Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Ὀ­ρά­σιο Κι­ρό­γα (Horacio Quiroga): Ὁ γιός (El hijo)





ΗΤΑΝ μί­α δυ­να­τὴ μέ­ρα κα­λο­και­ριοῦ στὸ Μι­σι­ό­νες, μὲ ὅ­λο τὸν ἥ­λιο, τὴ ζέ­στη καὶ τὴν ἠ­ρε­μί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει αὐ­τὴ ἡ ἐ­πο­χή. Ἡ φύ­ση ἐν­τε­λῶς ἀ­νοι­χτή, αἰ­σθά­νε­ται ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη μὲ τὸν ἑ­αυ­τό της.
       Ὅ­πως ὁ ἥ­λιος, ἡ ζέ­στη καὶ ἡ ἠ­ρε­μί­α τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος, ὁ πα­τέ­ρας ἀ­νοί­γει ἐ­πί­σης τὴν καρ­διά του στὴ φύ­ση.
       Πρό­σε­χε μι­κρέ – λέ­ει στὸ γιό του, συ­νο­ψί­ζον­τας σὲ αὐ­τὴ τὴ φρά­ση ὅ­λες τὶς ἐ­πι­ση­μάν­σεις του γιὰ τὸ τί μπο­ρεῖ νὰ πά­ει στρα­βὰ καὶ ποὺ γιὸς του κα­τα­λα­βαί­νει ἀ­πό­λυ­τα.
       — Ναί, μπαμ­πὰ – ἀ­παν­τά­ει τὸ πλα­σμα­τά­κι ἐ­νῶ πιά­νει τὸ του­φέ­κι καὶ φορ­τώ­νει μὲ φυ­σίγ­για τὶς τσέ­πες τοῦ που­κα­μί­σου του, τὶς ὁ­ποῖ­ες κλεί­νει μὲ προ­σο­χή.
       — Νὰ γυ­ρί­σεις τὴν ὥ­ρα τοῦ με­ση­με­ρια­νοῦ φα­γη­τοῦ – το­νί­ζει ὁ πα­τέ­ρας.
       — Ναί, μπαμ­πά, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει ὁ μι­κρός.
       Ἰ­σορ­ρο­πεῖ τὸ του­φέ­κι στὸ χέ­ρι του, χα­μο­γε­λά­ει στὸν πα­τέ­ρα του, τὸν φι­λά­ει στὸ κε­φά­λι καὶ φεύ­γει.
       Ὁ πα­τέ­ρας τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ γιὰ λί­γο μὲ τὰ μά­τια του καὶ γυ­ρί­ζει στὴ δου­λειὰ τῆς ἡ­μέ­ρας, εὐ­τυ­χι­σμέ­νος μὲ τὴν χα­ρὰ τοῦ γιοῦ του.
       Ξέ­ρει ὅ­τι ὁ γιός του εἶ­ναι ἐκ­παι­δευ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν πιὸ τρυ­φε­ρὴ ἡ­λι­κία τό­σο στὴν ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μὲ τὸν κίν­δυ­νο ὅ­σο καὶ στὴν προ­φύ­λα­ξη ἀ­πὸ αὐ­τόν, μπο­ρεῖ νὰ χει­ρι­στεῖ τὸ ὅ­πλο του καὶ νὰ κυ­νη­γή­σει τὸ ὁ,τι­δή­πο­τε. Πα­ρό­τι εἶ­ναι πο­λὺ ψη­λὸς γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α του, δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ μό­νο δε­κα­τρι­ῶν ἐ­τῶν. Καὶ μοιά­ζει μι­κρό­τε­ρος ἂν κρί­νει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὴν ἁ­γνό­τη­τα τῶν γα­λά­ζι­ων μα­τι­ῶν του, φρέ­σκα ἀ­κό­μα ἀ­πὸ παι­δι­κὴ ἔκ­πλη­ξη.

       Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ση­κώ­σει ὁ πα­τέ­ρας τὸ κε­φά­λι ἀ­πὸ τὴ δου­λειά του γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει μὲ τὸ μυα­λὸ του τὴν πο­ρεί­α ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ γιὸς του.
       Ἔ­χει δι­α­σχί­σει τὴν κόκ­κι­νη κο­ρυ­φὴ καὶ προ­χω­ρά­ει εὐ­θεί­α στὸ βου­νὸ περ­νών­τας ἀ­πὸ τὸ ξέ­φω­το μὲ τὰ σπαρ­τά.
       Γιὰ νὰ κυ­νη­γή­σει κα­νεὶς στὸ βου­νὸ —νὰ κυ­νη­γή­σει θη­ρά­μα­τα— χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη ὑ­πο­μο­νὴ ἀ­πὸ αὐ­τὴ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει ὁ μι­κρός του. Ἀ­φοῦ δι­α­σχί­σει αὐ­τὴ τὴ νη­σί­δα στὸ βου­νό, ὁ γιός του θὰ πε­ρά­σει τὸ ὅ­ριο τῆς πε­ρί­φρα­ξης καὶ θὰ κα­τέ­βει μέ­χρι τὴν πε­διά­δα, ἀ­να­ζη­τών­τας πε­ρι­στέ­ρια, που­λιὰ του­κὰν ἢ τὸ τά­δε ζευ­γά­ρι ἐ­ρω­δι­ῶν ὅ­πως αὐ­τὸ τοῦ φί­λου του, τοῦ Χου­άν, ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε τὶς προ­η­γού­με­νες μέ­ρες.
       Μό­νο τώ­ρα, ὁ πα­τέ­ρας σκά­ει ἕ­να χα­μό­γε­λο στὴν ἀ­νά­μνη­ση τοῦ κυ­νη­γε­τι­κοῦ πά­θους τῶν δύ­ο μι­κρῶν φί­λων.
       Κά­ποι­ες μό­νο φο­ρὲς κυ­νη­γοῦν κα­νέ­να γι­α­κού­το­ρο(1), κα­νέ­να σου­ρου­κουὰ(2) —ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ρες αὐ­τὸ— καὶ ἐ­πι­στρέ­φουν θρι­αμ­βευ­τές, ὁ Χου­ὰν στὸ ράν­τσο, μὲ τὸ ὅ­πλο τῶν ἐν­νέ­α χι­λι­ο­στῶν ποὺ ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει, καὶ ὁ γιὸς του στὸ ὀ­ρο­πέ­διο, μὲ τὸ με­γά­λο του­φέ­κι Σαὶντ-Ἐ­τι­έν, μὲ δι­α­μέ­τρη­μα 16, τε­τρα­πλὸ κλεί­σι­μο καὶ λευ­κὸ μπα­ρού­τι.
       Καὶ ὁ ἴ­διος ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι. Στὰ δε­κα­τρί­α θὰ ἔ­δι­νε καὶ τὴ ζω­ή του γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σει ἕ­να του­φέ­κι. Ὁ γιός του, σὲ αὐ­τὴ τὴν ἡ­λι­κί­α, τὸ ἔ­χει ἤ­δη καὶ ὁ πα­τέ­ρας χα­μο­γε­λά­ει.
       Ὡ­στό­σο, δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο αὐ­τό, γιὰ ἕ­να πα­τέ­ρα χῆ­ρο, χω­ρὶς ἄλ­λη πί­στη οὔ­τε ἐλ­πί­δα ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τοῦ γιοῦ του, ἕ­να γιὸ ἐκ­παι­δευ­μέ­νο ὅ­πως τὸν ἔ­χει ἐκ­παι­δεύ­σει αὐ­τός, ἐ­λεύ­θε­ρο μέ­σα στὸ μι­κρῆς ἐμ­βέ­λειας πε­δί­ο δρά­σης του, σί­γου­ρο γιὰ τὰ μι­κρά του πό­δια καὶ χέ­ρια ἀ­πὸ τὴν ἡ­λι­κί­α τῶν τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν, μὲ συ­νεί­δη­ση τῶν ἄ­πει­ρων κιν­δύ­νων καὶ τῆς ἔλ­λει­ψης τῶν δι­κῶν τοῦ δυ­νά­με­ων.
       Αὐ­τὸς ὁ πα­τέ­ρας ἔ­πρε­πε νὰ πα­λέ­ψει δυ­να­τὰ ἐ­νάν­τια σὲ αὐ­τὸ ποὺ ὁ ἴ­διος ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὡς ἐ­γω­ι­σμό. Εἶ­ναι πο­λὺ εὔ­κο­λο ἕ­να μι­κρὸ πλά­σμα νὰ κά­νει λά­θος ὑ­πο­λο­γι­σμό, βά­ζει ἕ­να πό­δι στὸ κε­νὸ καὶ κά­πως ἔ­τσι χά­νε­ται ἕ­νας γιός!
       Ὁ κίν­δυ­νος ὑ­πάρ­χει πάν­τα γιὰ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο σὲ κά­θε ἡ­λι­κί­α. Ὡ­στό­σο, ἡ ἀ­πει­λὴ μει­ώ­νε­ται ἐ­ὰν ἀ­πὸ μι­κρὸς συ­νη­θί­σει νὰ στη­ρί­ζε­ται μό­νο στὶς δι­κές του δυ­νά­μεις.
       Μὲ αὐ­τὸ τὸ σκε­πτι­κὸ ἐκ­παί­δευ­σε τὸν γιό του. Καὶ γιὰ νὰ τὸ κα­τα­φέ­ρει ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ ὄ­χι μό­νο στὴν καρ­διά του ἀλ­λὰ καὶ στὰ βά­σα­να τοῦ μυα­λοῦ του. Για­τί αὐ­τὸς ὁ πα­τέ­ρας, μὲ στο­μά­χι καὶ ὅ­ρα­ση ἀ­δύ­να­μα, ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρὸ ἀ­πὸ πα­ραι­σθή­σεις.
       Ἔ­βλε­πε, συμ­πυ­κνω­μέ­νες σὲ πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νες ψευ­δαι­σθή­σεις, ἀ­να­μνή­σεις μιᾶς εὐ­τυ­χί­ας ποὺ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χε πα­ρα­μεί­νει στὸ κε­νὸ στὸ ὁ­ποῖ­ο τὴν εἶ­χε πε­ρι­ο­ρί­σει. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ γιοῦ του δὲν ξέ­φευ­γε ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Τὸν εἶ­δε μί­α φο­ρὰ νὰ πέ­φτει, κα­λυμ­μέ­νο μὲ αἷ­μα ἐ­νῶ τρό­χι­ζε μί­α σφαί­ρα αὐ­τό­μα­του ὅ­πλου. Τὸ εἶ­δε αὐ­τὸ ἐ­νῶ ὁ γιὸς του ἁ­πλὰ λί­μα­ρε τὴν ἀγ­κρά­φα τῆς κυ­νη­γε­τι­κῆς του ζώ­νης.
       Ἀ­παί­σια κα­τά­στα­ση…. Ἀλ­λὰ σή­με­ρα, τὴ ζε­στὴ καὶ κα­λο­και­ρι­νὴ ἡ­μέ­ρα, τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε φαί­νε­ται κλη­ρο­νο­μή­σει καὶ ὁ γιὸς του, ὁ πα­τέ­ρας νι­ώ­θει εὐ­τυ­χι­σμέ­νος, ἤ­ρε­μος καὶ σί­γου­ρος γιὰ τὸ μέλ­λον.
       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ὄ­χι πο­λὺ μα­κριά, ἀ­κού­γε­ται ἕ­νας πυ­ρο­βο­λι­σμός.
       — Τὸ Σαὶντ-Ἐ­τι­έν… σκέ­φτε­ται ὁ πα­τέ­ρας ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας τὸν ἦ­χο. Δύ­ο πε­ρι­στέ­ρια λι­γό­τε­ρα στὸ βου­νό.
       Χω­ρὶς νὰ δώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρη ση­μα­σί­α στὸ ἀ­σή­μαν­το αὐ­τὸ συμ­βάν, ὁ ἄν­δρας ἀ­πορ­ρο­φᾶ­ται ἐκ νέ­ου στὴ δου­λειά του.
       Ὁ ἥ­λιος, ἤ­δη πο­λὺ ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, συ­νε­χί­ζει νὰ ἀ­νε­βαί­νει. Ὅ­που καὶ νὰ κοι­τά­ξει κα­νεὶς —πέ­τρες, γῆ, δέν­τρα— ὁ ἀ­έ­ρας ἀ­ραι­ω­μέ­νος ὅ­πως σὲ ἕ­να φοῦρ­νο, δο­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὴ ζέ­στη. Ἕ­νας βα­θὺς βόμ­βος ποὺ γε­μί­ζει ὁ­λό­κλη­ρό το εἶ­ναι καὶ ἐμ­πο­τί­ζει τὸ πε­ρι­βάλ­λον μέ­χρι ἐ­κεῖ ποὺ φτά­νει τὸ μά­τι, συγ­κεν­τρώ­νει ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ὅ­λη τὴν τρο­πι­κὴ ζω­ή.
       Ὁ πα­τέ­ρας ρί­χνει μιὰ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι τοῦ χε­ριοῦ του: δώ­δε­κα. Καὶ ση­κώ­νει τὸ βλέμ­μα πρὸς τὸ βου­νό.
       Ὁ γιὸς του θὰ ἔ­πρε­πε νὰ γυρ­νά­ει. Μέ­σα στὴν ἀ­μοι­βαί­α ἐμ­πι­στο­σύ­νη ποὺ μοι­ρά­ζον­ται —ὁ πα­τέ­ρας μὲ τοὺς ἀ­ση­μέ­νιους κρο­τά­φους καὶ τὸ παι­δὶ τῶν δε­κα­τρι­ῶν ἐ­τῶν— δὲν ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον πο­τέ. Ὅ­ταν ὁ γιὸς τοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε – «ναί, μπαμ­πά», θὰ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πε. Εἶ­πε ὅ­τι θὰ γυρ­νοῦ­σε στὶς δώ­δε­κα καὶ ὁ πα­τέ­ρας χα­μο­γέ­λα­σε βλέ­πον­τάς τον νὰ φεύ­γει.
       Κι ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χε γυ­ρί­σει.
       Ὁ ἄν­δρας γυρ­νᾶ στὴ δου­λειά του, προ­σπα­θών­τας νὰ συγ­κεν­τρώ­σει τὴν προ­σο­χή του σὲ αὐ­τὸ ποὺ κά­νει. Εἶ­ναι τό­σο εὔ­κο­λο, τό­σο εὔ­κο­λο νὰ χά­σεις τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου μέ­σα στὸ βου­νὸ καὶ νὰ κα­θί­σεις γιὰ λί­γο στὸ ἔ­δα­φος ἀ­κί­νη­τος γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς…
       Ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε… ἦ­ταν δώ­δε­κα καὶ μι­σή. Ὁ πα­τέ­ρας βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ ἐρ­γα­στή­ριό του, στη­ρί­ζει τὸ χέ­ρι του στὸν πάγ­κο καὶ μη­χα­νι­κὰ ξε­πη­δά­ει ἀ­πὸ τὸ βά­θος τοῦ μυα­λοῦ του ὁ πυ­ρο­βο­λι­σμὸς καὶ ξαφ­νι­κά, γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὶς τρεῖς ποὺ τὸν ἀ­να­κά­λε­σε, σκέ­φτη­κε ὅ­τι με­τὰ τὸν ἦ­χο τοῦ Σαὶντ-Ἐ­τι­ὲν δὲν ἄ­κου­σε τί­πο­τα ἄλ­λο. Δὲν ἄ­κου­σε τὸ κύ­λι­σμα τῶν πε­τρῶν κά­τω ἀ­πὸ τὸ γνώ­ρι­μο περ­πά­τη­μα. Ὁ γιός του δὲν εἶ­χε γυ­ρί­σει καὶ ἡ φύ­ση ἔ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­κί­νη­τη στὴν ἄ­κρη τὴ δά­σους πε­ρι­μέ­νον­τάς τον.
       Ὤ, δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸς ἕ­νας με­τρη­μέ­νος χα­ρα­κτή­ρας καὶ μιὰ τυ­φλὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἐκ­παί­δευ­ση τοῦ γιοῦ του γιὰ νὰ δι­ώ­ξει τὸ φάν­τα­σμα τοῦ πε­πρω­μέ­νου ποὺ ἕ­νας πα­τέ­ρας μὲ ἀ­σθε­νῆ ὅ­ρα­ση βλέ­πει νὰ φτά­νει ἀ­πὸ τὴν κο­ρυ­φο­γραμ­μὴ τοῦ βου­νοῦ. Πε­ρι­σπα­σμός, ἀ­μέ­λεια, τυ­χαῖ­ο γε­γο­νός, κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς ἀ­σή­μαν­τες αὐ­τὲς αἰ­τί­ες ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ κα­θυ­στε­ρή­σουν τὴν ἄ­φι­ξη τοῦ γιοῦ του δὲν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ αὐ­τὴ τὴν καρ­διά.
       Ἕ­νας πυ­ρο­βο­λι­σμός, ἕ­νας μό­νο πυ­ρο­βο­λι­σμὸς ἀ­κού­στη­κε, καὶ μά­λι­στα πρὶν ὥ­ρα. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τόν, ὁ πα­τέ­ρας δὲν ἄ­κου­σε κα­νέ­ναν θό­ρυ­βο, δὲν εἶ­δε κα­νέ­να που­λί, δὲν ἦρ­θε οὔ­τε ἕ­νας ἄν­θρω­πος νὰ τοῦ ἀ­να­κοι­νώ­σει ὅ­τι συ­νέ­βη κά­ποι­ο ἀ­τύ­χη­μα σὲ κά­ποι­ον ποὺ δι­έ­σχι­σε τὴν πε­ρί­φρα­ξη…
       Μὲ τὸ κε­φά­λι στὸν ἀ­έ­ρα καὶ χω­ρὶς μα­χαί­ρι ὁ πα­τέ­ρας φεύ­γει. Δι­α­σχί­ζει τὸ ξέ­φω­το, μπαί­νει στὸ βου­νό, περ­νά­ει τὸ ὅ­ριο τῆς πε­ρί­φρα­ξης χω­ρὶς νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει ἴ­χνος τοῦ γιοῦ του.
       Ὡ­στό­σο ἡ φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἀ­κί­νη­τη. Καὶ ὅ­ταν πιὰ ὁ πα­τέ­ρας ἔ­χει δι­α­σχί­σει κά­θε γνω­στὸ κυ­νη­γε­τι­κὸ μο­νο­πά­τι καὶ ἀ­φοῦ ἔ­χει ἐ­ξε­ρευ­νή­σει μά­ται­α τὸν βάλ­το, ἀ­πο­κτᾶ πλέ­ον τὴν σι­γου­ριὰ ὅ­τι κά­θε βῆ­μα ποὺ κά­νει πρὸς τὰ ἐμ­πρὸς τὸν φέρ­νει, μοι­ραῖ­α καὶ ἀ­να­πό­φευ­κτα, πιὸ κον­τὰ στὸ πτῶ­μα τοῦ γιοῦ του.
       Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νεὶς νὰ κα­τη­γο­ρή­σει, δυ­στυ­χῶς. Ὑ­πῆρ­χε μό­νο ἡ ψυ­χρὴ τρο­με­ρὴ καὶ τε­τε­λε­σμέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: ὁ γιός του πέ­θα­νε δι­α­σχί­ζον­τας ἕ­να….
       Ἀλ­λὰ ποῦ, σὲ ποι­ό μέ­ρος;! Ἔ­χει τό­σα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα ἐ­κεῖ καὶ εἶ­ναι τό­σο, μὰ τό­σο βρώ­μι­κο τὸ βου­νό! Ὤ, τό­σο βρώ­μι­κο! Δὲν θέ­λει πο­λὺ νὰ μὴν προ­σέ­ξεις, ὅ­ταν δι­α­σχί­ζεις τὰ σύρ­μα­τα μὲ τὸ του­φέ­κι στὸ χέ­ρι…
       Ὁ πα­τέ­ρας πνί­γει μιὰ κραυ­γή. Εἶ­δε κά­τι νὰ ση­κώ­νε­ται στὸν ἀ­έ­ρα… Ὤ, δὲν εἶ­ναι ὁ γιός του, δὲν εἶ­ναι! Καὶ γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά, κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη…
       Τί­πο­τα δὲν θὰ κέρ­δι­ζε μὲ τὸ νὰ δεῖ τὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­πι­δερ­μί­δας του καὶ τὴν ἀ­γω­νί­α τῶν μα­τι­ῶν του. Αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χε φω­νά­ξει τὸ γιό του. Ἀ­κό­μα κι ἂν ἡ καρ­διά του τὸν φω­νά­ζει μὲ κραυ­γές, τὸ στό­μα του πα­ρα­μέ­νει σι­ω­πη­λό. Ξέ­ρει κα­λὰ ὅ­τι τὸ νὰ φω­νά­ξει τὸ ὄ­νο­μά του, ὅ­τι τὸ νὰ τὸν φω­νά­ξει με­γα­λό­φω­να, θὰ εἶ­ναι ἡ πα­ρα­δο­χὴ τοῦ θα­νά­του του.
       — Μι­κρέ! – τοῦ ξε­φεύ­γει ξαφ­νι­κά. Καὶ ἐ­ὰν ἡ φω­νὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που μὲ τέ­τοι­ο χα­ρα­κτή­ρα εἶ­ναι ἱ­κα­νὴ νὰ κλά­ψει, κλεί­νου­με μὲ εὐ­σπλα­χνί­α τὰ αὐ­τιὰ μπρο­στὰ στὴν ἀ­γω­νί­α ποὺ ἐκ­φρά­στη­κε μὲ αὐ­τὴ τὴν φω­νή.
       Κα­νεὶς δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Κά­τω ἀ­πὸ τὶς κόκ­κι­νες ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου, γε­ρα­σμέ­νος κα­τὰ δέ­κα χρό­νια, ὁ πα­τέ­ρας προ­χω­ρᾶ ψά­χνον­τας τὸν γιό του ποὺ μό­λις ἔ­χει πε­θά­νει.
       — Παι­δά­κι μου! Μι­κρού­λη μου! Τὸν φω­νά­ζει μὲ τὰ ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὰ ποὺ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῶν σπλά­χνων του.
       Ἤ­δη ἀ­πὸ πρίν, σὲ πλή­ρη εὐ­δαι­μο­νί­α καὶ γα­λή­νη, αὐ­τὸς ὁ πα­τέ­ρας ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν πα­ραί­σθη­ση τοῦ γιοῦ τοῦ πε­σμέ­νου κά­τω, μὲ τὸ μέ­τω­πο ἀ­νοι­χτὸ ἀ­πὸ μιὰ σφαί­ρα χρώ­μα­τος νι­κε­λί­ου. Τώ­ρα, σὲ κά­θε σκι­ε­ρὴ γω­νιὰ τοῦ δά­σους βλέ­πει κα­λώ­δια μὲ σπί­θες καὶ στὴ βά­ση ἑ­νὸς στύ­λου μὲ τὸ του­φέ­κι ἀ­φο­πλι­σμέ­νο πε­σμέ­νο στὸ πλά­ι, βλέ­πει…
       — Μι­κρέ μου! Γι­έ μου!
       Ἀ­κό­μα καὶ οἱ δυ­νά­μεις ποὺ κά­νουν ἕ­ναν πα­τέ­ρα νὰ ἔ­χει πα­ραι­σθή­σεις τοῦ χει­ρό­τε­ρου ἐ­φιά­λτη, ἔ­χουν τὰ ὅ­ριά τους. Καὶ ὁ δι­κός μας αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι οἱ αἰ­σθή­σεις του τὸν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν, ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ βλέ­πει νὰ ξε­προ­βά­λει ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­πλευ­ρο μο­νο­πά­τι ὁ γιὸς του.
       Ἕ­να παι­δὶ δε­κα­τρι­ῶν χρο­νῶν ἀρ­κεῖ νὰ δεῖ ἀ­πὸ πε­νήν­τα μέ­τρα μα­κριὰ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ πα­τέ­ρα του ποὺ ἦρ­θε χω­ρὶς μα­χαί­ρι μέ­σα στὸ δά­σος γιὰ νὰ ἐ­πι­τα­χύ­νει τὸ βῆ­μα του μὲ τὰ μά­τια γε­μά­τα δά­κρυ­α.
       — Μι­κρέ… μουρ­μου­ρί­ζει ὁ ἄν­δρας. Καί, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος, ἀ­φή­νε­ται νὰ πέ­σει στὴν λαμ­πε­ρὴ ἄμ­μο, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τας τὰ πό­δια τοῦ γιοῦ του.
Τὸ πλα­σμα­τά­κι, ἔ­τσι δε­μέ­νο, στέ­κε­ται ὄρ­θιο. Καὶ κα­θὼς κα­τα­λα­βαί­νει τὸν πό­νο τοῦ πα­τέ­ρα του, τὸν χα­ϊ­δεύ­ει ἀρ­γὰ στὸ κε­φά­λι.
       — Κα­η­μέ­νε μπαμ­πά…
       Τε­λι­κά, ὁ χρό­νος πέ­ρα­σε. Πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἤ­δη τρεῖς…
       Μα­ζὶ τώ­ρα πιά, πα­τέ­ρας καὶ γιὸς παίρ­νουν τὸ δρό­μο τοῦ γυ­ρι­σμοῦ.
       — Πῶς καὶ δὲν πα­ρα­τή­ρη­σες τὸν ἥ­λιο γιὰ νὰ ὑ­πο­λο­γί­σεις τὴν ὥ­ρα; Μουρ­μου­ρί­ζει ἀ­κό­μα ὁ πρῶ­τος.
       — Τὸν πα­ρα­τή­ρη­σα μπαμ­πά… ἀλ­λὰ ὅ­ταν ξε­κί­νη­σα γιὰ νὰ γυ­ρί­σω εἶ­δα τοὺς ἐ­ρω­διοὺς τοῦ Χου­ὰν καὶ τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σα.
       — Τί μὲ ἔ­κα­νες νὰ πε­ρά­σω μι­κρέ!
       — Μπαμ­πά­κα...μουρ­μού­ρι­σε καὶ ὁ μι­κρός.
       Με­τὰ ἀ­πὸ μί­α μα­κρὰ σι­ω­πή:
       — Καὶ τοὺς ἐ­ρω­διούς; Τοὺς σκό­τω­σες; Ρω­τά­ει ὁ πα­τέ­ρας.
       — Ὄ­χι.
       Ἀ­σή­μαν­τη λε­πτο­μέ­ρεια με­τὰ ἀ­πὸ ὅ­λο αὐ­τό. Κά­τω ἀ­πὸ τὸν πυ­ρα­κτω­μέ­νο οὐ­ρα­νὸ καὶ ἀ­έ­ρα, δι­α­σχί­ζον­τας τὸ ξέ­φω­το μὲ τὰ σπαρ­τά, ὁ ἄν­δρας γυρ­νά­ει στὸ σπί­τι μὲ τὸ γιό του μὲ τὸ χέ­ρι πε­ρα­σμέ­νο γύ­ρω ἀ­πὸ τοὺς ὤ­μους του, τοὺς ὤ­μους ποὺ ἔ­χουν φτά­σει σχε­δὸν στὸ ὕ­ψος τῶν δι­κῶν του ὤ­μων. Γυρ­νά­ει μού­σκε­μα στὸν ἱ­δρώ­τα καί, ἂν καὶ δι­α­λυ­μέ­νος στὸ σῶ­μα καὶ τὴν ψυ­χή, χα­μο­γε­λά­ει ἀ­πὸ εὐ­τυ­χί­α.
* * *
Χα­μο­γε­λά­ει ἀ­πὸ τὴν εὐ­τυ­χί­α τῶν πα­ραι­σθή­σε­ων….. Για­τὶ ὁ πα­τέ­ρας προ­χω­ρά­ει μό­νος του.
       Δὲν συ­νάν­τη­σε κα­νέ­ναν καὶ τὸ χέ­ρι του στη­ρί­ζε­ται στὸ κε­νό. Για­τί πί­σω του, στὴ βά­ση τοῦ στύ­λου καὶ μὲ τὰ πό­δια ψη­λά, πι­α­σμέ­να στὸ ἀγ­κα­θω­τὸ σύρ­μα, ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος του γιὸς κεί­τε­ται στὸν ἥ­λιο, νε­κρὸς ἀ­πὸ τὶς δέ­κα τὸ πρω­ΐ.
(1) Yacutoro: πτη­νὸ μαῦ­ρο μὲ μέ­γε­θος ὅ­σο μιὰ μι­κρὴ κό­τα (γλώσ­σα γκου­ρα­νὶ τῶν ἰ­θα­γε­νῶν της Νό­τιας Ἀ­με­ρι­κῆς πε­ρι­ο­χὴ τῆς Πα­ρα­γουά­ης).
(2) Surucua: πτη­νὸ μὲ πολ­λὰ χρώ­μα­τα. Στὸν Rio de la Plata πο­λὺ ἥ­με­ρος πα­πα­γά­λος μὲ πα­νέ­μορ­φα φτε­ρὰ (γλώσ­σα γκου­α­ρα­νί).

Δρα­μα­το­ποι­ή­σεις:

Σκηνοθεσία: Antonio Aguilar

Πατέρας: Felipe Miranda * Γιός: Carlos Bueno


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου