
Βιρτζίνια Γούλφ (Virginia Woolf)
Στοιχειωμένο σπίτι
(A HauntedHouse)
,ΤΙ
ΩΡΑ καὶ νὰ ξυπνοῦσε κανείς, ἄκουγε μιὰ πόρτα νὰ κλείνει.
Πήγαιναν ἀπὸ δωμάτιο σὲ δωμάτιο, πιασμένοι χέρι-χέρι,
σηκώνοντας κάτι ἐδῶ, ἀνοίγοντας κάτι ἐκεῖ, προσπαθῶντας νὰ
βεβαιωθοῦν – ἕνα φασματικὸ ζεῦγος.
«Ἀκριβῶς ἐδῶ τὸ ἀφήσαμε», ἔλεγε ἐκείνη. Καὶ ἐκεῖνος
πρόσθετε: «Κι ἐδῶ ἐπίσης!» «Εἶναι στὸν ἐπάνω ὄροφο», ἔλεγε
ἐκείνη σιγανά. «Καὶ στὸν κῆπο», ψιθύριζε ἐκεῖνος. «Νὰ κάνουμε
ἡσυχία», ἔλεγαν, «ἀλλιῶς θὰ τοὺς ξυπνήσουμε».
Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν μᾶς ξυπνούσατε. Ὄχι. «Κάτι
ψάχνουνˑ τράβηξαν μόλις τὴν κουρτίνα», ἔλεγε ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς κι
ἔπειτα διάβαζε μιὰ-δύο σελίδες ἀκόμη. «Τώρα τὸ βρῆκαν»,
διαβεβαίωνε ὁ ἄλλος σταματῶντας νὰ γράφει. Καὶ καμιὰ φορά,
ὅταν ὁ ἕνας μας κουραζόταν ἀπὸ τὸ διάβασμα, σηκωνόταν νὰ ρίξει
μιὰ ματιά, τὸ σπίτι ἔρημο, οἱ πόρτες ὀρθάνοιχτες, ἀκουγόταν
μόνο τὸ χαρούμενο γουργουρητὸ τῶν περιστεριῶν ἀπ’ ἔξω καὶ ὁ
βόμβος τῆς ἀλωνιστικῆς μηχανῆς ἀπὸ τὸ γειτονικὸ ἀγρόκτημα.
«Γιατί ἦρθα ἐδῶ; Τί γύρευα;» Τὰ χέρια μου ἦταν ἄδεια. «Ἴσως εἶναι
στὸ ἐπάνω πάτωμα.» Τὰ μῆλα ἦταν στὴ σοφίτα. Κι ἔτσι πάλι κάτω, ὁ
κῆπος ἥσυχος ὅπως πάντα, μόνο ποὺ τὸ βιβλίο εἶχε γλιστρήσει καὶ
εἶχε πέσει στὸ γρασίδι.
Ἀλλὰ τελικὰ ὅ,τι ἔψαχναν τὸ βρῆκαν στὸ σαλόνι. Ὄχι ὅτι
μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς δεῖ. Τὰ παράθυρα καθρέφτιζαν μῆλα,
τριαντάφυλλα· τὰ φύλλα τῶν δέντρων φαίνονταν καταπράσινα στὸ
τζάμι. Ὅταν οἱ δυό τους μετακινοῦνταν στὸ σαλόνι, τὰ μῆλα ἦταν
γυρισμένα στὴν κίτρινη πλευρά τους. Ὡστόσο, τὴν ἑπόμενη
στιγμή, ὅταν ἡ πόρτα ἄνοιγε, ἔβλεπα ξεδιπλωμένο στὸ πάτωμα,
στηριγμένο στοὺς τοίχους, αἰωρούμενο ἀπὸ τὸ ταβάνι – τί
πρᾶγμα; Τὰ χέρια μου ἦταν ἄδεια. Ἡ σκιὰ μιᾶς κίχλης διέσχιζε τὸ
χαλί· μέσα ἀπὸ τὴ βαθιὰ σιωπὴ ἔφτανε τὸ γουργουρητὸ τῶν
περιστεριῶν. «Ἀσφαλής, ἀσφαλής, ἀσφαλής», ἡ καρδιὰ τοῦ σπιτιοῦ
ἀντηχοῦσε ἁπαλά. «Ὁ θησαυρὸς εἶναι θαμμένος· τὸ δωμάτιο...» Ὁ
ἁπαλὸς ἦχος ξαφνικὰ ἔπαυε. Ἄ, μήπως αὐτὸς ἦταν ὁ θαμμένος
θησαυρός;
Τὴν ἑπόμενη στιγμή το φῶς ἔσβηνε. Ἔξω στὸν κῆπο λοιπόν;
Ἀλλὰ τὰ δέντρα ἔγερναν στὸ σκοτάδι ἀναζητῶντας μιὰ ξεχασμένη
ἀχτίνα φωτός. Ὄμορφη, λεπτή, δροσερή, πέρα μακριά, ἡ ἀχτίνα ποὺ
ἀναζητοῦσα ἔλαμπε πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι. Ὁ θάνατος ἦταν
τὸ τζάμιˑ ὁ θάνατος ἦταν παρὼν ἐδῶ μαζί μας, παίρνοντας τὴ
γυναῖκα πρῶτα, πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια, φεύγοντας ἀπὸ τὸ
σπίτι, σφραγίζοντας τὰ παράθυρα· τὰ δωμάτια ἔμειναν στὸ
σκοτάδι. Ἐκεῖνος ἔφυγε, τὴν ἐγκατέλειψε, πῆγε στὸν βορρᾶ,
πῆγε στὴν ἀνατολή, εἶδε τὰ ἀστέρια στὸ νότιο ἡμισφαίριο·
ἀναζήτησε τὸ σπίτι, τὸ βρῆκε μεταφερμένο στὴ Νότια Ἀγγλία.
«Ἀσφαλεῖς, ἀσφαλεῖς, ἀσφαλεῖς», ἡ καρδιὰ τοῦ σπιτιοῦ ἀντηχοῦσε
χαρούμενα. «Ὁ θησαυρὸς εἶναι δικός σου.» Τώρα σηκώθηκε ἀέρας
στὴ λεωφόρο. Τὰ δέντρα λυγίζουν, λικνίζονται. Μὲς στὴ βροχὴ
τὸ φεγγαρόφωτο χύνεται καὶ σκορπίζεται κάτω. Ἀλλὰ ἡ λάμψη
τῆς λάμπας φωτίζει τὸ παράθυρο. Τὸ κερὶ καίγεται καὶ σβήνει.
Στὸ σπίτι, ἀνοίγοντας τὰ παράθυρα, ψιθυρίζοντας γιὰ νὰ μὴ μᾶς
ξυπνήσουν, τὸ φασματικὸ ζεῦγος περιπλανιέται, ἀναζητᾶ τὴ
χαρά του.
«Ἐδῶ κοιμόμασταν», λέει ἐκείνη. Κι ἐκεῖνος συμπληρώνει:
«Ἀναρίθμητα φιλιά.» «Ξυπνῶντας τὸ πρωί –.» «Ἀσήμι στὰ δέντρα–.»
«Στὸ ἐπάνω πάτωμα –.» «Στὸν κῆπο –.» «Ὅταν ἐρχόταν τὸ καλοκαίρι
–.» «Τὸ χιόνι τὸν χειμῶνα –.» Οἱ πόρτες ἀκούγονται στὴν
ἀπόσταση νὰ κλείνουν μ’ ἕναν ἦχο σὰν τὸν χτύπο τῆς καρδιᾶς.
Πλησιάζουν, σταματοῦν στὸ κατώφλι τῆς ἐξώπορτας. Ὁ ἀέρας
πέφτει, ἡ βροχὴ ρίχνει τὶς ἀσημένιες ψιχάλες της στὸ γρασίδι.
Τὸ βλέμμα μας θαμπώνει, δὲν ἀκοῦμε τὰ βήματα πίσω μας· δὲν
βλέπουμε τὴν κυρία μὲ τὸν φασματικὸ μανδύα. Τὰ χέρια του
κρύβουν προστατευτικὰ τὴ φλόγα. «Κοίτα», λέει ἥσυχα. «Σὲ ὕπνο
βαθύ. Τὰ χείλη τους χορτασμένα ἀγάπη.»
Σκύβοντας, κρατῶντας τὴν ἀσημένια λάμπα ἀπὸ πάνω μας, μᾶς
κοιτοῦν μὲ προσήλωση ὥρα πολλή. Σιωποῦν. Σηκώνεται ἀέρας· ἡ
φλόγα γέρνει ἐλαφρά. Τὸ φεγγαρόφωτο πέφτει στὸ πάτωμα καὶ στὸν
τοῖχο καὶ βάφει μὲ ἀσήμι τὰ σκυφτὰ πρόσωπά τους· τὰ
συλλογισμένα πρόσωπά τους· τὰ πρόσωπά τους, ποὺ μᾶς
περιεργάζονται καθὼς κοιμόμαστε, καὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὴν κρυφὴ
χαρά μας.
«Ἀσφαλής, ἀσφαλής, ἀσφαλής», ἡ καρδιὰ τοῦ σπιτιοῦ ἀντηχεῖ
περήφανα. «Πολλὰ χρόνια –» ἀναστενάζει ἐκεῖνος. «Ὡστόσο
γύρισες πάλι κοντά μου.» «Ἐδῶ», ψιθυρίζει ἐκείνη «νὰ
βυθίζομαι στὸν ὕπνο· νὰ διαβάζω στὸν κῆπο· νὰ γελῶ,
μεταφέροντας μῆλα στὴ σοφίτα. Ἐδῶ ἀφήσαμε τὸν θησαυρό μας –»
Καθὼς σκύβουν, τὸ φῶς πέφτει πάνω στὰ βλέφαρά μου. «Ἀσφαλής,
ἀσφαλής, ἀσφαλής!» ἀντηχεῖ ἔντονα ἡ καρδιὰ τοῦ σπιτιοῦ. Ξυπνῶ
βγάζοντας μιὰ δυνατὴ φωνή: «Ὥστε αὐτὸς εἶναι ὁ κρυμμένος
θησαυρός σας; Τὸ φῶς στὴν καρδιά.»

Πηγή: Classic Short Stories:
Ἡ Βιρτζίνια Γοὺλφ (Virginia Woolf, 1882-1941)
ἦταν Ἀγγλίδα συγγραφέας. Θεωρεῖται μιὰ ἀπὸ τὶς
σημαντικότερες ἐκπροσώπους τοῦ κινήματος τοῦ μοντερνισμοῦ.
Πρωτοστάτησε στὴ χρήση τῆς συνειδησιακῆς ροῆς ὡς
ἀφηγηματικοῦ τρόπου. Ἡ Γοὺλφ ἄρχισε νὰ γράφει ἐπαγγελματικὰ
τὸ 1900. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μεσοπολέμου, εἶχε
πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴ λογοτεχνικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ
σκηνὴ τοῦ Λονδίνου. Τὸ 1915 δημοσίευσε τὸ πρῶτο της
μυθιστόρημα (The Voyage Out) στὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Gerald
Duckworth and Company, ἰδιοκτησία τοῦ ἑτεροθαλοῦς ἀδελφοῦ της. Τὰ
πιὸ γνωστὰ ἔργα της εἶναι τὰ μυθιστορήματα Mrs Dalloway (1925), To the Lighthouse (1927) καὶ Orlando (1928). Εἶναι ἐπίσης γνωστὴ γιὰ τὰ δοκίμιά της, ὅπως τὸ A Room of One's Own
(1929). Μὲ τὴ Γοὺλφ ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως ἡ φεμινιστικὴ
κριτικὴ τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Τὰ ἔργα της, μεταφρασμένα σὲ
περισσότερες ἀπὸ 50 γλῶσσες, ἀποτελοῦν πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τὸ
φεμινιστικὸ κίνημα. Ἀμέτρητο πλῆθος βιβλίων εἶναι
ἀφιερωμένο στὸ ἔργο της ἐνῷ ἡ ζωή της ἔχει γίνει θέμα πολλῶν
θεατρικῶν ἔργων, μυθιστορημάτων καὶ ταινιῶν.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ὁ Τάσος Ἀναστασίου γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1966. Τελευταῖο βιβλίο του: Ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ πεῖσμα (Μυθιστόρημα), Κουκκίδα, Ἀθήνα 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου