Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Ἄν­νε Βά­ισ­γκέρ­μπερ (Anne Weisgerber): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς τέ­χνη τῆς γλώσ­σας (Flash fiction as language art)

 





 

Μου­σεῖ­α : Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα :: Ζω­γρα­φι­ές : Γλώσ­σα

ΟΠΟΤΕ ἐ­πι­σκέ­πτο­μαι ἕ­να μου­σεῖ­ο καὶ προ­χω­ρῶ ἀ­πὸ τό ’­να ση­μεῖ­ο στὸ ἑ­πό­με­νο, βρί­σκο­μαι ἀν­τι­μέ­τω­πη μὲ δι­ά­φο­ρους ζω­γρα­φι­κοὺς πί­να­κες. Πλη­σι­ά­ζον­τάς τους, εἶ­μαι σὲ θέ­ση νὰ μυ­ρί­σω τὸ ἔ­λαι­ο λι­να­ρό­σπο­ρου τῶν χρω­μά­των τους,[1] ἐ­νῷ κα­μιὰ φο­ρὰ μπο­ρῶ νὰ ἀν­τι­λη­φθῶ τὴ στά­ση στὴν ὁ­ποί­α ἐρ­γα­ζό­ταν ὁ καλ­λι­τέ­χνης (ὅ­ταν στέ­κε­ται ἀ­κρι­βῶς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν καμ­βά του, λ.χ., οἱ πι­νε­λι­ὲς κι­νοῦν­ται στὸ ὕ­ψος τοῦ πή­χε­ώς του ἢ τοῦ ὤ­μου του;) Πῶς στε­κό­ταν ὁ δη­μι­ουρ­γός; Συμ­βαί­νει κά­τι στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἔρ­γου, ἢ ἀ­πὸ κά­τω της; Τί ἀ­να­δύ­ε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα; Δὲν στα­μα­τῶ στὰ ἀ­φη­ρη­μέ­να ἔρ­γα, κα­θὼς τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐξ αὐ­τῶν προ­ϋ­πο­θέ­τουν κά­ποι­α πρό­τε­ρη γνώ­ση προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­λά­βῃ κα­νεὶς τὶς ἀ­να­φο­ρὲς στὶς ὁ­ποῖ­ες βα­σί­ζε­ται ὁ ἑ­κά­στο­τε πί­να­κας. Μὲ τὸν ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς τρό­πο, ἡ ἀν­τί­λη­ψη καὶ ἡ ἐ­κτί­μη­ση τῆς στά­σε­ως τοῦ συγ­γρα­φέ­α, τοῦ ἐ­λέγ­χου ποὺ αὐ­τὸς ἀ­σκεῖ στὴ σύν­τα­ξη, στὸν ρυθ­μό, ἢ στὶς ἀ­να­φο­ρές του, βο­η­θᾷ στὴν ἐ­ξα­γω­γη συμ­πε­ρα­σμά­των σχε­τι­κὰ μὲ τὸ πῶς στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι στὸ ἔρ­γο του, ἐ­νι­σχύ­ον­τας ἔ­τσι τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

 

Πορ­τραῖ­τα : Μυ­θο­πλα­σί­α :: Σχέ­δια : Προ­τά­σεις

Ὅ­ταν ἡ συ­ζή­τη­ση φτά­νει στὴν προ­σω­πο­γρα­φί­α, ἡ ζω­γρα­φι­κὴ ἀ­πο­κτᾷ τε­ρά­στια ἀ­πή­χη­ση. Κι αὐ­τὸ για­τὶ οἱ ἀ­να­πα­ρα­στά­σεις ἀ­πο­κτοῦν ἀν­θρώ­πι­νο ἐν­δι­α­φέ­ρον. Μιὰ σπου­δαί­α ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση στὸν κό­σμο τῶν μου­σεί­ων, ἔ­χω τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι λαμ­βά­νει χώ­ρα στὴν συλ­λο­γὴ Φρίκ.[2] Το­πο­θε­τη­μέ­να σὲ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση βρί­σκον­ται τὰ πορ­τραῖ­τα τοῦ Σὲρ Τό­μας Μόρ[3] καὶ ἐ­κεῖ­νο τοῦ θα­νά­σι­μου ἐ­χθροῦ του ―καὶ τε­λι­κὰ ἐ­κτε­λε­στῆ του―, Τό­μας Κρόμ­γου­ελλ,[4] το­πο­θε­τη­μέ­να τὸ ἕ­να δί­πλα στὸ ἄλ­λο. Οἱ δύ­ο πί­να­κες ἀλ­λη­λο­συμ­πλη­ρώ­νον­ται δι­α­τη­ρῶν­τας μιὰ βα­θειὰ ἔν­τα­ση, γνω­στὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Χόλ­μπά­ιν,[5] ἡ ὁ­ποί­α προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴν φυ­σι­κὴ το­πο­θέ­τη­ση τῶν ἔρ­γων. Ὁ ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νος αὐ­τὸς δι­α­γω­νι­σμὸς κοι­τάγ­μα­τος, σ’ ἕ­να μου­σεῖ­ο γε­μά­το ἀ­πὸ σπου­δαῖ­α ἔρ­γα τέ­χνης, ἀ­να­δει­κνύ­ει ὁ­ρι­σμέ­να δι­α­χρο­νι­κὰ καὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἠ­θι­κὰ θέ­μα­τα. Κα­τ’ ἐ­μὲ εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἕ­να δί­πτυ­χο μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας – σὰν μιὰν ἀν­τί­στι­ξη. Ἡ νο­η­μο­σύ­νη τοῦ θε­α­τῆ συμ­πι­έ­ζει, ἐ­νῷ τι­μᾷ μνη­μο­νι­κὰ τὶς συγ­κρού­σεις. Ἀ­ξι­ο­ποι­ῶν­τας τό­σο τὸν χῶ­ρο ὅ­σο καὶ τὴν ἔλ­λει­ψη, ὁ Χόλ­μπά­ϊν ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται στὰ μά­τια μου, ὡς ἕ­νας πρω­το­πό­ρος τῆς μι­κρο­α­φή­γη­σης.

 

Χρώ­μα­τα : Λέ­ξεις :: Ἐ­πι­φά­νεια : Σε­λί­δα

Ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­πτο­μαι τὶς γκα­λε­ρί, δι­α­σχί­ζω τὸν χῶ­ρο πε­ρι­πλα­νώ­με­νη εὐ­χά­ρι­στα, ἐ­νῷ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι πῶς μπο­ρῶ νὰ ξε­κι­νή­σω ἕ­ναν δι­ά­λο­γο μὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἀν­τι­κεί­με­νο συ­ναν­τή­σω, μὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πορ­τραῖ­το δῶ, γιὰ ὅ­ποι­α ἐ­πι­φά­νεια ἀν­τι­κρί­σω. Κα­τευ­θύ­νο­μαι συ­χνὰ στὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ ἐ­πι­με­λη­τῆ τῆς ἔκ­θε­σης, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­τι θὰ βα­ρε­θῶ καὶ θὰ πε­ρά­σω κα­τευ­θεί­αν στοὺς πραγ­μα­τι­κοὺς πρω­τα­γω­νι­στές, στὴν ἴ­δια τὴν τέ­χνη. Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρη νὰ ρι­σκά­ρω καὶ νὰ μπῶ στὸ παι­χνί­δι. Εἴ­τε βρί­σκο­μαι στὴν Νέ­α Υ­όρ­κη ἢ στὸ Πα­ρί­σι ἢ στὸ Λον­δί­νο, κοι­τά­ζω νὰ δῶ τί λέ­νε οἱ εἰ­κό­νες. Ἀ­πο­κω­δι­κο­ποι­ῶ αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πω σὲ λέ­ξεις, καὶ στα­μα­τῶ ὅ­πο­τε ἐν­θου­σι­ά­ζο­μαι, προ­βλη­μα­τί­ζο­μαι ἢ αἰ­σθά­νο­μαι εὐ­γνώ­μων. Οἱ μι­κρο­α­φη­γή­σεις εἶ­ναι παι­χνί­δια ποὺ ἀ­παι­τοῦν τὴ συ­νύ­παρ­ξη νο­η­μο­σύ­νης, πνεύ­μα­τος καὶ γλώσ­σας. Οἱ συγ­γρα­φεῖς, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως κι οἱ ζω­γρά­φοι, κα­λοῦν τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν δι­α­νο­η­τι­κά, συ­ναι­σθη­μα­τι­κὰ καὶ δι­α­σκε­πτι­κά. Δὲν ἀ­παι­τοῦν­ται δε­κα­νί­κια γιὰ ν’ ἀν­τι­δρά­σῃ κα­νεὶς ἀ­πέ­ναν­τι σ’ ἕ­να ἔρ­γο, εἴ­τε πρό­κει­ται γιὰ μου­σεια­κὸ ἔκ­θε­μα εἴ­τε γιὰ ἔρ­γο τοῦ Δυ­τι­κοῦ Κα­νό­να· εἴ­τε προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν πτέ­ρυ­γα Ντε­νὸν[6] εἴ­τε ἀ­π’ τὸ Μόμ­πι Ντίκ· ἀ­πὸ τὸ Ἔγ­κλη­μα καὶ τι­μω­ρί­α ἢ τὸ Γκέτ­τυ.[7] Ἀρ­κεῖ μιὰ δρα­στι­κὴ εἰ­κό­να μέ­σα σ’ ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο μου­σεῖ­ο ἢ μιὰ σκη­νὴ τρι­α­κο­σί­ων λέ­ξε­ων γραμ­μέ­νη σ’ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε γλώσ­σα τοῦ κό­σμου, γιὰ νὰ πλο­η­γη­θῶ στὸ βα­θὺ σύμ­παν τοῦ χω­ρο­χρό­νου.

            Μέ­χρι ν’ ἀρ­χί­σω νὰ γρά­φω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δὲν εἶ­χα ἐ­κτι­μη­σει τὸ ὅ­τι ζῶ σὲ μιὰ πε­ρί­ο­δο ὅ­που συμ­βαί­νει κά­τι τό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό, ὁ­λο­καί­νου­ριο καὶ ἐ­πι­δρα­στι­κὸ στὸ πε­δί­ο τῶν γλωσ­σι­κῶν τε­χνῶν. Κι ὅ­λα αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν σὲ μι­κρὰ ―πλὴν ὅ­μως πε­ρι­πε­τει­ώ­δη― πε­ρι­ο­δι­κά, τὰ ὁ­ποῖ­α δροῦν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­π’ τὶς ἀ­να­μο­νὲς τῆς τυ­πι­κῆς σύν­τα­ξης, τῶν ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων, τῶν συμ­βά­σε­ων, ἐ­νῷ εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­μέ­να καὶ φρον­τι­σμέ­να ἀ­πὸ πρω­το­πό­ρους ἐκ­δό­τες. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὰ ὡ­ραι­ό­τε­ρα πράγ­μα­τα νὰ ση­μει­ώ­νῃ κα­νείς, καὶ ἀ­κό­μα συγ­κι­νη­τι­κό­τε­ρο νὰ τὰ δι­α­βά­ζῃ.

        Αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ γρά­φω ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο θ’ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ μι­κρο­α­φη­γή­σεις. Εἶ­χα αὐ­τὴ τὴν τρε­λὴ ἰ­δέ­α νὰ ἑ­νώ­σω ὄ­λους αὐ­τοὺς τοὺς λο­γο­τε­χνι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες ποὺ ἀ­κοὺν στ’ ὄ­νο­μα Λέγ­γεττ (ἢ πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἐκ­δο­χές του), ἀ­πὸ τὸ «The Secret Sharer» τοῦ Κόν­ραντ ὣς τὸ BUtterfield 8 τοῦ Ὀ­’­Χά­ρα.[8] Μό­λις ὅ­μως ξε­κί­νη­σα νὰ ὀρ­γα­νώ­νω τὴν πλο­κή μου σὲ τρεῖς ἠ­πεί­ρους ἁ­πλώ­νον­τας χρο­νι­κὰ τὴν ἀ­φή­γη­ση στὶς πέν­τε γε­νε­ὲς αὐ­τοῦ τοῦ θρύ­λου, ἀ­πελ­πί­στη­κα. Ἡ πλο­κὴ κόμ­πια­ζε ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἡ χρο­νι­κὴ ἀ­κο­λου­θί­α ἀ­πορ­ρυθ­μι­ζό­ταν, ἐ­νῷ ἐ­γὼ αἰ­σθα­νό­μουν ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη, εἶ­χα πα­ρα­λύ­σει κι ἤ­μουν ἕ­τοι­μη νὰ τὰ πα­ρα­τή­σω. Τό­τε, πα­ρα­κο­λού­θη­σα ἕ­να ἐρ­γα­στή­ρι μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μὲ τὸν Ράν­ταλλ Μπρά­ουν·[9] συ­νέ­χι­σα νὰ ἐ­πε­ξερ­γά­ζο­μαι τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου κα­θ’ ὅ­λη τὴν πε­ρί­ο­δο ποὺ πή­γαι­να ἐ­κεῖ. Καὶ πράγ­μα­τι, σὰν κά­τι νὰ εἶ­χε ἀλ­λά­ξει.

        Συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ συν­θέ­σω μι­νι­α­τοῦ­ρες μι­κρο­α­φη­γή­σε­ων, οἱ ὁ­ποῖ­ες θὰ κα­τέ­λη­γαν ἀ­θροι­στι­κὰ σὲ κά­τι με­γα­λύ­τε­ρο, ἂν θὰ τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς οἱ πι­νε­λι­ὲς σ’ ἕ­ναν πί­να­κα τοῦ Σε­ρά.[10] Κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, ὁ ἀ­να­γνώ­στης μου ἀ­τε­νί­ζον­τας τὸ ἔρ­γο μου ὡς μυ­θι­στό­ρη­μα, θά ’­βλε­πε τὸ πα­ρά­θυ­ρο μὲ τὰ τρι­αν­τά­φυλ­λα, θὰ ἄ­κου­γε τὴν ὀρ­χή­στρα, θὰ βί­ω­νε τὴν προ­βο­λὴ τῶν κα­λο­στη­μέ­νων ἀρ­χεί­ων gif, ὡ­στό­σο ὅ­λα αὐ­τὰ μέ­σα ἀ­πὸ σκη­νές – κά­θε τζά­μι, κά­θε τσε­λί­στας, κά­θε μι­μί­διο θὰ ἦ­ταν αὐ­θύ­παρ­κτα. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης θὰ βί­ω­νε τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου σὰν μιὰ μι­κρο­χο­ρω­δί­α, ἢ σὰν ἔρ­γο τοῦ που­αν­τι­γι­σμοῦ, ἢ ὁ­τι­δή­πο­τε τε­λο­σπάν­των κα­τέ­λη­γε αὐ­τὸ νὰ εἶ­ναι. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀ­ναγ­κά­ζει τοὺς συγ­γρα­φεῖς νὰ βροῦν τὸ κου­ρά­γιο καὶ νὰ ποῦν: ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΕΣ. Κι ἔ­τσι πιά­νω τὸν ἑ­αυ­τό μου τώ­ρα νὰ γρά­φῃ ἕ­να τέ­ρα­στιο μυ­θι­στό­ρη­μα σὲ ἀ­να­στο­χα­στι­κές, πο­λύ­χρω­μες δό­σεις. Πρέ­πει, ὡ­στό­σο, νὰ θυ­μᾶ­μαι νὰ ἐ­λέγ­χω τὶς εἰ­κό­νες ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν οἱ λέ­ξεις μου, τό­σο στὴν κα­θε­μιὰ πι­νε­λιά μου ὅ­σο καὶ στὰ εἴ­κο­σι δι­α­σκε­πτι­κά μου βή­μα­τα. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ἀ­νη­συ­χῶ: Πῶς μπο­ρῶ νὰ ἀ­να­δεί­ξω τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ μέ­σ’ ἀ­π’ τὴ συγ­γρα­φή; Καὶ πραγ­μα­τι­κά, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­πα­ραί­τη­των ἀ­πο­στά­σε­ων, μοῦ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἡ ἑ­ξῆς ἀ­γω­νί­α: Τί ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ μέ­σα γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη μου;

        Γιὰ τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρῶ νὰ αἰ­σθαν­θῶ σί­γου­ρη εἶ­ναι ὅ­τι ὁ σχη­μα­τι­σμὸς προ­τά­σε­ων καὶ σκη­νῶν, ἡ στί­ξη, ἡ ἔν­τα­ση κι ὁ ἐ­πι­χρω­μα­τι­σμὸς τῶν φω­νη­έν­των καὶ τῶν ρη­μά­των, καὶ οἱ κι­νού­με­νες σὲ ἀρ­γὴ κί­νη­ση ―ὅ­πως οἱ νίν­τζα― γε­ρουν­δια­κὲς προ­τά­σεις, τεί­νουν νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ὕ­στα­τη ἀ­πο­στο­λή μου. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἕ­να καλ­λι­τε­χνι­κὸ μέ­σο· ἡ συγ­γρα­φή της σὲ με­τα­φέ­ρει σ’ ἕ­ναν κό­σμο ὅ­που οἱ ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται ἀ­κό­μα γιὰ τὴν τέ­χνη.

[1] Τὸ λι­νά­ρι, εἴ­τε ὡς λι­να­ρό­σπο­ρος εἴ­τε ὡς λι­νέ­λαι­ο, χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς στα­θε­ρο­ποι­η­τὴς τῶν χρω­μά­των στὴ ζω­γρα­φι­κή. [ΣτΜ]
[2] Ἡ Συλ­λο­γὴ Φρίκ (Frick Collection) εἶ­ναι ἕ­να μου­σεῖ­ο τέ­χνης στὸ Μαν­χάτ­ταν τῆς Νέ­ας Ύ­όρ­κης, γνω­στὸ γιὰ τὴν πο­λύ­τι­μη συλ­λο­γὴ πι­νά­κων ὀ­ρι­σμέ­νων ἐκ τῶν ση­μαν­τι­κό­τε­ρων Εὐ­ρω­παί­ων ζω­γρά­φων τῆς προ­νε­ω­τε­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου. [ΣτΜ]
[3] Ὁ Σὲρ Τό­μας Μόρ (Sir Thomas More, 1478-1535) ἦ­ταν Ἄγ­γλος πο­λι­τι­κός, συγ­γρα­φέ­ας καὶ φι­λό­σο­φος. Ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἅ­γιος τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­πι­τέ­θη­κε μὲ δρι­μύ­τη­τα στὴ λου­θη­ρα­νι­κὴ με­ταρ­ρύθ­μι­ση. Ἡ δι­ά­στα­σή του μὲ τὸν Ἑρ­ρί­κο Η΄ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ τε­λευ­ταί­ου νὰ ξα­να­παν­τρευ­θῇ, ἀ­πο­σχι­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὴν κα­θο­λι­κὴ καὶ ἱ­δρύ­ον­τας τὴν ἀγ­γλι­κα­νι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α, ὁ­δή­γη­σε στὴν φυ­λά­κι­ση, κι ἔ­πει­τα στὸν θά­να­το δι’ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμοῦ τοῦ Μόρ. Σπου­δαι­ό­τε­ρο ἔρ­γο του ὑ­πῆρ­ξε ἡ Οὐ­το­πί­α. [ΣτΜ]
[4] Ὁ Τό­μας Κρόμ­γου­ελ (Thomas Cromwell, 1485-1540) ἦ­ταν Ἄγ­γλος νο­μι­κὸς καὶ πο­λι­τι­κός, σύμ­βου­λος καὶ ὑ­πουρ­γὸς τοῦ Ἑρ­ρί­κου τοῦ Η΄. Ὑ­πῆρ­ξε ἔν­θερ­μος ὑ­πο­στη­ρι­κτὴς τῆς ἀγ­γλι­κα­νι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς με­ταρ­ρύθ­μι­σης, στέλ­νον­τας τὸν Μόρ ―καὶ ἄλ­λους― στὴν κα­ρα­τό­μη­ση. Ὑ­πῆρ­ξε ὀ­ξυ­δερ­κὴς πο­λι­τι­κός, ὡ­στό­σο οἱ ἀ­πο­φά­σεις του τὸν ὁ­δή­γη­σαν στὸ νὰ κα­τα­στῇ μι­ση­τός, μ’ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ βρῇ κι αὐ­τὸς ὅ­μοι­ο μὲ τὸν Μὸρ τέ­λος. [ΣτΜ]
[5] Ὁ Χὰνς Χόλ­μπά­ϊν ὁ νε­ώ­τε­ρος (Hans Holbein der Jüngere, 1497-1543) ἦ­ταν Γερ­μα­νὸς ζω­γρά­φος, ἐκ τῶν σπου­δαι­ό­τε­ρων τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης στὸ πε­δί­ο τῆς προ­σω­πο­γρα­φί­ας/πορ­τραι­το­ποι­ί­ας. Πορ­τραῖ­α φι­λο­τε­χνη­μέ­να ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­ναν στὴν ἱ­στο­ρί­α, ἐ­νῷ τά­χθη­κε στὸ πλευ­ρὸ τῆς αἰ­σθη­τι­κῆς ἐ­πέν­δυ­σης τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης· μά­λι­στα, ἡ Ἀγ­γλί­α ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ἐκ τῶν ἐρ­γο­δο­τῶν του, μιᾶς κι ὁ Ἑρ­ρί­κος Η΄ τὸν προ­σέ­λα­βε ὡς βα­σι­λι­κὸ ζω­γρά­φο. Κά­πως ἔ­τσι, φι­λο­τέ­χνη­σε τὰ πορ­τραῖ­τα τῶν Μὸρ καὶ Κρόμ­γου­ελ, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­κτί­θεν­ται δί­πλα-δί­πλα στὴ συλ­λο­γὴ Φρὶκ στὴν Νέ­α Υ­όρ­κη. [ΣτΜ]
[6] Ἡ πτέ­ρυ­γα Ντε­νόν (Denon Wing) εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς τέσ­σε­ρις πτέ­ρυ­γες τοῦ Μου­σεί­ου τοῦ Λού­βρου. [ΣτΜ]
[7] Τὸ μου­σεῖ­ο Γκέτ­τυ (Getty) βρί­σκε­ται στὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες καὶ φι­λο­ξε­νεῖ ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα τέ­χνης ἀ­πὸ ὅ­λον τὸν κό­σμο. [ΣτΜ]
[8] Ἀ­να­φο­ρὰ στά: (Ι) “The Secret Sharer”, δι­ή­γη­μα τοῦ Πο­λω­νο­βρε­τα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α, Τζό­ζεφ Κόν­ραντ (Joseph Conrad, 1857-1924), τὸ ὁ­ποῖ­ο γρά­φτη­κε στὰ 1909 καὶ δη­μο­σι­εύ­τη­κε σὲ δύ­ο μέ­ρη στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Harper’s magazine. Ἕ­νας ἐκ τῶν πρω­τα­γω­νι­στι­κῶν χα­ρα­κτή­ρων τοῦ δι­η­γή­μα­τος ὀ­νο­μά­ζε­ται Leggatt. (ΙΙ) BUtterfield 8, μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α, Τζὼν Ὀ­’­Χά­ρα (John O’Hara, 1905-1970), τὸ ὁ­ποῖ­ο κυ­κλο­φό­ρη­σε στὰ 1935 καὶ γρή­γο­ρα ἔ­γι­νε best-seller. Ἕ­νας ἐκ τῶν βα­σι­κῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ ἔρ­γου εἶ­ναι ὁ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νος ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ας Weston Ligget. [ΣτΜ]
[9] Ὁ Ράν­ταλλ Μπρά­ουν (Randall Brown) εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας μι­κρο­δι­η­γη­μά­των καὶ ὑ­πεύ­θυ­νος ἐρ­γα­στη­ρί­ου συγ­γρα­φῆς μι­κρο­δι­η­γη­μά­των. Ὁ προ­σω­πι­κός του ἱ­στό­το­πος εἶ­ναι: www.randall-brown.com [ΣτΜ]
[10] Ὁ Ζὼρζ Σε­ρά (Georges Seraut, 1859-1891) ἦ­ταν Γάλ­λος ζω­γρά­φος, εἰ­ση­γη­τὴς τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας τοῦ που­αν­τι­γι­σμοῦ (ἑλλ.: στιγ­μα­το­γρα­φί­α), ση­μα­το­δο­τῶν­τας τὸ πέ­ρα­σμα στὸν με­τα-ιμ­πρεσ­σι­ο­νι­σμό. [ΣτΜ]


 

Πηγή: ἀπὸ τὴν ἐπιθεώρηση SmokeLong Quarterly:

http://www.smokelong.com/flash-fiction-as-language-art/

 

Ἄν­νε Βά­ισ­γκέρ­μπερ (Anne Weisgerber). Πρό­σφα­τες δη­μο­σι­εύ­σεις μι­κρο­δι­η­γη­μά­των τῆς A. E. Weisgerber στὰ­ Shotgun HoneySmokeLong Quar­ter­lyEn­tro­py MagazineNew SouthThe Journal of Compressed Creative Arts, ἐ­νῷ τὸ δι­ή­γη­μά της «Sleeping Beauty: Markson Fangirl» βρέ­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς φι­να­λί­στ τοῦ Best Small Fictions γιὰ τὸ ἔ­τος 2016. Δι­α­βά­ζει στὸ Pithead Chapel, γρά­φει κρι­τι­κὲς στὸ Change Seven Magazine, καὶ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο γρά­φει τὸ πρῶ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ τί­τλο: Unincorporated Area, μ’ ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα τὴ φο­ρά. Ἀ­κο­λου­θῆ­στε τὴν στὸ Twitter @AEWeisgerber, ἢ ἐ­πι­σκε­φθῆ­τε τὸ anneweisgerber.com.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά:

Θα­νά­σης Γα­λα­νά­κης (Ἀ­θή­να, 1993): Σπού­δα­σε Με­σαι­ω­νι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν Ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴ Θε­ω­ρί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας, τὴ Με­τά­φρα­ση θε­ω­ρη­τι­κῶν καὶ λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν Ποί­η­ση. Με­λέ­τες, με­τα­φρά­σεις καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, φι­λο­λο­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά, ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ ἰ­στο­τό­πους . Ἀ­γα­πᾷ τὰ ζῶ­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ πτη­νά. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πιὸ πρό­σφα­τό του βι­βλί­ο, ἡ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή Τὰ Κα­να­ρί­νια (Ἀ­θή­να, Σμί­λη, 2019). Δι­α­τη­ρεῖ τὸ ἰ­στο­λό­γιο:

http://ptinologion.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου