του Τάσου Γουδέλη
(μακρινό)
(κοντινὸ)
Ὁ ἄντρας
μετακίνησε κάπως νευρικά το φλιτζάνι του καὶ τὴν κοίταξε στὰ μάτια
πρὶν μιλήσει. Περίμενε μέχρι ὁ σερβιτόρος νὰ σκουπίσει τὸ διπλανὸ
τραπέζι, ἀπ' ὅπου εἶχαν μόλις σηκωθεῖ δύο θορυβώδεις νεαροί. Τὸ φὰστ
φοὺντ ἦταν γεμάτο, καὶ ἡ μουσικὴ ἀκουγόταν στὴ διαπασῶν. «Νομίζω ὅτι
δὲν χρειάζεται νὰ τὸ βασανίζουμε. Εἶναι μιὰ καλὴ εὐκαιρία...» τῆς εἶπε
καθὼς παρατηροῦσε τὰ δάχτυλά της μὲ τὰ ἔντονα βαμμένα νύχια. Δὲν εἶχε
ἀγγίξει τὸ φαγητό της. Ἡ φωνή του σκεπάσθηκε ἀπὸ τὰ γέλια μιᾶς κοντινῆς
παρέας, «...ἡ γυναίκα του δὲν εἶχε ἀντίρρηση, ἐὰν αὐτὸ ἔχει σημασία.
Τὸ ἀντίθετο, ἀπ' ὅ,τι κατάλαβα, μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ δική της ἰδέα. Δὲν
μᾶς νοιάζει...» Γύρισε τὸ κεφάλι του πρὸς τὴν κατεύθυνση μιᾶς κοπέλας
ποὺ πέρασε δίπλα τους ἀφήνοντας ἕνα δυνατὸ ἄρωμα. Ἐκείνη συνέχισε
νὰ μὴ μιλᾶ, ἐνῶ ἕσφιγγε τὸ ποτήρι μὲ τὴν μπύρα. «Θέλουν, τέλος πάντων,
νὰ εἶναι ἀπ' αὐτόν, ἀλλιῶς θὰ ἔψαχναν γιὰ υἱοθεσία...» «Ἐγὼ θὰ κάνω
τὴ... μεταφορά, σὰν νὰ λέμε», εἶπε ἡ ἄλλη σπάζοντας τὴ σιωπή της. «Πὲς
τὸ ὅπως θές...»
Τῆς ἄναψε τὸ τσιγάρο μὲ τὸ φανταχτερὸ ἀναπτήρα του.
«Πάλι καλὰ ποὺ ἐδῶ ἐπιτρέπεται τὸ κάπνισμα. Ἀκόμα καὶ στὴ χώρα σου
τὸ ἔχουν ἀπαγορεύσει σὲ δημόσιους χώρους. Ἂν καὶ σεῖς Βαλκάνια εἶσθε,
ὅμως...» Σὰν νὰ ἐπιζητοῦσε ἕνα διάλειμμα, καίτοι ἦταν δύσκολο νὰ
κρύψει τὴν ἀνυπομονησία του. «Ἐννιὰ μῆνες δὲν εἶναι λίγοι...» Ἡ φωνή
της εἶχε βραχνιάσει τώρα περισσότερο ἀπὸ τὸν καπνό. «Θὰ σὲ προσέξουν
σὰν νὰ εἶσαι τῆς οἰκογένειας. Ἐξάλλου, πόσα θὰ ἔβγαζες στὸ ἴδιο διάστημα
ἀπὸ αὐτὸ ποῦ κάνεις;» Πιὸ μακριά τους, ἕνας νεαρὸς μὲ καπέλο τζόκεη,
κάνοντας ἀστείους μορφασμούς, πέταξε στὸν ἀπέναντί του μιὰ χαρτοπετσέτα
ποὺ εἶχε σχηματίσει σὲ μπάλα. Ἡ γυναίκα παρακολούθησε τὴ σκηνὴ ἀφηρημένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου