ΖΩΓΡΑΦΟΣ
νὰ γίνεις.»
Μιὰ κουταλιὰ ρεβίθια ἔκλεισε
τὸ στόμα του. Ἄρχισε νὰ μασουλάει καὶ ταυτόχρονα τὸ πιρούνι του κατευθύνθηκε
πρὸς τὸ πιάτο μὲ τὴ φέτα. Τσίμπησε ἕνα κομμάτι τυρὶ καὶ τὸ ἔστειλε μαζὶ
μὲ τὰ ὑπόλοιπα. Τὸ ἀκολούθησε μιὰ μαύρη ἐλιά.
«Ζωγράφος, δὲν τὸ συζητῶ», εἶπε, ἐνῶ οἱ σιαγόνες του ἄλεθαν ὄσπρια
καὶ τυροκομικά. Ἔκανε μιὰ παύση γιὰ νὰ φτύσει τὸ κουκούτσι καὶ ἄδραξα
τὴν εὐκαιρία.
«Δὲν σκαμπάζω ἀπὸ ζωγραφική.»
«Καὶ λοιπόν; Ὁ Ἀϊνστάιν ἦταν σκράπας στὰ μαθηματικά.»
Κατάπιε ὅ,τι μασοῦσε καὶ ἀμέσως τὸ ἀντικατέστησε μὲ μιὰ κόρα ὁλικῆς
ἀλέσεως. Ἀπὸ τὴ σύσπαση τῶν μυῶν τοῦ προσώπου του, κατάλαβα ὅτι τὸ
ψωμὶ εἶχε μπαγιατέψει.
Εἶχα ἀπὸ ὥρα τελειώσει τὸ φαγητό μου, ἀλλὰ παρέμενα στὸ τραπέζι, ἐπειδὴ
μοῦ εἶχε πεῖ πὼς ἤθελε νὰ συζητήσουμε κάτι πάρα πολὺ σημαντικό, κάτι
ποὺ ἀφοροῦσε τὸ μέλλον μου.
«Θὰ πᾶς στὴν Καλῶν Τεχνῶν. Θὰ σοῦ διδάξουν ταλέντο ἐκεῖ.»
Ἅρπαξε τὸ ποτηράκι μὲ τὸ χωριάτικο κόκκινο κρασί, ποὺ ἔχασκε μπροστά
του ἀγνοημένο ἐδῶ καὶ ὥρα, καὶ τὸ ἄδειασε μὲ μιὰ κατεβασιά.
«Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς κάτι τέτοιο τὸ τσεκάρουν πρὶν σὲ πάρουν.»
«Ζωγράφος, ἄντε τὸ πολύ... εἰκαστικός», ξεκαθάρισε.
Πῆρε μιὰ ὀδοντογλυφίδα, ἔβαλε τὸ ἕνα του χέρι μπροστὰ στὸ στόμα του
καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἄρχισε νὰ σκαλίζει.
«Μάλιστα», εἶπα μὲ τὸ στανιό, ἀφοῦ κατάλαβα ὅτι ἡ ὥρα τῶν ἐπιχειρημάτων
εἶχε τελειώσει. «Καὶ γιατί τόση ἐπιμονή; Χώρια ποὺ τὸ βρίσκω ἀπρόσμενα
ἀνοιχτόμυαλο ἐκ μέρους σου. Δὲν θὲς νὰ μὲ δεῖς γιατρό; Πολιτικὸ μηχανικό,
λογιστή; Δικηγόρο, ἔστω;»
«Τσού», ἡ γλώσσα του κόλλησε στὴν ὀδοντοστοιχία, καθὼς ὁ ἀέρας ἔβγαινε
ἀπὸ τὰ πνευμόνια του. «Θέλω νὰ σὲ δῶ ζωγράφο.»
Παράτησε τὴν ὀδοντογλυφίδα στὸ πιάτο καὶ ἔπιασε τὸ πακέτο μὲ τὰ
τσιγάρα του. Ἔβγαλε ἕνα καὶ τὸ ἔφερε στὰ χείλη. Τοῦ ἔσπρωξα τὸν ἀναπτήρα
ποὺ ἦταν πρὸς τὸ μέρος μου. Ἄναψε τὸ τσιγάρο καὶ τράβηξε μιὰ τζούρα.
«Οἱ μπάσταρδοι ζοῦν γιὰ πάντα», ξεφύσηξε μαζὶ μὲ καπνό.
«Ὅλων των ἀνθρώπων τὸ ἔργο ζεῖ γιὰ πάντα, ἂν ἀντέξει τὴ δοκιμασία τοῦ
χρόνου», εἶπα.
Μοῦ ἔριξε ἕνα βλέμμα.
«Δὲν μιλῶ μεταφορικά», εἶπε, ἀπογοητευμένος γιὰ τὸ προηγούμενό
μου σχόλιο. «Οἱ ἀναθεματισμένοι οἱ ζωγράφοι δὲν ἔχουν πεθαμό». Τράβηξε
ἄλλη μιὰ τζούρα σὰν γιὰ νὰ πάρει δύναμη καὶ ξεκίνησε: «Πικάσο 92, Νταλὶ
85, Μονὲ 86, Ματὶς 85, Καντίνσκι 78», τὰ δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ
τεντώνονταν ἕνα πρὸς ἕνα μακριὰ ἀπὸ τὴ χούφτα του, καταμετρώντας·
«Μοὺνχ 81, ποιός! ὁ Μούνχ..., τέλος πάντων, Ο'Κὶφ 99, Γκόγια 82, Σαγκὰλ
98, Μπρὰκ 81, Ρενουὰρ 78, Ντεγκὰ 83, Μικελάντζελο 89, πρὶν ἀπὸ 500 χρόνια
παρακαλῶ, ποὺ στὰ 40 λογιζόσουν ὑπέργηρος», ἔκανε μιὰ μικρὴ παύση,
μᾶλλον γιὰ νὰ καπνίσει παρὰ γιὰ νὰ σκεφτεῖ, καὶ συνέχισε, «Ντὲ Κούνινγκ
93, Χόφμαν 86, Μπέικον 83, Μὰξ Ἔρνστ 85, Μιρὸ 90, Ντυσὰν 81 —γι' αὐτὸ πρὶν
σοῦ εἶπα ὅτι δέχομαι καὶ εἰκαστικός—, Ντὲ Κίρικο 90, Μὰν Ρέι 86, Ἒλ
Γκρέκο 73 – αὐτὸς ὁ καημένος ἔφυγε νεότατος, ἄτιμη ξενιτιά.»
Σιώπησε καὶ ἔμεινε νὰ κοιτάζει τὴ στάχτη ποὺ εἶχε ρίξει στὸ πιάτο
του. Κολυμποῦσε μέσα στὸ ρεβιθόζουμο. Ἀκούμπησε μέσα τὴν καύτρα τοῦ
τσιγάρου, μούσκεψε ὣς τὸ φίλτρο. Μείναμε ἔτσι λίγη ὥρα χωρὶς νὰ λέμε
τίποτα, χωρὶς νὰ κοιταζόμαστε.
«Ὁ μπάσταρδος ὁ Ντέιβιντ Χόκνεϊ ζεῖ ἀκόμα», μουρμούρισε, ἀνασηκώνοντας
ἐλαφρὰ τοὺς ὤμους, ἀνήμπορος νὰ ἑρμηνεύσει ἢ νὰ ἀνατρέψει τὸ γεγονός.
Παράτησε τὸ τσιγάρο μέσα στὸ πιάτο, ἔπιασε μιὰ πετσέτα, σκούπισε
τὸ στόμα του, σηκώθηκε ἀπ' τὴν καρέκλα καὶ ἄρχισε νὰ φεύγει ἀπ' τὴν
κουζίνα. Δὲν ξανασυζητήσαμε τὴν ἀρρώστια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου