φτερὰ καὶ κάτω ἀπ' τὸ
στέρνο.
Μὲ βεβαιότητα διέκρινα μιὰ ἐσοχὴ ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἄλλο
τίποτα ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὰ ὑπόγεια ἀνάκτορα τῶν Ναϊάδων, μὲ τὸν ὑγρὸ
διάδρομο γεμάτο σιδερόφρακτες πόρτες ὅπου σφαλίζονται οἱ πηγὲς τῶν
ποταμῶν: τοῦ Βόλγα καὶ τοῦ Δούναβη, τοῦ Δνείπερου καὶ τοῦ Δρίνα, τοῦ Ἀξιοῦ,
τοῦ Ἁλιάκμονα, τοῦ Γάγγη, τοῦ Τάγου καὶ ἄλλων πολλῶν.
Κάποια στιγμὴ μὲ φώναξαν. Δηλαδή μοῦ ἀπηύθυναν ἕνα σύμπλεγμα συμφώνων
ποὺ θὰ ἀντιστοιχοῦσε στὴν προσφώνηση «Ἔ, Ἕλληνα!» Εἶχαν σταθεῖ μπροστὰ
σ' ἕνα τοιχίο, ἴχνος ἀπὸ ἐρείπιο, καὶ παρατηροῦσαν πανηγυρίζοντας
ἕνα σημεῖο μὲ χαραγμένες μεγαλογράμματες ἐπιγραφές. Κάποια ἀπ'
αὐτὲς ἦταν σὲ προφανῆ ἑλληνικὰ καὶ προσπάθησα νὰ διαβάσω φωναχτά
τα κολλημένα γράμματα. Τὴν ἀντέγραψα ἐν συνεχεία καθὼς οἱ ἄλλοι ἐπισταμένως
φωτογράφιζαν. Ἔγραφε «... καὶ ἀπὸ τὸ παλιὸν ἱερὸν ἐκαλέσθη ὁ τόπος
Ἱερὰ ὑπὸ δὲ τῶν ἐντοπίων σλαβιστὶ Νιρά, τουτέστιν τόπος ἀρξάμενος
καὶ ἀφιέρωσεν ὁ ἄρχων τριακοσίας ρίζας ἐλιὲς καὶ ἀμπελάκι. Καὶ
διότι ἦτο δοκιμασμένος στὰ σαρκικὰ πάθη ἀνεχώρησεν ἐκ τῆσδε προσκαίρου
καὶ ἐδιάβη πρὸς τὴν αἰώνιον ζωὴν χρόνους ἀπὸ κτίσεως κόσμου ζσιε'
(7217), ἐδικούς μας 1707 καὶ ἐτάφη εἰς τὴν αὐτὴν ἔξωθεν ὡς ταπεινόφρων
ὅπου ἦτο».
Ποιὸς ζοῦσε στὰ 1707 πάνω σ' αὐτὴ τὴν ξέρα δύο στρέμματα; Μετόχια; Σκῆτες;
Ποιὸς ὁ Ἄρχων;
Ὁ βαρκάρης βιαζόταν νὰ φύγουμε γιατί ἀνέβαιναν σιγὰ σιγὰ τὰ νερά.
Κάποιος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακάκι του ἕνα μεταλλικό, πεπιεσμένο μπουκάλι
καὶ ἤπιαμε ἐκ περιφορᾶς φλογώδη οἰνοπνεύματα τοῦ δαμάσκηνου — ἤτοι
ραντίστηκα στὸ βάπτισμα τῆς θρυλικῆς σλιβοβίτσας.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ (ἢ ἔστω κάποια ἄλλη στιγμή, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐκείνης
τῆς ἐποχῆς) πρωτοσκέφτηκα τὸ ἐπάγγελμα ποὺ σιωπηλὰ διὰ βίου θὰ ἀκολουθοῦσα.
Φαινομενικὰ εὐπρεπές, μετρίως προσοδοφόρο πιθανῶς, ἀλλὰ διαμπερὲς
καὶ ἐλπιδοφόρο: Στέλεχος τῆς γεωγραφικῆς ὑπηρεσίας. Θὰ φιλοτεχνοῦσα
μικρές, ἀλλὰ καίριες παραποιήσεις στοιχείων στοὺς χάρτες· σὲ χάρτες
ναυτικούς, ἀγροτικοὺς ἢ ὁδικούς, σιδηροδρομικούς, τῶν ὑπογείων, ὀρειβατικούς,
πολιτικοὺς καὶ γεωφυσικούς, φυσικῶν πόρων, στρατιωτικούς, ἱστορικούς,
τουριστικούς, ἀρχαιολογικούς, σὲ χάρτες δασικοὺς καὶ ἀστρονομικούς,
τοπικοὺς καὶ παγκόσμιους, ἐπίπεδους, ἀνάγλυφους ἢ παραβολικούς, μὲ
προβολὲς μερκατορικὲς ἢ Πέτερς. Ἐλάχιστες δολιοφθορὲς στὸ σύστημα
προσανατολισμοῦ ἐπινοώντας, σὲ ἐπίπεδο παραδρομῆς ἀρχικά, ὑστέρα
ὑπὸ τύπον φάρσας, κατόπιν σὲ μορφὴ παγίδας καὶ ἐντέλει ἀπότομης ἔκρηξης.
Χάρτες λευκούς, χάρτες διάτρητους ἀπὸ ἐθνικὲς ριπές, χάρτες σπινθήρων
σὰν πυροτεχνήματα, διαφανεῖς, χάρτες γιὰ ὀρυχεῖα καὶ ἀεροδιαδρόμους,
χάρτες πορείας τῆς μέλισσας καὶ τοῦ ψαριοῦ, χάρτες ἄνεμων καὶ ὑδάτων,
ἀπόκρυφους, μυστηριώδεις, νοητοὺς καὶ κατακόρυφους, χάρτες ἀκόμη
ψυχογραφικούς, χάρτες ἐρώτων κωματώδεις.
Καὶ αὐτό, πάνω κάτω, ἔκανα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου