του Σπύρου Ν. Παππά
ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΓΚΟΣΠΟΝΤΙΝΟΦ (Георги
Господинов, Γιάμπολ, 1968) εἶναι ἴσως ὁ σημαντικότερος σύγχρονος συγγραφέας
τῆς Βουλγαρίας καὶ ὁ πλέον μεταφρασμένος στὸ ἐξωτερικό (μετὰ τὸ
1989). Σπούδασε Βουλγαρικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σόφιας
«Ἅγιος Κλήμης Ἀχρίδος» («Св. Климент Охридски»). Εἶναι συντάκτης τῆς ἐφημερίδας
Λιτερατοῦρεν Βέστνικ
(Литературен Βестни),
ἀρθρογράφος τῆς ἐφημερίδας Ντνέβνικ
(Дневник) καὶ
συντάκτης τοῦ βουλγαρικοῦ παραρτήματος τοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ
Οrient Express
τῆς Ὀξφόρδης. Εἶναι Διδάκτωρ τοῦ Λογοτεχνικοῦ Ἰνστιτούτου τῆς Βουλγαρικῆς
Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν (БАН) καὶ ἀπὸ τὸ 1998 ἕως τὸ 2000 δίδαξε στὸ Ἐθνικὸ
Βουλγαρικὸ Πανεπιστήμιο, δημιουργικὴ γραφὴ (1998) καὶ σύγχρονη βουλγαρικὴ
λογοτεχνία (1999-2000).
Ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, Lapidarium
(Лапидариум,
1992), ἀπέσπασε τὸ κρατικὸ βραβεῖο πρωτοεμφανιζόμενου (1993), ἐνῶ
ἡ δεύτερη συλλογή του, Ἡ
κερασιὰ ἑνὸς ἔθνους (Черешата
на един
народ), ἔλαβε
τὸ βραβεῖο τῆς Ἑταιρείας Βουλγάρων Συγγραφέων γιὰ τὸ καλύτερο βιβλίο
τῆς χρονιᾶς (1996). Ἀκολούθησε ἡ ποιητικὴ συλλογὴ Γράμματα στὸν Γκαουστίν
(Писма до Гаустин,
2003), ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὶς δύο προηγούμενες καὶ ἕναν ἀκόμα καινούργιο
ποιητικὸ κύκλο, περιελήφθησαν στὸν συγκεντρωτικὸ τόμο Μπαλάντες καὶ διαλύσεις
(Балади и распади,
2007). Ἀνθολογία ποιημάτων του ἔχει ἐκδοθεῖ στὰ γερμανικὰ ὑπὸ τὸν
τίτλο Kleines morgendliches Verbrechen
(Droschl, 2010) καὶ ἔχει λάβει ἐπαινετικὲς κριτικὲς ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες
γερμανικὲς ἐφημερίδες. Ποιήματά του ἔχουν παρουσιαστεῖ, μεταξὺ ἄλλων,
καὶ στὴν ἀγγλόφωνη ἀνθολογία New
European Poets (Graywolf Press, USA, 2008).
Ὁ Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ εἶναι συγγραφέας τοῦ θεατρικοῦ ἔργου D.J. (ἀρχικὰ τοῦ Don Juan) τὸ ὁποῖο ἔλαβε
τὸ πρῶτο βραβεῖο στὸν ἐτήσιο διαγωνισμὸ γιὰ τὸ καλύτερο βουλγαρικὸ
δραματουργικὸ κείμενο («Икар» 2004), ἐνῶ τὸ δεύτερο θεατρικὸ ἔργο
του, Ἡ Ἀποκάλυψη ἔρχεται
στὶς 6 τὸ ἀπόγευμα (Апокалипсисът
идва в 6
вечерта,
2010), ἐπιλέχθηκε τὸν Μάρτιο τοῦ 2011 ἀνάμεσα σὲ 300 ἔργα ἀπὸ ὅλο τὸν
κόσμο καὶ παρουσιάστηκε στὸ φεστιβὰλ «hotINK at the LARK» τῆς Νέας Ὑόρκης. Ἀξίζει
ἐπίσης νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ
μικροῦ μήκους ταινία «Ὀμελέτα» («Омлет», σκηνοθεσία: Ν. Κόσεβα) σὲ
σενάριο τοῦ Γκ. Γκοσποντίνοφ, ἔλαβε εἰδικὴ μνεία στὸ
κορυφαῖο φεστιβὰλ ἀνεξάρτητου κινηματογράφου «Sundance» τὸ 2009.
Ἂν καὶ πολύπλευρος λογοτέχνης, ἔχοντας ἐπιδείξει πλούσιο καὶ ἐπιτυχημένο
ἔργο —παρὰ τὸ σχετικὰ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του— σὲ διάφορα εἴδη (ποίηση,
δραματουργία, διήγημα, μυθιστόρημα, σενάριο, δοκίμιο, κριτική),
εἶναι περισσότερο γνωστὸς στὸ εὐρὺ κοινὸ μέσα ἀπὸ τὸ μεταμοντέρνο,
Φυσικὸ Μυθιστόρημα
(Естествен роман,
1999) —μεταφρασμένο ἤδη σὲ δεκαεννέα γλώσσες— τὸ ὁποῖο δικαίως χαρακτηρίστηκε
—μεταξὺ ἄλλων εὐνοϊκῶν κρίσεων σὲ διεθνῆ ἔντυπα— ὡς «μηχανὴ ἱστοριῶν»
(ἐφ. Le Courrier),
«χιουμοριστικό, μελαγχολικὸ καὶ ἰδιαιτέρως ἰδιοσυγκρασιακό»
(ἐφ. The Times),
«ταυτόχρονα γήινο καὶ πνευματῶδες» (ἐφ. The Guardian). Τὸ ἑπόμενο μυθιστόρημά
του, μὲ τίτλο Φυσικὴ τῆς
μελαγχολίας (Физика
на тъгата, 2011), βρέθηκε σύντομα στὴν πρώτη θέση τῶν εὐπώλητων
βιβλίων τῆς Βουλγαρίας (ἀποσπώντας καὶ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας,
Βουλγαρικοῦ Μυθιστορήματος τῆς Χρονιᾶς, 2013), ἐπιτυγχάνοντας, γιὰ
μιὰ ἀκόμα φορά, τὸν δύσκολο συνδυασμὸ τῆς ἐμπορικότητας μὲ τὴν ποιoτικὴ
γραφή, ποὺ ἔχουν καταστήσει τὸν Γκοσποντίνοφ, ἕναν ἀπὸ τοὺς δημοφιλέστερους
συγγραφεῖς στὴν πατρίδα του καὶ τὸν πλέον ἀναγνωρίσιμο ἐκπρόσωπο τῆς
σύγχρονης βουλγαρικῆς λογοτεχνίας στὸ ἐξωτερικὸ (δὲν εἶναι, ἄλλωστε,
τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἰταλικὴ μετάφραση τοῦ ἐν λόγῳ μυθιστορήματος
ἀνακηρύχτηκε ἀπὸ τὸν ἱστότοπο bookrepublic.it ὡς ἡ καλύτερη ξενόγλωσση
ἔκδοση στὴν Ἰταλία γιὰ τὸ 2013, ἐνῶ τὸν ἑπόμενο χρόνο, βρέθηκε στὴν
τελικὴ πεντάδα τῶν ὑποψήφιων βιβλίων γιὰ τὸ κορυφαῖο ἰταλικὸ λογοτεχνικὸ
βραβεῖο «Strega»).
Ὅλα τὰ παραπάνω συστατικά, ποὺ συγκροτοῦν τὴν ἰδιότυπη φυσιογνωμία
τοῦ Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, αὐτοῦ τοῦ ξεχωριστοῦ «χιουμορίστα τῆς ἀπόγνωσης»
(ἐφ. Neue Zurcher Zeitung)
ἐντοπίζονται συμπυκνωμένα καὶ στὴν πρώτη —μεταφρασμένη σὲ ἑπτὰ
γλώσσες— συλλογὴ διηγημάτων του Καὶ
ἄλλες ἱστορίες (И
други истории, 2000), ὅπου ἐκεῖ, μὲ «κοφτερὴ πέννα καὶ εὐαίσθητο
βλέμμα» (ἐφ. Le Nouvel
Observateur) ὁ συγγραφέας, μὲ κυρίαρχο φόντο τὴν μετὰ-κομμουνιστικὴ
Βουλγαρία καὶ τὰ βιώματα τοῦ παρελθόντος, ξετυλίγει μέσα ἀπὸ φαινομενικὰ
κοινότυπες ἱστορίες, τὸ νῆμα τῶν χαρακτήρων του, χρησιμοποιώντας
τὸ ἐκλεπτυσμένο χιοῦμορ ὡς μέσο ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὴν πραγματικότητα
καὶ τὴ μυθοπλασία (δὲν διστάζει, μάλιστα, νὰ ἐπιστρατεύει, κατὰ περίπτωση,
τὸ εὐέλικτο ὄχημα τῆς ἀνεκδοτολογίας καὶ τῆς ἀλληγορίας) ἐπάνω
στὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ τοῦ ἰλαροτραγικοῦ, διατηρώντας πάντοτε,
μιὰ διεισδυτική, ἀποστασιοποιημένη ὅσο καὶ συγχωρητικὴ ὀπτική.
Ἡ ἐν λόγῳ συλλογή, μεταφράστηκε τὸ 2007 στὰ ἀγγλικὰ (κυκλοφόρησε
στὶς Η.Π.Α. ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Νοrthwestern University Press) καὶ ἦταν
ὑποψήφια γιὰ τὸ Διεθνὲς Βραβεῖο Διηγημάτων «Frank O’Connor», ἐνῶ θὰ
πρέπει νὰ σημειώσομε ὅτι τρία χρόνια ἀργότερα, ὁ Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ,
συμμετεῖχε μὲ ἕνα διήγημά του στὴν ἀνθολογία Best European Fiction 2010
(Dalkey Archive Press, ed. Alexander Hemon) στὶς Η.Π.Α.
Κάνοντας ἐδῶ μιὰ ἁδρομερῆ ἀνάλυση τῶν —ἀνιχνευόμενων καὶ σὲ ὁλόκληρο
τὸ ἔργο του— στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴν συγκεκριμένη πρώτη συλλογὴ
διηγημάτων, διαπιστώνομε ὅτι οἱ ἱστορίες τοῦ Γκοσποντίνοφ, κινοῦνται
σὲ ἐπάλληλα ἐπίπεδα (τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς θυμίζουν ἱστορίες μέσα
σὲ ἄλλες ἱστορίες) καὶ ἐπιφυλάσσουν συνήθως ἕνα ἀποκαλυπτικὸ τέλος,
δίνοντας τὴν εὐκαιρία στὸν ἀναγνώστη γιὰ μιὰ ἀναζήτηση τῆς μετα-ἱστορίας,
καὶ τῶν παραμέτρων ἐκείνων ποὺ περισσότερο ὑπονοοῦνται παρὰ ἐκδηλώνονται,
καθὼς ὁ συγγραφέας, μὲ ἀφορμὴ συχνὰ ἕνα προσχηματικὸ γεγονὸς ἢ μιὰ
ἱστορία τῆς «ἄχαρης» καθημερινότητας, κατορθώνει, ἐν τέλει, νὰ
μεταθέτει τὸ κέντρο βάρους τῶν ἀφηγήσεών του, ἀπὸ τὸ τοπικὸ καὶ εὐκαιριακὸ
στὸ καθολικὸ καὶ ὑπερχρονικό. Ὁ Γκοσποντίνοφ, πραγματοποιεῖ αὐτὴ
τὴ μετάβαση, ἀνεπιτήδευτα, θέτοντας μὲ εὔστοχο τρόπο ἐρωτήματα
ποὺ τροφοδοτοῦν καὶ «ἐπανεκκινοῦν» διαρκῶς τὴν ἐσωτερικὴ «μυθολογία»
του, ἐκφράζοντας μιὰ σχεδὸν παιδικὴ ἀπορία γιὰ βεβαιότητες καὶ αὐθεντίες
(δὲν διστάζει συχνὰ νὰ δυσπιστεῖ ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του) ἐνῶ
κρατᾶ ἴσες ἀποστάσεις στὰ σοβαρὰ ζητήματα, χωρὶς νὰ ὀλισθαίνει στὴν
ἠθικολογία καὶ δίχως νὰ χάνει τὴν ὑφέρπουσα μελαγχολική, ἄλλοτε
εἰρωνικὴ καὶ ὁπωσδήποτε (αὐτο)ὑπονομευτική του διάθεση.
Ἡ γραφὴ τοῦ Γκοσποντίνοφ, διακρίνεται, ἐν γένει, ἀπὸ πρωτοτυπία
καὶ ἀμεσότητα, τολμηρὴ σύλληψη θεμάτων μὲ μιὰ ἄνεση στὴν ἀνάπτυξη
καὶ στὸν πειραματισμό, ποὺ ὑποδηλώνει ἀφ’ ἑνὸς στέρεα γνώση τῶν
σύγχρονων λογοτεχνικῶν ρευμάτων καὶ ἀφ’ ἑτέρου γόνιμη ἀφομοίωση
τῶν ἐπιρροῶν ποὺ ἔχει δεχτεῖ ἀπὸ εὐρωπαίους καὶ λατινοαμερικανοὺς
συγγραφεῖς (μὲ ἐμφανέστερη ἐκείνη τοῦ Μπόρχες). Ὁ Γκοσποντίνοφ, καταφέρνει
σὲ κάθε περίπτωση, νὰ διατηρεῖ ξεκάθαρο τὸ προσωπικό του στίγμα,
φανερώνοντας ἕνα αὐθεντικὸ καὶ ζωηρὸ ταλέντο, τὸ ὁποῖο ἀξιοποιεῖ
τὴν «ἐμπειρία» καὶ τὶς «ἰδιαιτερότητες» τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης (ἀπὸ
ὅπου ἀντλεῖ ἄφθονη πρώτη ὕλη) μὲ τὴ δυναμικὴ καὶ τὰ ἐκφραστικὰ μέσα
τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ ὑπόλοιπου κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο, ὁ συγγραφέας
καλεῖται νὰ ἀρθρώσει ἕναν οὐσιαστικὸ λόγο καὶ νὰ συντάξει τὸν προσωπικό
του «ὁδηγὸ ἐπιβίωσης».
Ἂς δοῦμε, ὅμως, μὲ ποιόν τρόπο, ὁ ἴδιος, στὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα
(«Предистории») τῆς τρίτης βουλγαρικῆς ἔκδοσης τῶν διηγημάτων του,
δίνει μιὰ γλαφυρὴ εἰκόνα γιὰ τὴν παιγνιώδη σχέση του μὲ τὴ γραφή, τὸν
ἀφηγηματικὸ αὐτοπροσδιορισμό του, τὶς ἐκφραστικὲς ἐπιλογὲς καὶ
προθέσεις του, καθὼς καὶ τὴ βαθύτερη ὑπόσταση τῶν συγκεκριμένων ἱστοριῶν (ὅπως ὁ ἴδιος
ἐπιμένει σταθερὰ νὰ τὶς ἀποκαλεῖ) εἰσάγοντας τὸν ἀναγνώστη σὲ ἕναν
παράλληλο —ὅσο καὶ ἀθέατο— κόσμο, μὲ μοναδικὸ κοινὸ σημεῖο συνάντησης,
ἕνα φευγαλέο «προσπέρασμα», τὴ στιγμὴ ὅπου ὁ συγγραφέας ἀποχωρεῖ
διακριτικὰ ἀπὸ τὸ προσκήνιο, δίνοντας τὸν πρῶτο λόγο στὶς καθαυτὲς
ἱστορίες:
«[...] Καὶ γιατί δηλαδὴ Καὶ ἄλλες; Ποιά εἶναι ἐκείνη
ἡ ἱστορία ποὺ λείπει στὴν ἀρχή; Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει τέτοια; Σκέφτομαι,
ὅτι ὅλες οἱ ἱστορίες, ἀσχέτως ἂν εἶναι γιὰ μύγες, ἐρωτευμένους ἢ
γιὰ τὴν ψυχὴ ἑνὸς γουρουνιοῦ τὰ Χριστούγεννα, εἶναι σημαντικές. Κάθε
ἱστορία ἔχει δικαίωμα νὰ ἀφηγηθεῖ καὶ νὰ ἀκουσθεῖ [...] Σὲ ἕνα σημεῖο
τοῦ βιβλίου, ὁ Γκαουστὶν [ΣτΜ. alter
ego τοῦ συγγραφέα] ἔλεγε, ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν στρατηγικῶς ἔχομε
χάσει τὸ παιχνίδι, οἱ ἄσκοπες κινήσεις τῶν ἱστοριῶν μας πάντα θὰ ἀναβάλλουνε
τὸ τέλος. [...]
»Γιατί ἱστορίες,
καὶ ὄχι διηγήματα; Τὸ διήγημα εἶναι καλῶς δομημένο, βουτηγμένο
σὲ κανόνες καὶ μὲ γραπτὴ παράδοση. Ὅμως (καθαρῶς ἱστορικά) ἡ ἱστορία
εἶναι πρὶν ἀπὸ αὐτό. Εἶναι ζωντανή, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀτελής, ἀνέμελη
καὶ φθαρτή. Σὲ αὐτό, προσωπικὰ ἐγὼ βρίσκω ἀξία. Ἡ ἱστορία διατηρεῖ
ἀκόμα τὴ μνήμη τοῦ στόματος, τὸ ὁποῖο τὴν ξεστόμισε καὶ τοῦ ἀφτιοῦ
μέσα στὸ ὁποῖο βυθίστηκε.
»Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ καὶ ὡς ἑξῆς: Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ καὶ ἄλλες ἱστορίες
– ἂν δεχτοῦμε, ὅτι ὁ συγγραφέας εἶναι μόνο μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἱστορίες,
καὶ ἐπὶ τούτου, μακρὰν ἡ λιγότερο καλή. [...] Τί ἄλλο; Οἱ μισὲς ἀπὸ
τὶς ἐδῶ ἀφηγήσεις βασίζονται σὲ πράγματα ποὺ συνέβησαν, καὶ οἱ ἄλλες
μισὲς – σὲ ἐντελῶς φανταστικὰ περιστατικά, ποὺ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό.
Καὶ πάλι, σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἐτοῦτο δὲν εἶναι ἔγνοια παρὰ μόνο τοῦ
συγγραφέα. Γιατί γράφτηκαν αὐτὲς οἱ λέξεις; Καὶ τί τὸ ἰδιαίτερο ἤθελα
νὰ πῶ; Σᾶς κράτησα (ἀφελὴς κίνηση) γιὰ λίγο στὸ κατώφλι, μέχρι νὰ βγῶ
ἐγὼ κι ἐσεῖς νὰ μπεῖτε. Σὲ αὐτὴ τὴν καθυστέρηση, σὲ τούτη τὴ συνάντηση
καὶ τὸ προσπέρασμα, βρίσκεται κάποιες φορὲς ὁλόκληρο τὸ νόημα τῶν
ἱστοριῶν μας [...].
Ὁ Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ,
μὲ τὴν ἴδια ὡριμότητα καὶ εὐρηματικότητα, κυκλοφόρησε σὲ ἀπόσταση
δέκα τριῶν ἐτῶν ἀπὸ τὴν πρώτη συλλογὴ διηγημάτων του, τὸν Αὔγουστο
τοῦ 2013, τὴν ἰσάξια, δεύτερη συλλογή του, μὲ τίτλο Καὶ ὅλα ἔγιναν φεγγάρι
(И всичко стана луна)
ἀπὸ τὴν ὁποία παρουσιάζονται μεταφρασμένα τὰ διηγήματα: «Κόρη»,
«Φαντάσματα» καὶ «Ὁ Γέρος καὶ ἡ Θάλασσα», ἐνῶ ἀπὸ τὴν πρώτη συλλογὴ Καὶ ἄλλες Ἱστορίες,
μεταφράζονται: «Τὰ ἄσπρα σώβρακα τῆς Ἱστορίας» καὶ «Παιώνιες καὶ Μὴ
μὲ λησμόνει».
Γιὰ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Γκοσποντίνοφ, ἔχουν ἐκδοθεῖ δύο βασικὲς
μελέτες (Ἀλμπένα Χράνοβα, Георги
Господинов: Разроявания, 2004· Μαριάνα Τοντορόβα, Георги Господинов - от Гаустин до
градинаря, 2009) καὶ ἔχουν ἐκπονηθεῖ ἀρκετὲς ἐπιστημονικὲς
διατριβὲς (ΒΑ, ΜΑ) τόσο στὴ Βουλγαρία ὅσο καὶ σὲ πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ
(Γερμανία, Ρωσία, Πολωνία). Τὸν Ἰούλιο τοῦ 2014, ὁ συγγραφέας τιμήθηκε
μὲ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας «Ἰβὰν Βάζοφ» («Иван Вазов»), γιὰ τὴ
συνολικὴ προσφορά του στὰ βουλγαρικὰ γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου