
Κώστας Ποῦλος
Πλατεῖα Κολιάτσου
ΑΘΟΜΑΙ
στὴν καφετέρια Ἄντζελα. Τὰ δέντρα ἔξω στὴν πλατεῖα, λόγῳ
κρύου, εἶναι γυμνά. «Ἕναν γαλλικό», λέω στὸ παιδί, μέσα ἀπὸ
θραύσματα γειτονικῶν συνομιλιῶν. Ἔρχεται ὁ γαλλικός. «Γιὰ
μένα ὁ πιὸ σοβαρὸς εἶναι ὁ Χαραλαμπόπουλος», λέει ὁ
ἑξηντάρης ὑπάλληλος σὲ ἕναν περίπου ὅμοιό του. Πίνουν τοὺς
μέτριους χωρὶς θόρυβο καὶ συνεχίζουν τὴν κουβέντα μὲ μεγάλες
παύσεις, τὶς ὁποῖες παίρνει ὑπὸ τὴν προστασία του τὸ μεταλλικὸ
κομπολόϊ, ποὺ ἑλίσσεται ἐπιδέξια ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς
σὰν χέλι. Ἀκουμπισμένη δίπλα στὰ πόδια τοῦ ἄλλου μιὰ πλαστικὴ
σακούλα μὲ φροῦτα – ξεχωρίζω καθαρὰ τὰ μῆλα του Πηλίου. Στὸ
ἄλλο τραπέζι ἕνας ἀφρισμένος φραπὲς περιμένει μαζὶ μὲ μιὰ
σοκολάτα βιενουά.
Ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω τους δύο κυρίες μὲ τὰ
τσιγάρα τους ἀναμμένα. «Μοῦ εἶπε νὰ περπατάω πιὸ πολύ», λέει ἡ
μία. Ἡ ἄλλη, νεότερη, ἀφήνει τὰ πρῶτα ἴχνη ἀπὸ κραγιὸν στὸ
φλιτζάνι τῆς σοκολάτας (βγαίνει δύσκολα στὸ πλύσιμο). Στὸ
διπλανὸ τραπέζι δύο ἄντρες σαράντα πέντε καὶ πενῆντα πέντε.
Βλέπω τὸ πρόσωπο τοῦ πρώτου καὶ τὴν πλάτη τοῦ δεύτερου. «Νὰ
πάρεις τηλέφωνο στὸ ΙΚΑ Λαυρίου. Ἔχω βάλει τηλεφωνητή...» Τοῦ
ἐξηγεῖ πῶς λειτουργεῖ. Δεξιὰ στὸ τζάμι μιὰ γυναῖκα μόνη.
Βλέμμα μᾶλλον θλιμμένο, τζίν, πουλόβερ πλεχτό, τὰ μαλλιὰ στὸ
πλάϊ ὄχι μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα. Πληρώνει ἕναν καφὲ καὶ φεύγει.
Βλέπω τὰ παπούτσια της, χοντρὰ καὶ μαῦρα, μὲ ἐνισχυμένο
σολοτάκουνο, σὲ πλήρη ἀντίφαση μὲ τὸ βλέμμα, ποὺ εἶναι
ἀπλανές. Βγαίνει ἔξω καὶ στέκεται στὸ πεζοδρόμιο. Οἱ ὑπόλοιποι
θαμῶνες παραμένουν στὰ τραπέζια τους, ἀκούω μεμονωμένες
λέξεις. Γυρίζω ξανὰ τὸ βλέμμα ἔξω. Ἡ γυναῖκα εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ,
ἀκίνητη, κοιτάζοντας ἔντονα πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἔρχονται τὰ
αὐτοκίνητα. Ρίχνει μιὰ ματιὰ στὸ ρολόϊ της. Τὸ δικό μου δείχνει
ἕντεκα καὶ δέκα. Ξαφνικὰ σηκώνει τὸ χέρι.
«Ταξί!»
Ἕνα κίτρινο ταξὶ κόβει ταχύτητα καὶ φρενάρει μπροστά
της, τὸ παράθυρο τοῦ συνοδηγοῦ μισάνοιχτο, ὁ ταξιτζῆς γέρνει
ἐλαφρῶς πρὸς τὰ δεξιά, προσπαθῶντας νὰ ἀποκρυπτογραφήσει τὸ
μήνυμα.
«Σεπόλια;»
Τὸ κίτρινο ὄχημα καταπίνει τὴ γυναῖκα μὲ τὸ ἀπλανὲς
βλέμμα. Τὸ δεξὶ πόδι τοῦ ταξιτζῆ ἀκουμπάει τὸ γκάζι, τὸ ὄχημα
χάνεται πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ κάδρου. Πληρώνω τρία εὐρὼ καὶ βγαίνω
ρίχνοντας μιὰ πραγματικὰ τελευταία ματιὰ στὸ ἀνθρώπινο
σκηνικὸ αὐτῆς τῆς μικροσκοπικῆς ἱστορίας.
Ἀπομακρύνομαι, προσπαθῶντας νὰ πνίξω μέσα μου μιὰ
ἐντελῶς ἠλίθια ἐπιθυμία: νὰ γυρίσω τὸ βλέμμα πίσω μὲ κίνδυνο
νὰ μετατραπῶ σὲ στήλη ἅλατος ἢ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγάλματα τῆς
πλατείας, μὲ ἕνα περιστέρι μόνιμα ἐγκαταστημένο πάνω στὸ
ἀνυπεράσπιστο κεφάλι μου.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀμφίβια τέρατα. Ἱστορίες στὸν δρόμο γιὰ τὴ λίμνη (Μεταίχμιο, 2021).
Κώστας Ποῦλος. Γεννήθηκε
στὸν Ἐλικώνα τῆς Βοιωτίας. Σπούδασε Φιλολογία, Φιλοσοφία
καὶ Ἱστορία στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Γερμανία. Ἔχει γράψει,
μεταφράσει καὶ διασκευάσει πλῆθος βιβλίων γιὰ μεγάλους καὶ
κυρίως γιὰ παιδιά. Ἔργα του ἔχουν λάβει τιμητικὲς διακρίσεις
(κρατικὸ βραβεῖο παιδικοῦ λογοτεχνικοῦ βιβλίου) ἢ ἔχουν
μεταφραστεῖ σὲ ἄλλες γλῶσσες.
Εἰκόνα: Φωτογραφία τοῦ συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου