Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΒΥΡΩΝ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΣΗ


 

Του Γιάννη Σχίζα

ΠΟΝΤΙΚΙ 2.12.21 

 

Ο Βύρων δεν κατήγγειλε  μόνο τον Λόρδο  Ελγιν και δεν ήταν μόνο αρωγός της ελληνικής επανάστασης, αλλά αγαπούσε  την Ελληνική φύση. Το 1811 γράφει  στη μητέρα του   για  την μορφή  του αττικού χώρου από την οπτική γωνία του καταλύματός του, που βρίσκεται στο μοναστήρι των Καπουτσίνων , κάνοντας   μια λιτή  αλλά και έντονα ποιητική δήλωση:  «Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Έ, κύριε! Αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!».

      Στις αρχές του 19ου αιώνα ,   ο ερχομός στην Αθήνα και στην  Ακρόπολη ήταν το όνειρο του κάθε δυτικού περιηγητή και ιδιαίτερα των γόνων των αριστοκρατικών οικογενειών.  Οι επισκέπτες της Αττικής εντυπωσιάζονταν από τον αρμονικό συνδυασμό φύσης και τέχνης.  Ο  Κυριάκος Σιμόπουλος θα  βεβαιώσει  ότι  ο Βύρων συγκινείτο πολύ περισσότερο από το «ζωντανό» ελληνικό τοπίο των καιρών του  παρά από τα λείψανα της κλασσικής εποχής – ίσως από αντίδραση  στο πνεύμα ενός αρχαιολατρικού ρομαντισμού,  που « βρισκόταν εκείνα τα χρόνια σε πλήρη άνθιση και καλλιεργούσε τις ονειροπολήσεις και τις αρχαιόπληκτες αισθηματολογίες.».  Ο Σιμόπουλος θα υπογραμμίσει   αυτό τον προσανατολισμό του ποιητή και ταξιδευτή  καταθέτοντας  μια στροφή του «Τσάϊλντ Χάρολντ» , που αναφέρεται στην Αττική :

 

 «τόσο γαλάζιος που είναι ο ουρανός σου,τόσο άγριοι οι βράχοι σου

τ’άλση σου μελιχρά και οι κάμποι σου ολοπράσινοι,

καρπίζει η ελιά καθώς στης Αθηνάς τα χρόνια

κι ο Υμηττός το θησαυρό του το μελένιο πάντα σου χαρίζει.

Σαν και τότε ο Απόλλωνας χρυσώνει

Τ’ ατέλειωτά σου καλοκαίρια

Κι ακόμη στραφταλίζουν κάτω απ’ τις αχτίδες του τα πεντελίσια μάρμαρα.

Η Τέχνη, η Ελευθερία, η Δόξα σβήσανε 

μα η φύση είναι πάντα ωραία»....

 

Στο ίδιο ποίημα, ο νεαρός λόρδος που είναι από τους πιο πρώϊμους θαυμαστές  του Αιγαιοπελαγίτικου τοπίου,  δεν θα αποφύγει μια λατρευτική εκδήλωση προς την παρηκμασμένη εστία της Παλλάδος Αθηνάς, βάζοντας σαν επίκεντρο μια προνομιακή περιοχή του 24ωρου – όπως είναι το ηλιοβασίλεμα:    

 

 Όποιος σ' είδε ωραία Αθήνα!
Σε μια δύση,      στον αιώνα
Ετυπώθη στην ψυχή του η ονειρευτή σου εικόνα.
Σε λατρεύω.
Ας με χωρίζουν τόσοι χρόνοι και κοιλάδες
Και βουνά κι ας με μαγεύουν οι χιλιόκαλλες Κυκλάδες.
Συ ποτέ δεν είσαι ξένη στην περίλυπή μου Μούσα.

      Η λιτότητα και διαύγεια των περιγραφών του Βύρωνα , δοσμένη μέσα από στίχους που επέχουν θέση ταξιδιωτικών αναφορών,   θα αναγνωρισθεί  από το ευρύτερο λογοτεχνικό  κοινό. Οι αναφορές   του στο Ελληνικό τοπίο έχουν τέτοια ποιότητα ώστε πολλοί μεταγενέστεροι ταξιδιώτες θα τις  «ανθολογήσουν» και θα τις ενσωματώσουν αυτούσιες  στα δικά τους κείμενα. Ακόμη και εκεί όπου απουσιάζει η προσωπική του μαρτυρία, όπου αυτός ο ίδιος δεν έχει επισκεφθεί μια περιοχή, οι αφηγήσεις για την ελληνική φύση τον συναρπάζουν και διεγείρουν μέσα στο έργο του λαμπρούς στοίχους. Γι αυτό στα «Τραγούδια για την Ελλάδα» θα μιλήσει «για τις πένθιμες μέρες της σκλαβιάς» που όμως δεν ακυρώνουν τα υπέροχα φυσικά θέλγητρα του τόπου, τους πράσινους κάμπους και τα χιονισμένα βουνά όπως ο Όλυμπος.....

        «Νοιώθω δική μου την Ελλάδα, πάω να δω τα χώματά μου, τη θάλασσά μου, τα βουνά μου. Είναι οι μόνες γνωριμίες που μου κάνουν καλό», γράφει στην μητέρα του.. Αυτό το πνεύμα του  τυπικού Εγγλέζου που διαποτίζεται από τις ελληνικές του αναμνήσεις ενώ μελαγχολεί κάτω από  την επίδραση του συννεφιασμένου  σκηνικού της χώρας του, για άλλη μια φορά θα μεταφέρει στο ποίημά του «Γκιαούρ» - γραμμένο το 1813 στην Αγγλία.

 

 Όμορφη χώρα! μ΄ εποχές που όλες χαμογελούνε
Καλοσυνάτες στα νησιά που ευλογημένα ζούνε
Και όπως είναι θέαμα απ΄ του Σουνίου τα ύψη
Απ΄ την καρδιά που αγαπά διώχνουνε κάθε θλίψη
Κι απόλαυση προσφέρουνε τη μοναξιά να κρύψει.


Μερικά χρόνια αργότερα, το 1816, ο Βύρων θα βρεθεί στις  Ελβετικές Άλπεις, όπου  επίσης θα εντυπωσιασθεί από το αυστηρό μεγαλείο του  ορεινού τοπίου. Προϊόν της συνάντησης του ποιητή με το απόκοσμο σκηνικό του κεντροευρωπαϊκού ορεινού όγκου  θα αποβεί ο «Μάνφρεντ» -  κατά τον υπότιτλό του «Ένα δραματικό ποίημα». Στον «Μάνφρεντ»  ο  Βύρων σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα αντίθετο  του Φάουστ - ένα χαρακτήρα που αρνείται να προσχωρήσει στις δυνάμεις του σκότους , που  παραμένει ανεξάρτητος από την εξουσία της κοινωνίας .  Μέσα στο σκηνικό των άγριων   ανάγλυφων,  των εφορμήσεων των βραχωδών  σχηματισμών  προς  τον ουρανό, θα αναπλάσει  αρχαιοελληνικούς συμβολισμούς και θα συνθέσει έναν  δικό του  «Προμηθέα» : «Ένα σύμβολο του ηρωϊκού ατομικισμού, έναν επαναστάτη με σπουδαία αιτία, έναν που ουδέποτε θα εκστόμιζε τη λέξη «μετανοώ» (Ραϊζης).

ΑΠΟ ΤΟΝ  ΑΘΩ  ΣΤΙΣ  ΑΝΔΕΙΣ….

     Η Ελληνική επανάσταση αντιμετωπίζεται  στην αρχή διστακτικά από τον Βύρωνα και τους ομοϊδεάτες του, όμως οι δισταγμοί θα παρακαμφθούν όταν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, την κατάργηση των βασανιστηρίων και της δουλείας. Καθώς το φιλελληνικό πνεύμα αναπτύσσεται στην Αγγλία μόλις μετά μερικά χρόνια από τη Συνθήκη της Βιέννης(1815) και τη διαμόρφωση της «Ιεράς Συμμαχίας», η  ποιητική εικονοποιϊα του Βύρωνα μέσα από τη χρήση ακραίων φυσικών σκηνικών διαδηλώνει  το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και το ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής του :

 Η παλιά φιλοδοξία πνέει ανανεωμένη,
Πάλι για να εμψυχώσει σάρκα τότε ξεπεσμένη
Σαν εκείνη που τους Πέρσες έδιωξε από τη χώρα
Όπου η Ελλάς υπήρχε -        Όχι! Ελλάς είναι και τώρα.
Μύρια στήθη συνενώνει μία και κοινή αιτία
Δυτικοί κι ανατολίτες επαναστατούν με βία.
Πάνω στις κορφές του Άθω και τις Άνδεις κυματίζει
Λάβαρο που 'ναι το ίδιο και δυο κόσμους χαιρετίζει. (Μτφρ. Μ. Β. Ραΐζη)

 

        Ο Βύρων θα μπορούσε να συνδράμει την αγαπημένη του χώρα σαν ένας «αντιστασιακός του εξωτερικού»,  μέσα από την ενημέρωση  και  συνέγερση επιφανών συμπολιτών του…..  Όμως αυτός  θα πατήσει το πόδι του στην Κεφαλονιά τον  Αύγουστο του 1823 και τελικά θα βρεθεί στο Μεσολόγγι. Είναι οι  τελευταίες  ημέρες του 1823 , χειμώνας καιρός, αλλά ο  λαός της πολιορκημένης πόλης  θα τον υποδεχθεί  στρώνοντας το πέρασμά του με βάγια –κατά πως στρώθηκε και ο  ανοιξιάτικος ερχομός του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα.  Ο Βύρων δεν έχει ψευδαισθήσεις όσον αφορά τους Έλληνες της εποχής του, δεν αναζητά σε αυτούς μια ιδανική μικροκοινωνία, δεν τους αντιπαραβάλλει μανιχαϊστικά με τους Τούρκους.   Στο Μεσσολόγγι   ο Βύρων θα περάσει τους ελάχιστους μήνες ζωής  που του απομένουν  ,  αναλαμβάνοντας τον εξοπλισμό ενός σώματος πυροβολητών με δικά του έξοδα, στηρίζοντας την έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» και του «Ελληνικού Τηλέγραφου».

     Παρά τη καλυτέρευση  του καιρού  θα αρρωστήσει βαριά, η κατάστασή του θα χειροτερεύσει, θα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Θα τα διαβεί στις 19 Απριλίου  του 1824,   μέσα σε ένα σκηνικό εκθαμβωτικής υπερκυριαρχίας της Άνοιξης , όπως εκείνο που περιέγραφε ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», βάζοντας  στο στόμα της φύσης  έναν  αδυσώπητο  στίχο : «Όποιος πεθάνει σήμερα – χίλιες φορές πεθαίνει»...

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου