
Καίτη Παυλῆ
Ἡ φωτογραφία
ΝΟΙΞΑ
ΠΑΛΙ τὸ κουτὶ καὶ ἔβγαλα ἔξω τὴ μικρὴ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία, σὲ
σκληρὸ χαρτὶ μὰτ 8x10, κι ἀμέσως παρουσιάστηκε καὶ ἡ ἄλλη. «Μὴν
κουνιέστε, καθίστε ἀκίνητοι», μᾶς πρόσταξε ὁ πατέρας μας.
Ἤμασταν ἀνεβασμένοι στὴ χαμηλὴ σκάλα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ
Εὐριπίδη, στὸ πλατύσκαλο, κι ὁ φωτογράφος μᾶς σημάδευε μὲ τὴ
μηχανή του. Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες φωτογραφικὲς μηχανὲς μετὰ
ἀπ’ αὐτὲς μὲ τὸ ξύλινο τρίποδο καὶ τὸ μαῦρο πανί. Δὲν
καταλαβαίναμε γιατί ἀκίνητοι, καὶ θεωρήσαμε τὴν ἐντολὴ
μάλωμα. Γι’ αὐτὸ τὰ δυὸ μεγαλύτερα ἀδέρφια μου
ἀπαθανατίστηκαν ἀκίνητα ἀλλὰ μουτρωμένα. Ἐγώ, ἀνάμεσά τους,
μὲ τὰ χέρια μου ἀνεβασμένα στοὺς ὤμους τους χαμογελῶ, γιατὶ
νιώθω εὐτυχὴς ποὺ θὰ βγῶ φωτογραφία. Φορῶ τὸ καλό μου φόρεμα
καὶ φαίνομαι μὲ τὸ ἕνα πόδι μπρὸς ἕτοιμη νὰ κουνηθῶ, νὰ τρέξω. Ἂν
κοιτάξει, ὅμως, κάποιος μὲ προσοχὴ τὰ μάτια, θὰ δεῖ πὼς εἶναι
δακρυσμένα.
Ὁ φωτογράφος στέκεται ἀπέναντί μας. Βλέπω τὸ πλατὺ
κόκκινο μοῦτρο του, τὰ φαρδιά του παντελόνια καὶ τὰ σκονισμένα
παπούτσια του. Κράκ! Κράκ! Μᾶς πυροβολεῖ δυὸ φορές, μὰ δὲν μᾶς
ἀφήνει νὰ φύγουμε. Μὲ τὸ ἕνα χέρι του μπροστὰ μᾶς κάνει σῆμα νὰ
μὴ φύγουμε, δὲν τελειώσαμε ἀκόμα. Τὸν φωτογραφίζω κι ἐγώ. Ἀπὸ
πίσω του ἡ πλατεῖα μὲ τὶς τζιτζιφιές, πιὸ πίσω ὁ δρόμος, μιὰ
ταινία ἁπλωμένη ἀπὸ δεξιὰ πρὸς τ’ ἀριστερὰ καὶ πιὸ πίσω ἡ
θάλασσα.
Ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ αὐτὴ στὸ δρόμο περνᾶ ἡ μπάντα τοῦ
ὀρφανοτροφείου μὲ τρομπέτες, τρομπόνια, σαξόφωνα.
Ἀστράφτουν στὸν ἥλιο τὰ χρυσαφιά τους μέταλλα. Θέλω νὰ τρέξω νὰ
τοὺς δῶ ἀπὸ κοντά. «Μὴν κουνιέσαι, σοῦ εἶπα», μὲ σταματᾶ ὁ
πατέρας μου. Ἡ μουσικὴ τῆς μπάντας μὲ ξεσηκώνει, ἀλλὰ μοῦ
σκίζουν τὴν καρδιὰ οἱ βραχνὲς καὶ στακάτες φυσηξιές τους καὶ
θέλω νὰ κλάψω. Φωτογραφίζω, λοιπόν, τὸ φωτογράφο, ἀφήνω τὸ
σῶμα μου ἀκίνητο καὶ τρέχω νὰ προλάβω τὴν μπάντα. Θέλω νὰ τοὺς
δῶ ἀπ’ τὸ πλάϊ, καθὼς περνοῦν καὶ μετὰ νὰ τρέξω πίσω τους.
Κάθομαι ἁπλῶς στὸ πλάϊ καὶ τοὺς βλέπω νὰ περνοῦν. Εἶναι ὡραία
παιδιά. Δὲν μοῦ φαίνονται ὀρφανά, κάνουν κάτι μαγικὸ ποὺ τὸ
ζηλεύω. Κράκ! Κράκ! Βγάζω κι ἐγὼ τὴν πρώτη ἀθάνατη σέλφι μου.
«Τελειώσαμε. Γιατί κλαῖς ἐσύ;» μὲ ρωτοῦν. Δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἐξηγήσω τίποτα.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Φύσηξε ἀγέρας καὶ σκόρπισαν, ἐκδ. Παρέμβαση, 2023.
Ἡ Καίτη Παυλῆ
γεννήθηκε στὴ Λέσβο καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε στὸ
Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων, τμῆμα ΜΝΕΣ, καὶ ἐργάστηκε γιὰ πολλὰ
χρόνια στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Ἔχει ἐκδώσει: τὴν ποιητικὴ
συλλογὴ Ἀνοίγεις τὸ παράθυρο, ἐκδ. ΑΩ, 2019
(συμπερίληψη ποιήματος στὴν ἀνθολογία «Τὰ ποιήματα τοῦ
2019») καὶ τὴ συλλογὴ πεζογραφημάτων (διηγήματα, ἀφηγήσεις,
κ.ἄ) Φύσηξε ἀγέρας καὶ σκόρπισαν, ἐκδ. Παρέμβαση, 2023. Ἔργα της ἔχουν συμπεριληφθεῖ στὶς συλλογικὲς ἐκδόσεις Ὁ χρόνος ποὺ περνᾶ καὶ χάνεται, ἐκδ. Παρέμβαση, 2023, Κάτι δὲν πάει καλά, 26 νανοδιηγήματα, ἐκδ. ΟΤΑΝ, 2024, Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἔρωτα,
ἐκδ. Παρέμβαση, 2024. Δημοσιεύει σὲ ἔντυπα καὶ διαδικτυακὰ
περιοδικά. Παλαιότερες δημοσιεύσεις σὲ τοπικὲς ἐφημερίδες
Μυτιλήνης καὶ ἀλλοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου