Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков) : Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια (Дамата с рентгеновите очи)

 


ΤΟΝ ΦΑΡΔΥ καὶ φω­τει­νὸ χῶ­ρο ἀ­να­μο­νῆς τοῦ φη­μι­σμέ­νου ἰν­στι­τού­του καλ­λο­νῆς «Κο­σμέ­τι­κουμ Ἄ­μου­λετ – κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς», κά­θον­ταν πέν­τε κυ­ρί­ες – κομ­ψὰ ντυ­μέ­νες, φρον­τι­σμέ­να βαμ­μέ­νες, ἀλ­λὰ καὶ πά­λι τό­σο ἄ­σχη­μες, ποὺ κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κὰ θὰ βρι­σκό­ταν σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση, ἂν ἔ­σκυ­βε πά­νω τους μὲ τὸ δυ­σά­ρε­στο κα­θῆ­κον νὰ ξε­χω­ρί­σει ποι­ά ἀ­πὸ αὐ­τὲς ἀ­ξί­ζει νὰ φέ­ρει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τὸν τί­τλο τῆς «βα­σί­λισ­σας τῆς ἀ­σχή­μιας». Ἐ­νῶ προ­σπερ­νᾶ­με μὲ ἁ­βρὴ ἀ­δι­α­φο­ρί­α τὶς φυ­σι­κὲς ἀ­τέ­λει­ες τῶν πέν­τε αὐ­τῶν κυ­ρι­ῶν, θὰ ἀ­να­φέ­ρου­με μό­νο μιὰ μι­κρὴ λε­πτο­μέ­ρεια, ὡς ἕ­να κα­θα­ρὰ δι­α­κο­σμη­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο στὸ δι­ή­γη­μά μας: οἱ σε­βά­σμι­ες ἐ­πι­σκέ­πτρι­ες κά­θον­ταν σὲ βα­θιὰ με­ταλ­λι­κὰ κα­θί­σμα­τα καὶ ξε­φύλ­λι­ζαν ἀ­φη­ρη­μέ­να ἀ­πὸ ἕ­να εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο πε­ρι­ο­δι­κό, ἀ­νά­με­σα στὶς σε­λί­δες τοῦ ὁ­ποί­ου, μα­ζὶ μὲ τὶς πα­νη­γυ­ρι­κὲς ἀ­να­κοι­νώ­σεις γιὰ τοὺς ἐ­πι­κεί­με­νους σκα­κι­στι­κοὺς ἀ­γῶ­νες καὶ τὶς και­νούρ­γι­ες ἐ­ξε­ρευ­νή­σεις στοὺς πό­λους, κρύ­βον­ταν ἀ­κό­μα καὶ εἰ­δή­σεις, ὅ­πως ὅ­τι ὁ Οὐα­λλὸς πρίγ­κηψ δι­έ­σχι­σε προ­σφά­τως τοὺς λον­δρέ­ζι­κους δρό­μους μὲ κόκ­κι­νο φρά­κο ἢ ὅ­τι ὁ Ἰν­δὸς μα­χα­ρα­γιὰς Χα­ρί­α Τριμ­πχουμ­πά­να Γιοὺν Μπα­χαν­τοὺρ Σουμ­σα­ρὲ κα­τέ­φθα­σε αἰ­σί­ως στὴ Ρι­βι­έ­ρα. Ποὺ καὶ ποὺ οἱ σι­ω­πη­λὲς ἐ­πι­σκέ­πτρι­ες σή­κω­ναν τὰ μά­τια ἀ­πὸ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἔ­ρι­χναν ἕ­να ἀ­νυ­πό­μο­νο βλέμ­μα πρὸς τὴ γα­λά­ζια πόρ­τα στὸ βά­θος τοῦ χώ­ρου ἀ­να­μο­νῆς, ἐ­κεῖ ὅ­που ἔ­πρε­πε νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος ὅ­λων τῶν γυ­ναι­κῶν – ὁ ἰ­δι­ο­φυ­ὴς μα­έ­στρο Τσε­ζά­ριο Γκαλ­φό­νε, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τεῖ­χε τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο χά­ρι­σμα νὰ πα­λεύ­ει μὲ τὰ κα­πρί­τσια τῆς φύ­σης καὶ νὰ με­τα­μορ­φώ­νει καὶ τὸ πιὸ ἀ­πο­κρου­στι­κὸ τέ­ρας σὲ θαυ­μά­σιο ἄγ­γε­λο.

           Ἐ­δῶ καὶ κάμ­πο­σα χρό­νια τὸ ἰν­στι­τοῦ­το καλ­λο­νῆς «Κο­σμέ­τι­κουμ Ἄ­μου­λετ –

κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς» εἶ­χε κερ­δί­σει τὴν ἐ­πά­ξια δό­ξα ἑ­νὸς ἀ­λη­θι­νοῦ μα­γι­κοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου, στὸ ὁ­ποῖ­ο κά­θε γυ­ναί­κα μπο­ροῦ­σε ἁ­πλὰ νὰ γί­νει ἀ­γνώ­ρι­στη. Ἐ­δῶ ἔρ­χον­ταν κυ­ρί­ες ἑ­κα­τὸ κι­λῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἄ­φη­ναν τὰ λί­πη τους καὶ ἔ­βγαι­ναν ὠ­χρὲς καὶ λε­πτὲς σὰν μα­νε­κέν. Ἔρ­χον­ταν γυ­ναῖ­κες μὲ μα­κρι­ὲς μύ­τες, μὲ χον­τρὰ καὶ στρα­βὰ πό­δια, μὲ στό­μα­τα σκι­στὰ μέ­χρι τ’ ἀ­φτιά, μὲ μα­ρα­μέ­να στή­θη ἢ μὲ κορ­μιὰ γε­μά­τα τρί­χες – καὶ ὅ­λες αὐ­τές, με­τὰ ἀ­πὸ ἡ­μί­ω­ρη ἐ­πέμ­βα­ση, ἐγ­κα­τέ­λει­παν τὸ ἰν­στι­τοῦ­το σὰν πεν­τά­μορ­φες τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. Ὅ­μως ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἦ­ταν φη­μι­σμέ­νος ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴν τέ­χνη του νὰ ὑ­περ­νι­κᾶ τὴ φυ­σι­κὴ ἀ­σχή­μια τῆς πε­λα­τεί­ας του. Ὄ­χι, αὐ­τὸς ἐ­πι­νο­οῦ­σε καὶ τὶς πιὸ ἀ­να­πάν­τε­χες καλ­λω­πι­στι­κὲς ἐκ­πλή­ξεις καὶ ἔ­δι­νε ἀ­δι­ά­κο­πα νέ­ες κα­τευ­θύν­σεις στὴν τε­χνι­κὴ τοῦ μα­κι­γι­άζ. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, δι­κό του εὔ­ρη­μα ἦ­ταν τὸ φίλ­τρο γιὰ τὸν ἐμ­πο­τι­σμὸ τοῦ δέρ­μα­τος ἐ­νάν­τια στὰ ση­μά­δια τῶν πα­θι­α­σμέ­νων φι­λι­ῶν, κα­θὼς καὶ τὰ τρι­γω­νι­κὰ φρύ­δια, τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­βρι­σκαν εὐ­ρεί­α δι­ά­δο­ση ἀ­νά­με­σα στὶς σε­μνὲς κυ­ρί­ες τῆς ὑ­ψη­λῆς κοι­νω­νί­ας. Ἐν τέ­λει, ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἔ­φθα­σε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὅ­πως ὁ ὀρ­ρὸς ἐ­νάν­τια στὸν τύ­φο πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται ἀ­πὸ βα­κί­λους τοῦ τύ­φου, στὴν ἴ­δια βά­ση μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­σκευα­στεῖ καὶ ὀρ­ρὸς ἀ­πὸ ἐγ­κέ­φα­λο πά­πιας γιὰ τὸ φρε­σκά­ρι­σμα τῶν νο­η­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των ἐ­κεί­νων τῶν γυ­ναι­κῶν, ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ φι­λαν­θρω­πι­κὰ τέ­ϊα, φι­λαν­θρω­πι­κὰ κο­κτέ­ιλς, φι­λαν­θρω­πι­κὰ πα­ζά­ρια καὶ γε­νι­κῶς κά­θε εἴ­δους φι­λαν­θρω­πι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἑ­τοί­μα­σε τὸν μα­γι­κό του ὀρ­ρὸ καὶ ἀ­πέ­δει­ξε ἅ­παξ διὰ παν­τὸς ὅ­τι εἶ­ναι πράγ­μα­τι θαυ­μα­τουρ­γός. Μὲ τὴ βο­ή­θεια αὐ­τοῦ τοῦ ὀρ­ροῦ μιὰ γνω­στὴ κυ­ρί­α κα­τά­φε­ρε νὰ πεί­σει μὲ ἰλ­λιγ­γι­ώ­δη λο­γι­κὴ τὸν ζη­λιά­ρη σύ­ζυ­γό της, ὅ­τι ἡ ἀ­πι­στί­α τῆς σύγ­χρο­νης γυ­ναί­κας δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ ἔκ­φρα­ση τῆς πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νης φι­λαν­θρω­πι­κῆς κο­κε­τα­ρί­ας. Κον­το­λο­γίς, ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἦ­ταν μιὰ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἡ ζω­ὴ τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν πλή­ρως ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ἀ­σθε­νοῦς φύ­λου τῆς χά­ϊ λά­ϊφ κοι­νω­νί­ας.

         Τώ­ρα, θὰ ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μό­νο μὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πέν­τε κυ­ρί­ες ποὺ κά­θον­ταν στὸν χῶ­ρο ἀ­να­μο­νῆς τοῦ Κο­σμέ­τι­κουμ, χω­ρίς, ἐν­νο­εῖ­ται, νὰ ἔ­χου­με κά­ποι­α ἐ­σκεμ­μέ­νη προ­τί­μη­ση στὴν ἐ­πι­λο­γή μας. Στε­κό­μα­στε σ’ ἐ­κεί­νη τὴν κυ­ρί­α ὄ­χι για­τί ὑ­περ­τε­ρεῖ τῶν ἄλ­λων ἢ ἔ­χει συγ­γε­νι­κοὺς δε­σμοὺς μὲ τὸν συγ­γρα­φέ­α, ἀλ­λὰ ἁ­πλὰ καὶ ξά­στε­ρα δι­ό­τι αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς ὅ­ρι­σε ἡ θεί­α πρό­νοι­α γιὰ νὰ παί­ξει τὸν ρό­λο τῆς ἡ­ρω­ΐ­δας στὴν πα­ρα­κά­τω ἐ­ξι­στό­ρη­ση.

         Καὶ ἡ κυ­ρί­α ποὺ ἀ­ξι­ώ­θη­κε τὴν προ­σο­χή μας ἔ­φε­ρε τὸ εὔ­η­χο ὄ­νο­μα Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα, δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴ μοί­ρα μὲ ἀλ­λή­θω­ρα μά­τια, τὰ ὁ­ποῖ­α ἦ­ταν ὁ φο­βε­ρὸς ἐ­φιά­λτης, στήν, κα­τὰ τ’ ἄλ­λα, αἰ­θέ­ρια νι­ό­τη της. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ ἦ­ταν τυ­φλή, πα­ρὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­ται ἄ­δι­κα τοὺς θαυ­μά­σιους πει­ρα­σμοὺς τῆς ζω­ῆς τρι­γύ­ρω της, τοὺς ὁ­ποί­ους δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀγ­γί­ξει. Οἱ γυ­ναῖ­κες τὴν κοι­τοῦ­σαν μὲ πε­ρι­φρό­νη­ση, οἱ ἄν­τρες τὴν προ­σπερ­νοῦ­σαν μὲ ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι τὸ κορ­μί της ἦ­ταν μιὰ χα­ρὰ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο, ὅ­μως τὰ γουρ­λω­τὰ καὶ ἀλ­λή­θω­ρα μά­τια της ἀ­πω­θοῦ­σαν τοὺς πάν­τες καὶ τὴν ἔ­κα­ναν ἀ­φό­ρη­τη στὸν κύ­κλο ἐ­κεί­νων, ποὺ ἔ­παι­ζαν τέ­νις καὶ μι­λοῦ­σαν γιὰ τὶς και­νούρ­γι­ες μάρ­κες αὐ­το­κι­νή­των.  Ὅ­μως, ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ὀ­νει­ρευ­ό­ταν νὰ παν­τρευ­τεῖ μὲ ἑ­κα­τομ­μυ­ρι­οῦ­χο, ἐ­πει­δὴ ἡ ἴ­δια ἦ­ταν κό­ρη πλού­σιου ἐρ­γο­στα­σιά­ρχη καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σχέ­σεις της μὲ τὴν παρ­φου­μα­ρι­σμέ­νη νε­ο­λαί­α τῶν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῶν κύ­κλων. Ὅ­λη μέ­ρα κα­θό­ταν μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­φτη καὶ βα­σα­νι­ζό­ταν νὰ κα­λύ­ψει μὲ κά­θε τρό­πο τὸ σκλη­ρὸ ἀ­στεῖ­ο τῆς φύ­σης, ἀλ­λὰ μά­ται­α. Οὔ­τε οἱ βα­θι­ὲς σκι­ὲς στὰ μά­τια της, οὔ­τε οἱ ἐ­κτε­τα­μέ­νες βλε­φα­ρί­δες της, οὔ­τε τὰ γυ­α­λι­σμέ­να μὲ βα­ζε­λί­νη βλέ­φα­ρά της μπο­ροῦ­σαν νὰ τὴ βο­η­θή­σουν. Στὸ τέ­λος, ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νί­σχυ­ρη ν’ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴ μοί­ρα της, ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ἔ­πε­σε σὲ φο­βε­ρὴ ἀ­πό­γνω­ση, ἡ ὁ­ποί­α τὴν ὁ­δή­γη­σε στα­δια­κὰ στὴ σκέ­ψη νὰ κλει­στεῖ σὲ μο­να­στή­ρι. Ὅ­μως τό­τε ἀ­κρι­βῶς, στὴ σκο­τει­νι­α­σμέ­νη μνή­μη της, ἔ­λαμ­ψε ἀ­να­πάν­τε­χα ὡς φά­ρος σω­τη­ρί­ας τὸ ὄ­νο­μα «Κο­σμέ­τι­κουμ Ἄ­μου­λετ – κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς». Χο­ρο­πή­δη­σε ἀ­πὸ χα­ρὰ καὶ ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸ μι­κρὸ καὶ στριφ­νὸ εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ φαρ­μά­κω­νε τὶς μέ­ρες της μὲ τὴν ἁ­γί­α βα­ρε­μά­ρα του. Μὰ πῶς καὶ δὲν τὸ σκέ­φτη­κε νω­ρί­τε­ρα ν’ ἀ­να­ζη­τή­σει βο­ή­θεια ἀ­πὸ ἐ­τοῦ­το τὸ ἰν­στι­τοῦ­το καλ­λο­νῆς, ἀ­π’ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν πε­ρά­σει, σὰν μέ­σα ἀ­πὸ κά­ποι­α μα­γι­κὴ φάμ­πρι­κα τῶν εὐ­τυ­χῶν με­τα­μορ­φώ­σε­ων, τό­σες πολ­λὲς γυ­ναῖ­κες! Ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ἔ­συ­ρε βι­α­στι­κὰ δυ­ὸ κα­τα­κόκ­κι­νες γραμ­μὲς πά­νω στὰ χεί­λη της, πού­δρα­ρε τὸ πρό­σω­πο καὶ τρά­βη­ξε λε­πτὲς ἀγ­κύ­λες στὰ φρύ­δια της μὲ μαῦ­ρο μο­λυ­βά­κι, ἔ­πει­τα ἅρ­πα­ξε τὴν τσάν­τα της καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε μὲ συγ­κρα­τη­μέ­νη ἀ­να­πνο­ὴ πρὸς τὸ κέν­τρο τῆς γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς, στὸν χω­ρὸ ἀ­να­μο­νῆς τοῦ ὁ­ποί­ου, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, εἴ­χα­με τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τὴ δοῦ­με, κα­θι­σμέ­νη στὸ βα­θὺ με­ταλ­λι­κὸ κά­θι­σμα.

         Με­τὰ ἀ­πὸ μα­κρὰ καὶ βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­να­μο­νή, ὁ μα­έ­στρο Τσε­ζά­ριο Γκαλ­φό­νε ὑ­πο­δέ­χθη­κε ἐ­πι­τέ­λους τὴ δυ­στυ­χι­σμέ­νη πε­λά­τισ­σά του, μὲ ὅ­λη ἐ­κεί­νη τὴ συμ­πό­νια τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πέ­βα­λε τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του.

         Κα­θη­σύ­χα­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ βρι­σκό­ταν σὲ ἔ­ξα­ψη, μὲ τὴν πα­νη­γυ­ρι­κὴ ὑ­πό­σχε­ση ὅ­τι θὰ τὴν κά­νει μιὰ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη θε­ὰ τῆς ὀ­μορ­φιᾶς – μιὰ Ἀ­φρο­δί­τη, φαι­νό­με­νο τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να, μὲ στή­θη πα­ρα­φί­νης καὶ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια.

       — Μὰ τί λέ­τε! – ἀ­πό­ρη­σε μὲ εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα, ἐ­νῶ τί­να­ξε τὴ στά­χτη τοῦ τσι­γά­ρου της στὸ ἐ­μα­γι­ὲ στα­χτο­δο­χειά­κι τοῦ τρα­πε­ζιοῦ γιὰ τὸ κά­πνι­σμα.

       — Πο­λύ ἁ­πλό, τζεν­τι­λί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να! – ἀ­να­φώ­νη­σε θε­α­τρι­κὰ ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε, ἐμ­πνευ­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­μη­χα­νί­α τῆς συ­νο­μι­λή­τριάς του. — Ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χα τὴ μέ­γι­στη εὐ­χα­ρί­στη­ση νὰ δῶ τὸ σου­τι­έν σας, ὅ­μως ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι τὸ κό­ψι­μό του εἶ­ναι ἄ­ψο­γο. Καὶ πά­λι, γκρα­τσι­ο­ζί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­γραμ­μα τοῦ μπού­στου σας κά­τω ἀ­πὸ τὸ φό­ρε­μα, τολ­μῶ νὰ δη­λώ­σω, ἐν­τε­λῶς κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­νώ­πιον τῆς αὐ­τῆς Αὐ­θεν­τι­κῆς Ἐ­ξο­χό­τη­τος τοῦ σι­νιὸρ Μο­ρὶς ντὲ Βα­λέφ, ἐμ­πνευ­σμέ­νου εἰ­δή­μο­νος σὲ ὅ­λους τοὺς πα­ρι­σι­νοὺς δι­α­γω­νι­σμοὺς παγ­κό­σμιας ὀ­μορ­φιᾶς, ὅ­τι τὰ θε­ϊ­κά σας στή­θη ξε­φεύ­γουν κά­πως ἀ­πὸ τὴν κα­νο­νι­κὴ ἀ­να­το­μί­α καὶ συ­νε­πῶς χρει­ά­ζον­ται μιὰ ἔγ­χυ­ση πα­ρα­φί­νης, ἡ ὁ­ποί­α θὰ τὰ μορ­φο­ποι­ή­σει θαυ­μά­σια καὶ θὰ τοὺς ἐ­πα­να­φέ­ρει τὴ χα­μέ­νη κλα­σι­κὴ φόρ­μα.

         — Θε­έ μου! Μὰ τί λέ­τε! – ἀ­να­στέ­να­ξε ἐ­ρε­θι­σμέ­νη ἀ­πὸ χα­ρὰ ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα, ἐ­νῶ ἔ­βγα­λε κο­κέ­τι­κα τὸ κί­τρι­νο κα­στό­ρι­νο κα­πε­λά­κι της καὶ τὸ φό­ρε­σε πά­νω στὸ γυ­μνό της γό­να­το.

           — Ὅμως τί θὰ γί­νει μὲ τὰ μά­τια μου; Πεῖ­τε, γιὰ τὸ Θε­ό, θὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ δι­ορ­θώ­σε­τε τὰ μά­τια μου; – πρό­σθε­σε, τὴν ἴ­δια στιγ­μή, καὶ τὸ πρό­σω­πό της σκο­τεί­νια­σε σὲ μιὰ θλι­βε­ρὴ γκρι­μά­τσα.

         Ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἔ­βα­λε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι στὴν καρ­διά, σή­κω­σε τὸ δε­ξὶ μὲ νό­η­μα πρὸς τὰ πά­νω καὶ γο­να­τί­ζον­τας ἀ­πρό­σμε­να μπρο­στὰ στὴν ἔκ­πλη­κτη κο­πέ­λα, φώ­να­ξε μὲ τὴν ἁ­πα­λή, ὅ­λο γλυ­κε­ρί­νη, φω­νή του:

          — Ὤ, τζεν­τι­λί­σι­μα, μπε­λί­σι­μα καὶ κα­ρί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἡ ὀ­πτι­κὴ ἑ­στί­α­ση τῶν μα­γευ­τι­κῶν ὀ­φθαλ­μῶν σας εἶ­ναι με­τα­το­πι­σμέ­νη σὲ κά­ποι­α ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔ­κτα­ση, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως ἡ ση­με­ρι­νὴ χει­ρουρ­γι­κὴ στέ­κε­ται σὲ τέ­τοι­ο ὕ­ψος, ὅ­που μιὰ τέ­τοι­α ἐν­τε­λῶς ἀ­θώ­α ἀ­τέ­λεια μπο­ρεῖ νὰ ἀ­φαι­ρε­θεῖ μό­νο μέ­σα σὲ δέ­κα λε­πτά. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τὴ θὰ ἐν­στα­λά­ξω στὶς ἀγ­γε­λι­κές σας κό­ρες ἀρ­κε­τὲς στα­γό­νες ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α μου ἐ­φεύ­ρε­ση, τὸ «Ρεν­τγκε­νόλ», τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ τὶς λού­σει μὲ γο­η­τευ­τι­κὴ λάμ­ψη καὶ θὰ τὶς με­τα­μορ­φώ­σει σὲ λαμ­πε­ρὰ ἀ­στέ­ρια, γιὰ τὴν πε­τα­λου­δέ­νια ἔμ­πνευ­ση τῶν ποι­η­τῶν. Εἶ­μαι ἕ­τοι­μος, χω­ρὶς καμ­μί­α ἀμ­φι­βο­λί­α, νὰ σᾶς δώ­σω γρα­πτὴ ἐγ­γύ­η­ση τρι­ῶν χρό­νων γιὰ τὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ δρά­ση τῶν θαυ­μα­τουρ­γῶν μου στα­γό­νων, μα­ζὶ μὲ τὸν λό­γο τῆς τι­μῆς μου, ὅ­τι ἐ­σεῖς ἔρ­χε­στε στὸ κέν­τρο μου, ἀ­κρι­βῶς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­γὼ σκο­πεύ­ω νὰ θέ­σω σὲ κυ­κλο­φο­ρί­α τὴν πρώ­τη δο­κι­μα­στι­κὴ παρ­τί­δα κυ­ρι­ῶν μὲ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια. Ἐμ­πι­στευ­θεῖ­τε τὶς φρον­τί­δες μου, ἰ­λου­στρί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να, καὶ τὸ ἀρ­γό­τε­ρο σὲ μι­σὴ ὥ­ρα θὰ βα­δί­ζε­τε στοὺς δρό­μους σὰν ἀ­να­στη­μέ­νη, ἐκ τοῦ τά­φου, Σε­μί­ρα­μις!

         Ναρ­κω­μέ­νη ἀ­π’ τὴν πε­ρι­πα­θὴ καλ­λι­λο­γί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­συ­νή­θι­στου δη­μι­ουρ­γοῦ τῆς γυ­ναι­κεί­ας ὀ­μορ­φιᾶς, ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα πέ­ρα­σε σὰν ὑ­πνω­τι­σμέ­νη καὶ κρύ­φτη­κε πί­σω ἀ­πὸ τὰ μαῦ­ρα λου­στρα­ρι­σμέ­να φύλ­λα τοῦ ἐ­λα­φροῦ κι­νέ­ζι­κου πα­ρα­πε­τά­σμα­τος.

         Ὣς ἐ­δῶ, ἀ­γα­πη­τὲ ἀ­να­γνώ­στη, ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με, ὁ­μα­λά. Ὅ­μως, νὰ ποὺ ἡ ἱ­στο­ρί­α μας παίρ­νει ἐν­τε­λῶς ἀ­να­πάν­τε­χη κα­τά­λη­ξη, καὶ πρὸς ἔκ­πλη­ξη ὅ­λων λαμ­βά­νει τὴ μορ­φὴ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ με­τα­μορ­φω­μέ­νη μας ἡ­ρω­ΐ­δα ἔ­χει γρά­ψει μὲ τὸ ἴ­διο της τὸ χέ­ρι τὶς πα­ρά­ξε­νες ἐμ­πει­ρί­ες της, με­τὰ τὴν ἔ­ξο­δο ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς. Ἀλ­λά, ἄς πά­ψου­με πλέ­ον νὰ μι­λᾶ­με ἐξ ὀ­νό­μα­τος τοῦ συγ­γρα­φέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος, τὸ δί­χως ἄλ­λο, ἀ­πε­χθά­νε­ται τὴν κου­τσομ­πο­λί­στι­κη φλυ­α­ρί­α γιὰ τὴ μιὰ ἢ γιὰ τὴν ἄλ­λη πε­ρί­στα­ση. Οἱ ἑ­πό­με­νες σε­λι­δοῦ­λες ἀ­πὸ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο τῆς Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ἐ­ξη­γοῦν τί συ­νέ­βη πα­ρα­κά­τω.

8 Σε­πτεμ­βρί­ου

Μό­λις ἐ­πέ­στρε­ψα ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τοῦ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε. Κα­θὼς περ­πα­τοῦ­σα στοὺς δρό­μους, ὅ­λοι γύ­ρι­ζαν νὰ μὲ κοι­τά­ξουν. Ἀρ­κε­τοὶ μά­λι­στα στα­μα­τοῦ­σαν καὶ ἀ­να­φω­νοῦ­σαν: «Ἄχ, τί ἐκ­πλη­κτι­κὰ μά­τια!» Μό­λις τώ­ρα αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι ζῶ. Θε­έ μου, πό­σο εἶ­μαι εὐ­τυ­χι­σμέ­νη! Μα­κά­ρι μό­νο νὰ παν­τρευ­τῶ πιὸ γρή­γο­ρα.

9 Σε­πτεμ­βρί­ου

Γι­ού­πι, γι­ού­πι! Βλέ­πω πράγ­μα­τα ποὺ οἱ ἄλ­λοι δὲν βλέ­πουν. Τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια μου τρυ­πώ­νουν παν­τοῦ. Αὐ­τὸ τὸ πρω­ΐ, ὅ­ταν ξύ­πνη­σα, πα­ρα­τή­ρη­σα στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρά μου ἕ­ναν σκε­λε­τὸ μὲ ἀ­ση­μέ­νιο δί­σκο σερ­βι­ρί­σμα­τος στὰ χέ­ρια. Στὴν ἀρ­χὴ τρό­μα­ξα καὶ νό­μι­σα ὅ­τι ἀ­κό­μα ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι. Ὅ­μως ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα, ὅ­τι ὁ σκε­λε­τὸς δὲν ἦ­ταν κα­νέ­νας ἄλ­λος, πα­ρὰ ἡ μα­γεί­ρισ­σά μας, ἡ ὁ­ποί­α μπῆ­κε γιὰ νὰ μοῦ φέ­ρει τὸ πρω­ϊ­νό. Οἱ μα­γι­κὲς στα­γό­νες τοῦ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἔ­δω­σαν στὰ μά­τια μου τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα νὰ βλέ­πουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὕ­λη.

10 Σε­πτεμ­βρί­ου

Στὸν δρό­μο, στὸ τρόλ­λε­ϋ, στὸν κῆ­πο — παν­τοῦ βλέ­πω μό­νο σκε­λε­τούς. Καὶ αὐ­τὸ τρο­με­ρὰ μὲ δι­α­σκε­δά­ζει. Στὸν θώ­ρα­κα με­ρι­κῶν χτυ­πᾶ­νε καρ­δι­ές, με­γά­λες σὰν γρο­θι­ές, σὲ ἄλ­λων, πά­λι, οἱ καρ­δι­ὲς εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς μι­κροῦ­λες, σὰν τῶν σπουρ­γι­τι­ῶν.

11 Σε­πτεμ­βρί­ου

Κυ­κλο­φο­ρῶ θαρ­ρεῖς καὶ εἶ­μαι σὲ κά­ποι­ο ζων­τα­νὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι, ὅ­τι δὲν νι­ώ­θω τί­πο­τε τὸ δυ­σά­ρε­στο μὲ αὐ­τό. Ἀν­τι­θέ­τως, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δι­α­σκέ­δα­σή μου εἶ­ναι νὰ κοι­τά­ζω ἐ­πί­μο­να τὸν κά­θε πε­ρα­στι­κὸ καὶ νὰ ἐ­ξε­τά­ζω τὴν ἀ­να­το­μί­α του.

14 Σε­πτεμ­βρί­ου

Ἐ­δῶ καὶ κά­ποι­ον και­ρὸ πα­ρα­τη­ρῶ ἕ­να ἀ­συ­νή­θι­στο φαι­νό­με­νο. Κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, τοὺς ὁ­ποί­ους συ­ναν­τῶ, καὶ κυ­ρί­ως ἀ­π’ τὸ χά­ϊ λά­ϊ­φ, δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου ἐγ­κέ­φα­λο στὰ κε­φά­λια τους. Σή­με­ρα, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, εἶ­δα τὸν ἐ­ξά­δελ­φο τῆς Βά­λιας, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι μέ­λος τοῦ δι­οι­κη­τι­κοῦ συμ­βου­λί­ου τῆς ἀ­θλη­τι­κῆς ὁ­μο­σπον­δί­ας καὶ ἔ­χει ἰ­δα­νι­κὰ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο σῶ­μα. Μὲ στα­μά­τη­σε καὶ μοῦ ἔπι­α­σε τὴν κου­βέν­τα. Μοῦ φί­λη­σε τὸ χέ­ρι, ἄρ­χι­σε νὰ μὲ στο­λί­ζει μὲ κομ­πλι­μέν­τα, καὶ ἐ­γὼ τὸν κοι­τά­ζω καὶ σκέ­φτο­μαι: «Θε­έ μου, τί γε­ρο­δε­μέ­νος σκε­λε­τός!» Ὅ­ταν ὅ­μως σή­κω­σα τὰ μά­τια πρὸς τὸ κε­φά­λι του, ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι σὲ αὐ­τὸ δὲν ὑ­πάρ­χει ἴ­χνος ἐγ­κε­φά­λου. Ἤ­μουν ἕ­τοι­μη νὰ τοῦ τὸ πῶ, ὅ­μως κρα­τή­θη­κα, γιὰ νὰ μὴν τὸν προ­σβάλ­λω. Ἴ­σως αὐ­τὸς νὰ ἑρ­μή­νευ­ε τὰ λό­για μου μὲ με­τα­φο­ρι­κὴ ση­μα­σί­α. Καὶ πά­λι, ἐ­γὼ προ­τι­μῶ νὰ παν­τρευ­τῶ μ’ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο σὰν κι αὐ­τόν, ἀν­τὶ νὰ ἔ­χω γιὰ σύ­ζυ­γο κά­ποι­ον ποὺ τὸ κρα­νί­ο του εἶ­ναι γε­μά­το μὲ μυα­λό, ἀλ­λὰ στη­ρί­ζε­ται πά­νω σε ἀ­δύ­να­μο σῶ­μα.

16 Σε­πτεμ­βρί­ου

Ἐ­χθὲς τὸ βρά­δυ ἤ­μου­να σὲ σουα­ρὲ στῆς Νταί­ζης. Εἶ­χε πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα κό­σμο. Ὅ­λο κυ­ρί­ες καὶ κυ­ρί­ους τῆς κα­λῆς κοι­νω­νί­ας, ἀ­νά­με­σα στοὺς ὁ­ποί­ους καὶ ἕ­ναν ξέ­νο δι­πλω­μά­τη. Ὅ­λοι δι­α­γω­νί­ζον­ταν στὸ νὰ φλερ­τά­ρου­νε μα­ζί μου, ὅ­μως στὸ τέ­λος ἐ­γὼ προ­τί­μη­σα τὸν Ζάν. Αὐ­τὸς εἶ­ναι καὶ πλού­σιος, καὶ τρυ­φε­ρός. Λέ­νε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κὸς κλη­ρο­νό­μος τοῦ θεί­ου του – κά­ποι­ου πο­λυ­ε­κα­τομ­μυ­ρι­ού­χου, ὁ ὁ­ποῖ­ος στὸν και­ρὸ τοῦ πο­λέ­μου ἀ­πέ­κτη­σε τε­ρά­στιο πλοῦ­το καὶ τώ­ρα γι­α­τρεύ­ει τὸ συ­κώ­τι του στὸ Βι­σύ. Ἀ­νά­με­σα σὲ μιὰ δε­κα­πεν­τα­ριὰ κα­βα­λι­έ­ρους, οὔ­τε ἕ­νας δὲν εἶ­χε ἐγ­κέ­φα­λο. Τὰ κε­φά­λια ὅ­λων ἦ­ταν ἄ­δεια, μὰ καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, θε­σπέ­σια ὄ­μορ­φα. Καὶ οἱ σκε­λε­τοί τους – ἄχ, τί σω­μα­τι­κὴ δι­ά­πλα­ση! Ἐν­νο­εῖ­ται, ὅ­τι ὁ Ζὰν κρα­τοῦ­σε τὰ πρω­τεῖ­α. Αὐ­τὸς ἔ­χει πα­ρά­στη­μα ἀ­θλη­τὴ καὶ ὅ­ταν γε­λά­ει, μουγ­κρί­ζει σὰν ἀρ­κού­δα. Νο­μί­ζω, ὅ­τι ἂν μὲ ἀγ­κα­λιά­σει, θὰ λι­ώ­σω στὰ χέ­ρια του. Εἶ­μαι πε­ρί­ερ­γη νὰ μά­θω ἀ­πὸ ποῦ ἀ­πέ­κτη­σε αὐ­τὴ τὴν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ἔ­χει, ὥ­στε νὰ μὲ δι­α­σκε­δά­ζει ὅ­λο το βρά­δυ μὲ τὰ πιὸ πι­κάν­τι­κα ἀ­νέκ­δο­τα. Μι­λᾶ­με, πα­ρα­λί­γο νὰ σκά­σω ἀ­πὸ τὰ γέ­λια. Δῆ­θεν οἱ σκέ­ψεις τοῦ ἀν­θρώ­που ἔρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸν ἐγ­κέ­φα­λό του. Ποι­ός ξέ­ρει, ἴ­σως οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ὑ­ψη­λῆς κοι­νω­νί­ας συλ­λο­γί­ζον­ται καὶ σκέ­φτον­ται μὲ κά­ποι­α ἄλ­λα μέ­ρη τοῦ σώ­μα­τός τους... Γιὰ τὶς κυ­ρί­ες – τί νὰ πῶ. Οὔ­τε μιὰ δὲν μοῦ ἔ­κα­νε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση. Τὰ κε­φά­λια τους ἐ­πί­σης δὲν εἶ­χαν ἐγ­κέ­φα­λο καὶ οἱ σκε­λε­τοὶ τους ἦ­ταν φο­βε­ρὰ ἀ­νοι­χτοὶ στοὺς γο­φοὺς ἂν καὶ ὅ­λες φο­ροῦ­σαν κορ­σέ­δες. Ἡ Νταί­ζη ἦ­ταν ντυ­μέ­νη μὲ ἕ­να και­νούρ­γιο φό­ρε­μα ἀ­πὸ βι­ο­λε­τὶ λα­μέ, ἀλ­λὰ ἔ­μοια­ζε κά­πως ντε­μον­τέ. Ἡ Πέ­πη καὶ ἡ Γκρε­τού­λα εἴ­χα­νε βά­ψει μπρού­τζι­να τὰ νύ­χια τους, ὅ­μως πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἔ­μει­ναν στὴ σκιά. Ἐ­γὼ πα­ρα­τη­ροῦ­σα πὼς τὰ πνευ­μό­νια τους φου­σκώ­νουν ἀ­πὸ φθό­νο μπρο­στὰ στὴ λαμ­πε­ρή μου ἐ­πι­τυ­χί­α ἀ­νά­με­σα στοὺς κα­βα­λι­έ­ρους. Αὐ­τὲς τα­ρά­χτη­καν ἀ­πὸ ὀρ­γή, ἐ­πει­δὴ εἶ­χα γί­νει τὸ ἐ­πί­κεν­τρο τῆς προ­σο­χῆς, καὶ συ­νε­χῶς ἔ­ψα­χναν εὐ­και­ρί­α νὰ μὲ γλωσ­σο­φᾶ­νε. Πρό­στυ­χες! Καὶ κα­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση, τόλ­μη­σαν νὰ μὲ ἀ­σπα­στοῦν λὲς καὶ δὲν συ­νέ­βη τί­πο­τα, καὶ μά­λι­στα ἐκ­δή­λω­σαν τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ μοῦ ἔρ­θουν ἐ­πί­σκε­ψη. Τί ξε­δι­αν­τρο­πιά!

18 Σε­πτεμ­βρί­ου

Ἄχ, ὁ Ζὰν εἶ­ναι ὁ πιὸ σα­γη­νευ­τι­κὸς ἄν­δρας ποὺ ἔ­χω γνω­ρί­σει σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή μου! Σή­με­ρα πή­γα­με βόλ­τα μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τό του ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη. Εἴ­μα­σταν μό­νο οἱ δυ­ό μας. Αὐ­τὸς εἶ­ναι στ’ ἀ­λή­θεια ἀ­ξε­πέ­ρα­στος στ’ ἀ­στεῖα του. Ξέ­ρει ὅ­λα τὰ πε­ρι­θω­ρια­κὰ τρα­γού­δια τοῦ λα­ου­τζί­κου καὶ τὰ τρα­γου­δοῦ­σε σὲ ὅ­λο τὸν δρό­μο. Ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη πό­σο εἶ­ναι εὐ­φυ­ὴς καὶ εὐ­γε­νι­κός! Μοῦ μι­λά­ει γιὰ τὴ ση­μα­σί­α καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἀ­ρω­μά­των καὶ γιὰ τὸν κα­θα­ρι­σμὸ τῶν δον­τι­ῶν μὲ ὀ­δον­το­γλυ­φί­δα στὰ ἐ­πί­ση­μα γεύ­μα­τα. Τέ­τοι­ους ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νους τρό­πους σὰν καὶ τοὺς δι­κούς του δὲν εἶ­δα σὲ κα­νέ­ναν! Ναί, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ εἴ­μα­στε ἕ­να ἰ­δε­ῶ­δες ζευ­γά­ρι!

23 Σε­πτέμ­βριου

Φυ­σι­κὰ καὶ οἱ ἀ­ρι­στο­κρά­τες πρέ­πει νὰ δι­α­φέ­ρουν σὲ κά­τι ἀ­πὸ τοὺς ἁ­πλοὺς ἀν­θρώ­πους. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τὰ κε­φά­λια τους φαί­νον­ται κε­νά. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οἱ ἐγ­κέ­φα­λοί τους βρί­σκον­ται στὴ θέ­ση τους, μό­νο ποὺ εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­ποι­α πο­λὺ λε­πτὴ ὕ­λη, πιὸ λε­πτὴ πι­θα­νῶς κι ἀ­πὸ ἱ­στὸ ἀ­ρά­χνης, καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦν νὰ γί­νουν ὁ­ρα­τοί. Ἄχ, μα­κά­ρι καὶ ὁ δι­κός μου ἐγ­κέ­φα­λος νὰ εἶ­ναι ἔ­τσι φί­νος σὰν τοῦ Ζάν!

27 Σε­πτεμ­βρί­ου

Νι­ώ­θω ὅ­τι εἶ­μαι στὸν ἕ­βδο­μο οὐ­ρα­νὸ ἀ­π’ τὴ χα­ρά! Ὁ Ζὰν μοῦ ἔ­κα­νε ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Εἴ­μα­σταν πά­λι στὸ αὐ­το­κί­νη­τό του γιὰ βόλ­τα. Σὲ μιὰ στρο­φή, αὐ­τὸς χα­μή­λω­σε τα­χύ­τη­τα, μὲ ἀγ­κά­λια­σε καὶ μὲ φί­λη­σε. Εἶ­πε, ὅ­τι αὔ­ριο θὰ μὲ ζη­τή­σει ἐ­πί­ση­μα ἀ­πὸ τὸν μπαμ­πά.

28 Σε­πτεμ­βρί­ου

Στὴν ἀρ­χὴ ὁ μπαμ­πὰς ἀν­τι­δροῦ­σε, ἐ­πει­δὴ τὸ πο­σὸ τοῦ φά­νη­κε με­γά­λο. Ὅ­μως ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ Ζὰν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος μὲ τσα­γα­νό, ὑ­πο­χώ­ρη­σε. Ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο γιὰ προ­κα­τα­βο­λὴ καὶ δυ­ὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια με­τὰ τὸν γά­μο. 

5 Ὀ­κτω­βρί­ου

Νο­μί­ζω ὅ­τι θὰ τρε­λα­θῶ ἀ­πὸ εὐ­τυ­χί­α! Ὁ Ζὰν τρέ­μει ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ δι­α­βε­βαι­ώ­νει συ­νε­χῶς γιὰ τὴν ἀ­τε­λεί­ω­τη ἀ­γά­πη του. Σή­με­ρα τὸ ἀ­πό­γευ­μα φτερ­νί­στη­κα κι αὐ­τὸς ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως γιὰ για­τρό. Πο­τέ μου δὲν πί­στευ­α ὅ­τι θὰ ἔ­χω τέ­τοι­ον προ­σε­κτι­κὸ καὶ τρυ­φε­ρὸ σύ­ζυ­γο.

20 Νο­εμ­βρί­ου

Ζή­τω! Φεύ­γου­με μὲ τὸ ἐξ­πρὲς γιὰ Vоуаgе dе nосе! Γιὰ ἀρ­χὴ στὴ Νί­τσα, καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ – γιὰ παλ­τὸ ἐρ­μί­νας καὶ του­α­λέ­τα χο­ροῦ στὸ Πα­ρί­σι.

            (1934)


Πη­γή: Ἰ­στό­το­πος Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλ­γά­ρι­κη εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη «Σλό­βο­το»).

 https://www.slovo.bg/showwork.php3?AuID=5&WorkID=21&Level=1

*  *  *

 
Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ:
Τὸ —πρω­το­πο­ρεια­κὸ ἀ­πὸ κά­θε ἀ­πο­ψη— δι­ή­γη­μα τοῦ Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ, «Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια» («Дамата с рентгеновите очи»), πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὴ γερ­μα­νι­κὴ ἐ­φη­με­ρί­δα Projektor στὰ 1934 καὶ πε­ρι­ε­λή­φθη στὴν ὁ­μώ­νυ­μη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των —εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ ἡ συλ­λο­γὴ Αὐ­τό­μα­τα (Автомати, 1932), ὅ­που ἐ­κεῖ ὁ Μίν­κοφ προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε γιὰ τὴν τε­χνο­λο­γι­κὴ ἀλ­λο­τρί­ω­ση καὶ «ἀ­παν­θρω­πο­ποί­η­ση» τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που— ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δό­θη­κε τὸν ἴ­διο χρό­νο. Ἀ­να­πτύσ­σε­ται σὲ δύ­ο μέ­ρη, συν­δυ­ά­ζον­τας εὑ­ρη­μα­τι­κὰ τὴν ἀρ­χι­κὴ ἀ­φή­γη­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α μὲ τὶς πρω­το­πρό­σω­πες ἡ­με­ρο­λο­για­κὲς ση­μει­ώ­σεις τῆς πρω­τα­γω­νί­στρι­ας στὴν εὔ­γλωτ­τη κα­τα­κλεί­δα του. Τὸ ἐν λό­γῳ δι­ή­γη­μα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἀ­ξι­ο­λο­γώ­τε­ρα καὶ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ δείγ­μα­τα τοῦ με­σο­πο­λε­μι­κοῦ βουλ­γα­ρι­κοῦ μον­­τερ­νι­σμοῦ, συν­δυ­ά­ζον­τας στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ, τὸ πα­ρά­λο­γο καὶ τὸ γκρο­τέ­σκο, μέ­σῳ τῶν ὁ­ποί­ων ξε­δι­πλώ­νε­ται μιὰ ὀ­ξύ­τα­τη κοι­νω­νι­κὴ σά­τι­ρα ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καὶ στὶς μέ­ρες μας νὰ πα­ρα­μέ­νει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­πί­και­ρη. Ὡς κεν­τρι­κὰ πρό­σω­πα τῆς ἀ­φή­γη­σης, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται: ὁ παν­το­δύ­να­μος μα­έ­στρο Τσε­ζά­ριο Γκαλ­φό­νε, τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο τοῦ ὁ­ποί­ου δη­μι­ουρ­γεῖ­ται παι­γνι­ω­δῶς ἀ­πὸ τὸν λα­τι­νι­κὸ τί­τλο «caesar» καὶ τὴ βουλ­γα­ρι­κὴ λέ­ξη «галфон» («ἠ­λί­θιος»), ὑ­πο­δη­λώ­νον­τας τὸν «βα­σι­λιὰ τῶν ἠ­λι­θί­ων», καὶ ἡ τρα­γι­κή, μέ­σα στὴν ἀ­φέ­λειά της, πρω­τα­γω­νί­στρια Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα —μὲ τὸ ἐ­πώ­νυ­μό της νὰ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὸ γαλ­λι­κὸ «se trompe», ὑ­πο­νο­ών­τας τὴ γε­νι­κὴ πλά­νη της— ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή της «με­τα­μόρ­φω­ση», ἀ­πο­κτᾶ, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­πὸ τὸν μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε, καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς «δι­εισ­δυ­τι­κῆς» ὅ­ρα­σης. Ἐν­τού­τοις, ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα, ἐγ­κλω­βι­σμέ­νη στὴν ἐ­πι­φά­νεια καὶ στὴν εὐ­δαι­μο­νι­κὴ κε­νό­τη­τα μιᾶς «λι­μνά­ζου­σας» ἀ­στι­κῆς ζω­ῆς, ἀ­δυ­να­τεῖ, ἐκ τῶν πραγ­μά­των, νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει τὸ και­νούρ­γιο αὐ­τὸ χά­ρι­σμα, γιὰ τὴν ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου «ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου» —στὴ θέ­ση τοῦ ὁ­ποί­ου, βλέ­πει μό­νο σκε­λε­τοὺς καὶ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ὄρ­γα­να, κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­α μὲ ἐ­κεῖ­νον τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἐ­νῶ τοῦ δεί­χνουν τὸ φεγ­γά­ρι, αὐ­τὸς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ τὸ δά­χτυ­λο— χά­νον­τας ἔ­τσι, συμ­βο­λι­κά, καὶ τὴ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α γιὰ μί­αν ἀν­τί­στοι­χη ἐ­σω­τε­ρι­κὴ με­τα­μόρ­φω­ση.

Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (ветослав Минков, Ραν­το­μὶρ 1902- Σό­φια 1966), θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀ­να­νε­ω­τὲς τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας καὶ «πα­τέ­ρας» τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ στὴ Βουλ­γα­ρί­α. Ὑ­πῆρ­ξε συν­δη­μι­ουρ­γὸς (μα­ζὶ μὲ τὸν Βλαν­τι­μὶρ Πο­λιά­νοφ) τοῦ ἐκ­δο­τι­κοῦ οἴ­κου «Ἄρ­γκους» (Аргус, 1922) —τοῦ πρώ­του οἴ­κου, παγ­κο­σμί­ως, μὲ ἀ­πο­κλει­στι­κὲς ἐκ­δό­σεις ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ— προ­τεί­νον­τας στὸ βουλ­γα­ρι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό, προ­σεγ­μέ­νες με­τα­φρά­σεις κλα­σι­κῶν ἔρ­γων, λ.χ. τῶν Ε.Α. Poe, Ε.Τ.Α. Ηoffmann, H.H. Ewers, G. Meyrink κ.ἄ., κα­θὼς καὶ πρω­τό­τυ­πα βουλ­γα­ρι­κὰ ἔρ­γα, ἀ­νά­λο­γης αἰ­σθη­τι­κῆς καὶ θε­μα­τι­κῆς. Στo δι­ά­στη­μα 1925-1927 ὁ Μίν­κοφ συμ­με­τεῖ­χε στὸν πε­ρί­φη­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ κύ­κλο «Το­ξό­της» («Стрелец») μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ση­μαν­τι­κοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς πρω­το­πο­ρί­ας τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου. Κο­σμο­πο­λί­της, εὐ­ρυ­μα­θὴς καὶ πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ὁ Μίν­κοφ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν σπου­δῶν του στὴν Αὐ­στρί­α καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α, ἦρ­θε ἀ­πὸ νω­ρὶς σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν γερ­μα­νι­κὸ ἐξ­πρε­σι­ο­νι­σμὸ ἀλ­λὰ καὶ τὴ γοτ­θι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κο­λου­θών­τας στὰ πρώ­ϊ­μα ἔρ­γα του τὸ ρεῦ­μα τοῦ «δι­α­βο­λι­σμοῦ» («diabolism»), τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ἐγ­κα­τέ­λει­πε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’20 γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξει στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’30, ἕ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο κρι­τι­κὸ καὶ προ­σω­πι­κὸ ὕ­φος (ἄλ­λο­τε μὲ τὴ χρή­ση λε­πτοῦ χι­οῦ­μορ στὰ ὅ­ρια τῆς εἰ­ρω­νεί­ας, καὶ ἄλ­λο­τε χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὑ­λι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ τὸ γκρο­τέ­σκο) μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ στη­λί­τευ­ε τὴν «αὐ­το­μα­το­ποί­η­ση» καὶ τὴν ἀ­πο­πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς, ἀ­να­τέ­μνον­τας συ­χνά, τό­σο τὴν «ἀ­στι­κὴ» πλη­κτι­κὴ κε­νό­τη­τα καὶ ὑ­πο­κρι­σί­α, ὅ­σο καὶ τὴν ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νη καὶ μο­να­χι­κὴ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ «μι­κροῦ ἀν­θρώ­που». Τολ­μη­ρός, ἀν­τι­κομ­φορ­μι­στὴς καὶ ἀ­νοι­χτὸς σὲ σύγ­χρο­να λο­γο­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα, συ­νέ­βα­λε στὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας ἀ­πὸ μιὰ κυ­ρί­αρ­χη τό­τε λο­γο­τε­χνι­κὴ συμ­βα­τι­κό­τη­τα, ποὺ ἀν­τλοῦ­σε κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­τι­κή της ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, τὸν «φολ­κλο­ρι­σμὸ» ἀλ­λὰ καὶ τὸν «ρε­α­λι­σμὸ» τῆς ἀ­γρο­τι­κῆς ζω­ῆς στὴν ὕ­παι­θρο. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ διη­γη­μα­το­γρα­φί­α, ὁ Μίν­κοφ ἀ­σχο­λή­θη­κε βι­ο­πο­ρι­στι­κὰ μὲ τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς βι­βλι­ο­θη­κά­ριος, ἐ­πι­με­λη­τὴς ἐκ­δό­σε­ων καὶ με­τα­φρα­στής. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δι­η­γή­μα­τα, ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης πα­ρα­μύ­θια κα­θὼς καὶ τα­ξι­δι­ω­τι­κὲς ἐν­τυ­πώ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Δι­ή­γη­μα: Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο (Синята хризантема, 1922), Ρο­λό­ι (Часовник, 1924), Παι­χνί­δι τῶν σκι­ῶν (Игра на сенките, 1928), Αὐ­τό­μα­τα (Автомати, 1932), Ἡ Κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια (Дамата с рентгеновите очи, 1934), Δι­η­γή­μα­τα σὲ δέρ­μα σκαν­τζο­χοί­ρου (Разкази в таралежова кожа, 1936)· Μυ­θι­στό­ρη­μα: Ἡ καρ­διὰ στὸ χαρ­το­κού­τι. Μυ­θι­στό­ρη­μα γκρο­τέ­σκο σὲ ἑ­πτὰ ἀ­πί­θα­νες πε­ρι­πέ­τει­ες (Сърцето в картонената кутия, Роман-гротеска в седем невероятни приключения, 1933 / σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Κον­σταν­τὶν Κο­σταν­τί­νοφ)· Πα­ρα­μύ­θι: Ἡ μα­σκα­ρε­μέ­νη ἀ­λε­ποῦ (Маскираната лисица, 1936)· Τα­ξι­δι­ω­τι­κά: Ἡ Μα­δρί­τη φλέ­γε­ται. Ἱ­στο­ρί­α σὲ τη­λε­γρα­φή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­τί­στα­ση μιᾶς πό­λης (Мадрид гори. История в телеграми за съпротивата на един град, 1936), Ἡ ἄλ­λη Ἀ­με­ρι­κή. Ἕ­να τα­ξί­δι πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ση­με­ρι­νό (Другата Америка. Едно пътуване отвъд екватора, 1938).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου