
Δημήτρης Πήχας
Τὰ σάλια τῶν σαλιγκαριῶν
ἔτσι εἶναι φτιαγμένη ἡ ζωή:
ἀπὸ μιὰ σειρὰ μικρὲς μοναξιές...
Ρολάν Μπάρτ, Ὁ φωτεινὸς θάλαμος
ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ κάνει ὁ μπαμπάς σου;»
«Ναυτικός. Ἔχει δικό του καράβι καὶ ταξιδεύει σὲ ὅλο τὸν κόσμο.»
«Καὶ ἡ μαμά σου;»
«Ἡ μαμά μου εἶναι Σπανιόλα. Δὲν δουλεύει. Φοράει ὡραῖα φορέματα καὶ κάθεται σταυροπόδι.»
«Ψεύτρα!» χασκογέλασαν καὶ πέταξαν μακριὰ σὰν ζαλισμένα
ψαρόνια ποὺ ἔχασαν ἐπίτηδες τὸν δρόμο τους γιὰ λίγο, ἀλλὰ τώρα
ἐπέστρεφαν στὸ σίγουρο μαῦρο σύννεφο ὅπου ἀνῆκαν.
Ἔμεινα μόνη στὸ προαύλιο. Τριγύρω μου ἕνας βυθὸς γεμάτος
κάγκελα, ξεχαρβαλωμένες μπασκέτες καὶ λαίμαργους κάδους
σκουπιδιῶν.
«Ἐγὼ σὲ πιστεύω», μοῦ εἶπε ἕνα δευτεράκι ποὺ καθόταν στὰ
σκαλιὰ πίσω μου. Ξεφλούδιζε ἕνα μανταρίνι. «Ὁ δικός μου
μπαμπάς εἶναι βασιλιάς καὶ κυνηγάει πέρδικες μὲ τοὺς φίλους
του τὰ Σαββατοκύριακα. Καὶ ἡ μαμά μου εἶναι γκέϊσα. Θές;»
«Πάλι καλά», τῆς εἶπα ἀνακουφισμένη καὶ πῆρα μία φέτα κοιτάζοντας ἀλλοῦ.
Ὅταν πῆγα νὰ σηκώσω τὴν τσάντα μου, ἔμεινα γιὰ λίγο κάτω,
ἀγκαλιὰ μὲ τὰ λυγισμένα γόνατά μου. Μιὰ δεκαοχτούρα
προσγειώθηκε ἀκριβῶς δίπλα μου, τσίμπησε κάτι ψίχουλα καὶ
μετὰ ἀπογειώθηκε νευρικά. Τὴ θέση της πῆρε τὸ δευτεράκι.
Μείναμε κι οἱ δυὸ ἀγκυροβολημένες, νὰ χαζεύουμε τὰ σάλια τῶν
σαλιγκαριῶν στὸ τσιμέντο. Κόντρα στὸν ἥλιο, ἔμοιαζαν μὲ κλωστὲς
ἀπὸ ρετσίνι. Σηκωθήκαμε, κάναμε ἕνα νεῦμα ἡ μία στὴν ἄλλη καὶ
τὸ πήραμε ἀπόφαση.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δημήτρης Πήχας
(Πάτρα, 1982). Εἶναι ἀπόφοιτος τῆς Φιλοσοφικῆς Ἀθηνῶν καὶ
ἐργάστηκε ἐπὶ μία δεκαετία ὡς διορθωτής. Ἀνταποκρίνεται
καλύτερα στὶς χαμηλὲς συχνότητες, ἐνῷ βρίσκει τακτικὰ
καταφύγιο σὲ σκοτεινὲς αἴθουσες, μπὰρ καὶ βιβλιοπωλεῖα. Τὰ
τελευταῖα χρόνια ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴ Λευκωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου