|
ΔΥΟ
ΠΡΑΓΜΑΤΑ κρατάω ἀπὸ τὴ γιαγιά μου, τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια της. Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη
ἦταν ἕνας μαῦρος ὄγκος. Ἀμετανόητη γκαραγκούνα ὣς τὸ τέλος, δὲν ἀντικατέστησε
τὸ σεγκούνι μὲ κανενὸς εἴδους ἄλλη φορεσιά. Οὔτε σὲ προχωρημένη ἡλικία,
ποὺ πολλὲς ἡλικιωμένες προτιμοῦν ρόμπες πιὸ ἐλαφριές, τὸ ἀποχωρίστηκε
ποτέ. Ἐπειδὴ καὶ τὸ κεφάλι της κάλυπτε μονίμως ἕνα μαῦρο τσεμπέρι,
θὰ μποροῦσες νὰ τὴν παρομοιάσεις μὲ κατὰ κόσμον μοναχή. Ἄλλωστε τὰ
βάσανα καὶ ἡ σκληρὴ ζωή της ξεπερνοῦσαν κατὰ πολὺ τὶς δυσκολίες τῆς
μοναχικῆς ζωῆς. Μονάχα ὁ συχνὸς ἐκκλησιασμὸς τῆς ἔλειπε. Ποῦ νὰ προφτάσει
ἡ φτωχή. Δὲν σταματοῦσε ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Χρωματικά, λοιπόν, ἂν
ἀφαιρέσουμε τὴν ἄσπρη τραχηλιά, πενθοῦσε. Καὶ ἡ ζωή της ὅμως δὲν ἦταν
φορτωμένη λιγότερο πένθος. Αὐτὸ ἐξέπεμπαν καὶ τὰ μάτια της. Ὅσο θυμᾶμαι
εἶχε ἕνα βλέμμα πονεμένο, γεμάτο ἔγνοια γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, ἀλλὰ
βαθιὰ πονεμένο. Ἀθώα καὶ ἄκακη σὰν τὰ ἀρνιὰ ποὺ τάιζε ἀγόγγυστα μὲ
μπιμπερό, γεννημένη ὅμως λὲς ἐξίσου μ’ αὐτὰ γιὰ τὴ θυσία. Μικρὸς τὴν
παρομοίαζα μὲ χελιδομάνα. Μὲ τὸ μαῦρο σεγκούνι καὶ τὴν ἄσπρη τραχηλιά,
τὴν ἔβλεπα νὰ τρέχει ἀπὸ τὰ χαράματα νὰ τακτοποιήσει ζωντανὰ κι ἀνθρώπους.
Ἀπ’ τὴν κουζίνα, τὴν πυροστιὰ καὶ τὶς μπατζίνες, στὰ κοτόπουλα, στ’ ἀρνιὰ
καὶ στὰ γελάδια. Τὰ καλοκαίρια πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα στέγνωνε τραχανὰ
καὶ ξεσπύριζε καθιστὴ σὲ κύκλο μὲ ἄλλες γυναῖκες καλαμπόκι, ἐνῶ τὰ
βράδια τοῦ χειμώνα δίπλα στὸ τζάκι ἔγνεθε τὸ μαλλὶ τῶν προβάτων.
Αὐτὰ
τὰ ἐπιδέξια χέρια δὲν τὰ πρόσεξα μικρός, ἂς μὲ ἔπλυναν τόσες φορὲς
στὴ σκάφη. Ἔπρεπε νὰ μεγαλώσω κι ἐκείνη νὰ γίνει πιὸ δυσκίνητη καὶ
πιὸ ἀργὴ στὶς κινήσεις γιὰ νὰ τραβήξουν τὴν προσοχή μου.
Ἡ δυνατότητα
νὰ φεύγω ἀπὸ τὴ γενικὴ αἴσθηση καὶ νὰ ἐπικεντρώνω στὸ εἰδικὸ καὶ τὸ
συγκεκριμένο ἦρθε ἀργά, μὲ τὴν ὡρίμασή μου. Ἡ γιαγιὰ τότε τὰ εἶχε τὰ
χρονάκια της. Τὴν παρακολουθοῦσα πιὰ μὲ προσοχὴ ὅταν καθόταν στὸ
τραπέζι καὶ τὰ σταύρωνε πάνω στὴν ποδιά της. Δυὸ λιπόσαρκα, ἀλλὰ δυνατὰ
χέρια, σκασμένα στὶς ἄκρες τῶν δαχτύλων, μὲ φλέβες πράσινες διογκωμένες,
ἀνάγλυφες, καὶ δέρμα διάφανο σὰν τσιγαρόχαρτο. Δυὸ χέρια ποὺ δούλεψαν
πολύ, ποὺ χάιδεψαν, φάσκιωσαν, ἀποχαιρέτισαν, σκούπισαν δακρυσμένα
μάτια, ἀκουμπημένα ἥσυχα —αὐτὰ τὰ ἀεικίνητα— ἀποκαμωμένα λές,
τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο σὲ σχῆμα σταυροῦ, στὴν ποδιά της.
Παρατηροῦσα
τὸν τρόπο ποὺ ἔχωνε τὶς χοῦφτες της στὸ τσουβάλι μὲ τὸ καλαμπόκι γιὰ νὰ
ταΐσει τὶς κότες—κι ὅλα τα πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ— καὶ μετὰ πῶς σκόρπιζε
τοὺς σπόρους στὸ χῶμα, ὅμοια γεωργὸς ποὺ σπέρνει χωράφι. Κι ἦταν ὁ ἴδιος
τρόπος ποὺ θρυμμάτιζε τὸ χῶμα συντετριμμένη πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνοιχτοὺς
τάφους, ἀποχαιρετώντας τὸν παπποὺ καὶ τὰ παιδιά της. Καὶ δὲν ἔχασε λίγα.
Ἀπὸ τὰ ἐννιὰ ποὺ ἔκανε, τὰ τρία τῆς πέθαναν βρέφη καὶ λόγῳ συνθηκῶν
—κατοχὴ καὶ φτώχεια— τὰ ἔθαψε χωρὶς παπά, μέσα σὲ κουτιὰ παπουτσιῶν,
ποὺ κι ἐκεῖνα ἦταν δυσεύρετα, σὲ μίαν ἄκρη τοῦ κοιμητηρίου. Τὰ ἄλλα
δύο τὰ ἔχασε μεγάλα, παντρεμένα μὲ οἰκογένειες δικές τους. Τὴν κοίταζα
ὅπως ἔτρεχε τὸ χῶμα ἀπὸ τὰ δάχτυλά της καὶ ἔμοιαζε σὰν νὰ κυλᾶ ὁ χρόνος
ἀπὸ τὴν κλεψύδρα τῆς ζωῆς της. Πόλεμοι, πείνα, κακουχίες, θάνατοι. Ὅλα
μιὰ χούφτα χῶμα· ἡ ἱστορία, τὸ χθές, τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο ὅλων μας.
Χοῦς εἰς χοῦν. Ἐκεῖνα τὰ ἐργασμένα χέρια ποὺ σπάγαν τοὺς σβώλους κι ἐκεῖνα
τὰ μάτια ποὺ μοιρολογοῦσαν, δὲν ἦταν ἄλλα ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια τῆς
Ἑκάβης καὶ τῆς μητέρας τῆς παραλογῆς μὲ τοὺς ἐννιὰ τοὺς γιοὺς καὶ μὲ τὴ
μιὰ τὴν κόρη. Μόνο ποὺ ἡ γιαγιὰ στὸ τέλος ἔμεινε μὲ μιὰ κόρη, τὴ μάνα
μου, καὶ τρεῖς Κωνσταντῆδες μακριὰ στὰ ξένα.
Τὰ
πόδια τῆς γιαγιᾶς τὰ ἔκρυβαν καλὰ τὰ μακριὰ σεγκούνια. Διέκρινες τὶς
ἄκρες ἀπὸ τὰ δάχτυλά της τὰ καλοκαίρια ποὺ περπατοῦσε ξυπόλυτη καὶ
δυὸ πασουμάκια πατημένα στὸ πίσω μέρος τὸ χειμώνα. Μόνο, ὅταν ἀρρώστησε
καὶ τὴ βοήθησα νὰ μπεῖ στὸ αὐτοκίνητο γιὰ νὰ τὴν πάω στὸ νοσοκομεῖο,
μοῦ ἀποκαλύφθηκαν μέχρι τὰ γόνατα δυὸ πόδια γεμάτα φλεβίτιδα.
Τὰ
μάτια καὶ τὰ χέρια της λοιπὸν κράτησα. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἐπισκεπτόμουν
μεγάλος, πρῶτα τὴν κοίταζα βαθιὰ μέσα στὰ μάτια καὶ δεχόμουν τὴ μετακένωση
τῆς θλίψης της —ποὺ ἦταν πραγματικὸ ἕρμα στὸ ἀσταθὲς σκαρί μου— καὶ ἀμέσως
μετὰ ἔσκυβα καὶ τῆς φιλοῦσα τὰ χέρια.
VIA PLANODION
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου