του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Георги Господинов)
Αὐτός, λοιπόν, ὁ φίλος μου, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ δὲν εἶχε ἐπιστρέψει
ἕως τώρα, μοῦ τηλεφώνησε. Εἶπε, ὅτι βρίσκεται στὴ Σόφια γιὰ μερικὲς
ὧρες καὶ σὰν μανιακοὶ ἀρχίσαμε νὰ συνεννοούμαστε γιὰ τὸ σημεῖο συνάντησης.
Κινηματογράφος «Ὀντεόν» δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα (ἀλλὰ ναί, σίγουρα τὸν
θυμόταν ὡς «Ντρούζμπα»), ἔνιωσα ὅτι ἀμφιταλαντευόταν γιὰ δύο-τρία
ἀκόμα μέρη τὰ ὁποῖα τοῦ πρότεινα, καὶ ὅταν ἐπιτέλους, αὐτὸς εἶπε νὰ
βρεθοῦμε στὸ Μαυσωλεῖο[1], ἐγὼ αὐτομάτως δέχτηκα. Σὰν οἰκοδεσπότης,
τὸ ποῦ θὰ βρεθοῦμε, ἦταν γιὰ μένα τὸ ἴδιο ἀρκεῖ νὰ βόλευε τὸν ἐπισκέπτη.
Τὴν τελευταία στιγμή, πρὶν κλείσω, σκέφτηκα καὶ σχεδὸν φώναξα στὸ ἀκουστικό:
— Ἀλλὰ τὸ Μαυσωλεῖο**** δὲν ὑπάρχει πιά, θὰ τό ’μαθες...
Ὅμως ἐκεῖνος εἶχε ἤδη κλείσει. Τὸν φαντάστηκα νὰ φτάνει πρῶτος στὸ
ραντεβού, νὰ κοιτάζει ἀνήσυχος, ν’ ἀναρωτιέται μὴν τυχὸν καὶ μπέρδεψε
τὴν πλατεία ἢ τὴν πόλη. Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ διακρίνεις ὁλάκερο
μαυσωλεῖο; Τὸν φαντάστηκα ἀκόμα, πῶς σὲ τελικὴ ἀνάλυση, πῆρε τὴν ἀπόφαση
νὰ σταματήσει κάποιον περαστικό. Ἐπίτηδες διάλεξε ἕναν, κάπως
πιὸ ἡλικιωμένο, ποὺ νὰ θυμᾶται...
«Μὲ συγχωρεῖτε, μήπως ξέρετε ποῦ βρίσκεται τὸ Μαυσωλεῖο; Θὰ ἔπρεπε
νὰ εἶναι κάπου ἐδῶ...». Ὁ περαστικὸς τὸν κοιτᾶ καχύποτα — ἐτοῦτος ’δῶ
τρελὸς εἶναι; ξένος εἶναι; ἢ μήπως εἶναι πάλι καμιὰ κρυφὴ κάμερα;
προσπερνώντας ἀγανακτισμένος.
Γιὰ νὰ τὸν γλιτώσω ἀπὸ παρόμοια κατάσταση, ἀποφάσισα νὰ βιαστῶ,
πραγματικὰ ἔτρεξα, καὶ ἔφτασα πρῶτος στὸ σημεῖο τῆς συνάντησης. Ἐνῶ
περίμενα, συνειδητοποίησα ὅτι ποτέ μου δὲν εἶχα σταθεῖ ἐδῶ πέρα.
Ἔνοιωσα παράξενα, σάν σέ... νεκροταφεῖο. Πάντοτε ἀγαποῦσα νὰ βολτάρω
στὰ νεκροταφεῖα, εἰδικὰ ὅταν εἶναι παλιὰ καὶ ὁ θάνατος ἔχει μεταμορφωθεῖ
σὲ φύση, χορτάρια, δέντρα. Ὅμως ἡ αἴσθησή μου γιὰ αὐτὸ τὸ μέρος —πάλι
θὰ πήγαινα νὰ πῶ νεκροταφεῖο— ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Νεκροταφεῖο
μόνο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Κατοικία τοῦ ἐπέκεινα, στὴν ὁποία σίγουρα ἔρχονται
γιὰ ἐπίσημες ἐπισκέψεις ἀόρατες ἀντιπροσωπεῖες νεκρῶν. Καταθέσεις
στεφάνων μὲ πρωτόκολλο, ὑπογραφὲς γιὰ ἀμοιβαῖες ἐπωφελεῖς συμφωνίες,
ἐξαϋλωμένες ἀγκαλιὲς καὶ φιλιά... «Οἱ δικές μας ἀδερφικὲς χῶρες...
Γιὰ ἀκόμα πιὸ ἰσχυρὴ συνεργασία καὶ ἐνίσχυση τῆς.... ἀμοιβαία βοήθεια....
εἰρήνη στὸν κόσμο... ἀντίσταση στὶς ἰμπεριαλιστικὲς βλέψεις...». Ἄραγε,
ἀκόμα καὶ ἐκεῖ, ἔτσι μιλοῦν μὲ τὴν ἴδια ξύλινη γλώσσα; Ἄραγε σὲ ἐκεῖνο
τὸν κόσμο ἐξακολουθεῖ ὁ Ψυχρὸς Πόλεμος; Μήπως ὑπάρχει ἔλλειψη, ἐνῶ
ὁ παράδεισος εἶναι κάτι σὰν κατάστημα ἐπίδειξης, σὰν αἰώνιο ὑπόδειγμα
οἴκου[2]; Τὸ ἐπέκεινα πηγαίνει μὲ μιὰ γενιὰ πίσω. Μά, τί ἄχαρη δουλειά,
σὰν πεθάνουμε ἐμεῖς, νὰ πρέπει καὶ σὲ ἐκεῖνο τὸν κόσμο πάλι νὰ ἀλλάξουμε
τὸ σύστημα.
Τέτοια πράγματα εἶδα, καθὼς ὁλοένα καὶ πιὸ ἀργά, τριγύριζα στὰ μικροκαμωμένα
μονοπάτια δίπλα στὸ ἀδειανὸ σημεῖο τοῦ Μαυσωλείου, ἀνοίγοντας δρόμο
στὶς ἀντιπροσωπεῖες τῶν φαντασμάτων.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κάποιος μὲ χτύπησε στὸν ὦμο, γύρισα, ὁ φίλος μου μὲ
κοιτοῦσε χαρούμενος καὶ συγχισμένος. «Εἶχα ξεχάσει ὅτι γκρεμίσατε
τὸ Μαυσωλεῖο.» Μοῦ χρειάστηκε ἕνα δευτερόλεπτο γιὰ νὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ
«ἐκεῖνο τὸν κόσμο», θυμήθηκα, χάρηκα, τὸν ἀγκάλιασα καὶ τοῦ εἶπα σιγανά:
«Μὰ τὸ γκρεμίσαμε, δὲν βλέπεις ὅτι εἶσαι ἐδῶ...».
[1] ΣτΜ. — Τὸ Μαυσωλεῖο τοῦ Γκεόργκι
Ντιμιτρὸφ (1882-1949) πρώτου κομμουνιστῆ ἡγέτη τῆς Βουλγαρίας κατασκευάστηκε
τὸ 1949, σὲ ἕνα ἰδιαίτερα κεντρικὸ σημεῖο τῆς Σόφιας, μέσα σὲ μόλις
ἕξι ἡμέρες ἀπὸ τὸν θάνατό του μὲ σκοπὸ νὰ δεχτεῖ τὴν ταριχευμένη σωρό
του. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ κομμουνισμοῦ, ἡ σωρὸς τοῦ Βούλγαρου ἡγέτη ἀποτεφρώθηκε
καὶ ἐνταφιάστηκε τὸ 1990 στὸ Κεντρικὸ Κοιμητήριο τῆς Σόφιας, ἐνῶ τὸ
ἐπιβλητικὸ καὶ συμπαγὲς Μαυσωλεῖο, ἀνατινάχτηκε τὸ 1999 (ἔπειτα
ἀπὸ τρεῖς ἀποτυχημένες προσπάθειες) μὲ ἀπόφαση τῆς τότε βουλγαρικῆς
κυβέρνησης, ἡ ὁποία ἐπιθυμοῦσε ἔτσι νὰ ἐξαλείψει ἕνα ἐμβληματικὸ
οἰκοδόμημα τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος.
[2] ΣτΜ. — Ὁ συγγραφέας ἐδῶ, χρησιμοποιεῖ
δύο χαρακτηριστικοὺς ὅρους ἀπὸ τὸ «καταναλωτικὸ» παρελθὸν τῆς
κομμουνιστικῆς Βουλγαρίας, ποὺ ὅμως, χρειάζονται ἐξήγηση γιὰ τὸν
σημερινὸ ἀναγνώστη. Ἡ «ἔλλειψη» (дефицит, deficit) περιγράφει ἀκριβῶς
τὸ φαινόμενο τῆς ἔλλειψης ἀγαθῶν (λ.χ. μπανάνες, ἑσπεριδοειδῆ),
τὰ ὁποῖα τὸ Κράτος διέθετε σὲ περιορισμένες ποσότητες —καὶ ὡς ἐκ
τούτου παρουσίαζαν ἀνεπάρκεια— ὑπὸ εἰδικὲς περιστάσεις καὶ σὲ ὁρισμένες
ἡμέρες τοῦ χρόνου (λ.χ. Πρωτοχρονιά, ἑορτασμὸς 9ης Σεπτεμβρίου) μὲ
τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους νὰ περιμένουν πολλὲς ὧρες, στὶς οὐρές, προκειμένου
νὰ ἀποκτήσουν τὰ μόλις δύο κιλὰ ποὺ ἀναλογοῦσαν στὸν καθένα, ἀπὸ
τὰ πολυπόθητα αὐτὰ προϊόντα.
Τὰ «καταστήματα ἐπίδειξης» (показни магазини, exhibition shops), παρὰ
τὴν, φαινομενικῶς, ἀπροσδιόριστη καὶ ἀκατανόητη ὀνομασία
τους, ἀποτελοῦσαν ἕνα χρήσιμο «μοντέλο» καὶ ἐργαλεῖο προπαγάνδας,
καθὼς προσπαθοῦσαν νὰ «ἐπιδείξουν» τὴν δυναμικὴ τῆς χώρας ὡς πρὸς
τὴν ἱκανότητα «παραγωγῆς καὶ διάθεσης» προϊόντων ὑψηλοῦ ἐπιπέδου,
δίνοντας ἔτσι τὴν ἐντύπωση ὅτι «τὸ σύστημα δὲν ἀρκεῖται στὴν κάλυψη
τῶν ἁπλῶν καθημερινῶν ἀναγκῶν ἀλλὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὸ εὖ ζῆν». Τὰ
συγκεκριμένα καταστήματα λειτουργοῦσαν ὅλο τὸν χρόνο καὶ «παρουσίαζαν»
τὰ προϊόντα σὲ τιμὲς ἀρκετὰ ὑψηλότερες ἀπὸ τὶς συνηθισμένες
(λ.χ. τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ πωλοῦσαν καρότα ἢ πατάτες ποὺ εἶχαν ἀπαλλαγεῖ
προηγουμένως ἀπὸ τὸ χῶμα, καθιστοῦσε τὰ προϊόντα αὐτομάτως “ἐκλεκτὰ”
ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ ὑψηλότερη τιμή τους) καὶ ἔδιναν τὴν ψευδαίσθηση
τοῦ ποιοτικοῦ ἀντισταθμίσματος, τὴν αἴσθηση τῆς «ποικιλίας» καί,
ἐν τέλει, τῆς ἐλευθερίας τῶν «ἐπιλογῶν». Οὐσιαστικά, τὰ «καταστήματα
ἐπίδειξης» λειτουργοῦσαν ὡς «[...] βιτρίνα τοῦ σοσιαλιστικοῦ Κράτους,
τὸ ὁποῖο μέσῳ αὐτῶν, ἀφ’ ἑνὸς ἀποδείκνυε ὅτι τὰ προϊόντα τῆς Βουλγαρίας
εἶναι ὄντως τὰ πλέον ποιοτικά, ἐνῶ ἀφ’ ἑτέρου “ἐπιδείκνυε” ἕνα
δυνητικὸ μέλλον τὸ ὁποῖο ἀναμενόταν νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν ἐπικράτηση
τοῦ κομμουνισμοῦ [...]» (βλ. Пламена Фотева, Показен Магазин или за мавзолеите на социалистическото
потребление, курсова работа, Софийски
Университет “Св. Климент Охридски”, Катедра История и теория на култура,, Σόφια,
Φεβρουάριος 2010, σ. 20). Στὸ ἴδιο «εὐδαιμονικὸ» μῆκος κύματος, λειτουργοῦσαν
—γιὰ τοὺς ὀλίγους— στὴ Βουλγαρία καὶ τὰ καταστήματα «Кореком» —συντομογραφία
τῶν λέξεων: Co(mptoir de) Re(presentation et de) Comm(erce)— τὰ ὁποῖα δέχονταν
ἀποκλειστικὰ ξένο συνάλλαγμα (κατὰ προτίμηση δολλάρια καὶ μάρκα)
πωλοῦσαν ἀφορολόγητα τὰ «ἀπαγορευμένα» δυτικὰ προϊόντα (λ.χ.
παντελόνια jeans, σκωτσέζικο οὐίσκι, τσιγάρα Marlboro, ἠλεκτρικὰ
εἴδη κλπ.) καὶ ἀπευθύνονταν κυρίως στὴν κομματικὴ νομενκλατούρα,
στοὺς ξένους ἐπισκέπτες καὶ σὲ ἐλάχιστα πρόσωπα τὰ ὁποῖα λόγῳ ἐπαγγέλματος
(π.χ. ναυτικοί, ὁδηγοὶ φορτηγῶν) εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ταξιδεύουν
στὸ ἐξωτερικὸ καὶ νὰ διαθέτουν συνάλλαγμα. Τὰ καταστήματα αὐτά,
παρότι ἦταν ἀνοιχτὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ἀγορὰ σὲ ἄτομα
ποὺ —ἔστω καὶ ἂν διέθεταν, μὲ κάποιο τρόπο, τὸ ἀπαιτούμενο συνάλλαγμα—
δὲν ἀνῆκαν στὶς προαναφερόμενες κατηγορίες τῶν προνομιούχων, θέτοντας
πάραυτα τοὺς «παράτολμους» ὑποψήφιους ἀγοραστὲς στὸ στόχαστρο τῶν
ἀρχῶν.
Ὁ Γκοσποντίνοφ,
ἀναρωτιέται εὔστοχα, ἐὰν στὴ μετὰ θάνατο ζωή, ὁ παράδεισος μοιάζει
μὲ «κατάστημα ἐπίδειξης» ὅπου ὅλα εἶναι τακτοποιημένα καὶ ἐξιδανικευμένα
—ὑπονοώντας ὅτι οἱ προνομιοῦχοι θὰ τυγχάνουν καὶ ἐκεῖ εἰδικῆς μεταχείρισης—
ἐνῶ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους νεκροὺς ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει «ἔλλειψη» ἄρα
καὶ διαφορὰ στὴν ἀντιμετώπιση, καταλύοντας ἔτσι σαρκαστικά, τὴν
παραδεδεγμένη ἰσότητα ὅλων μπροστὰ στὸ «δημοκρατικὸ» γεγονὸς
τοῦ θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου