ΤΟ
ΣΩΜΑ ΤΗΣ, μαυροτσούκαλο. Φοροῦσε ριχτὰ μαῦρα ροῦχα, ἴσα νὰ τὸ καλύψει
μὲ τὸ πένθος τῆς κοινότητας, τῆς θεμωνιᾶς ὅπως τὴν ἔλεγαν στὰ μέρη
τους. Τὸ σῶμα της, ξερὸ ὀρεινὸ τοπίο τῆς Φολεγάνδρου. Μιὰ κορυφογραμμὴ
ξυραφισμένη ἀπ’ τὸ Βοριά, παλαιό τους συμπαίχτη στὶς μουσικές, ὄχι
σὰν τὸν ἄλλο τὸν θεομπαίχτη τὸν Γαρμπή. Αὐτὸν τὸν τρέμαν στὸ Καραβοστάσι.
Τὸ πένθος βαρύ, γιὰ ἕνα παιδὶ ἐτῶν δεκατεσσάρων ποὺ στούκαρε μὲ τὸ
μηχανάκι, βούτηξε ἀπ’ τὰ ψηλά, στὴ Χρυσοσπηλιὰ νὰ γράψει τὸ ὄνομά
του κατὰ τὸ ἔθιμο τ’ ἀρχαῖο. Χάρης - Χάρος, αἰώνιοι ἀγαπημένοι. Τὸ
κακὸ σαράντα μέρες ἔκλεινε, τὸ δεκαπενταύγουστο. Νέκρωσε τὰ πανηγύρια
τοῦ Ἰουλίου, ὅπως πέθαναν τὰ καλοκαίρια στὰ νησιά, ἀπ’ ὅταν ἔκαναν
τὸν τουρισμό, βαριὰ βιομηχανία. Οἱ ξένοι ἀπ’ τὴν Ἀθήνα ἤρθανε νὰ
τοὺς συμβουλέψουν τί εἴδους «φουγάρα» νὰ στήσουν στὸ νησί. «Ἀνατυπωμένα
λευκὰ ἐνοικιαζόμενα δωμάτια μὲ λουλακὶ παράθυρα ἀλουμινίου. Ἴσιες
ταράτσες.»
Ἔπρεπε νὰ τοὺς φιλέψουν, ἔσφαξε τὸ πρωὶ τὸν κόκορα, ξάναψε τὸ αἷμα
της, τό ’σβῆσε μὲ κρασί. Ξερό, δικό της. Τὸ βράδυ πῆρε θέση πλάι στὸν ἄντρα
της ποὺ ἔπαιζε τὴ τσαμπούνα. Ἦταν καὶ τ’ ἄλλα ὄργανα ἐκεῖ παρόντα,
κι οἱ μαῦρες ταινίες στὰ πουκάμισά τους. Ἀλλὰ εἴχανε κλείσει οἱ ξένοι
το τραπέζι ἕνα μήνα καὶ βάλε πρὶν γίνει τὸ κακό. Ὑποχρέωση κι ἡ μιά,
κι ἄλλη μεγαλύτερη. Συμφώνησαν νὰ μὴ χορέψουν οἱ ντόπιοι γιὰ νὰ συμβιβάσουν
τ’ ἀσυμβίβαστα.
Οἱ ξένοι γλένταγαν, στριφογύριζαν ἄλλος βήματα καλαματιανοῦ ἄλλος
παραπατήματα ζεϊμπέκικου στὸν ἴδιο κύκλο. Κάτι κυράδες, πέταξαν
τὰ λιγοστά τους ροῦχα, εἶδε τὰ κάλλη τους τὸ φεγγάρι, πῆγαν μαζὶ νὰ πέσουν
στὰ νερά, στὴν Ἀγκάλη. Γδυτοί, Θεέ μου ’σχώρα με καὶ στὸ δεῖπνο, εἶπε
μιὰ γριὰ κι ἔφτυσε στὸν κόρφο της. Τὸ σῶμα της, σαράντα χρονῶν, δὲ βούτηξε
στὴ θάλασσα. Πότε κρύωνε πότε κάψωνε. Τὸ ὕφανε σὰν ἀργαλειὸς ἡ ἁρμύρα
ποὺ χωνόταν μέσα στὸ κρεββάτι της. Τὸ ἔψηνε ὁ ἥλιος, μὲ τὶς ἀφάνες στὸν
πυροφοῦρνο. Ἄναβε λαμπάδα, στὸ χορό.
Κρασὶ δὲν ἤπιε, μπουκιὰ δὲν ἔφαγε, ἡ μουσικὴ ἀγρίεψε τὰ πόδια της. Ὄρθια
τὴν σήκωσαν. Φεύγω εἶπε, δὲν ἀντέχω ἄλλο. Σιγανά, θυμωμένα, γεμάτη
ντροπή, «ἔχουμε πένθος, δὲν ἀκοῦτε;» συμπλήρωσε. Κατέβηκε μιὰ σκάλα
στὴ δημοσιὰ κι ἔστριψε ἀπότομα στὸ πρῶτο στενοσόκακο. Τὴν ἀκολούθησα.
Μέσα στὴ νύχτα δὲ μ’ εἶδε. Ἀνέμισε τὸ μαντήλι. Δυνάμωσαν σὰ ταμποῦρλα
τὰ τριζόνια. Στρίγγλιζε τὸ βιολὶ καὶ τσούγγριζε τὰ ξάρτια τῶν ἱστιοφόρων
ἡ τσαμπούνα.
Τὸ σῶμα της ἀγριοκάτσικο. Ἄστραψαν τὰ ροῦχα της στὸ φῶς τῆς σελήνης.
Ἀπογειώθηκε. Τὸ μαντήλι της πιάστηκε στὸ καμπαναριό. Ὁ χορός της
πάτησε τὸ θάνατο. Ὁ χορός της ἀνέστησε τὸν Χάρη. Χαμογέλασε. Εἶχε
ἕνα δόντι, δανεικὸ ἀπ’ τὴν Ἐνυώ, γριὰ ἀπὸ γεννησιμιοῦ της.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου