Του Γκεόργκι
Γοσποντίνωφ
ΕΙΜΑΙ
ΥΠΟΧΕΩΜΕΝΟΣ, ἀμέσως μὲ τὸ ξεκίνημα αὐτῆς τῆς ἱστορίας νὰ πῶ ὅτι σὲ
τούτη δὲν ἐμφανίζεται οὔτε κάποια θάλασσα, οὔτε ψάρι δεκαοχτὼ πόδια
μακρύ. Καὶ ἐπιπλέον ποτὲ δὲν συμπάθησα, ποιός ξέρει πόσο, τὸν Χέμινγουεϊ.
Ὅμως τὴ συγκεκριμένη ἱστορία θὰ ταίριαζε νὰ τὴν ἔχει ἀφηγηθεῖ αὐτός,
οὔτε κὰν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τὸ γιατί. Μένει νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι εἶναι
ἐντελῶς ἀληθινὴ καὶ μάλιστα φρέσκια, ἂν καὶ ὅλοι οἱ πωλητὲς ἱστοριῶν,
ἀκόμα καὶ οἱ ἀπατεῶνες μεταπράτες, θὰ ἰσχυρίζονταν τὸ ἴδιο γιὰ τὴ
δική τους πραμάτεια. Ἀρχίζουμε.
Αὐτός, ἦταν ἕνας γέρος ποὺ ζοῦσε μόνος στὸ σπίτι του στὸ χωριό, καὶ ὁρίστε,
ὀγδόντα τέσσερις μέρες τώρα, εἶχε πεισμώσει ὅτι δὲν θὰ πουλήσει ἐτοῦτο
τὸ σπίτι ὅσο εἶναι ζωντανός. Ἡ κόρη του, ἡ ὁποία ζοῦσε στὸ ἐξωτερικό,
εἶχε βρεῖ ἑταιρεία, ἡ ἑταιρεία εἶχε βρεῖ ἀγοραστές, οἱ ἀγοραστὲς ἦταν
Ἄγγλοι, τὰ χρήματα ἦταν καλά, γυρόφερναν καὶ ἄλλοι ἐνδιαφερόμενοι.
Τὸ σπίτι ἦταν σὲ καλὴ τοποθεσία, σὲ ὕψωμα, μὲ θέα πρὸς τὸ βουνὸ καὶ
μεγάλη εὐάερη αὐλή. Ἡ ἴδια ἡ κατασκευή, ὅμως, ἄρχιζε σιγὰ-σιγὰ νὰ
πνέει τὰ λοίσθια, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα γερὸ μάζεμα, μιὰ ἀναδιάταξη
τῆς σκεπῆς, κάποια δοκάρια νὰ ἀλλαχτοῦν. Ὁ γέρος δὲν εἶχε πλέον δυνάμεις
νὰ τὸ κάνει μόνος του, οὔτε χρήματα γιὰ νὰ φωνάξει ἄλλον. Τὸ φθινόπωρο
πλησίαζε καὶ μὲ τὴν πρώτη βροχή, σὲ μία ἀπὸ τὶς γωνίες, ἡ ὑγρασία ἄρχιζε
νὰ σέρνεται.
Δὲν θὰ σὲ δώσω, ἔλεγε ὁ γέρος. Θὰ πουλήσω κάποια πράγματα, θὰ συγκεντρώσω
ζεστὸ παραδάκι καὶ θὰ σὲ συμμαζέψω. Ξαπόστελνε τὸν δήμαρχο, ὁ ὁποῖος
μέρα παρὰ μέρα τὸν περιτριγύριζε γιὰ νὰ ἐλέγξει ἂν τὸ πεῖσμα του ἐλύγισε.
Ἀρκετὲς φορὲς ὁ δήμαρχος κουβάλησε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἄγγλους, ὅμως
ὁ γέρος δὲν φοβήθηκε καὶ εὐγενικὰ τοὺς ἀπομάκρυνε. Φέρε καὶ ξένα
στρατεύματα, Πετράκη (ἔτσι ἔλεγαν τὸν δήμαρχο), ὅμως ἐμένα δὲν θὰ
μὲ τρομάξετε. Πὲς σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ψάξουνε ἀλλοῦ γιὰ σπίτι,
ἐδῶ δὲν ἔχουν τί νὰ κάνουνε.
Ὁ δήμαρχος ἔλεγε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δίνουνε καλὰ λεφτὰ καὶ ψιθύρισε
τὸ ποσό, τὸ ὁποῖο ὁ γέρος οὔτε ποὺ εἶχε ἀντικρίσει ποτὲ στὴ ζωή του.
Τὸ μέρος τοὺς ἄρεσε, ἔλεγε ὁ δήμαρχος, σκοτίστηκαν γιὰ τὸ σπίτι, θὰ
τὸ γκρεμίσουν, αὐτὸ καὶ ἀπὸ μόνο του θὰ πέσει, ὁπότε πάρε τὰ λεφτὰ καὶ
πήγαινε στὴν κόρη σου ὅσο ἀκόμα σὲ θέλει.
Τὸ σπίτι δὲν εἶναι δικό μου, τὸ ἔχτισε ὁ πατέρας μου καὶ δὲν ὑπάρχει
πιὰ τρόπος, νὰ τὸν ρωτήσω ἂν τὸ δίνει ἢ ἂν δὲν τὸ δίνει, ἔλεγε ὁ γέρος,
γυρνοῦσε τὴν πλάτη καὶ ’ξαφανιζόταν μέσα στὰ ψηλὰ χορτάρια τῆς αὐλῆς.
Δὲν θὰ σὲ δώσω, ἐπαναλάμβανε καὶ ἀποροῦσε μὲ τὰ μυαλὰ τῶν Ἄγγλων ποὺ
παρατᾶνε τὰ πατρικά τους σπίτια «καταλαμβάνοντας» τὰ ξένα. Διότι
σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, ζοῦσαν ἄλλοι ἄνθρωποι, βρέ. Καὶ ἄντε τοὺς ζωντανοὺς
θὰ τοὺς διώξεις, θὰ τοὺς πληρώσεις, ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος εὔκολα ξεγελιέται,
μὰ τοὺς πεθαμένους πῶς θὰ τοὺς διώξεις ἀπὸ ’κεῖ μέσα, ἀποροῦσε ὁ γέρος.
Οἱ βροχὲς ὅμως ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ συχνές, ἡ ὑγρασία πλέον ἔπιανε ὁλόκληρη
τὴ γωνία καὶ τὸν βόρειο τοῖχο, τὰ χρήματα ἐξανεμίστηκαν. Καὶ τότε,
τὴν ὀγδοηκοστὴ πέμπτη μέρα, ὁ γέρος ἀποφάσισε νὰ πουλήσει ὁτιδήποτε
μποροῦσε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του γιὰ νὰ σώσει τὸ σπίτι. Βρῆκε κάπου ἕνα
μεγάλο κομμάτι χαρτόνι, τὸ ἔδεσε μὲ σπάγγο στὴν πορτούλα καὶ ἔγραψε
μὲ μεγάλα γράμματα «Πωλεῖται»
καὶ πιὸ κάτω μὲ μικρότερα: «τηλεόραση».
Μαζεύτηκε στὸ σπίτι καὶ ἔκλεισε τὴν τηλεόραση. Πρέπει νὰ συνηθίσω
χωρὶς αὐτήν, σκέφτηκε. Ὅμως κανεὶς δὲν ζήτησε νὰ ἀγοράσει τὴν τηλεόραση,
οὔτε τὴν ἑπόμενη, οὔτε τὴ μεθεπόμενη μέρα. Ἐντάξει, εἶπε ὁ γέρος,
καὶ κοίταξε τὸ δωμάτιο, θὰ πρέπει νὰ πουλήσω καὶ κάτι ἄλλο. Στάθηκε
στὸ τραπέζι. Γιὰ μοναχὸ ἄνθρωπο αὐτὸ ἦταν περιττὴ πολυτέλεια. Πῆρε
τὸ στιλὸ καὶ πρόσθεσε στὸ χαρτόνι «καὶ
γερὸ ξύλινο τραπέζι μὲ δύο καρέκλες».
Ἐπέστρεψε πάλι στὸ σπίτι καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔπαψε νὰ τρώει στὸ
τραπέζι. Τὸ εἶχε πιὰ ἀναγγείλει, ἔπρεπε νὰ συνηθίσει. Καθόταν στὸ
κρεβάτι καὶ ἔτρωγε στὰ γόνατα, βιαστικὰ ὅ,τι εἶχε. Καὶ χωρὶς τραπέζι
γινόταν. Κανεὶς δὲν τὸ ἀγόρασε μέσα στὶς ἑπόμενες μέρες. Οἱ ἄνθρωποι
εἶχαν τραπέζια. Τότε ἦρθε ἡ σειρὰ γιὰ τὸ κρεβάτι. Ἦταν παλιό, σιδερένιο
κρεβάτι μὲ πολλὴ γερὴ σούστα καὶ ζωγραφιστὰ πλαίσια. Ὁ γέρος εἶπε, ὅτι
ὁ καθένας θὰ ἤθελε ἕνα τέτοιο κρεβάτι. Πῆρε τὸ στιλὸ καὶ πρόσθεσε
στὸ κομμάτι χαρτόνι «καὶ
σιδερένιο κρεβάτι μὲ ζωγραφιστὰ πλαίσια μὲ κύκνους».
Ἔγραψε αὐτὸ καὶ μόλις μπῆκε στὸ δωμάτιο, τὸ κρεβάτι πλέον δὲν ὑπῆρχε,
ὅπως καὶ τὸ τραπέζι, οἱ δύο καρέκλες καὶ ἡ τηλεόραση. Θὰ συνηθίσω,
εἶπε ὁ γέρος, ἔτσι κι ἀλλιῶς κοιμᾶμαι ὅσο ἕνα σπουργιτάκι. Ἔβγαλε
τὸ στρῶμα στὸ πάτωμα, σκεπάστηκε μὲ τὴ βελέντζα καὶ ἔτσι ξάπλωσε μένοντας
ἄγρυπνος ὅλη νύχτα. Κανεὶς δὲν ἀγόρασε τὸ κρεβάτι μὲ τοὺς κύκνους.
Καλά, εἶπε ὁ γέρος, δὲ θέλετε τηλεόραση, δὲ θέλετε τραπέζι, δὲ θέλετε
κρεβάτι... Τί θέλετε... Καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀποχωριστεῖ τὸν μπουφέ. Ὁ
μπουφὲς ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, ἀπὸ ἀτόφιο ξύλο
καρυδιᾶς, σκαλιστός, δῶρο ἀπὸ τοὺς κουμπάρους γιὰ τὸν γάμο του, στὴν
κάτω ἀριστερὴ γωνία ἦταν γραμμένο «Εἰς ἀνάμνησιν, 1937». Ὁ γέρος ἔβγαλε
ἀπὸ μέσα πράγματα, στοιβαγμένα μὲ τὰ χρόνια, πετσέτες καὶ ροῦχα φαγωμένα
ἀπὸ τοὺς σκώρους, πιάτα καὶ κουτάλια. Τὰ ἀπόθεσε σὲ μιὰ γωνιά. Στὸ τέλος
ἔβγαλε μιὰ ἀλλαξιὰ ροῦχα – καινούργιο πουκάμισο καὶ ζακέτα, ἑτοιμασμένα
ἐκ τῶν προτέρων γιὰ τὸ τελευταῖο του ντύσιμο, ἔτσι ἔκαναν σ’ ἐκεῖνα
τὰ μέρη. Βγῆκε ἔξω, φυσοῦσε γιὰ πολλὴ ὥρα τὴ μύτη του σ’ ἕνα μαντήλι
καὶ μόνο οἱ ὦμοι του ποὺ ἔτρεμαν μποροῦσαν νὰ μαρτυρήσουν ὅτι κλαίει.
Ἀργότερα πῆρε τὸ στιλὸ καὶ πρόσθεσε στὸ χαρτόνι «καὶ μπουφὲς ἀπὸ καρυδιά, ὁ Θεὸς
νὰ μὲ συγχωρέσει».
Κανένας δὲν ἤθελε μπουφὲ ἀπὸ καρυδιά. Μερικὲς μέρες μετά, ὁ γέρος ἀποφάσισε
γιὰ τὴν τελευταία ἀπελπισμένη κίνηση. Δὲν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή, ὅπως
δὲν εἶχε καὶ τί ἄλλο νὰ διαθέσει. Καθάρισε καλὰ τὴ σόμπα ἀπὸ τὴ στάχτη,
πέρασε ἀπὸ πάνω μὲ μπροῦντζο τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὰ μπουριά, πῆρε τὸ
στιλό, βγῆκε ἔξω καὶ στὸ στριμωγμένο ἄδειο μέρος τοῦ χαρτονιοῦ ἔγραψε
«καὶ σόμπα μὲ 2 κυβικὰ
ξύλα».
Σκέφτηκε λίγο καὶ πρόσθεσε στὸ κατώτερο σημεῖο μὲ πολὺ κακὸ γραφικὸ
χαρακτήρα «ἄλλο δὲν ἔχω».
Δὲν ἄναψε ξανὰ τὴ σόμπα. Ἔτρωγε στὰ γόνατα, καθόταν στὸ πάτωμα, δὲν
ἄνοιγε τὴν τηλεόραση, δὲν κοιτοῦσε πρὸς τὸν μπουφέ, ξάπλωνε τὸ βράδυ
καταγῆς, ἐνῶ τὸ πρωὶ ὅλο καὶ πιὸ δύσκολα κινοῦσε τὸ γέρικο κορμί
του. Μιὰ μέρα βγῆκε, σημείωσε κάτι ἀκόμα στὸ χαρτόνι καὶ μαζεύτηκε.
Ὁ Χειμώνας ἀποδείχτηκε κρύος, γύρω στὸν Δεκέμβρη οἱ ἀγοραστὲς γιὰ
τὸ σπίτι μειώθηκαν ἀπότομα, οἱ Ἄγγλοι ἐπέστρεψαν στὰ παλάτια τους,
ὁ δήμαρχος κουβαλήθηκε στὸν γιό του στὴν πόλη, ἐνῶ τὰ τσακάλια ἐγκαταστάθηκαν
στὶς ἔρημες αὐλές. Ἐκεῖ κοντά, ἀνήμερα του Ἁγίου Νικολάου ἔπεσε τὸ
πρῶτο χιόνι καὶ ἀργὰ κουκούλωσε τὸ κομμάτι χαρτονιοῦ, ποὺ μισοκρεμόταν
ἀπὸ τὴ μικρὴ πόρτα.
Πωλεῖται τηλεόραση,
καὶ γερὸ ξύλινο τραπέζι μὲ δύο καρέκλες,
καὶ σιδερένιο κρεβάτι μὲ ζωγραφιστὰ πλαίσια μὲ κύκνους,
καὶ μπουφὲς ἀπὸ καρυδιά, ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέσει,
καὶ σόμπα μὲ 2 κυβικὰ ξύλα,
ἄλλο δὲν ἔχω.
Α.Τ. 1913-1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου