Ο Δημήτρης Καράμπελας είναι ιστορικός δικαίου και δοκιμιογράφος. Διδάσκει Αρχαίο Ελληνικό και Ρωμαϊκό Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιεύει δοκίμια για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Το βιβλίο με τον τίτλο Διονύσης Σαββόπουλος συντίθεται από τους προλόγους της πρώτης έκδοσης (το 2003) και της δεύτερης (το 2024), ακολουθούν τα κεφάλαια «Διονύσης Σαββόπουλος», «Ο Διονύσης Σαββόπουλος και το ανέφικτο του πατρικού λόγου» και, τέλος, τα «Τεκμήρια» (συγγράμματα και δημοσιεύματα σχετικά με τον τραγουδοποιό). Το βιβλίο λοιπόν επανεκδίδεται αναθεωρημένο, «παραμένοντας πιστό στην εφηβική αδημονία που το είχε γεννήσει». Ο συγγραφέας του προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που είχε σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο των τραγουδιών και την επιβίωση της ποίησης σε έναν κόσμο που έχει πια αλλάξει.
Το βιβλίο παρακολουθεί το όνειρο μιας παρατεταμένης εφηβείας, καθώς και την εξέλιξη των τραγουδιών του Σαββόπουλου, ενώ τα βράδια που τον συγγραφέα δεν τον παίρνει ο ύπνος ονειρεύεται ότι γράφει ακόμα το βιβλίο, ενώ όλα έχουν τελειώσει, και ο ίδιος δοκιμάζει τις παραλλαγές της υπογραφής του… ποιητής και αυτός…
Από τους δύο προλόγους προκύπτουν οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Σαββόπουλο, φεύγει από τη Θεσσαλονίκη, κόβει τον οικογενειακό λώρο, σκαρφαλώνει σε ένα φορτηγό για την Αθήνα και αφηγείται ιστορίες στον οδηγό για να μην τον πάρει ο ύπνος.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, η Αριστερά, το φοιτητικό κίνημα, τα ροκ συγκροτήματα και άλλα πολλά έδιναν υλικό στον δεκαεννιάχρονο, που ήθελε στην ουσία να αφηγηθεί ιστορίες. Έφτασε στην Ομόνοια χωρίς να γνωρίζει κανέναν. Μετά γνώρισε τον Τσιτσάνη, ξόδεψε ολόκληρο το μοναδικό κατοστάρικο που είχε για να ακούσει την «Αρχόντισσα», τη Μούσα του Τσιτσάνη: «Ένιωθα σαν να μην είχα γεννηθεί και πήγαινα να γεννηθώ». Ο Σαββόπουλος αφηγείται με μεγάλη άνεση ιστορίες αληθινές και φανταστικές σαν να είναι αληθινές. Ο Καράμπελας τον παρομοιάζει με τη Σεχραζάτ, που εφευρίσκει ιστορίες για να δώσει παράταση στην αφήγηση.Ο Καράμπελας τον παρομοιάζει με τη Σεχραζάτ, που εφευρίσκει ιστορίες για να δώσει παράταση στην αφήγηση.
Πριν όμως από τον Τσιτσάνη, το 1949, παίζοντας με άλλα παιδιά στον δρόμο, άκουσε την μπάντα και γοητεύτηκε, αμέσως πήγε στο σπίτι, πήρε δύο καπάκια και άρχισε να τα κοπανάει για να αναπαραγάγει τον όμορφο ήχο. Όμως η έναρξη της δικής του σταδιοδρομίας τοποθετείται στα 1966, στα 24 χρόνια του. Εκεί, στον δίσκο Φορτηγό, μας μιλάει για τη μυθολογία του:
Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα
κι η μουσική μάς φέρνει τους μάγους στη σκηνή
αρχίσαν πάλι τ’ αστεία οι παλιάτσοι
κι ο σχοινοβάτης ιδρώνει στο σκοινί
Στα τυχοδιωκτικά περιστατικά της πρώιμης βιογραφίας του Σαββόπουλου είναι η μύηση για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου από την οικογένεια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται όλοι οι φόβοι της εφηβείας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η διακωμώδηση της καθημερινής ζωής, των νοοτροπιών, των δεσμών και των θεσμών, τα πολιτικά δρώμενα, όλα γίνονται υλικό για τα τραγούδια του.
Η γνωριμία του με το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, μια μικρή μελέτη στην επίδραση που είχε το ρεμπέτικο τραγούδι πάνω του –ως μορφή και όχι ως «κόσμος»–, η σχέση με τον Γκάτσο, οι μεγάλες συνθέσεις και ο Μεγάλος Ερωτικός, η φθορά και η γήρανση. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι μια άλλη περίπτωση, όπου ο κοινωνικός ρόλος και η πολιτική κατάσταση πέρασαν στο τραγούδι.
Ο Σαββόπουλος έχει υπόψη του και τους Γάλλους – τον αυθάδη Ζορζ Μπρασένς, Λεό Φερέ και τον Βέλγο Ζακ Μπρελ (από τον ίδιο δίσκο και «η νταρντάνα η Ζωζώ», η οποία υφίσταται το μπούλινγκ του περιβάλλοντός της, θυμίζει έντονα τη «χοντρή Μαργκό» – «La Grosse Margot» σε στίχους του Βιγιόν και μουσική του Μπρασένς, σε παρόμοιες συνθήκες και ερωτικό περιβάλλον). Ο Σαββόπουλος φαίνεται πως αξιοποίησε δημιουργικά στις δικές του μπαλάντες τα προϋπάρχοντα καλλιτεχνικά ανάλογα. Αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα, όπως φαίνεται και από τη δισκογραφία, σε «μεταφράσεις» τραγουδιών όπως στον δίσκο Ξενοδοχείο.
Η πασίγνωστη «Συννεφούλα» είναι η πρώτη εκδοχή της γυναίκας – ελευθερία, όπως σε άλλη παραλλαγή είναι η «Έλσα». Ο «Αλέξης Ασλάνης», ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, είναι αποδέκτης των στίχων του τραγουδοποιού, με τον οποίο μοιράζεται τον τρόμο της υπαρξιακής μοναξιάς μια βραδιά του 1966.
Στο Περιβόλι του τρελού εκφράζει τη νοσταλγία από όλα όσα τον περιβάλλουν, χωρίς εστίαση σε κάτι συγκεκριμένο… «είμαι άρρωστος, παιδιά, ο γιατρός μού συμβούλεψε ταξίδι».
Ο Σαββόπουλος είναι ευφυής τραγουδοποιός. Ξέρει να αντλεί καθαρό νερό από τις πηγές και ας το πίνει θολωμένο· τραγουδά για τα «Πέρα μέρη», «Για τα παιδιά που χάθηκαν/ στου δρόμου το πηγάδι/ στης στρίγκλας τη σπηλιά», απευθύνει «ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», αναζητεί το «Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω». Εδώ ο Καράμπελας σχολιάζει τη χρήση του ήρωα της Επανάστασης αντί ενός παγκόσμιου συμβόλου, του Τσε Γκεβάρα, για τον φόβο της λογοκρισίας, αποβλέποντας να αποδώσει τη διχασμένη ταυτότητα του σύγχρονου ανθρώπου: «Πού πας παλικάρι/ ωραίο σαν μύθος/ και ολόισια στο θάνατο κολυμπάς».
Σαν συνέχεια στην «Ωδή» έρχεται η περσόνα του Καραγκιόζη, με την οποία ταυτίζεται, ή ανατρέχει στους νεκρούς, κάτι που πηγάζει από το θέατρο των σκιών στην Κίνα. Αφορμή υπήρξε μια παραίσθηση, όπου ο Σπαθάρης έστησε μπερντέ και συνομιλούσε με τον Σαββόπουλο από κάτω. Τα λόγια τους καθημερινά μεν, αλλά έπαιρναν άλλη διάσταση… Ο Γ.Π. Σαββίδης, στην επιτιμοποίηση του Σαββόπουλου, είχε συσχετίσει τα τραγούδια με τα ποιήματα του Κ.Γ. Καρυωτάκη και θεωρούσε τους στίχους των τραγουδιών «αναβλαστήσεις» των καρυωτακικών στίχων.
Αφήνοντας ασχολίαστα πολλά μέρη του βιβλίου, επειδή ο χώρος δεν το επιτρέπει, συμπεραίνουμε πως ο Δημήτρης Καράμπελας κάνει μια πολύ σπουδαία μελέτη πάνω στο έργο του Διονύση Σαββόπουλου, στα βιογραφικά, καλλιτεχνικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα του καιρού του, αλλά και των μετέπειτα χρόνων, γιατί ο Σαββόπουλος δεν έπαψε ποτέ να ακούει με το αφτί τεντωμένο τα μηνύματα των καιρών και, φυσικά, είδε καλά τη φθορά των εκάστοτε κυβερνώντων, στους οποίους άσκησε μεγάλη και οξεία κριτική, παραμένοντας μακριά από τους πόλους της μιας ή της άλλης παράταξης. Αντίθετα, άσκησε κριτική σε όλους, καθώς και στους μεγάλους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, στις ιστορίες για το ρεμπέτικο και άλλα, τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να αποδεχτεί ή όχι. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι ότι η παρουσία του δεν περιορίστηκε στον μουσικό χώρο, αλλά το τραγούδι έγινε πολιτικοκοινωνικό σάλπισμα για πολλούς και, όσο κι αν όλα αναθεωρήθηκαν, τα τραγούδια του Σαββόπουλου και οι αφηγήσεις του εξακολουθούν να συγκινούν.
Διονύσης Σαββόπουλος
Β’ έκδοση αναθεωρημένη
Δημήτρης Καράμπελας
Μεταίχμιο
400 σελ.
ISBN 978-618-0343-17-5
Τιμή €18,80
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου