Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Niemands Rose : Κόκ­κι­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο



 ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΑΚΙ, ἤ­θε­λε στὶς Ἀ­πό­κρι­ες νὰ ντυ­θεῖ Χι­ο­νά­τη. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν ἄ­ρε­σε στὴ μα­μά. Μᾶλ­λον θὰ ἦ­ταν πο­λὺ ἀ­κρι­βὴ ἡ στο­λή. Καὶ τε­λι­κὰ ντύ­θη­κε κά­τι ἄλλο. Ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δά­κι, ἔ­κα­νε κά­τι ζω­γρα­φι­ὲς μούρ­λια. Πο­λὺ ζω­η­ρά, χα­ρού­με­να χρώ­μα­τα, μπο­γι­άν­τι­σμα προ­σε­κτι­κὸ καὶ φρον­τι­σμέ­να σχε­δι­α­γράμ­μα­τα. Ἀλ­λὰ οὔ­τε αὐτὰ ἄ­ρε­σαν στὴ μα­μά. Μᾶλ­λον δὲν τῆς ἄ­ρε­σαν τῆς μα­μᾶς οὔ­τε οἱ πριγ­κί­πισ­σες, οὔ­τε οἱ νε­ρά­ι­δες οὔ­τε οἱ καρ­δοῦ­λες μὲ φο­ρέ­μα­τα, οὔ­τε τὰ λου­λού­δια μὲ τὶς με­γά­λες βλε­φα­ρί­δες καὶ τὰ ρὸζ μά­γου­λα. Δὲν τῆς ἄ­ρε­σαν τῆς μα­μᾶς. Οὔτε τοῦ μπαμ­πά. Κα­θό­λου μὰ κα­θό­λου.
       Με­τά, πῆ­γαν σὲ ἕ­να με­γά­λο κτί­ριο. Ἐ­κεῖ, στὸ σα­λο­νά­κι ποὺ πε­ρί­με­ναν, εἶ­χε πολ­λὰ παι­χνί­δια. Ἀλ­λὰ εἶ­χε καὶ με­ρι­κὰ σπα­σμέ­να. Κι ἔ­παι­ζε μὲ τὰ κου­ζι­νι­κὰ μὲ τὰ ἄλ­λα κο­ρί­τσια. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν ἄ­ρε­σε στὴ μα­μά. Δὲν ἄ­ρε­σε κα­θό­λου στὴ μα­μά. Σὲ λί­γο μπῆ­καν σὲ ἕ­να γρα­φεῖ­ο ποὺ ἦ­ταν ἕ­νας κύ­ριος καὶ μιὰ κυ­ρί­α. Ὁ κύ­ριος ἦ­ταν πο­λὺ χα­μο­γε­λα­στὸς καὶ ἡ κυ­ρί­α πο­λὺ σο­βα­ρή. Ἢ τὸ ἀν­τί­θε­το. Ἔ­δω­σαν στὸ παι­δά­κι νὰ ζω­γρα­φί­σει. Τοὺς ἔ­κα­νε τὴν κα­λύ­τε­ρή του ζω­γρα­φιά, για­τί σκέ­φτη­κε νὰ βά­λει με­γά­λα στέμ­μα­τα στὶς πριγ­κί­πισ­σες στο­λι­σμέ­να μὲ χρω­μα­τι­στὰ πε­τρά­δια. Δὲν ἦ­ταν πο­λὺ κα­λὴ ἰ­δέ­α, ἔ; Τοὺς ἔ­βα­λε καὶ χρυ­σὰ ρα­βδιά. Στὴν πιὸ μι­κρὴ ἔ­βα­λε με­γα­λύ­τε­ρο. Ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α κού­νη­σαν τὰ κε­φά­λια τους. Μᾶλ­λον οὔ­τε σ' αὐ­τοὺς ἄ­ρε­σε ἡ ζω­γρα­φιά. Ἔ­πει­τα τοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να κα­λά­θι γε­μά­το παι­χνί­δια, πι­στό­λια, αὐ­το­κι­νη­τά­κια, ψεύ­τι­κα κρα­γιόν, πι­α­τά­κια, κοῦ­κλες καὶ εἶ­παν νὰ δι­α­λέ­ξει. Δι­ά­λε­ξε νὰ βά­ψει μιὰ κου­κλί­τσα μὲ κρα­γιόν, ὅ­σο ἡ μα­μὰ συμ­πλή­ρω­νε κά­τι χαρ­τιά.
       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο, ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α θὰ ἀ­πο­χαιτοῦ­σαν τὸ παι­δά­κι καὶ τὴ μα­μά, θὰ δι­ά­βα­ζαν τὰ συ­μπληρω­μέ­να ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­για καὶ θὰ συ­να­πο­φά­σι­ζαν τὴ διάγνω­ση: Δι­α­τα­ρα­χὴ φύ­λου.
Τὴν ἴ­δια ἀρ­ρώ­στια ποὺ εἶ­χε ὁ Γῶ­γος, ὁ Μά­κης, ὁ Πε­ρι­κλῆς, ὁ Ντί­νος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Καὶ με­τὰ πή­γαι­ναν καὶ ξα­να­πή­γαι­ναν καὶ ξα­να­πή­γαι­ναν στὸ κτί­ριο καὶ μι­λοῦ­σαν ἐ­κεῖ μὲ τὴν κυ­ρί­α πιὸ πο­λύ, τὸν κύριο δὲν τὸν ἔ­βλε­πε καὶ τό­σο πο­λὺ πιά. Καὶ ὅ­λο νὰ τὸ ρωτᾶ­νε, καὶ ὅ­λο νὰ κου­νᾶ­νε τὸ κε­φά­λι τους, καὶ ὅ­λο νὰ ρωτᾶ­νε, καὶ ὅ­λο νὰ ρω­τᾶ­νε. Καὶ για­τί εἶ­ναι κα­κὸ νὰ ζω­γρα­φί­ζεις πριγ­κί­πισ­σες δὲν κα­τά­λα­βε πο­τέ.
       Ὅ­ταν με­γά­λω­σε τὸ παι­δά­κι ἔ­γι­νε σὰν τὴ μα­μὰ κι ἀ­κόμη, κι ἀ­κό­μη πιὸ ὡ­ραῖ­ο. Εἶ­χε κά­τι μαλ­λιὰ ξαν­θὰ ἀλ­λὰ ὄ­χι καὶ τό­σο μα­κριά, ὅ­πως τῆς Ρα­πουν­ζέλ, πιὸ λί­γο μα­κριά, κι ὡ­ραῖ­α χεί­λη, βυσ­σι­νὶ σὰν τῆς Χι­ο­νά­της, καὶ τὶς νύ­χτες πε­ρί­με­νε τὸν πρίγ­κι­πα σὰν τὴ Στα­χτο­πού­τα ἀλ­λὰ μὲ μίνι καὶ ζαρ­τι­έ­ρες. Κι ὁ πρίγ­κι­πας ἐρ­χό­ταν κά­θε βρά­δυ μὲ ἄλ­λο αὐ­το­κί­νη­το καὶ μὲ ἄλ­λο πρό­σω­πο, ἀλ­λὰ μὲ τὰ ἴ­δια χαρ­το­νο­μί­σμα­τα. Πί­πα, κῶ­λο, ἴ­δια τι­μὴ γιὰ ὅ­λους. Μό­νο ἕ­νας, μιὰ φο­ρά, στὸ γυ­ρι­σμό, ἔ­τσι, πῶς τοῦ ἦρ­θε, τῆς εἶ­πε να­ πᾶ­νε νὰ πι­οῦ­νε κα­νέ­να πο­τό. Καὶ ἦρ­θε ἕ­να γυ­φτά­κι, μὲ ἕ­να μά­τσο τρι­αν­τά­φυλ­λα, «καὶ πάρ­τε κα­λὲ κύ­ρι­ε, ποὺ εἶ­ναι ἡ μέ­ρα τῆς γυ­ναί­κας» τοῦ ἔ­λε­γε. Καὶ τῆς ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να κόκ­κι­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς γυ­ναί­κας.

Πη­γή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Τὰ φῶ­τα στὸ βά­θος (ἀ­φη­γή­σεις μι­κροῦ μή­κους, ἐκδ. Ἀ­πό­πει­ρα, 2013).

Niemands rose (Κρή­τη). Σπού­δα­σε Κοι­νω­νι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Λον­δί­νο. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Δι­α­τη­ρεῖ τὸ μπλὸγκ Τοῦ κα­νε­νὸς τὸ ρό­δο. Πρῶτο της βιβλίο Τὰ φῶ­τα στὸ βά­θος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου