|
|
ΤΡΑΓΩΔΙΑ προχωροῦσε πρὸς τὴν ἔξοδο. Ὁλοκληρώναμε
τὸ τρίτο ἐπεισόδιο: «Ὁ δόλος, τὸ εἶναι καὶ φαίνεσθαι, ἡ γνώση καὶ ἡ ἄγνοια»
ἦταν τὰ βασικὰ θέματα τῆς ἑνότητας.
Στὸ χῶρο τοῦ σχολείου ἔτρεχαν γεγονότα καὶ ἀναμένονταν ἐξελίξεις.
«Τοὺς ἔπιασε χθές, ὁ ἄντρας της σὲ ραντεβουδάκι» εἶπε ἕνα πρωὶ ὁ
Μίλτος.
Μιλοῦσε γιὰ τὸν μαθηματικὸ καὶ τὴν Ἀγγλικοῦ. Εὐτυχῶς ὅμως δὲν ἄνοιξε
μύτη. Δὲν ἔμαθα ποτὲ ποὺ κατέληξε ἡ ἱστορία, ἀλλὰ ὅλα ἔδειχναν νὰ
κυλοῦν φυσιολογικά. Τίποτε δὲν ταρακούνησε τὴν τελματώδη ἀκινησία
τοῦ σχολικοῦ περιβάλλοντος.
«Ἡ γέννηση τοῦ δράματος, ὁ Διθύραμβος καὶ οἱ γιορτὲς τοῦ Διονύσου
ἐπανάληψη γιὰ τέστ τὴν ἄλλη Τετάρτη», ἀνακοίνωσα στὴν τρίτη Γυμνασίου
παραμονὲς Τσικνοπέμπτης, ἀποβλέποντας μὲ τὴν ἐπανάληψη νὰ ἀφομοιωθοῦν
κάποιες βασικὲς γνώσεις πρὶν χαθοῦν στὴ λήθη τοῦ χρόνου.
Τὸ βράδυ τῆς Τσικνοπέμπτης τὸ κέφι στὴν ταβέρνα εἶχε κορυφωθεῖ.
Κρασί, χορὸς καὶ μιὰ καλὴ μικρὴ ὀρχήστρα ὁδήγησαν σὲ ἔξαψη καὶ ἔκσταση
τοὺς φαινομενικὰ ἄκαμπτους στὴ σχολικὴ καθημερινότητα συναδέλφους.
Κατὰ τὶς δώδεκα ὅλοι ἦταν στὴν πίστα. Τὰ ζευγάρια ἀνακατεύτηκαν.
«Κανεὶς δὲν ἦταν κανενὸς» σὲ κεῖνο τὸ μπουλούκι τῶν ἀναψοκοκκινισμένων
προσώπων τῶν ὁποίων ὁ ἐνθουσιασμὸς ἄγγιζε τὴν ἱερὴ μανία. Τρεῖς φορὲς
ἕνα χέρι μοῦ χάιδεψε τὸ σβέρκο καὶ πέρασε τρυφερὰ ἀπὸ τὴν πλάτη
μου. Δὲν ἦταν τῆς γυναίκας μου, ἀλλὰ τῆς διευθύντριας.
Χαράματα φύγαμε παραπατώντας ἀπὸ τὴν ταβέρνα τοῦ χωριοῦ. Τὴν
ἄλλη μέρα εἴχαμε κανονίσει νὰ πᾶμε τὰ παιδιὰ ἐκδρομή. Ὅλοι ἀποφεύγαμε
μεταξὺ μας νὰ κοιταζόμαστε γιὰ πολὺ στὰ μάτια, σὰν νὰ ὑπῆρχε μυστικὴ
συμφωνία. Τὸ ὕφος μας, στὴ μίνι συνεδρίαση ποὺ ἀκολούθησε προσπαθοῦσε
νὰ κρατήσει τὰ προσχήματα. Ἕνα «ὤπα», ποὺ πέταξε ὁ γυμναστής, μᾶς ἔκανε
νὰ ξεσπάσουμε σὲ ἕνα σύντομο γέλιο.
Τὴ Δευτέρα κουβεντιάζοντας τὸ θέμα τῆς συζυγικῆς πίστης στὴν
«Ἑλένη», προσπάθησα νὰ ἐμβαθύνουν οἱ μαθητὲς στὴν ἔννοια τοῦ τραγικοῦ
καὶ τῆς περιπέτειας. Δὲν ἔδειξαν νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ
δύο.
Στὸ τέλος τῆς ἑβδομάδας ὁ Μίλτος μὲ πλησίασε στὸ τρίτο διάλειμμα
καὶ ψιθύρισε συνωμοτικὰ στὸ αὐτί μου: «Ἔχουμε διαζύγιο.»
Ἔκπληκτος
σήκωσα τὰ μάτια ἀμήχανα καὶ κοίταξα τὸν μαθηματικὸ ποὺ καθόταν στὴν
ἄλλη πλευρὰ τῆς αἴθουσας. «Ὄχι αὐτός», μουρμούρισε πάλι ὁ Μίλτος. «Ὁ
Κώστας».
Μιλοῦσε γιὰ τὸν Κώστα ποὺ δίδασκε τὸ μάθημα τῆς τεχνολογίας. Ὁ
Κώστας ἦταν κοντὰ στὰ πενῆντα πέντε. Εἴκοσι χρόνια παντρεμένος, μὲ
τρία παιδιά.
«Κρίμα, εἶπα. Πολὺ κρίμα. Καὶ ποιά εἶναι ἡ ὑπαίτιος;» ρώτησα μὲ
πραγματικὴ ἀπορία.
Ὁ
Μίλτος ὕψωσε σιγὰ-σιγὰ τὸ βλέμμα καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ νόημα τὴ διευθύντρια,
ἡ ὁποία μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη φωτοτυποῦσε ἔγγραφα στὸ μοναδικὸ
φωτοτυπικὸ τοῦ ἐπαρχιακοῦ μας σχολείου, τὸ ὁποῖο ἦταν παλιὸ καὶ καθὼς
λειτουργοῦσε βογκοῦσε καὶ βρυχόταν. Ὁ ἦχος του ἔμοιαζε μὲ ἠχὼ ποὺ ἀνηφόριζε
ἀπὸ βαθιὰ δαιδαλώδη σπηλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου