Белите Гащи на Историята)
Του Γκεόργκι
Γκοσποντίνοφ (Георги Господинов)
ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ξεκινᾶ καὶ τελειώνει μὲ ἕνα τίποτα καὶ χωρὶς
καμία μπουγάδα. Θὰ πρέπει νὰ ἦταν κάπου στὰ τέλη τοῦ ’70 ἐπειδὴ θυμᾶμαι
ὅτι ἤμουν πιὰ 9-10 χρονῶν καὶ ἐκεῖνο τὸν καιρό, ζούσαμε σὲ ἕνα μικρὸ
σπίτι μὲ αὐλή, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μικρότερες πόλεις τῆς Βουλγαρίας, ποὺ
βρίσκεται στὴ σκιὰ τοῦ πιὸ μικροῦ βουλγαρικοῦ βουνοῦ, τοῦ Σακάρ. Κάποτε
ἡ μικρὴ πόλη ἦταν ξακουστή, διότι σὲ αὐτὴν οἱ ἄνθρωποι ἐξέτρεφαν
καμῆλες ἀντὶ γιὰ γαϊδούρια ἢ ἄλλα ὑποζύγια, ὅμως ἡ τελευταία καμήλα
θὰ πρέπει νὰ πέθανε ἐκεῖ γύρω στὴ δεκαετία τοῦ ’60. Ζούσαμε σὲ τούτη
τὴ μικρὴ πόλη δίπλα στὸ πιὸ μικρὸ βουνὸ (μικρό, ἀλλὰ βουνό, ἔλεγε ὁ
κόσμος) σὲ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ δῶμα καὶ προθάλαμο καὶ αὐλίτσα μὲ βραγιὲς
ντομάτες, δύο κερασιὲς δίπλα στὸν φράχτη, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες κρεμόταν
τὸ σκοινὶ γιὰ τὸ ἅπλωμα τῆς μπουγάδας, καὶ ἕναν κουβὰ μὲ ὀλλανδικὰ
λουλούδια (τὸ καμάρι τῆς μάνας μου, μὼβ πρὸς ἴντιγκο).
Μιὰ μέρα ὁ πατέρας μου ἅπλωνε στὴν αὐλὴ ἀνάμεσα στὶς δύο κερασιές,
ὅταν στὴν περίφραξη πλησίασε ὁ διπλανός μας, ὁ μπάρμπα-Κωσταντίν.
Διπλανός, δὲν εἶναι ἡ λέξη ποὺ ταιριάζει γιὰ τὸν μπάρμπα-Κωσταντίν. Αὐτὸς
ἦταν ἕνας ἡλικιωμένος, ἀξιοπρεπὴς ἑβδομηντάρης, γεννημένος ἀριστοκράτης,
ὁ καλύτερος δικηγόρος στὴ μικρὴ πόλη. Φοροῦσε μιὰ θρυλικὴ ρόμπα καὶ
εἶχε τὸ παρωνύμιο Μπαλζάκ. Τὸ παρωνύμιο ὀφειλόταν ἐν μέρει στὸ ὅτι
ὁ μπάρμπα-Κωσταντὶν γνώριζε τέλεια γαλλικὰ καὶ εἶχε διαβάσει στὸ
πρωτότυπο ὅλα ὅσα εἶχε γράψει ὁ Μπαλζάκ. Γεγονὸς μὲ τὸ ὁποῖο ἔμπαινε
πάραυτα στὴν τοπικὴ βίβλο τῶν κατορθωμάτων καὶ πολὺ δύσκολα κάποιος,
κάποτε, θὰ τὸν μετακινοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ τί ξέραμε τότε γιὰ τὸν Μπαλζάκ;
Ὅτι ὑπῆρξε μεγάλος ἐραστὴς καὶ ἔπινε πολὺ καφὲ ἐνῶ ἔγραφε. Ἢ ὅτι
ἔγραφε πολὺ ἐνῶ ἔπινε καφέ. Ὅπως καὶ νά ’χει, στὸ κεφάλι μου ἔμεινε
ἀπὸ τότε ὁ ἀριθμὸς 42. Τώρα, αὐτὸ ἦταν 42 μυθιστορήματα ἢ 42 καφέδες
τὴν ἡμέρα, δὲ θυμᾶμαι, ὅμως καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὰ νούμερα προκαλοῦσαν
τὸν σεβασμό
. Καὶ αὐτὸς ὁ σεβασμὸς μεταφερόταν στὸν μπάρμπα-Κωσταντίν.
Παρατηρῆστε, ὅτι κανεὶς δὲν τὸν ἀποκαλοῦσε μπάρμπα-Κώστα, ἢ ἀκόμα
πιὸ χυδαῖα μπάρμπα-Κῶτσο. Ὄχι, αὐτὸς ἦταν καὶ παρέμεινε ὣς τὸ τέλος ὁ
μπάρμπα-Κωσταντὶν ὁ Μπαλζάκ. Τὸ νὰ φορᾶς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ρόμπα, τότε
ποὺ εἶχαν σὲ ἐκτίμηση τὸ ἀδιάβροχο, τὸ γούνινο παλτὸ καὶ τὸ πουλόβερ,
ἦταν ζήτημα τιμῆς καὶ ἀξιοπρέπειας, ἕνα στοιχεῖο ἀριστοκρατίας.
Καὶ ἕως σήμερα τὴ θυμᾶμαι – μακριὰ καφετιὰ ρόμπα μὲ ἔντονη γκρίζα
μπορντούρα γύρω ἀπὸ τὰ πέτα, μὲ τρία μεγάλα σεντεφένια κουμπιὰ καὶ
ζωνούλα, ἡ ὁποία κατέληγε σὲ φοῦντες ποὺ θύμιζαν τὸ τελείωμα τῆς οὐρᾶς
τοῦ λιονταριοῦ.
Αὐτὴ ἡ ρόμπα τὸν ἔκανε νὰ φαίνεται ὕποπτος μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ γείτονα
ἐξ’ ἀριστερῶν μας – ἑνὸς πολιτοφύλακα ποὺ ἔφτασε λοχίας, τὸν ὁποῖο
φώναζαν Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς (σύμφωνα μὲ τὴν ὁλοδική του ἐπίμονη
θέληση) καὶ γιὰ συντομία Τσεκατζή[1], ἐνῶ, ὅταν δὲν ἤτανε κοντά, Καραβανά.
Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πολιτοφύλακες, τοὺς ὁποίους ποτὲ δὲν θὰ ἔβλεπες
δίχως στολή, καὶ μὲ τὸν ἀδελφό μου βάζαμε κρυφὰ στοίχημα ὅτι ἔχει
στολὴ πιτζάμα μὲ ἐπωμίδες καὶ ἐσωτερικὴ τσέπη γιὰ πιστολάκι νυκτός.
Ὁ ἀδελφός μου ἰσχυριζόταν ἐπίσης, ὅτι σίγουρα κοιμᾶται μὲ τὸ πηλίκιο,
καθώς, ὅταν τὸ βράδυ ὀνειρεύεται κάποιον ὑπολοχαγὸ (καὶ τί ἄλλο
μπορεῖ νὰ ὀνειρεύεται ἕνας λοχίας) εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπὸ τὸν κανονισμὸ
νὰ τὸν χαιρετήσει, καὶ ἡ ἀπόδοση τιμῆς χωρὶς τὸ πηλίκιο εἶναι ἀπρέπεια,
αὐτὸ κι ἐγὼ τὸ ἤξερα. Πάνω ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ τους, εἶχε
βάλει νὰ τοῦ γράψουν μὲ κόκκινα γράμματα «ὁ Τσεκατζὴς πρέπει νὰ ἔχει
ψυχρὴ λογική, φλογερὴ καρδιὰ καὶ καθαρὰ χέρια» καὶ ἀπὸ κάτω – Φέλιξ
Ἐντμούντοβιτς Ντζερζίνσκι. Ἕνα σεπτεμβριάτικο βράδυ κάποιος ἔσβησε
τὸ «ψὺ» ἀπὸ τὸ «ψυχρὴ» καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ τὸ «αἴσ» καὶ ἀπὸ τότε ὁ
Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς ἔγινε ἄκρως καχύποπτος μὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη
καὶ ἰδιαίτερα μὲ τοὺς γείτονές του. Λεγόταν, ὅτι ὅλο το φθινόπωρο
διανυκτέρευε στὴν αὐλὴ καὶ ἕως ὅτου πέσει τὸ πρῶτο χιόνι κοιμόταν
ἔξω, μπροστὰ στὴν πόρτα, ἐπειδὴ στὸ ἐγχειρίδιο ἐγκληματολογίας, ἔγραφε,
ὅτι ὁ ἐγκληματίας ἐπιστρέφει πάντα στὸν τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ὅμως
αὐτὸ εἶναι ἄλλη ἱστορία.
Καὶ ἔτσι, τὸ σπίτι μας βρισκόταν στὴ νεκρὴ ζώνη ἀνάμεσα στὸ σπίτι τοῦ
Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς (στ’ ἀριστερὰ) καὶ στὸ σπίτι τοῦ μπάρμπα-Κωσταντὶν
τοῦ Μπαλζὰκ (στὰ δεξιά). Καὶ τὰ τρία σπίτια, στὸ κέντρο ἑνὸς δρόμου μὲ τὸ
ἠχηρὸ ὄνομα Σεργκίενκο. Καὶ ἐνῶ γιὰ τὸν Μπαλζὰκ γνωρίζαμε τί καὶ πῶς,
γιὰ τὸ Σεργκίενκο ἀκόμα καὶ τώρα δὲν ἔχω τὴν παραμικρὴ ἰδέα, καὶ συνεπῶς,
παρακαλῶ ἐντελῶς σοβαρά, ἂν κάποιος ξέρει κάτι γι’ αὐτό, ἂς ἐνημερώσει,
θὰ χαρῶ νὰ τὸ μάθω. Διότι εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι κανένα ὄνομα δὲν
εἶναι τυχαῖο, εἰδικά το ὄνομα τοῦ δρόμου ὅπου μεγάλωσες – εἴτε εἶναι
Σεργκίενκο, Μακάρενκο ἢ Κριβολάκ, ἔχει τὴ σημασία του στὴ διάπλαση
τῆς παιδικῆς ἡλικίας.
Ὁρίστε, μνημονεύεις τὸ ὄνομα τοῦ Μπαλζὰκ καὶ παρασύρεσαι σὲ λεπτομέρειες.
Μιὰ μέρα, λοιπόν, ὁ πατέρας μου ἅπλωνε στὴν αὐλὴ ἀνάμεσα στὶς δύο κερασιές,
ὅταν ὁ Μπαλζὰκ πλησίασε στὴν περίφραξη. Στάθηκε στὴν ἄλλη πλευρά
της, μέσα στὴ σεβάσμια ρόμπα του καὶ ὁ πατέρας μου ἔνιωσε ἄβολα ἔτσι
ποὺ ἦταν μὲ τὴ λεκάνη, φορώντας φανέλα καὶ μὲ ἕνα κορδόνι μὲ μανταλάκια
περασμένο στὸν ὦμο. Τότε ὁ μπάρμπα-Κωσταντὶν σιγά, ἀλλὰ αὐστηρά, τοῦ
εἶπε ὅτι δὲν εἶναι σωστὸ μεγάλος ἄντρας καὶ λεβέντης νὰ ντροπιάζεται
μὲ τὴ λεκάνη καὶ νὰ βάζει μανταλάκια, μέρα μεσημέρι, σὰν κάποια κοπελούδα.
Καὶ ξεκίνησε νὰ ἁπλώνει τὴ νύχτα. Ἔπρεπε, μὲ κάποιο τρόπο νὰ περάσει
ἀνάμεσα ἀπὸ τὴ Σκύλλα τοῦ μπάρμπα-Κωνσταντὶν καὶ τὴ Χάρυβδη τῆς μάνας
μου.
Τὸν σκέφτομαι, νὰ κρατᾶ τὸν φακὸ ἀνάμεσα στὰ δόντια, ἀληθινὸ φόβητρο
γιὰ τὶς γάτες καὶ νὰ ξεγλιστράει μὲ τὴ μεγάλη τσίγκινη λεκάνη πρὸς τὴν
ἁπλώστρα, ἀκριβῶς δίπλα στὸν φράχτη τοῦ μπάρμπα-Κωσταντίν. Καὶ ποιὸς
ξέρει γιὰ πόσο καιρὸ θὰ συνεχιζόταν αὐτό, ἂν ἕνα βράδυ ὁ ξάγρυπνος
Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς δὲν διέκρινε τὸν ὕποπτο φωτισμό. Αὐτός, σὰν ἔμπειρος
Τσεκατζὴς δὲν ρίχτηκε καταπάνω του ἀμέσως, παρὰ μόνο ἔτριψε τὰ καθαρά
του χέρια, λέγοντας: ἔ, Μπαλζάκο, τώρα θὰ σὲ κάνω νὰ μετανιώσεις μαζὶ
μὲ ὅλο σου τὸ σόι. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι ὁ γερὸ-μπουρζουάς, ἔτσι ἀκριβῶς
ἔλεγε, σκάλιζε τὴ νύχτα στὴν αὐλὴ σὰν ποντικός, γιὰ νὰ κρύψει πότε κάποιον
πολυγραφάκο, πότε περίστροφα, ἀκόμη ἴσως καὶ λαθραῖο λάδι· ἐκεῖνα
τὰ χρόνια ὑπῆρχε μεγάλο ζόρι μὲ τὸ λάδι. (Ἐτοῦτες οἱ ρόμπες πῶς ἀγοράζονται,
ἐ;). Τὴν ἑπόμενη νύχτα, μιὰ βιαστικὰ σχηματισμένη ὁμάδα κρούσης, ἀπὸ
τέσσερις πολιτοφύλακες (τόσους διέθετε ἡ μικρὴ πόλη) ὑπὸ τὴ διοίκηση
τοῦ ἴδιου του Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς ἔλαβε θέση γύρω ἀπὸ τὰ σπίτια μας.
Ὅμως, ὅλη νύχτα δὲν φάνηκε κανεὶς (ἡ μάνα μου δὲν ἐπλένε κάθε μέρα)
καὶ ἔτσι τὸ χάραμα, ἡ ὁμάδα πάλι συνωμοτικά, σκορπίστηκε. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε
καὶ τὴ δεύτερη βραδιά. Ἐνῶ γιὰ τὴν τρίτη, ὁ Τσεκατζὴς κουβάλησε ἀπὸ
τὸ Ἔλχοβο πραγματικὸ ὑπηρεσιακὸ σκύλο. Γύρω στὰ μεσάνυχτα, ὁ πατέρας
μου βγῆκε μὲ τὴ λεκάνη, ξεγλίστρησε ὣς τὴν ἁπλώστρα, ἄναψε τὸν μικρὸ
φακὸ καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ σκύλος γάβγισε, οἱ προβολεῖς ἄναψαν καὶ
τέσσερις πολιτοφύλακες μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς, τὸν
περικύκλωσαν.
Φανταστεῖτε τώρα ὅλη αὐτὴ τὴ μνημειώδη καὶ ζωηρὴ εἰκόνα. Ὁ σκύλος
μὲ τὸ στόμα ποὺ ἔχασκε, τόνιζε τὴν περίσταση. Τέσσερις φιγοῦρες πολιτοφυλάκων
μὲ στραμμένους προβολεῖς. Λίγο πιὸ μπροστὰ ἀπ’ αὐτούς, ἡ ὁρμητικὴ φιγούρα
τοῦ Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς κάπως γερτὴ πρὸς τὰ ἐμπρός, μὲ πιστόλι στὸ ἕνα
χέρι καὶ τὸ ἄλλο τεντωμένο ἀφύσικα πρὸς τὰ πίσω, ὅπως ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
ἀποφάσισε νὰ ρίξει χειροβομβίδα καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν χτύπησε ὀβίδα.
Καὶ τέλος ὁ πατέρας μου, μὲ πεσμένη λεκάνη, φορώντας ἄσπρα σώβρακα
καὶ τὴ φυσιγγιοθήκη ἀπὸ μανταλάκια περασμένη στὸν ὦμο. Μποροῦσα ἄνετα
νὰ βολτάρω ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς τὶς φιγοῦρες καὶ νὰ τὶς τσιγκλίζω μὲ τὸ
δάχτυλο. Φωτίστηκαν τὰ παράθυρα τῶν γειτονικῶν σπιτιῶν, ἐμεῖς, μὲ
τὸν ἀδεφό μου καὶ τὴ μάνα μου πηδήξαμε στὸ κατώφλι. Τὸ ἑπόμενο δευτερόλεπτο,
ὅταν οἱ φιγοῦρες ζωντάνεψαν καὶ ἡ εἰκόνα διαλύθηκε, ὁ Φέλιξ μουρμούρισε
κάτι σὰν συγγνώμη, ὁ πατέρας μου σύρθηκε χωρὶς λεκάνη στὸ σπίτι καὶ
γιὰ πρώτη φορὰ κλειδώσαμε τὴν ἐξώπορτα.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νύχτα ὁ πατέρας μου μάζεψε κουράγιο καὶ ἀνακοίνωσε
στὴ μάνα μου ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ξαναπλώσει καὶ τρεῖς μέρες δὲν βγῆκε
ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὁ Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς φορτώθηκε ἀμέσως μὲ μερικὰ καινούργια
παρατσούκλια. Ἐνῶ ὁ μπάρμπα-Κωσταντὶν κουνοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ ἐπαναλάμβανε:
ἀνθρώπινη κωμωδία, ἀνθρώπινη κωμωδία...
Αὐτὸ εἶναι. Ποιὰ ἄλλη θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἡ ἱστορία, ἀφοῦ συνέβη
στὰ τέλη τοῦ ’70 σὲ μιὰ μικρὴ πόλη, δίπλα σε ἕνα μικρό (το πιὸ μικρὸ)
βουνό, σὲ ἕνα μικρὸ δρόμο μὲ τὸ πομπῶδες ὄνομα Σεργκίενκο, στὴν οὐδέτερη
ζώνη ἀνάμεσα στὸν Φέλιξ Ἐντμούντοβιτς (στ’ ἀριστερὰ) καὶ στὸν Μπαλζὰκ
(στὰ δεξιά). Μόνο σὲ τέτοια μέρη καὶ σὲ τέτοιες στιγμές, μεταξὺ στολῆς
πολιτοφύλακα καὶ μπουρζουαζικὴς ρόμπας, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε
γιὰ λίγο το ἀληθινὸ πρόσωπο τῆς ἱστορίας. Μᾶλλον, ὄχι τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ
κατ’ εὐθείαν τα ἄσπρα σώβρακά της. Τί περισσότερο μποροῦμε νὰ θέλουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου