Της Όλγας Παπακώστα
Τὸ νούμερό
μου ἀπέχει τριακόσιες ἑβδομήντα μονάδες ἀπ' τὸν τελευταῖο ἀριθμὸ
ποὺ σχηματίστηκε στὸν πίνακα μὲ κόκκινα ψηφιακὰ στοιχεῖα σὰν ἐφιάλτης
κάτι ξαφνικὸ θὰ σοῦ συμβεῖ δημόσιοι ὑπάλληλοι κάνουν ἀέρα μὲ χθεσινὲς
ἐφημερίδες ἢ πιάνουν θέση στὰ σκαλιὰ καθισμένοι πάνω στὶς ἀκτινογραφίες
τους ἀνάθεμα τὴν κληρονομικότητά μου τί δουλειὰ ἔχω ἐδῶ πέρα βάζω
τὸ χαρτάκι στὸ πορτοφόλι μου καὶ σκέφτομαι πὼς ἂν δὲν φύγω ἀμέσως θὰ
γίνω εἶμαι σὰν κι αὐτοὺς ὑπολογίζω πόσοι τὴν ὥρα διακόσιοι μέσος ὅρος
ἀναμονῆς καὶ λοιπὰ θὰ ἐπιστρέψω ὅταν μπορέσω ἡ μπροστινή μου γυρνάει
καὶ μὲ κοιτάει ἀπειλητικὰ γιατὶ τὸ νούμερο της εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερο
ἀπ' τὸ δικό μου βγάζω τὸ κινητὸ ἀπ' τὴν τσάντα ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἀπαντᾶ
στρίβω στὴν Τρίτης Σεπτεμβρίου στέκομαι στὸ φανάρι καλὰ ποὺ ἔβαλα ἀντηλιακὸ
κάνω πὼς δὲν προσέχω τὶς ταχυπαλμίες ἔχω βιβλίο μαζί μου ἕνα τοῦ Ρὸθ
μόνο νὰ βρῶ κάποιο καφὲ στὴν Πατησίων λέγεται Commercio καὶ Κύριε παραγγέλνω
ντεκὰφ καὶ συνεχίζω ἀπὸ κεῖ ποὺ σταμάτησα χθὲς ἕνας γέρος ἐρωτευμένος
μὲ μιὰ λεσβία τὴν πάει στὸ κομμωτήριο τῆς ἀγοράζει ἀκριβὰ ροῦχα στὸ
τέλος θὰ αὐτοκτονήσει μὲ τὴν καραμπίνα του ἔχει πολλὴ φασαρία τί νὰ
κάνω θὰ μείνω κι ἄλλο στὸν ἥρωά μου τὸν Σάιμον Ἄξλερ παλιὰ ἦταν ἠθοποιὸς
ἀλλὰ ἔχασε τὸ ταλέντο του τὸ μακρὺ ταξίδι τῆς μέρας μέσα στὴ νύχτα ἔγινε
τὸ ταξίδι μιᾶς μεγάλης μέρας μέσα στὴ νύχτα στὴ δεκαετία τοῦ ’80 οἱ
μεταφραστὲς δὲν ἦταν τόσο ἀκριβεῖς αὐτὸ τὸ ἔργο εἶχε παιχτεῖ παλιὰ
στὴ Θεσσαλονίκη φεύγοντας ἀπ' τὴ Φιλοσοφικὴ ἔβλεπα τὸν τίτλο στὴ
μαρκίζα τοῦ θεάτρου ἀπ' τὸ παράθυρο τοῦ λεωφορείου μὰ γιὰ στάσου ἐκεῖ
δὲν εἶχε θέατρο θὰ ξεχάσω τὴν πόλη μου ἀνάβω τσιγάρο ἐφόσον στὸ διπλανὸ
τραπέζι μιὰ τριμελὴς οἰκογένεια καπνίζει ἐπίσης ὁ γιὸς φοράει σκουλαρίκι
στὴ μύτη μιλάει μὲ τὴ μάνα του βαμμένη ξανθιὰ μὲ ἄσπρη ρίζα κι ὁ σύζυγος
κομπολόι πρέπει νὰ πάω τουαλέτα στὸν δεύτερο ὄροφο σκαλιὰ μετακίνηση
πῶς βαριέμαι δὲ χρειάζεται νὰ κλειδώσω εὐτυχῶς εἶναι καθαρὰ χῶρος
γυαλιστερὸς κι ἄσπρος σὰ χειρουργεῖο τὴν καρδιά μου σχεδὸν τὴν ἀκούω
ἂς βιαστῶ καλύτερα φρστ φερμουὰρ πλένω χέρια θὰ ἀγοράσω νερὸ καὶ θ'
ἀφήσω φιλοδώρημα κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ μοῦ στερήσει πάτερ ἡμῶν ὁ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς εὐχαριστῶ γειά σας τὴ δωρεὰν περίθαλψη ποιός πάει
ξανὰ στὴ Μακεδονίας ἦρθα ἀπὸ τὴ Μακεδονία κι ἀρρώστησα ἀλλὰ εἶμαι
τὸ ἑξακόσια ἐνενήντα τέσσερα τοὺς νίκησα θὰ ἐξυπηρετηθῶ ἀμέσως
τὴν αὐτοκτονία τοῦ γέρου θὰ τὴν διαβάσω αὔριο
Πηγή: Ὄχι ἀκόμη Κάρμεν [Ποιήματα] (ἐκδ. Πατάκης,
Ἀθήνα, 2013).
Ὄλγα Παπακώστα (Θεσσαλονίκη 1966). Σπούδασε Κλασσικὴ Φιλολογία
στὸ ΑΠΘ. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα. Μετέφρασε τὶς Τουσκουλανὲς Διατριβὲς
τοῦ Κικέρωνα (ἔκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα, 2003-4). Πρῶτο βιβίο της: Ὄχι ἀκόμη Κάρμεν [Ποιήματα]
(ἐκδ. Πατάκης, Ἀθήνα, 2013).
Eν όψει : Νικόλαου Γύζη, "κορίτσι με λευκό μανδήλι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου