ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΑΚΙ, ἤθελε στὶς Ἀπόκριες
νὰ ντυθεῖ Χιονάτη. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἄρεσε στὴ μαμά. Μᾶλλον θὰ ἦταν πολὺ
ἀκριβὴ ἡ στολή. Καὶ τελικὰ ντύθηκε κάτι ἄλλο. Ὅταν ἦταν παιδάκι, ἔκανε
κάτι ζωγραφιὲς μούρλια. Πολὺ ζωηρά, χαρούμενα χρώματα, μπογιάντισμα
προσεκτικὸ καὶ φροντισμένα σχεδιαγράμματα. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὰ ἄρεσαν
στὴ μαμά. Μᾶλλον δὲν τῆς ἄρεσαν τῆς μαμᾶς οὔτε οἱ πριγκίπισσες, οὔτε
οἱ νεράιδες οὔτε οἱ καρδοῦλες μὲ φορέματα, οὔτε τὰ λουλούδια μὲ τὶς
μεγάλες βλεφαρίδες καὶ τὰ ρὸζ μάγουλα. Δὲν τῆς ἄρεσαν τῆς μαμᾶς. Οὔτε
τοῦ μπαμπά. Καθόλου μὰ καθόλου.
Μετά,
πῆγαν σὲ ἕνα μεγάλο κτίριο. Ἐκεῖ, στὸ σαλονάκι ποὺ περίμεναν, εἶχε
πολλὰ παιχνίδια. Ἀλλὰ εἶχε καὶ μερικὰ σπασμένα. Κι ἔπαιζε μὲ τὰ κουζινικὰ
μὲ τὰ ἄλλα κορίτσια. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἄρεσε στὴ μαμά. Δὲν ἄρεσε καθόλου
στὴ μαμά. Σὲ λίγο μπῆκαν σὲ ἕνα γραφεῖο ποὺ ἦταν ἕνας κύριος καὶ μιὰ
κυρία. Ὁ κύριος ἦταν πολὺ χαμογελαστὸς καὶ ἡ κυρία πολὺ σοβαρή. Ἢ
τὸ ἀντίθετο. Ἔδωσαν στὸ παιδάκι νὰ ζωγραφίσει. Τοὺς ἔκανε τὴν καλύτερή
του ζωγραφιά, γιατί σκέφτηκε νὰ βάλει μεγάλα στέμματα στὶς πριγκίπισσες
στολισμένα μὲ χρωματιστὰ πετράδια. Δὲν ἦταν πολὺ καλὴ ἰδέα, ἔ; Τοὺς
ἔβαλε καὶ χρυσὰ ραβδιά. Στὴν πιὸ μικρὴ ἔβαλε μεγαλύτερο. Ὁ κύριος
καὶ ἡ κυρία κούνησαν τὰ κεφάλια τους. Μᾶλλον οὔτε σ' αὐτοὺς ἄρεσε ἡ
ζωγραφιά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάθι γεμάτο παιχνίδια, πιστόλια,
αὐτοκινητάκια, ψεύτικα κραγιόν, πιατάκια, κοῦκλες καὶ εἶπαν νὰ διαλέξει.
Διάλεξε νὰ βάψει μιὰ κουκλίτσα μὲ κραγιόν, ὅσο ἡ μαμὰ συμπλήρωνε κάτι
χαρτιά.
Μετὰ
ἀπὸ λίγο, ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία θὰ ἀποχαιτοῦσαν τὸ παιδάκι καὶ τὴ μαμά,
θὰ διάβαζαν τὰ συμπληρωμένα ἐρωτηματολόγια καὶ θὰ συναποφάσιζαν
τὴ διάγνωση: Διαταραχὴ φύλου.
Τὴν ἴδια ἀρρώστια ποὺ εἶχε ὁ Γῶγος, ὁ
Μάκης, ὁ Περικλῆς, ὁ Ντίνος, ὁ Ἰωάννης. Καὶ μετὰ πήγαιναν καὶ ξαναπήγαιναν
καὶ ξαναπήγαιναν στὸ κτίριο καὶ μιλοῦσαν ἐκεῖ μὲ τὴν κυρία πιὸ πολύ,
τὸν κύριο δὲν τὸν ἔβλεπε καὶ τόσο πολὺ πιά. Καὶ ὅλο νὰ τὸ ρωτᾶνε, καὶ ὅλο
νὰ κουνᾶνε τὸ κεφάλι τους, καὶ ὅλο νὰ ρωτᾶνε, καὶ ὅλο νὰ ρωτᾶνε. Καὶ
γιατί εἶναι κακὸ νὰ ζωγραφίζεις πριγκίπισσες δὲν κατάλαβε ποτέ.
Ὅταν
μεγάλωσε τὸ παιδάκι ἔγινε σὰν τὴ μαμὰ κι ἀκόμη, κι ἀκόμη πιὸ ὡραῖο.
Εἶχε κάτι μαλλιὰ ξανθὰ ἀλλὰ ὄχι καὶ τόσο μακριά, ὅπως τῆς Ραπουνζέλ,
πιὸ λίγο μακριά, κι ὡραῖα χείλη, βυσσινὶ σὰν τῆς Χιονάτης, καὶ τὶς νύχτες
περίμενε τὸν πρίγκιπα σὰν τὴ Σταχτοπούτα ἀλλὰ μὲ μίνι καὶ ζαρτιέρες.
Κι ὁ πρίγκιπας ἐρχόταν κάθε βράδυ μὲ ἄλλο αὐτοκίνητο καὶ μὲ ἄλλο
πρόσωπο, ἀλλὰ μὲ τὰ ἴδια χαρτονομίσματα. Πίπα, κῶλο, ἴδια τιμὴ γιὰ
ὅλους. Μόνο ἕνας, μιὰ φορά, στὸ γυρισμό, ἔτσι, πῶς τοῦ ἦρθε, τῆς εἶπε
να πᾶνε νὰ πιοῦνε κανένα ποτό. Καὶ ἦρθε ἕνα γυφτάκι, μὲ ἕνα μάτσο
τριαντάφυλλα, «καὶ πάρτε καλὲ κύριε, ποὺ εἶναι ἡ μέρα τῆς γυναίκας»
τοῦ ἔλεγε. Καὶ τῆς ἀγόρασε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο. Τὴν ἡμέρα τῆς
γυναίκας.
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Τὰ φῶτα στὸ βάθος (ἀφηγήσεις
μικροῦ μήκους, ἐκδ. Ἀπόπειρα, 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου