(
ΌΤΑΝ ΠΑΙΖΕΙΣ Μονόπολη μὲ τοὺς ἀδελφούς σου, νὰ τοὺς ἀφήνεις νὰ σὲ νικᾶνε, λέει. Στὰ ἀγόρια δὲν ἀρέσει νὰ χάνουν, εἰδικὰ ἀπὸ τὰ κορίτσια. Βάζει στὸ πρόσωπό της μιὰ πούδρα, λὲς καὶ τὰ χαρακτηριστικά της θὰ καταρρεύσουν ἂν δὲν τὰ πιέσει στὴ θέση τους. Ὅταν εἶναι ἔξω σε κάποιο χορό, μπαίνω κρυφὰ στὸ δωμάτιό της καὶ κάνω πὼς εἶμαι ἐκείνη, ὄμορφη, ἐπιδέξια στὸ μακιγιάζ. Ὅταν ἕνα ἀγόρι σοῦ ζητᾶ ραντεβοῦ, νὰ λὲς πάντα ναί. Δὲν ἔχει σημασία ἂν δὲν εἶναι τὸ πιὸ ὄμορφο, τὸ πιὸ ἔξυπνο ἢ τὸ πιὸ εὐχάριστο. Χρειάζεται πολὺ κουράγιο γιὰ νὰ σοῦ ζητήσει ραντεβοῦ ἕνα ἀγόρι, γιὰ αὐτὸ νὰ εἶσαι εὐγνώμων, καὶ νὰ λὲς πάντα ναί στὰ ἀγόρια.
Παίρνω τὸ κραγιόν της καὶ σουφρώνω τὰ χείλια μου καθὼς ἀλείφω τὸ βαθὺ κόκκινο λίπος πάνω στὰ πολὺ λεπτὰ χείλια μου, σὲ ἕνα πρόσωπο πολὺ γεμάτο ὅπου τα μάτια εἶναι σχεδὸν ἀνύπαρχτα. Δὲν πρόκειται νὰ τῆς μοιάσω ποτέ, ἀλλὰ κάνω ὅ,τι μοῦ λένε. Κι ἔτσι ἔκανα. Ἔλεγα ναί στὰ ἀγόρια. Σὲ ὅλα τα ἀγόρια. Τὰ ἄσχημα, τὰ κοντά, αὐτὰ ποὺ μυρίζουν σὰν ὑπόνομοι κι αὐτὰ ποὺ τὸ ἐπεῖγον τῆς κατάστασής τους εἶναι χαρτογραφημένο μὲ ἐξανθήματα στὰ κόκκινα πρόσωπά τους. Ὅταν τὰ ἀδέλφια σου ξυπνοῦν τὸ πρωΐ, νὰ τραβᾶς τὶς κουρτίνες, νὰ τοὺς στρώνεις τὰ κρεβάτια, νὰ εἶσαι χρήσιμη. Τὸ ἄι-λάινερ κάνει πάντα τα μάτια μου νὰ φαίνονται. Ὄχι σὰν τὰ δικά της μάτια – τὰ δικά μου οὔτε βιολετὶ εἶναι, οὔτε ἐντυπωσιακά, ἀλλὰ τουλάχιστον φαίνονται. Ἡ μάνα μου μὲ ἔκανε εὔκολη – ἂν καὶ ποτὲ δὲν ἦταν εὔκολη μὲ μένα. Εἶμαι σίγουρη πὼς δὲν εἶχε ποτὲ αὐτὴν τὴν πρόθεση, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἤμουν κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ὑπάκουη. Ἔτσι ἔλεγα ναί ξανὰ καὶ ξανά. Ὥσπου τελικὰ τὴν πάτησα, τελικὰ συνειδητοποίησα τί εἶχα γίνει. Χρησιμοποιοῦσα τὴν κρέμα δέρματος γιὰ νὰ σβήσω τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχα βάψει. Ὕστερα ἔλεγα ὄχι. Ἔλεγα ὄχι συνεχῶς. Ἀλλὰ τὰ ἀγόρια μοῦ ἔλεγαν ὅλα ὅσα εἶχαν ἀκούσει γιὰ μένα, ὅτι μὲ τὰ ὄχι μου ἐννοοῦσα ναί, καὶ τελικὰ ἔπαιρναν αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Αὐτὸ μὲ πλήγωνε περισσότερο, κι ἔτσι ξανάγινα τὸ κορίτσι ποὺ εἶχε φτιάξει ἡ μάνα μου, – τὸ κορίτσι τοῦ ναί, τὸ πρόωρα γερασμένο κορίτσι, αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν ποτὲ τόσο ὄμορφο ὅσο ἡ μάνα του, ἀλλὰ ποὺ τὸ ἐπέλεγαν γιατί οἱ ζητιάνοι δὲν ἔχουν ἄλλη ἐπιλογή. Τώρα παραπονιέται ποὺ δὲν τῆς ἔκανα ἐγγόνια. Μὰ σοῦ ἔκανα, Ἀγαπητὴ Μητέρα. Τόσα μισοσχηματισμένα κορίτσια ποὺ οὔτε ἐγὼ οὔτε ἐσὺ καταφέραμε νὰ κρατήσουμε ἢ νὰ διαπλάσσουμε. Μικρὲς καλοσύνες, Μητέρα. Νὰ εἶσαι εὐγνώμων.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου