Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Ἡ Άνάσταση ὡς αἴτημα καὶ νόημα ζωῆς

 


                                                                    Ἂν οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονταν

                                                                    τίποτε σρογγυλὸ δὲν θὰ ὑπῆρχε.

                                                                    Ὅλη ἡ αἴγλη τῆς Γεωμετρίας εἶναι ὁ κύκλος.

                                                                    Τὸ μέρος γιὰ ν’ ἀράξουμε

                                                                    δὲν εἶναι τὸ βραχάκι τῆς γνώσης.

                                                                                                                      Ν. Καροῦζος

Τοῦ κ. Κων. Ἰω. Δάλκου, Φιλολόγου,

 ἐπιτ. Δ/ντοῦ τοῦ 3ου Λυκ. Αἰγάλεω

 

   Φίλε ἀναγνώστη, αὐτὴ τὴν ὄντως Μεγάλην Ἑβδομάδα, ὅπως μακρὰ παράδοσις τὸ ὑπαγορεύει, ὑπὸ τοὺς θόλους τῶν ἐκκλησιῶν «διδάσκεται» ὡς ἕνα εἶδος ἀρχαίας τραγῳδίας, κατανεμημένη σὲ συγκινητικὰ ἐπεισόδια καὶδιανθισμένη μὲ ὑψηλῆς ἐμπνεύσεως «χορικά», ἡ συγκλονιστικὴ ἱστορία, ἢ μᾶλλον ἡ ζωντανὴ τραγῳδία τοῦ θείου πάθους. Διότι, γιὰ ὅσους ἐνθυμοῦνται ἀπὸ τὸ σχολεῖο τὸν ἀριστοτελικὸν ὁρισμὸ τῆς Τραγῳδίας,αὐτὸ τὸ ὄντως συνταρακτικὸ θεανθρώπινο πάθοςδὲν εἶναικάποιαμίμηση μιμήσεως, τρίτη ἀπὸ τῆς ἀληθείας. Δὲν εἶναι μιὰ εἰκόνα μύθου, ἀλλὰ μιὰπράξη συγκλονιστικὴ, ὅπου πρωταγωνιστεῖκαὶ πρὸς ὥραν συντρίβεται ἡ ἴδια ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια, ὄχι ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ὕβρη, ἀνάγκη ἢ ἐνοχή, ἀλλ’ ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ἀπὸ μιὰ παράδοξηπαραφορὰ ἀγάπης.

  

Δὲν εἶναι ἐπίσης ἡ ἑκούσια αὐτὴ θυσία, ὅπως τὴν ἐξαγγέλλουν ὁ  εὐαγγελικὸς ἢ ὁ ποιητικὸς λόγος καὶ τὰ συναφῆ δρώμενα, ἕνα σύνηθες θλιβερὸ ἢ ἔστω ἐντόνως δραματικὸ γεγονός, ἀλλ’ ἀντιθέτως φέρει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆςἀπόλυτης τραγικότητας. Διότι, πέραν ὅλων αὐτῶν τῶν σφοδρῶν συγκινήσεων, ἀνακεφαλαιούμενη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, συμπυκνώνεται ὅλη ἡ φρικτὴ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀφοῦ, «αἴρων» ὁ Χριστὸς ἀδίκως τὸν σταυρό του, αἴρει συγχρόνως ἐν περιλήψει, καὶ ὄχι βέβαια συμβολικῶς, τὸ ἀφόρητο βάροςτῆς ἀπ’ ἀρχῆς καὶ διαχρονικῆς ἀνθρώπινης ἀδικίας, τῆς κακουργίας καὶ τῆς ὀδύνης. Εἶναι δὲ ὄντως ἐντυπωσιακὸ καὶ ἴσως συμβολικὸ τὸ γεγονὸς ὅτισὲ ἕνα ἐλάχιστο διάστημα χρόνουκαὶ στὸν στενὸ περίκλειστο χῶρο μιᾶς μικρῆς, καὶ μάλιστα ἱερῆς, πόλεως εὑρέθηνὰ συνωθῆται, ἀναγνωριζόμενη σὲ πρόσωπα καὶκατωχυρωμένη σὲ θεσμούς, ὅλη ἡ φρικτὴ ἀθλιότητα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.

Διότι ἀκολουθῶντας αὐτὴ τὴν ἑβδομαδιαία πορεία, ἀπὸ τὸν θρίαμβο τῶν «ὡσαννὰ» μέχρι τοῦ «ἆρον, ἆρον σταύρωσον αὐτόν», σὲ κάθε βῆμα σου αἰσθάνεσαι ὅτι μπορεῖς νὰ παραπέμπῃς συνεχῶς στὶς σελίδες τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας, μέχρι βέβαια τοῦ ἀπολύτως πρωτοτύπου «ἄφες αὐτοῖς», ὅπου ἀσφαλῶς θὰ προσκόψῃς.Αὐτὲς τὶς ἡμέρες λοιπὸν ὁ δωρικὸς καὶ ἀπέριττος λόγος τῶν εὐαγγελικῶν κειμένων, λογαοιδικῶς, ὅπως ὁ τραγικός, ἐκφωνούμενος, ἀκολουθεῖ τὴν μοναχικὴ πρὸς τὸ ἐκούσιο πάθος πορεία τοῦ σεπτοῦθεανθρώπινου ἥρωα διεκτραγῳδῶντας, παραλλήλως ἐκδηλούμενη, τὴν διαχρονικὴ ἐξαχρείωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

   Προηγεῖται ὁ ἀμοραλισμός, ἡ ὑποκρισία, ἡ προσχηματικὴ δικαιοσύνη, ἡ δολιότητα καὶ ἡ ἀναλγησία τῆς, ὑποτίθεται, πνευματικῆς καὶ ἱερατικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία, αἰσθανόμενη ὅτι ἀμφισβητεῖται, δωροδοκεῖ, ἀπαγγέλλει ψευδεῖς κατηγορίες, ἀναζητεῖ ψευδομάρτυρες, αὐθαιρετεῖ, ἐξαπατᾷ τὸν λαὸ καὶ ἐκφωνεῖ ἀβάσιμες προσυμφωνημένες καὶ ἀνίερες ἀποφάσεις.

   Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπαγγελλόμενη τὴν αὐστηρὴ τήρηση τοῦ νόμου πολιτικὴ ἡγεσία, ἡ ὁποία, μολονότι σαφῶς διαπιστώνει καὶ ρητῶς ἐξαγγέλλει τὸ ἀβάσιμο τῆς κατηγορίας, παρὰ ταῦτα ὑποκύπτει σὲ πολιτικοὺς ἐκβιασμούς, παραπαίει, παλινῳδεῖ καὶ νίπτοντας τὰς χεῖράς της, ἐπιβάλλει αὐθαιρέτως καὶ μὲ θηριώδη ἀναλγησία τὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν, κακοποιῶντας βάναυσα τὴν δικαιοσύνη, γιὰ τὴν ὁποίαν ὑποτίθεται πὼς ὑπάρχει.

   Παραλλήλως ἀποδοκιμάζονται μὲ τὸ φραγγέλιο τῆς ἱερῆς ἀγανακτήσεως καὶ οἱ ἐν σμικρῷ ἐκπρόσωποι τῆς ἄπληστης κερδομανοῦς ἐξουσίας, τῶν πανταχοῦ καὶ πάντοτε ἀδιστάκτων «ἐμπόρων τῶν ἐθνῶν», ὅσοι μὴ ἔχοντας «ἱερὸ καὶ ὅσιο» προσφέρουν τὶς θυσίες τους μόνον στὸν βωμὸ τοῦ ἀνόσιου κέρδους.

   Ἐπίσης γύρω ἀπ’ αὐτοὺς κυκλοφορεῖ ἕνας ἀποίμαντος, παλίμβουλος καὶ ἀσταθὴς λαός, ὁ ὁποῖος στὴν ἀρχὴ ἀποθεώνει, ὕστερα καταδημαγωγούμενος καταδικάζει καὶ τέλος κατηφορίζει ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ τύπτοντας τὸ στῆθος του ἐν ἀπογνώσει. Ἀκόμησ’ αὐτὴτὴν ζωντανὴ τραγῳδία περιστοιχίζει τὸν κεντρικὸν ἥρωα καὶ δευτεραγωνιστεῖ μιὰ ἄλλη ὁμάδαἀνθρώπων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλος συνωμοτεῖ,δωροληπτεῖ, προδίδει καὶ συντρίβεται, ἄλλοςδειλιᾷ, μετανοεῖ καὶ ὀδύρεται, ἄλλοι ἀποκαρδιώνονται, δυσπιστοῦν καὶ φοβοῦνται καὶ ἄλλοι ἀπὸ ἀγάπη τολμοῦν καὶ συμπαρίστανται, χωρὶς νὰ ἐλπίζουν.

   Νομίζει κανεὶς ὅτι ὅλα ὅσα συνιστοῦν τὴν πανανθρώπινη τραγικότητα, δηλαδὴἡ ἀλαζονεία, ἡ ἀδικία καὶ ἡ διαφθορά, ἡ παντὸς εἴδους ὀδύνη, ἡ ἀπόγνωση καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ μέγα δέος τοῦ θανάτου, συγκεφαλαιοῦνται στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου τοῦ σταυροῦ, ὅταν ἀκούεται ὡς θριάμβου κραυγὴ τὸ «τετέλεσται !» ποὺ προαναγγέλλει τὴν ἐκ τοῦ τάφου ἀπροσδόκητη καὶὀξύμωρη κάθαρση, δηλαδὴ  τὴν διὰ τοῦ θανάτου θεανθρώπινη λύση ὅλων αὐτῶν ποὺ συγκροτοῦν τὴν ἀνθρώπινη μεγάλη περιπέτεια τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος πλέον εἶναιμιὰ ἔξοδος μόνον ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο καὶ ὄχι κατάργηση τῆς ὑπάρξεως. Εἶναι μιὰ διάβαση ἀπὸ τὸ προσωρινὸ στὸ αἰώνιο, ἕνα πέρασμα πρὸς τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία.

   Ἔτσι λοιπόν, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Εὐριπίδη,

                                           καὶ τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη,

                                           τῶν δ’ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός.

Δηλαδή, Αὐτὰ ποὺ περιμέναμε δὲν ἔγιναν, ἀλλὰ διέξοδο ἀπρόσμενη βρῆκε ὁ Θεός. Ὁ Εὐριπίδης χρησιμοποιεῖ, γιὰ τὴν «ἔξοδο» αὐτὴ τῶν ἡρώων του ἀπὸ τὰ τραγικά τους ἀδιέξοδα, τὴν λέξη «πόρος» ποὺ σημαίνει τὸ πέρασμα, τὴν διάβαση. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι καὶ ἡ λέξη Πάσχα στὰ ἑβραϊκὰ σημαίνει ἐπίσης τὴν διάβαση, τὸ πέρασμα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φαραωνικὴ καταπίεση καὶ τὶς ἄνυδρες ἀβλάστητες ἐκτάσεις τῆς ἐρήμου, στὴν γῆ, ὅπου «ἔρρεε μέλι καὶ γάλα».Αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἡμέρες μιὰν ἄλλη, τὴν κατ’ ἐξοχήν, τοῦ ἀνθρώπινου γένους διάβαση θὰ πανηγυρίσουμε·

ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν

                                             καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν

                                             Χριστὸς ὁ Θεὸς

                                             ἡμᾶς διεβίβασεν...

καὶ αὐτὸ εἶναι τῆς ἑορτῆς τὸ παγκόσμιο καὶ πολύτιμο μήνυμα, διότι

                               θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,

ἅδου τὴν καθαίρεσιν,

                                            ἄλλης βιοτῆς,

                                            τῆς αἰωνίου, ἀπαρχὴν...

      Αὐτοῦ τοῦ παγκοσμίου ἀδιεξόδου τὴν κατάλυση ὑποδεικνύει σαφῶς καὶὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, εἴκοσι περίπου χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἐπισημαίνοντας πὼςἡ ἀνθρώπινη ζωὴ χωρὶς αὐτὴν δὲν ἔχει πλέον νόημα, εἶναι κενὴ καὶ μεταβάλλεται σὲ μιὰπροσωρινὴ καὶ εὐτελοῦς ποιότητας ρηχὴ καὶζωώδη ἐπιβίωση: «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν», διότι«εἰ οἱ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν».

   Ἀποκαλύπτει λοιπὸν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκπληρώνει τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, τὴν αἰτία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὅλης ὑπάρξεως. Εἶναι ἕνα μήνυμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, ἀπὸ κάθε εἴδους ἀδικία, κατατρεγμὸ καὶ καταπίεση, ἀπὸ τὴν φθορά, τὴν ὀδύνη, τὴν ἀπελπισία, τὴν μοναξιὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἐξαγγέλλει τὴν βεβαιότητα ὅτι

                                       μάταιος ὁ κόσμος, ἀλλὰ πέρασμα,

ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ρευστότητα πρὸς τὴν πληρότητα, ἀπὸ τὸ πάθος πρὸς τὴν ἀπάθεια,

                                     πρὸς ἕναν κόσμο θείας μουσικῆς, ὅπου τὰ βλέμματα

                                     νὰ μὴν ὁμοιάζουν μὲ σπαθιά.

   Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ νόημα, μολονότι θριαμβικῶς συνεξαγγέλλεται μὲ τὸ τυπικῶς ὀξύμωρο «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ὑπῆρξε πάντοτε ὡς αἴτημα τοῦ νοῦ, ὄχι ὡς τυπικῶς λογική, ἀλλ’ ὡς ὑπερλογικὴ ἐνορατικὴ βεβαιότητα, ὡς ἐσωτερικός, τρόπον τινά, φωτισμός, ὡς «προσδοκία ἐθνῶν», ὡς διαίσθηση, ὡς πίστη ὅτι τὸ σενάριο τῆς ἱστορίας δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ ἔχῃ ἕναν ἀξιόπιστο συγγραφέα καὶ μιὰ δίκαιη λύση. Εἶναι προφανὲς ὅτι σὲ ὅλη μας τὴν ζωὴ ὑφέρπει μέσα μας μιὰ ὀδυνηρὴ ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση καὶ ἕνας μύχιος πόθος ἀθανασίας. Μυστικῶς, «ξὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ» καὶ ὄχι μόνον μὲ τὴν νόηση, ἀναζητοῦμε τὴν οὐσία ὅλων ὅσων ὑπάρχουν καὶ γίνονται. Ἔχουμε μιὰ ἐνδιάθετη βεβαιότητα ὅτι ὅλα τὰ πράγματα ἔχουν ἕναν «ἀποχρῶντα λόγον», ὅτι στὰ κρίσιμα αἰώνια «γιατί ;» ὑπάρχουν κατ’ ἀνάγκην καὶ τὰ ἀντίστοιχα «διότι» καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν ἀπάντηση στὸ «γιατί ζῶ ;» ἐξαρτᾶται τὸ «πῶς πρέπει νὰ ζῶ», οἱ ἀξίες δηλαδὴ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς.

   Ὁ ἄνθρωπος «φύσει ὀρέγεται» νὰ ἀνιχνεύσῃ τὸ βαθύτερονόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, μὲ τίποτε ὅμως προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰκατακτήσῃ τὸ νόημα αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀναγωγή του στὸ ἀπόλυτοκαὶ αἰώνιο. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀναγωγὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στὸ ἀπόλυτοπροσφέρει μόνον ἡ ἐκ τοῦ τάφου ἔγερση τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν λόγον τοῦ ὑμνῳδοῦ «συνεγείρει καὶ ἡμᾶς πεσόντας τῇ ἁμαρτίᾳ». Ἀντιθέτως ἡ ἄρνηση τῆς ἱστορικότητας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ τῆς ἐν γένει ὑπάρξεως τοῦ ἀπολύτου συνεπάγεται κατ’ ἀνάγκην τὴν ἀναγωγὴ τῆς ζωῆς μας σὲ ἕναν ἑρμηνευτικὸ παραλογισμό, δηλαδὴ στὸ ἀδιέξοδο μιᾶς ἀφῃρημένης καὶ ἀόριστης τυχαιότητας, ἡ ὁποία κατ’ ἀνάγκην ἐπίσης μηδενίζει τὴν ὕπαρξη κάθε νοήματος, βιοτικῆς ἀξίας καὶ σκοποῦ, τὰ ὁποῖα χωρὶς μεταφυσικὴ θεμελίωση καταρρέουν λογικῶς καὶ στὴν πράξη. Ἡ ἄρνηση δηλαδὴ τῆς πέραν τοῦ κόσμου αὐτοῦ ὀντολογικῆς πραγματικότητας καθιστᾷ προφανῶς ἀναιτιολόγητη τὴν ὕπαρξή μας καὶ μηδενίζει τὸ νόημα τῆς ζωῆςπροσδίδοντάς της τὴν εἰκόνα ἑνὸς χρονικὰ παρατεινόμενου θανάτου, καὶ μετατρέπονταςτὴν ἄσκοπη πλέον ἐλευθερία μας σὲ ἰσόβια καταδίκη :

Θάνατος οἱ λεροὶ ἀσήμαντοι δρόμοι

μὲ τὰ λαμπρὰ μεγάλα ὀνόματά τους,

ὁ ἐλαιώνας, γύρω ἡ θάλασσα, κι ἀκόμη

ὁ ἥλιος, θάνατος μέσα στοὺς θανάτους...

 

Περπατῶντας ἀργὰ στὴν προκυμαία

«ὑπάρχω ;» λές κι ὕστερα «δὲν ὑπάρχεις !»...

 

   Φίλε ἀναγνώστη, μόλις πρὸ ὀλίγων ἑβδομάδων εἴχαμε τὴν εὐκαιρία ἐποπτικῶς νὰ διδαχθοῦμε τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ τραγικότητα ἀπὸ ἕναν πίνακα ζωγραφικῆς. Διότι,  λόγῳ τῆς σφοδρῆς ἀντιδράσεως βουλευτῆ τοῦ ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου, ἡ κοινὴ γνώμη ἐπληροφορήθη ὅτι στὴν Ἐθνική μας Πινακοθήκη, καὶ στὸ πλαίσιο μιᾶς ἐκθέσεως πινάκων μὲ τὸν γενικὸ τίτλο «Ἡ σαγήνη τοῦ ἀλλοκότου», εἶχαν ἐκτεθῆ κάποιες ἀλλοιωμένες μιμήσεις ἁγιογραφιῶν, οἱ ὁποῖες ἐπροκάλεσαν τὴν ὀργὴ ὄχι μόνον τοῦ ἐν λόγῳ βουλευτῆ. Μεταξὺ αὐτῶν ἰδιαιτέρως δυσμενῆ σχόλια εἶχε προκαλέσει ἡ ἀλλοίωση μιᾶς εἰκόνας βρεφοκρατούσης Παναγίας, τοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου τῆς Ὁδηγήτριας. ἩΘεοτόκος λοιπόν, ἡ ὁποίαστὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἐκπροσωπεῖ, τρόπον τινά, τὸ ἀνθρώπινο γένος, στὴν παρῳδία τῆς εἰκόνας αὐτῆς βαστάζει τὸν σκελετὸ ἑνὸς βρέφους, ἐνῶ στὸ ἔντονα παραμορφωμένο πρόσωπό της καὶ μὲ τὸ σβησμένο τσιγάρο (!) ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὰ χείλη της εἰκονίζεται σαφῶς μιὰ ἀκρότατη ἀπόγνωση καὶ ὀδύνη.Εἶναι, νομίζω, προφανὲς ὅτι σημειολογικῶς, μὲ τὴν φρικτὴ αὐτὴ ἀλλοίωση τοῦ θεομητορικοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου, ἐκφράζεται ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἄρνηση τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ (διότι αὐτὸ δηλώνει προφανῶς τὸ βρέφος – σκελετός) ἀφ’ ἑτέρου δὲ εἰκονίζεται ἡ ἔσχατη, κατὰ συνέπειαν, ἀπελπισία καὶ ἡ πλήρης συντριβὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἡ ἄρνηση αὐτὴ συνεπάγεται. Εἶναι βέβαια παρηγορητικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡζωγραφιὰ αὐτή, ἐσχολιάσθη δυσμενῶς καὶ ἀπεδοκιμάσθη ἀπὸ τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία ὅσων τὴν εἶδαν μέσῳ κυρίωςτῶν τηλεοπτικῶν προβολῶν ποὺ ἐπροκάλεσε ὁσχετικὸς θόρυβος. Διότι νομίζω πὼς ὅλοι αὐτοὶ ἐνόησαν, ἀμέσως ἢ διαισθητικῶς, ὅτιαὐτὴἡ ἀποκρουστικὴ δυσμορφία ἐξαγγέλλει, σκοπίμως ἢ μή, τὴν ἄρνηση αὐτῆς τῆς βασικῆς πίστεως, αὐτῆςδηλαδὴ ποὺ κυρίως προσδίδει στὴν ὕπαρξή μας μαςνόημα, ὀμορφιὰ καὶ ἐλπίδα.

   Κλείνοντας λοιπὸν τὸ σημείωμα αὐτὸ θὰ παραθέσω ἕνα γνωστὸ Σολωμικὸ κείμενο μὲ εἰκόνες ἀντίθετες καὶκατὰ λέξιν ἀποτρεπτικὲς αὐτῆς τῆς μακάβριας ὀδύνης καὶ ὄχι «σαγήνης τοῦ ἀλλοκότου» :

Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες,

                                  ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·

                                  μέσα στὶς ἐκκλησιὲς τὲς δαφνοφόρες

                                  μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε...

                                  Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι

                                  καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μαννάδες·

                                  γλυκόφωνα, κοιτῶντας τὶς ζωγράφι-

                                  σμένες εἰκόνες, ψάλλουνε οἰ ψαλτάδες...

 

Καλὴν Ἀνάσταση!

 

 

Ἐδημοσιεύθη στὴν ἑβδομαδιαία τοπικὴ ἐφημερίδα «Αἰγάλεω, ἡ πόλη μας» στὶς 16 Ἀπριλίου 2025.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου