του Ηλία Μπεριάτου
καθηγητή Χωροταξικού-Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των συντακτών
«[…] Δεν ξέρω πια πολύ καλά πού βρίσκομαι. Δεν έχει και καμιά σημασία
εξάλλου. Εχω όλο μου το χρόνο για να φτάσω στη Στυμφαλία που δεν πρέπει να
απέχει πάνω από δεκαπέντε ή είκοσι χιλιόμετρα. Γι’ αυτές τις στιγμές βαδίζω
στην Ελλάδα εδώ και τόσα χρόνια: για να χάνομαι έτσι σε ένα άγνωστο τοπίο, μέσα
στην παράφορη ζέστη, διαλέγοντας κάποιο πευκόφυτο άλσος για μία απροσδιόριστη
στάση […]» (Ζακ Λακαριέρ, «Το ελληνικό καλοκαίρι»).
Το ελληνικό τοπίο έχει αποτελέσει διαχρονικά αντικείμενο ιδιαίτερης
προσοχής από τους περιηγητές του 19ου και του 20ού αιώνα, λόγω της μεγάλης
ποικιλότητας και «ευθραυστότητας» που το χαρακτηρίζει αλλά και της γοητείας και
ελκυστικότητας που ασκεί στον υποψιασμένο και μη επισκέπτη. Δεν είναι τυχαίος ο
χαρακτηρισμός του ως «paysage exquis» από τον μεγάλο ταξιδευτή και ελληνιστή
Jacques Lacarrière, στον οποίο οφείλουμε τις πιο εύστοχες περιγραφές του ελλαδικού
χώρου και τοπίου.
Μετά τη νομοθετική καταιγίδα για τακτοποιήσεις αυθαίρετων, καταπατήσεις
δασών και άλλες απορυθμίσεις, το περιβάλλον και το ελληνικό τοπίο δέχθηκαν
σοβαρά πλήγματα. Κάποιοι γκρεμίζουν αυτό που άλλοι χτίζουν. Οντως, προ διμήνου,
με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) και τη
συμμετοχή διεθνών και εθνικών φορέων πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και στη λίμνη
Στυμφαλία μια σημαντική διεθνής συνάντηση με θέμα «Πολιτιστικά Τοπία σε
περιοχές Natura 2000: προς μία νέα πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης της
πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς».
Στην εκδήλωση αυτή έλαβαν μέρος -από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο- πολιτικοί,
ανώτερα στελέχη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και διεθνών οργανισμών, εκπρόσωποι ΜΚΟ,
ερευνητές και άλλοι επιστήμονες, οι οποίοι παρουσίασαν ποικιλία αναλύσεων
σχετικά με το θέμα. Ταυτόχρονα, κατέθεσαν ιδέες και προτάσεις για το «δέον
γενέσθαι» στην υπόθεση της ολοκληρωμένης προστασίας του τοπίου με βάση τις
εξελίξεις και τα τεκταινόμενα στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο. Γενικότερα, ο
προβληματισμός που αναπτύχθηκε στη συνάντηση, επικεντρώθηκε στην αντίληψη που
προσεγγίζει με ενιαίο τρόπο την φυσική και την πολιτιστική κληρονομιά, οι
οποίες, ούτως η άλλως, συνιστούν μαζί μια ενιαία πραγματικότητα, χαρακτηριστική
έκφραση της οποίας αποτελεί το τοπίο.
Το πόρισμα της εκδήλωσης, η Διακήρυξη της Στυμφαλίας, συνοψίζει τις βασικές
θέσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με τις αναγκαίες δράσεις που πρέπει να γίνουν
για το τοπίο στα κρίσιμα πεδία της γνώσης, της διαχείρισης, της εκπαίδευσης και
επιμόρφωσης, της ενημέρωσης και της χρηματοδότησης, όπου διαπιστώνονται σοβαρά
ελλείμματα.
Πρώτο έλλειμμα από πλευράς κυβερνητικών δομών, δηλαδή του υπουργείου
Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), και των συναρμόδιων φορέων,
είναι η έλλειψη χάραξης μέχρι σήμερα μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής
πολιτικής τοπίου, εκφρασμένης με τρόπο ρητό και κατηγορηματικό. Σε γενικές
γραμμές, οι προσπάθειες που έγιναν ήταν λίγες και τα αποτελέσματα μέχρι σήμερα
πενιχρά.
Η θεσμική διάσταση της προστασίας του τοπίου ήταν και είναι επίσης
ελλειμματική, με την έννοια ότι τόσο η ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για
το τοπίο όσο και η εθνική νομοθεσία είχαν και έχουν μηδαμινή σχεδόν εφαρμογή.
Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση που υπογράφτηκε το 2000 στη Φλωρεντία,
επικυρώθηκε το 2010 (δηλαδή με καθυστέρηση μιας δεκαετίας…) από ασύγγνωστη
αμέλεια και καθαρή έλλειψη πολιτικής βούλησης και ύστερα από πιέσεις των
σχετικών ΜΚΟ. Σημειωτέον ότι είχαν προηγηθεί η Ρουμανία, η Ουκρανία, η
Βουλγαρία, η Αρμενία, η Κύπρος η Μολδαβία, η Τουρκία και η ΠΓΔΜ!
Μια σημαντική ευκαιρία θεσμικής ενσωμάτωσης της πολιτικής του τοπίου στον
χωροταξικό σχεδιασμό, με αφορμή την ψήφιση του νόμου 4269/2014 για την
πολεοδομική και χωροταξική «μεταρρύθμιση» πήγε κυριολεκτικά χαμένη. Συνέπεια
και αυτό ενός γενικότερου συνδρόμου της κυβερνητικής πολιτικής των τελευταίων
ετών που διακρίνεται από αδικαιολόγητο πανικό απέναντι στην περιβαλλοντική
προστασία και από μια λογική άκριτης προώθησης κάθε έργου χωρίς τις
στοιχειώδεις ποιοτικές εγγυήσεις.
Αλλά και στον τομέα της χρηματοδότησης υπάρχουν σοβαρά ελλείμματα σχετικά
με την έρευνα για το τοπίο - αυτό καθεαυτό. Το γνωστό Πράσινο Ταμείο (σημαντικό
εθνικό χρηματοδοτικό εργαλείο) έχει δυστυχώς μεταλλαχθεί από το οικονομικό
επιτελείο της κυβέρνησης σε τεράστιο εισπρακτικό μηχανισμό για τον κρατικό
κορβανά και δεν συμβάλλει παρά ελάχιστα (σε σχέση με τα έσοδα του και τον
ωκεανό των αναγκών) στην υλοποίηση δράσεων προστασίας του περιβάλλοντος για το
οποίο υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε…
Είναι λυπηρό και ακατανόητο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, οι όποιες ενέργειες
για τον τοπιακό της πλούτο (ένα πολύτιμο συγκριτικό της πλεονέκτημα), να
γίνονται με πρωτοβουλία και διεκδικήσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων ή
κοινωφελών ιδρυμάτων και όχι με πρωτοβουλία των εκάστοτε πολιτικών ταγών. Και
αυτό είναι το πιο ανησυχητικό στοιχείο του ελλείμματος πολιτικής του τοπίου στη
χώρα μας.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν προσπάθεια αναζήτησης ευθυνών αλλά αντικειμενικές
διαπιστώσεις που πρέπει να οδηγήσουν σε δράσεις οι οποίες θα καλύψουν τα
ελλείμματα και θα συμβάλουν στη χάραξη μιας συγκροτημένης πολιτικής τοπίου με
οραματικούς στόχους, σωστή στρατηγική, κατάλληλους θεσμούς, ικανούς πόρους και
ολοκληρωμένο επιχειρησιακό πρόγραμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου