Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Φαν­τά­σμα­τα

  του  Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)

 

ΑΜΕΣΩΣ ἀ­να­γνώ­ρι­σα τὴ φω­νή του ὅ­ταν μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε. Δὲν εἴ­χα­με ἀ­κού­σει ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­π’ τὴ Βουλ­γα­ρί­α, δη­λα­δή, ἀ­κρι­βῶς 14 χρό­νια. Σί­γου­ρα ἔ­χου­με ξε­χω­ρι­στὸ κέν­τρο μνή­μης γιὰ τὶς φω­νὲς τῶν φί­λων μας. Κα­θό­μα­σταν μα­ζὶ στὸ ἴ­διο θρα­νί­ο, αὐ­τὸς ἦ­ταν βα­σι­λιὰς στὰ μα­θη­μα­τι­κὰ καὶ μη­δε­νι­κὸ στὰ λο­γο­τε­χνι­κά, ἐ­γὼ – τὸ ἀν­τί­θε­το. Ἀρ­γό­τε­ρα, ἐ­κεῖ­νος ἀ­να­κά­λυ­ψε τοὺς ὑ­πο­λο­γι­στὲς «Πρά­βετς», ἐ­γὼ – τὶς γρα­φο­μη­χα­νὲς «Μα­ρί­τσα». Λί­γο πιὸ με­τά, γύ­ρω στὰ 1992, εἶ­πε ὅ­τι πο­τὲ δὲν θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει σὲ τού­τη τὴ χώ­ρα – καὶ ἔ­φυ­γε γιὰ Κα­να­δά. Ἀ­πὸ ὅ­σο γνώ­ρι­ζα, ἀ­πὸ κά­ποι­α γράμ­μα­τα ποὺ εἴ­χα­με ἀν­ταλ­λά­ξει, ἦ­ταν πλέ­ον ἐ­πι­κε­φα­λῆς προ­γραμ­μα­τι­στὴς λο­γι­σμι­κοῦ σὲ με­γά­λο γερ­μα­νι­κὸ ἵ­δρυ­μα. Ἔ­τσι συ­νέ­βη τό­τε, οἱ ἄ­ρι­στοι στὰ μα­θη­μα­τι­κὰ ἔ­φυ­γαν, ἐ­νῶ οἱ ἄ­ρι­στοι στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­μει­ναν ἐ­δῶ. Ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες τῆς δι­ε­θνοῦς ἀ­γο­ρᾶς.
       Αὐ­τός, λοι­πόν, ὁ φί­λος μου, ὁ ὁ­ποῖ­ος πραγ­μα­τι­κὰ δὲν εἶ­χε ἐ­πι­στρέ­ψει ἕ­ως τώ­ρα, μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε. Εἶ­πε, ὅ­τι βρί­σκε­ται στὴ Σό­φια γιὰ με­ρι­κὲς ὧ­ρες καὶ σὰν μα­νια­κοὶ ἀρ­χί­σα­με νὰ συ­νεν­νο­ού­μα­στε γιὰ τὸ ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης. Κι­νη­μα­το­γρά­φος «Ὀν­τε­όν» δὲν τοῦ ἔ­λε­γε τί­πο­τα (ἀλ­λὰ ναί, σί­γου­ρα τὸν θυ­μό­ταν ὡς «Ντρούζ­μπα»), ἔ­νι­ω­σα ὅ­τι ἀμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­ταν γιὰ δύ­ο-τρί­α ἀ­κό­μα μέ­ρη τὰ ὁ­ποῖ­α τοῦ πρό­τει­να, καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λους, αὐ­τὸς εἶ­πε νὰ βρε­θοῦ­με στὸ Μαυ­σω­λεῖ­ο[1], ἐ­γὼ αὐ­το­μά­τως δέ­χτη­κα. Σὰν οἰ­κο­δε­σπό­της, τὸ ποῦ θὰ βρε­θοῦ­με, ἦ­ταν γιὰ μέ­να τὸ ἴ­διο ἀρ­κεῖ νὰ βό­λευ­ε τὸν ἐ­πι­σκέ­πτη. Τὴν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή, πρὶν κλεί­σω, σκέ­φτη­κα καὶ σχε­δὸν φώ­να­ξα στὸ ἀ­κου­στι­κό:
       — Ἀλ­λὰ τὸ Μαυ­σω­λεῖ­ο**** δὲν ὑ­πάρ­χει πιά, θὰ τό ’­μα­θες...

       Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἤ­δη κλεί­σει. Τὸν φαν­τά­στη­κα νὰ φτά­νει πρῶ­τος στὸ ραν­τε­βού, νὰ κοι­τά­ζει ἀ­νή­συ­χος, ν’ ἀ­να­ρω­τι­έ­ται μὴν τυ­χὸν καὶ μπέρ­δε­ψε τὴν πλα­τεί­α ἢ τὴν πό­λη. Μὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ μὴ δι­α­κρί­νεις ὁ­λά­κε­ρο μαυ­σω­λεῖ­ο; Τὸν φαν­τά­στη­κα ἀ­κό­μα, πῶς σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, πῆ­ρε τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ στα­μα­τή­σει κά­ποι­ον πε­ρα­στι­κό. Ἐ­πί­τη­δες δι­ά­λε­ξε ἕ­ναν, κά­πως πιὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο, ποὺ νὰ θυ­μᾶ­ται...
       «Μὲ συγ­χω­ρεῖ­τε, μή­πως ξέ­ρε­τε ποῦ βρί­σκε­ται τὸ Μαυ­σω­λεῖ­ο; Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι κά­που ἐ­δῶ...». Ὁ πε­ρα­στι­κὸς τὸν κοι­τᾶ κα­χύ­πο­τα — ἐ­τοῦ­τος ’­δῶ τρε­λὸς εἶ­ναι; ξέ­νος εἶ­ναι; ἢ μή­πως εἶ­ναι πά­λι κα­μιὰ κρυ­φὴ κά­με­ρα; προ­σπερ­νών­τας ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος.
       Γιὰ νὰ τὸν γλι­τώ­σω ἀ­πὸ πα­ρό­μοι­α κα­τά­στα­ση, ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ βια­στῶ, πραγ­μα­τι­κὰ ἔ­τρε­ξα, καὶ ἔ­φτα­σα πρῶ­τος στὸ ση­μεῖ­ο τῆς συ­νάν­τη­σης. Ἐ­νῶ πε­ρί­με­να, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ὅ­τι πο­τέ μου δὲν εἶ­χα στα­θεῖ ἐ­δῶ πέ­ρα. Ἔ­νοι­ω­σα πα­ρά­ξε­να, σάν σέ... νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Πάν­το­τε ἀ­γα­ποῦ­σα νὰ βολ­τά­ρω στὰ νε­κρο­τα­φεῖ­α, εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι πα­λιὰ καὶ ὁ θά­να­τος ἔ­χει με­τα­μορ­φω­θεῖ σὲ φύ­ση, χορ­τά­ρια, δέν­τρα. Ὅ­μως ἡ αἴ­σθη­σή μου γιὰ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος —πά­λι θὰ πή­γαι­να νὰ πῶ νε­κρο­τα­φεῖ­ο— ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή. Νε­κρο­τα­φεῖ­ο μό­νο γιὰ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο. Κα­τοι­κί­α τοῦ ἐ­πέ­κει­να, στὴν ὁ­ποί­α σί­γου­ρα ἔρ­χον­ται γιὰ ἐ­πί­ση­μες ἐ­πι­σκέ­ψεις ἀ­ό­ρα­τες ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ες νε­κρῶν. Κα­τα­θέ­σεις στε­φά­νων μὲ πρω­τό­κολ­λο, ὑ­πο­γρα­φὲς γιὰ ἀ­μοι­βαῖ­ες ἐ­πω­φε­λεῖς συμ­φω­νί­ες, ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νες ἀγ­κα­λι­ὲς καὶ φι­λιά... «Οἱ δι­κές μας ἀ­δερ­φι­κὲς χῶ­ρες... Γιὰ ἀ­κό­μα πιὸ ἰ­σχυ­ρὴ συ­νερ­γα­σί­α καὶ ἐ­νί­σχυ­ση τῆς.... ἀ­μοι­βαί­α βο­ή­θεια.... εἰ­ρή­νη στὸν κό­σμο... ἀν­τί­στα­ση στὶς ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κὲς βλέ­ψεις...». Ἄ­ρα­γε, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­κεῖ, ἔ­τσι μι­λοῦν μὲ τὴν ἴ­δια ξύ­λι­νη γλώσ­σα; Ἄ­ρα­γε σὲ ἐ­κεῖ­νο τὸν κό­σμο ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ ὁ Ψυ­χρὸς Πό­λε­μος; Μή­πως ὑ­πάρ­χει ἔλ­λει­ψη, ἐ­νῶ ὁ πα­ρά­δει­σος εἶ­ναι κά­τι σὰν κα­τά­στη­μα ἐ­πί­δει­ξης, σὰν αἰ­ώ­νιο ὑ­πό­δειγ­μα οἴ­κου[2]; Τὸ ἐ­πέ­κει­να πη­γαί­νει μὲ μιὰ γε­νιὰ πί­σω. Μά, τί ἄ­χα­ρη δου­λειά, σὰν πε­θά­νου­με ἐ­μεῖς, νὰ πρέ­πει καὶ σὲ ἐ­κεῖ­νο τὸν κό­σμο πά­λι νὰ ἀλ­λά­ξου­με τὸ σύ­στη­μα.
       Τέ­τοι­α πράγ­μα­τα εἶ­δα, κα­θὼς ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ἀρ­γά, τρι­γύ­ρι­ζα στὰ μι­κρο­κα­μω­μέ­να μο­νο­πά­τια δί­πλα στὸ ἀ­δεια­νὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Μαυ­σω­λεί­ου, ἀ­νοί­γον­τας δρό­μο στὶς ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ες τῶν φαν­τα­σμά­των.
       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ κά­ποι­ος μὲ χτύ­πη­σε στὸν ὦ­μο, γύ­ρι­σα, ὁ φί­λος μου μὲ κοι­τοῦ­σε χα­ρού­με­νος καὶ συγ­χι­σμέ­νος. «Εἶ­χα ξε­χά­σει ὅ­τι γκρε­μί­σα­τε τὸ Μαυ­σω­λεῖ­ο.» Μοῦ χρει­ά­στη­κε ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω ἀ­πὸ «ἐ­κεῖ­νο τὸν κό­σμο», θυ­μή­θη­κα, χά­ρη­κα, τὸν ἀγ­κά­λια­σα καὶ τοῦ εἶ­πα σι­γα­νά: «Μὰ τὸ γκρε­μί­σα­με, δὲν βλέ­πεις ὅ­τι εἶ­σαι ἐ­δῶ...».

[1] ΣτΜ. — Τὸ Μαυ­σω­λεῖ­ο τοῦ Γκε­όρ­γκι Ντι­μι­τρὸφ (1882-1949) πρώ­του κομ­μου­νι­στῆ ἡ­γέ­τη τῆς Βουλ­γα­ρί­ας κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τὸ 1949, σὲ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρα κεν­τρι­κὸ ση­μεῖ­ο τῆς Σό­φιας, μέ­σα σὲ μό­λις ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του μὲ σκο­πὸ νὰ δε­χτεῖ τὴν τα­ρι­χευ­μέ­νη σω­ρό του. Με­τὰ τὴν πτώ­ση τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ, ἡ σω­ρὸς τοῦ Βούλ­γα­ρου ἡ­γέ­τη ἀ­πο­τε­φρώ­θη­κε καὶ ἐν­τα­φι­ά­στη­κε τὸ 1990 στὸ Κεν­τρι­κὸ Κοι­μη­τή­ριο τῆς Σό­φιας, ἐ­νῶ τὸ ἐ­πι­βλη­τι­κὸ καὶ συμ­πα­γὲς Μαυ­σω­λεῖ­ο, ἀ­να­τι­νά­χτη­κε τὸ 1999 (ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τρεῖς ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θει­ες) μὲ ἀ­πό­φα­ση τῆς τό­τε βουλ­γα­ρι­κῆς κυ­βέρ­νη­σης, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε ἔ­τσι νὰ ἐ­ξα­λεί­ψει ἕ­να ἐμ­βλη­μα­τι­κὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τοῦ πα­λαι­οῦ κα­θε­στῶ­τος.

[2] ΣτΜ. — Ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἐ­δῶ, χρη­σι­μο­ποι­εῖ δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοὺς ὅ­ρους ἀ­πὸ τὸ «κα­τα­να­λω­τι­κὸ» πα­ρελ­θὸν τῆς κομ­μου­νι­στι­κῆς Βουλ­γα­ρί­ας, ποὺ ὅ­μως, χρει­ά­ζον­ται ἐ­ξή­γη­ση γιὰ τὸν ση­με­ρι­νὸ ἀ­να­γνώ­στη. Ἡ «ἔλ­λει­ψη» (дефицит, deficit) πε­ρι­γρά­φει ἀ­κρι­βῶς τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἔλ­λει­ψης ἀ­γα­θῶν (λ.χ. μπα­νά­νες, ἑ­σπε­ρι­δο­ει­δῆ), τὰ ὁ­ποῖ­α τὸ Κρά­τος δι­έ­θε­τε σὲ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες πο­σό­τη­τες —καὶ ὡς ἐκ τού­του πα­ρου­σί­α­ζαν ἀ­νε­πάρ­κεια— ὑ­πὸ εἰ­δι­κὲς πε­ρι­στά­σεις καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες ἡ­μέ­ρες τοῦ χρό­νου (λ.χ. Πρω­το­χρο­νιά, ἑ­ορ­τα­σμὸς 9ης Σε­πτεμ­βρί­ου) μὲ τοὺς κοι­νοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ πε­ρι­μέ­νουν πολ­λὲς ὧ­ρες, στὶς οὐ­ρές, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­κτή­σουν τὰ μό­λις δύ­ο κι­λὰ ποὺ ἀ­να­λο­γοῦ­σαν στὸν κα­θέ­να, ἀ­πὸ τὰ πο­λυ­πό­θη­τα αὐ­τὰ προ­ϊ­όν­τα.

       Τὰ «κα­τα­στή­μα­τα ἐ­πί­δει­ξης» (показни магазини, exhibition shops), πα­ρὰ τὴν, φαι­νο­με­νι­κῶς, ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στη καὶ ἀ­κα­τα­νό­η­τη ὀ­νο­μα­σί­α τους, ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἕ­να χρή­σι­μο «μον­τέ­λο» καὶ ἐρ­γα­λεῖ­ο προ­πα­γάν­δας, κα­θὼς προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ «ἐ­πι­δεί­ξουν» τὴν δυ­να­μι­κὴ τῆς χώ­ρας ὡς πρὸς τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα «πα­ρα­γω­γῆς καὶ δι­ά­θε­σης» προ­ϊ­όν­των ὑ­ψη­λοῦ ἐ­πι­πέ­δου, δί­νον­τας ἔ­τσι τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι «τὸ σύ­στη­μα δὲν ἀρ­κεῖ­ται στὴν κά­λυ­ψη τῶν ἁ­πλῶν κα­θη­με­ρι­νῶν ἀ­ναγ­κῶν ἀλ­λὰ φρον­τί­ζει καὶ γιὰ τὸ εὖ ζῆν». Τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να κα­τα­στή­μα­τα λει­τουρ­γοῦ­σαν ὅ­λο τὸν χρό­νο καὶ «πα­ρου­σί­α­ζαν» τὰ προ­ϊ­όν­τα σὲ τι­μὲς ἀρ­κε­τὰ ὑ­ψη­λό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς συ­νη­θι­σμέ­νες (λ.χ. τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἐ­κεῖ πω­λοῦ­σαν κα­ρό­τα ἢ πα­τά­τες ποὺ εἶ­χαν ἀ­παλ­λα­γεῖ προ­η­γου­μέ­νως ἀ­πὸ τὸ χῶ­μα, κα­θι­στοῦ­σε τὰ προ­ϊ­όν­τα αὐ­το­μά­τως “ἐ­κλε­κτὰ” ὥ­στε νὰ δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ἡ ὑ­ψη­λό­τε­ρη τι­μή τους) καὶ ἔ­δι­ναν τὴν ψευ­δαί­σθη­ση τοῦ ποι­ο­τι­κοῦ ἀν­τι­σταθ­μί­σμα­τος, τὴν αἴ­σθη­ση τῆς «ποι­κι­λί­ας» καί, ἐν τέ­λει, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῶν «ἐ­πι­λο­γῶν». Οὐ­σι­α­στι­κά, τὰ «κα­τα­στή­μα­τα ἐ­πί­δει­ξης» λει­τουρ­γοῦ­σαν ὡς «[...] βι­τρί­να τοῦ σο­σι­α­λι­στι­κοῦ Κρά­τους, τὸ ὁ­ποῖ­ο μέ­σῳ αὐ­τῶν, ἀ­φ’ ἑ­νὸς ἀ­πο­δεί­κνυ­ε ὅ­τι τὰ προ­ϊ­όν­τα τῆς Βουλ­γα­ρί­ας εἶ­ναι ὄν­τως τὰ πλέ­ον ποι­ο­τι­κά, ἐ­νῶ ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου “ἐ­πι­δεί­κνυ­ε” ἕ­να δυ­νη­τι­κὸ μέλ­λον τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­με­νό­ταν νὰ ἐ­πι­τευ­χθεῖ μὲ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ [...]» (βλ. Пламена Фотева, Показен Магазин или за мавзолеите на социа­листи­ческо­то потребление, курсова работа, Софийски Университет “Св. Климент Охри­дски”, Катедра История и теория на култура,, Σό­φια, Φε­βρουά­ριος 2010, σ. 20). Στὸ ἴ­διο «εὐ­δαι­μο­νι­κὸ» μῆ­κος κύ­μα­τος, λει­τουρ­γοῦ­σαν —γιὰ τοὺς ὀ­λί­γους— στὴ Βουλ­γα­ρί­α καὶ τὰ κα­τα­στή­μα­τα «Кореком» —συν­το­μο­γρα­φί­α τῶν λέ­ξε­ων: Co(mptoir de) Re(presentation et de) Comm(erce)— τὰ ὁ­ποῖ­α δέ­χον­ταν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ξέ­νο συ­νάλ­λαγ­μα (κα­τὰ προ­τί­μη­ση δολ­λά­ρια καὶ μάρ­κα) πω­λοῦ­σαν ἀ­φο­ρο­λό­γη­τα τὰ «ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­να» δυ­τι­κὰ προ­ϊ­όν­τα (λ.χ. παν­τε­λό­νια jeans, σκω­τσέ­ζι­κο οὐ­ί­σκι, τσι­γά­ρα Marlboro, ἠ­λε­κτρι­κὰ εἴ­δη κλπ.) καὶ ἀ­πευ­θύ­νον­ταν κυ­ρί­ως στὴν κομ­μα­τι­κὴ νο­μεν­κλα­τού­ρα, στοὺς ξέ­νους ἐ­πι­σκέ­πτες καὶ σὲ ἐ­λά­χι­στα πρό­σω­πα τὰ ὁ­ποῖ­α λό­γῳ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος (π.χ. ναυ­τι­κοί, ὁ­δη­γοὶ φορ­τη­γῶν) εἶ­χαν τὸ δι­καί­ω­μα νὰ τα­ξι­δεύ­ουν στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ καὶ νὰ δι­α­θέ­τουν συ­νάλ­λαγ­μα. Τὰ κα­τα­στή­μα­τα αὐ­τά, πα­ρό­τι ἦ­ταν ἀ­νοι­χτὰ γιὰ ὅ­λο τὸν κό­σμο, δὲν ἐ­πέ­τρε­παν τὴν ἀ­γο­ρὰ σὲ ἄ­το­μα ποὺ —ἔ­στω καὶ ἂν δι­έ­θε­ταν, μὲ κά­ποι­ο τρό­πο, τὸ ἀ­παι­τού­με­νο συ­νάλ­λαγ­μα— δὲν ἀ­νῆ­καν στὶς προ­α­να­φε­ρό­με­νες κα­τη­γο­ρί­ες τῶν προ­νο­μι­ού­χων, θέ­τον­τας πά­ραυ­τα τοὺς «πα­ρά­τολ­μους» ὑ­πο­ψή­φιους ἀ­γο­ρα­στὲς στὸ στό­χα­στρο τῶν ἀρ­χῶν.

      Ὁ Γκο­σπον­τί­νοφ, ἀ­να­ρω­τι­έ­ται εὔ­στο­χα, ἐ­ὰν στὴ με­τὰ θά­να­το ζω­ή, ὁ πα­ρά­δει­σος μοιά­ζει μὲ «κα­τά­στη­μα ἐ­πί­δει­ξης» ὅ­που ὅ­λα εἶ­ναι τα­κτο­ποι­η­μέ­να καὶ ἐ­ξι­δα­νι­κευ­μέ­να —ὑ­πο­νο­ών­τας ὅ­τι οἱ προ­νο­μι­οῦ­χοι θὰ τυγ­χά­νουν καὶ ἐ­κεῖ εἰ­δι­κῆς με­τα­χεί­ρι­σης— ἐ­νῶ γιὰ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους νε­κροὺς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει «ἔλ­λει­ψη» ἄ­ρα καὶ δι­α­φο­ρὰ στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση, κα­τα­λύ­ον­τας ἔ­τσι σαρ­κα­στι­κά, τὴν πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νη ἰ­σό­τη­τα ὅ­λων μπρο­στὰ στὸ «δη­μο­κρα­τι­κὸ» γε­γο­νὸς τοῦ θα­νά­του.

  
 
 

Πη­γή: Ἰ­στό­το­πος τοῦ ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Факел

http://www.fakel.bg/index.php?t=2982

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов, Γιά­μπολ 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φί­α— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α — Ποί­η­ση: Lapidarium (Ла­пидариум, 1992)· Ἡ κε­ρα­σιὰ ἑ­νὸς ἔ­θνους (Черешата на един народ, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στίν (Писма до Гаустин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Естес­твен роман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­ας (Физика на тъгата, 2011). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (И други истории, 2000)· Καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всичко стана луна, 2013). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)· Ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ἀ­πό­γευ­μα (Апокалипсисът идва в 6 вечерта, 2010). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуалът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омлет, 2008). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σεις (Невидимите кризи, 2013). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του, φι­λο­λο­γι­κοῦ, ἱ­στο­ρι­κοῦ, ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κοῦ καὶ λα­ο­γρα­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ (Νέ­α Ἑ­στί­α, Πα­λίμ­ψη­στον, Πόρ­φυ­ρας, Μαν­δρα­γό­ρας, Ὁροπέδιο, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Τέ­χνες, Ἱ­στο­ρί­α Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη, κ.ἄ.) καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες (Ἡ Κα­θη­με­ρι­νή, Τὰ Νέ­α, Ἡ­με­ρη­σί­α, κ.ἄ.).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου