Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Γιῶργος Τριλλίδης : Ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸς προ­σα­να­το­λι­σμός .



ΖΩΓΡΑΦΟΣ νὰ γί­νεις.»
Μιὰ κου­τα­λιὰ ρε­βί­θια ἔ­κλει­σε τὸ στό­μα του. Ἄρ­χι­σε νὰ μα­σου­λά­ει καὶ ταυ­τό­χρο­να τὸ πι­ρού­νι του κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ πιά­το μὲ τὴ φέ­τα. Τσίμ­πη­σε ἕ­να κομ­μά­τι τυ­ρὶ καὶ τὸ ἔ­στει­λε μα­ζὶ μὲ τὰ ὑ­πό­λοι­πα. Τὸ ἀ­κο­λού­θη­σε μιὰ μαύ­ρη ἐ­λιά.
       «Ζω­γρά­φος, δὲν τὸ συ­ζη­τῶ», εἶ­πε, ἐ­νῶ οἱ σι­α­γό­νες του ἄ­λε­θαν ὄ­σπρια καὶ τυ­ρο­κο­μι­κά. Ἔ­κα­νε μιὰ παύ­ση γιὰ νὰ φτύ­σει τὸ κου­κού­τσι καὶ ἄ­δρα­ξα τὴν εὐ­και­ρί­α.
       «Δὲν σκαμ­πά­ζω ἀ­πὸ ζω­γρα­φι­κή.»
       «Καὶ λοι­πόν; Ὁ Ἀ­ϊν­στά­ιν ἦ­ταν σκρά­πας στὰ μα­θη­μα­τι­κά.»
       Κα­τά­πι­ε ὅ,τι μα­σοῦ­σε καὶ ἀ­μέ­σως τὸ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε μὲ μιὰ κό­ρα ὁ­λι­κῆς ἀ­λέ­σε­ως. Ἀ­πὸ τὴ σύ­σπα­ση τῶν μυ­ῶν τοῦ προ­σώ­που του, κα­τά­λα­βα ὅ­τι τὸ ψω­μὶ εἶ­χε μπα­γι­α­τέ­ψει.
       «Ἡ ζω­γρα­φι­κὴ θέ­λει τα­λέν­το, δὲν εἶ­ναι θέ­μα δι­α­βά­σμα­τος», εἶ­πα.
       Εἶ­χα ἀ­πὸ ὥ­ρα τε­λει­ώ­σει τὸ φα­γη­τό μου, ἀλ­λὰ πα­ρέ­με­να στὸ τρα­πέ­ζι, ἐ­πει­δὴ μοῦ εἶ­χε πεῖ πὼς ἤ­θε­λε νὰ συ­ζη­τή­σου­με κά­τι πά­ρα πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, κά­τι ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σε τὸ μέλ­λον μου.
       «Θὰ πᾶς στὴν Κα­λῶν Τε­χνῶν. Θὰ σοῦ δι­δά­ξουν τα­λέν­το ἐ­κεῖ.»
       Ἅρ­πα­ξε τὸ πο­τη­ρά­κι μὲ τὸ χω­ρι­ά­τι­κο κόκ­κι­νο κρα­σί, ποὺ ἔ­χα­σκε μπρο­στά του ἀ­γνο­η­μέ­νο ἐ­δῶ καὶ ὥ­ρα, καὶ τὸ ἄ­δεια­σε μὲ μιὰ κα­τε­βα­σιά.
       «Ἔ­χω τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς κά­τι τέ­τοι­ο τὸ τσε­κά­ρουν πρὶν σὲ πά­ρουν.»
       «Ζω­γρά­φος, ἄν­τε τὸ πο­λύ... εἰ­κα­στι­κός», ξε­κα­θά­ρι­σε.
       Πῆ­ρε μιὰ ὀ­δον­το­γλυ­φί­δα, ἔ­βα­λε τὸ ἕ­να του χέ­ρι μπρο­στὰ στὸ στό­μα του καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο ἄρ­χι­σε νὰ σκα­λί­ζει.
       «Μά­λι­στα», εἶ­πα μὲ τὸ στα­νιό, ἀ­φοῦ κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἡ ὥ­ρα τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των εἶ­χε τε­λει­ώ­σει. «Καὶ για­τί τό­ση ἐ­πι­μο­νή; Χώ­ρια ποὺ τὸ βρί­σκω ἀ­πρό­σμε­να ἀ­νοι­χτό­μυα­λο ἐκ μέ­ρους σου. Δὲν θὲς νὰ μὲ δεῖς για­τρό; Πο­λι­τι­κὸ μη­χα­νι­κό, λο­γι­στή; Δι­κη­γό­ρο, ἔ­στω;»
       «Τσού», ἡ γλώσ­σα του κόλ­λη­σε στὴν ὀ­δον­το­στοι­χί­α, κα­θὼς ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὰ πνευ­μό­νια του. «Θέ­λω νὰ σὲ δῶ ζω­γρά­φο.»
       Πα­ρά­τη­σε τὴν ὀ­δον­το­γλυ­φί­δα στὸ πιά­το καὶ ἔ­πι­α­σε τὸ πα­κέ­το μὲ τὰ τσι­γά­ρα του. Ἔ­βγα­λε ἕ­να καὶ τὸ ἔ­φε­ρε στὰ χεί­λη. Τοῦ ἔ­σπρω­ξα τὸν ἀ­να­πτή­ρα ποὺ ἦ­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Ἄ­να­ψε τὸ τσι­γά­ρο καὶ τρά­βη­ξε μιὰ τζού­ρα.
       «Οἱ μπά­σταρ­δοι ζοῦν γιὰ πάν­τα», ξε­φύ­ση­ξε μα­ζὶ μὲ κα­πνό.
       «Ὅ­λων των ἀν­θρώ­πων τὸ ἔρ­γο ζεῖ γιὰ πάν­τα, ἂν ἀν­τέ­ξει τὴ δο­κι­μα­σί­α τοῦ χρό­νου», εἶ­πα.
       Μοῦ ἔ­ρι­ξε ἕ­να βλέμ­μα.
       «Δὲν μι­λῶ με­τα­φο­ρι­κά», εἶ­πε, ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος γιὰ τὸ προ­η­γού­με­νό μου σχό­λιο. «Οἱ ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νοι οἱ ζω­γρά­φοι δὲν ἔ­χουν πε­θα­μό». Τρά­βη­ξε ἄλ­λη μιὰ τζού­ρα σὰν γιὰ νὰ πά­ρει δύ­να­μη καὶ ξε­κί­νη­σε: «Πι­κά­σο 92, Ντα­λὶ 85, Μο­νὲ 86, Μα­τὶς 85, Καν­τίν­σκι 78», τὰ δά­χτυ­λα τοῦ δε­ξιοῦ του χε­ριοῦ τεν­τώ­νον­ταν ἕ­να πρὸς ἕ­να μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ χού­φτα του, κα­τα­με­τρών­τας· «Μοὺνχ 81, ποι­ός! ὁ Μούνχ..., τέ­λος πάν­των, Ο'Κὶφ 99, Γκό­για 82, Σαγ­κὰλ 98, Μπρὰκ 81, Ρε­νου­ὰρ 78, Ντεγ­κὰ 83, Μι­κε­λάν­τζε­λο 89, πρὶν ἀ­πὸ 500 χρό­νια πα­ρα­κα­λῶ, ποὺ στὰ 40 λο­γι­ζό­σουν ὑ­πέρ­γη­ρος», ἔ­κα­νε μιὰ μι­κρὴ παύ­ση, μᾶλ­λον γιὰ νὰ κα­πνί­σει πα­ρὰ γιὰ νὰ σκε­φτεῖ, καὶ συ­νέ­χι­σε, «Ντὲ Κού­νινγκ 93, Χόφ­μαν 86, Μπέ­ι­κον 83, Μὰξ Ἔρ­νστ 85, Μι­ρὸ 90, Ντυ­σὰν 81 —γι' αὐ­τὸ πρὶν σοῦ εἶ­πα ὅ­τι δέ­χο­μαι καὶ εἰ­κα­στι­κός—, Ντὲ Κί­ρι­κο 90, Μὰν Ρέ­ι 86, Ἒλ Γκρέ­κο 73 – αὐ­τὸς ὁ κα­η­μέ­νος ἔ­φυ­γε νε­ό­τα­τος, ἄ­τι­μη ξε­νι­τιά.»

       Σι­ώ­πη­σε καὶ ἔ­μει­νε νὰ κοι­τά­ζει τὴ στά­χτη ποὺ εἶ­χε ρί­ξει στὸ πιά­το του. Κο­λυμ­ποῦ­σε μέ­σα στὸ ρε­βι­θό­ζου­μο. Ἀ­κούμ­πη­σε μέ­σα τὴν καύ­τρα τοῦ τσι­γά­ρου, μού­σκε­ψε ὣς τὸ φίλ­τρο. Μεί­να­με ἔ­τσι λί­γη ὥ­ρα χω­ρὶς νὰ λέ­με τί­πο­τα, χω­ρὶς νὰ κοι­τα­ζό­μα­στε.
       «Ὁ μπά­σταρ­δος ὁ Ντέ­ι­βιντ Χό­κνε­ϊ ζεῖ ἀ­κό­μα», μουρ­μού­ρι­σε, ἀ­να­ση­κώ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τοὺς ὤ­μους, ἀ­νήμ­πο­ρος νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει ἢ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει τὸ γε­γο­νός.
       Πα­ρά­τη­σε τὸ τσι­γά­ρο μέ­σα στὸ πιά­το, ἔ­πι­α­σε μιὰ πε­τσέ­τα, σκού­πι­σε τὸ στό­μα του, ση­κώ­θη­κε ἀ­π' τὴν κα­ρέ­κλα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ φεύ­γει ἀ­π' τὴν κου­ζί­να. Δὲν ξα­να­συ­ζη­τή­σα­με τὴν ἀρ­ρώ­στια του.

Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Μι­κρο­πρά­γμα­τα (ἐκδ. Κουκ­κί­δα/Αἰ­γαῖ­ον 2012).

Γιῶργος Τριλλίδης (Λευκωσία, 1976). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­κη­γό­ρος. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ μία συλ­λο­γὴ μὲ μὴ-μυ­θο­πλα­στι­κὰ κεί­με­να.


Εἰκόνα: Πορτραῖτο τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ ζω­γρά­φου καὶ χα­ρά­κτη Ἀλ­φαί­ου Φι­λή­μο­νος Κόουλ (Al­phaeus Phi­le­mon Co­le, 1876-1988) σὲ ἡ­λι­κία 112 ἐτῶν. Ἔρ­γο τοῦ φω­το­γρά­φου Πῆτερ Μπέλ­λαμυ (Pe­ter Bel­la­my).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου