ΗΤΑΝ μία δυνατὴ μέρα καλοκαιριοῦ στὸ Μισιόνες,
μὲ ὅλο τὸν ἥλιο, τὴ ζέστη καὶ τὴν ἠρεμία ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει αὐτὴ
ἡ ἐποχή. Ἡ φύση ἐντελῶς ἀνοιχτή, αἰσθάνεται ἱκανοποιημένη μὲ τὸν
ἑαυτό της.
Ὅπως
ὁ ἥλιος, ἡ ζέστη καὶ ἡ ἠρεμία τοῦ περιβάλλοντος, ὁ πατέρας ἀνοίγει
ἐπίσης τὴν καρδιά του στὴ φύση.
Πρόσεχε μικρέ – λέει στὸ γιό του, συνοψίζοντας σὲ αὐτὴ τὴ φράση
ὅλες τὶς ἐπισημάνσεις του γιὰ τὸ τί μπορεῖ νὰ πάει στραβὰ καὶ ποὺ γιὸς
του καταλαβαίνει ἀπόλυτα.
— Ναί, μπαμπὰ – ἀπαντάει τὸ πλασματάκι ἐνῶ πιάνει τὸ τουφέκι
καὶ φορτώνει μὲ φυσίγγια τὶς τσέπες τοῦ πουκαμίσου του, τὶς ὁποῖες
κλείνει μὲ προσοχή.
— Νὰ γυρίσεις τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριανοῦ φαγητοῦ – τονίζει ὁ πατέρας.
— Ναί, μπαμπά, ἐπαναλαμβάνει ὁ μικρός.
Ἰσορροπεῖ
τὸ τουφέκι στὸ χέρι του, χαμογελάει στὸν πατέρα του, τὸν φιλάει στὸ
κεφάλι καὶ φεύγει.
Ὁ
πατέρας τὸν ἀκολουθεῖ γιὰ λίγο μὲ τὰ μάτια του καὶ γυρίζει στὴ δουλειὰ
τῆς ἡμέρας, εὐτυχισμένος μὲ τὴν χαρὰ τοῦ γιοῦ του.
Ξέρει ὅτι ὁ γιός του εἶναι ἐκπαιδευμένος ἀπὸ τὴν πιὸ τρυφερὴ ἡλικία
τόσο στὴν ἐξοικείωση μὲ τὸν κίνδυνο ὅσο καὶ στὴν προφύλαξη ἀπὸ αὐτόν,
μπορεῖ νὰ χειριστεῖ τὸ ὅπλο του καὶ νὰ κυνηγήσει τὸ ὁ,τιδήποτε. Παρότι
εἶναι πολὺ ψηλὸς γιὰ τὴν ἡλικία του, δὲν εἶναι παρὰ μόνο δεκατριῶν ἐτῶν.
Καὶ μοιάζει μικρότερος ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὴν ἁγνότητα τῶν γαλάζιων
ματιῶν του, φρέσκα ἀκόμα ἀπὸ παιδικὴ ἔκπληξη.
Δὲν χρειάζεται νὰ σηκώσει ὁ πατέρας τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ δουλειά
του γιὰ νὰ ἀκολουθήσει μὲ τὸ μυαλὸ του τὴν πορεία ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ γιὸς
του.
Ἔχει
διασχίσει τὴν κόκκινη κορυφὴ καὶ προχωράει εὐθεία στὸ βουνὸ περνώντας
ἀπὸ τὸ ξέφωτο μὲ τὰ σπαρτά.
Γιὰ νὰ κυνηγήσει κανεὶς στὸ βουνὸ —νὰ κυνηγήσει θηράματα— χρειάζεται
περισσότερη ὑπομονὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ μικρός του.
Ἀφοῦ διασχίσει αὐτὴ τὴ νησίδα στὸ βουνό, ὁ γιός του θὰ περάσει τὸ ὅριο
τῆς περίφραξης καὶ θὰ κατέβει μέχρι τὴν πεδιάδα, ἀναζητώντας περιστέρια,
πουλιὰ τουκὰν ἢ τὸ τάδε ζευγάρι ἐρωδιῶν ὅπως αὐτὸ τοῦ φίλου του, τοῦ
Χουάν, ποὺ ἀνακάλυψε τὶς προηγούμενες μέρες.
Μόνο τώρα, ὁ πατέρας σκάει ἕνα χαμόγελο στὴν ἀνάμνηση τοῦ κυνηγετικοῦ
πάθους τῶν δύο μικρῶν φίλων.
Κάποιες μόνο φορὲς κυνηγοῦν κανένα γιακούτορο(1), κανένα
σουρουκουὰ(2) —ἀκόμα λιγότερες αὐτὸ— καὶ ἐπιστρέφουν θριαμβευτές,
ὁ Χουὰν στὸ ράντσο, μὲ τὸ ὅπλο τῶν ἐννέα χιλιοστῶν ποὺ ἐκεῖνος τοῦ εἶχε
χαρίσει, καὶ ὁ γιὸς του στὸ ὀροπέδιο, μὲ τὸ μεγάλο τουφέκι Σαὶντ-Ἐτιέν,
μὲ διαμέτρημα 16, τετραπλὸ κλείσιμο καὶ λευκὸ μπαρούτι.
Καὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀκριβῶς ἔτσι. Στὰ δεκατρία θὰ ἔδινε καὶ τὴ ζωή
του γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἕνα τουφέκι. Ὁ γιός του, σὲ αὐτὴ τὴν ἡλικία, τὸ ἔχει
ἤδη καὶ ὁ πατέρας χαμογελάει.
Ὡστόσο,
δὲν εἶναι εὔκολο αὐτό, γιὰ ἕνα πατέρα χῆρο, χωρὶς ἄλλη πίστη οὔτε ἐλπίδα
ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ γιοῦ του, ἕνα γιὸ ἐκπαιδευμένο ὅπως τὸν ἔχει ἐκπαιδεύσει
αὐτός, ἐλεύθερο μέσα στὸ μικρῆς ἐμβέλειας πεδίο δράσης του, σίγουρο
γιὰ τὰ μικρά του πόδια καὶ χέρια ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν τεσσάρων ἐτῶν, μὲ
συνείδηση τῶν ἄπειρων κινδύνων καὶ τῆς ἔλλειψης τῶν δικῶν τοῦ δυνάμεων.
Αὐτὸς ὁ πατέρας ἔπρεπε νὰ παλέψει δυνατὰ ἐνάντια σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ
ἴδιος ἀντιλαμβάνεται ὡς ἐγωισμό. Εἶναι πολὺ εὔκολο ἕνα μικρὸ πλάσμα
νὰ κάνει λάθος ὑπολογισμό, βάζει ἕνα πόδι στὸ κενὸ καὶ κάπως ἔτσι
χάνεται ἕνας γιός!
Ὁ
κίνδυνος ὑπάρχει πάντα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο σὲ κάθε ἡλικία. Ὡστόσο, ἡ
ἀπειλὴ μειώνεται ἐὰν ἀπὸ μικρὸς συνηθίσει νὰ στηρίζεται μόνο στὶς
δικές του δυνάμεις.
Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἐκπαίδευσε τὸν γιό του. Καὶ γιὰ νὰ τὸ καταφέρει
ἔπρεπε νὰ ἀντισταθεῖ ὄχι μόνο στὴν καρδιά του ἀλλὰ καὶ στὰ βάσανα τοῦ
μυαλοῦ του. Γιατί αὐτὸς ὁ πατέρας, μὲ στομάχι καὶ ὅραση ἀδύναμα, ὑποφέρει
ἐδῶ καὶ λίγο καιρὸ ἀπὸ παραισθήσεις.
Ἔβλεπε,
συμπυκνωμένες σὲ πολὺ ἐπώδυνες ψευδαισθήσεις, ἀναμνήσεις μιᾶς εὐτυχίας
ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε παραμείνει στὸ κενὸ στὸ ὁποῖο τὴν εἶχε περιορίσει.
Ἡ εἰκόνα τοῦ γιοῦ του δὲν ξέφευγε ἀπὸ αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Τὸν εἶδε μία
φορὰ νὰ πέφτει, καλυμμένο μὲ αἷμα ἐνῶ τρόχιζε μία σφαίρα αὐτόματου
ὅπλου. Τὸ εἶδε αὐτὸ ἐνῶ ὁ γιὸς του ἁπλὰ λίμαρε τὴν ἀγκράφα τῆς κυνηγετικῆς
του ζώνης.
Ἀπαίσια
κατάσταση…. Ἀλλὰ σήμερα, τὴ ζεστὴ καὶ καλοκαιρινὴ ἡμέρα, τὴν ἀγάπη
γιὰ τὴν ὁποία εἶχε φαίνεται κληρονομήσει καὶ ὁ γιὸς του, ὁ πατέρας
νιώθει εὐτυχισμένος, ἤρεμος καὶ σίγουρος γιὰ τὸ μέλλον.
Ἐκείνη
τὴ στιγμή, ὄχι πολὺ μακριά, ἀκούγεται ἕνας πυροβολισμός.
— Τὸ Σαὶντ-Ἐτιέν… σκέφτεται ὁ πατέρας ἀναγνωρίζοντας τὸν ἦχο.
Δύο περιστέρια λιγότερα στὸ βουνό.
Χωρὶς νὰ δώσει περισσότερη σημασία στὸ ἀσήμαντο αὐτὸ συμβάν,
ὁ ἄνδρας ἀπορροφᾶται ἐκ νέου στὴ δουλειά του.
Ὁ
ἥλιος, ἤδη πολὺ ψηλὰ στὸν οὐρανό, συνεχίζει νὰ ἀνεβαίνει. Ὅπου καὶ
νὰ κοιτάξει κανεὶς —πέτρες, γῆ, δέντρα— ὁ ἀέρας ἀραιωμένος ὅπως σὲ ἕνα
φοῦρνο, δονεῖται ἀπὸ τὴ ζέστη. Ἕνας βαθὺς βόμβος ποὺ γεμίζει ὁλόκληρό
το εἶναι καὶ ἐμποτίζει τὸ περιβάλλον μέχρι ἐκεῖ ποὺ φτάνει τὸ μάτι,
συγκεντρώνει ἐκείνη τὴν ὥρα ὅλη τὴν τροπικὴ ζωή.
Ὁ
πατέρας ρίχνει μιὰ ματιὰ στὸ ρολόι τοῦ χεριοῦ του: δώδεκα. Καὶ σηκώνει
τὸ βλέμμα πρὸς τὸ βουνό.
Ὁ
γιὸς του θὰ ἔπρεπε νὰ γυρνάει. Μέσα στὴν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη ποὺ
μοιράζονται —ὁ πατέρας μὲ τοὺς ἀσημένιους κροτάφους καὶ τὸ παιδὶ τῶν
δεκατριῶν ἐτῶν— δὲν ἐξαπατοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ποτέ. Ὅταν ὁ γιὸς τοῦ
ἀπαντοῦσε – «ναί, μπαμπά», θὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ εἶπε. Εἶπε ὅτι θὰ γυρνοῦσε
στὶς δώδεκα καὶ ὁ πατέρας χαμογέλασε βλέποντάς τον νὰ φεύγει.
Κι ἀκόμα δὲν εἶχε γυρίσει.
Ὁ
ἄνδρας γυρνᾶ στὴ δουλειά του, προσπαθώντας νὰ συγκεντρώσει τὴν προσοχή
του σὲ αὐτὸ ποὺ κάνει. Εἶναι τόσο εὔκολο, τόσο εὔκολο νὰ χάσεις τὴν αἴσθηση
τοῦ χρόνου μέσα στὸ βουνὸ καὶ νὰ καθίσεις γιὰ λίγο στὸ ἔδαφος ἀκίνητος
γιὰ νὰ ξεκουραστεῖς…
Ἡ
ὥρα πέρασε… ἦταν δώδεκα καὶ μισή. Ὁ πατέρας βγαίνει ἀπὸ τὸ ἐργαστήριό
του, στηρίζει τὸ χέρι του στὸν πάγκο καὶ μηχανικὰ ξεπηδάει ἀπὸ τὸ βάθος
τοῦ μυαλοῦ του ὁ πυροβολισμὸς καὶ ξαφνικά, γιὰ πρώτη φορὰ στὶς τρεῖς
ποὺ τὸν ἀνακάλεσε, σκέφτηκε ὅτι μετὰ τὸν ἦχο τοῦ Σαὶντ-Ἐτιὲν δὲν ἄκουσε
τίποτα ἄλλο. Δὲν ἄκουσε τὸ κύλισμα τῶν πετρῶν κάτω ἀπὸ τὸ γνώριμο
περπάτημα. Ὁ γιός του δὲν εἶχε γυρίσει καὶ ἡ φύση ἔμενε ἐκεῖ ἀκίνητη
στὴν ἄκρη τὴ δάσους περιμένοντάς τον.
Ὤ,
δὲν εἶναι ἀρκετὸς ἕνας μετρημένος χαρακτήρας καὶ μιὰ τυφλὴ ἐμπιστοσύνη
στὴν ἐκπαίδευση τοῦ γιοῦ του γιὰ νὰ διώξει τὸ φάντασμα τοῦ πεπρωμένου
ποὺ ἕνας πατέρας μὲ ἀσθενῆ ὅραση βλέπει νὰ φτάνει ἀπὸ τὴν κορυφογραμμὴ
τοῦ βουνοῦ. Περισπασμός, ἀμέλεια, τυχαῖο γεγονός, καμία ἀπὸ τὶς ἀσήμαντες
αὐτὲς αἰτίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καθυστερήσουν τὴν ἄφιξη τοῦ γιοῦ
του δὲν ἱκανοποιεῖ αὐτὴ τὴν καρδιά.
Ἕνας
πυροβολισμός, ἕνας μόνο πυροβολισμὸς ἀκούστηκε, καὶ μάλιστα πρὶν
ὥρα. Μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ὁ πατέρας δὲν ἄκουσε κανέναν θόρυβο, δὲν εἶδε
κανένα πουλί, δὲν ἦρθε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος νὰ τοῦ ἀνακοινώσει ὅτι
συνέβη κάποιο ἀτύχημα σὲ κάποιον ποὺ διέσχισε τὴν περίφραξη…
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀέρα καὶ χωρὶς μαχαίρι ὁ πατέρας φεύγει. Διασχίζει
τὸ ξέφωτο, μπαίνει στὸ βουνό, περνάει τὸ ὅριο τῆς περίφραξης χωρὶς νὰ
ἀνακαλύψει ἴχνος τοῦ γιοῦ του.
Ὡστόσο
ἡ φύση παραμένει ἀκίνητη. Καὶ ὅταν πιὰ ὁ πατέρας ἔχει διασχίσει
κάθε γνωστὸ κυνηγετικὸ μονοπάτι καὶ ἀφοῦ ἔχει ἐξερευνήσει μάταια
τὸν βάλτο, ἀποκτᾶ πλέον τὴν σιγουριὰ ὅτι κάθε βῆμα ποὺ κάνει πρὸς τὰ ἐμπρὸς
τὸν φέρνει, μοιραῖα καὶ ἀναπόφευκτα, πιὸ κοντὰ στὸ πτῶμα τοῦ γιοῦ του.
Δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ κατηγορήσει, δυστυχῶς. Ὑπῆρχε μόνο ἡ ψυχρὴ
τρομερὴ καὶ τετελεσμένη πραγματικότητα: ὁ γιός του πέθανε διασχίζοντας
ἕνα….
Ἀλλὰ
ποῦ, σὲ ποιό μέρος;! Ἔχει τόσα συρματοπλέγματα ἐκεῖ καὶ εἶναι τόσο,
μὰ τόσο βρώμικο τὸ βουνό! Ὤ, τόσο βρώμικο! Δὲν θέλει πολὺ νὰ μὴν προσέξεις,
ὅταν διασχίζεις τὰ σύρματα μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι…
Ὁ
πατέρας πνίγει μιὰ κραυγή. Εἶδε κάτι νὰ σηκώνεται στὸν ἀέρα… Ὤ, δὲν
εἶναι ὁ γιός του, δὲν εἶναι! Καὶ γυρνάει ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, κι ἀπὸ τὴν
ἄλλη, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη…
Τίποτα δὲν θὰ κέρδιζε μὲ τὸ νὰ δεῖ τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδας του
καὶ τὴν ἀγωνία τῶν ματιῶν του. Αὐτὸς ὁ ἄντρας ἀκόμα δὲν εἶχε φωνάξει
τὸ γιό του. Ἀκόμα κι ἂν ἡ καρδιά του τὸν φωνάζει μὲ κραυγές, τὸ στόμα
του παραμένει σιωπηλό. Ξέρει καλὰ ὅτι τὸ νὰ φωνάξει τὸ ὄνομά του, ὅτι
τὸ νὰ τὸν φωνάξει μεγαλόφωνα, θὰ εἶναι ἡ παραδοχὴ τοῦ θανάτου του.
— Μικρέ! – τοῦ ξεφεύγει ξαφνικά. Καὶ ἐὰν ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ
τέτοιο χαρακτήρα εἶναι ἱκανὴ νὰ κλάψει, κλείνουμε μὲ εὐσπλαχνία τὰ
αὐτιὰ μπροστὰ στὴν ἀγωνία ποὺ ἐκφράστηκε μὲ αὐτὴ τὴν φωνή.
Κανεὶς δὲν ἀπάντησε. Κάτω ἀπὸ τὶς κόκκινες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου,
γερασμένος κατὰ δέκα χρόνια, ὁ πατέρας προχωρᾶ ψάχνοντας τὸν γιό
του ποὺ μόλις ἔχει πεθάνει.
— Παιδάκι μου! Μικρούλη μου! Τὸν φωνάζει μὲ τὰ ὑποκοριστικὰ ποὺ
βγαίνουν ἀπὸ τὰ βάθη τῶν σπλάχνων του.
Ἤδη
ἀπὸ πρίν, σὲ πλήρη εὐδαιμονία καὶ γαλήνη, αὐτὸς ὁ πατέρας ὑπέφερε
ἀπὸ τὴν παραίσθηση τοῦ γιοῦ τοῦ πεσμένου κάτω, μὲ τὸ μέτωπο ἀνοιχτὸ ἀπὸ
μιὰ σφαίρα χρώματος νικελίου. Τώρα, σὲ κάθε σκιερὴ γωνιὰ τοῦ δάσους
βλέπει καλώδια μὲ σπίθες καὶ στὴ βάση ἑνὸς στύλου μὲ τὸ τουφέκι ἀφοπλισμένο
πεσμένο στὸ πλάι, βλέπει…
— Μικρέ μου! Γιέ μου!
Ἀκόμα
καὶ οἱ δυνάμεις ποὺ κάνουν ἕναν πατέρα νὰ ἔχει παραισθήσεις τοῦ χειρότερου
ἐφιάλτη, ἔχουν τὰ ὅριά τους. Καὶ ὁ δικός μας αἰσθάνεται ὅτι οἱ αἰσθήσεις
του τὸν ἐγκαταλείπουν, ὅταν ξαφνικὰ βλέπει νὰ ξεπροβάλει ἀπὸ ἕνα
παράπλευρο μονοπάτι ὁ γιὸς του.
Ἕνα
παιδὶ δεκατριῶν χρονῶν ἀρκεῖ νὰ δεῖ ἀπὸ πενήντα μέτρα μακριὰ τὴν ἔκφραση
τοῦ πατέρα του ποὺ ἦρθε χωρὶς μαχαίρι μέσα στὸ δάσος γιὰ νὰ ἐπιταχύνει
τὸ βῆμα του μὲ τὰ μάτια γεμάτα δάκρυα.
— Μικρέ… μουρμουρίζει ὁ ἄνδρας. Καί, ἐξαντλημένος, ἀφήνεται νὰ
πέσει στὴν λαμπερὴ ἄμμο, ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια τοῦ γιοῦ του.
Τὸ πλασματάκι, ἔτσι δεμένο,
στέκεται ὄρθιο. Καὶ καθὼς καταλαβαίνει τὸν πόνο τοῦ πατέρα του, τὸν
χαϊδεύει ἀργὰ στὸ κεφάλι.
— Καημένε μπαμπά…
Τελικά, ὁ χρόνος πέρασε. Πρέπει νὰ εἶναι ἤδη τρεῖς…
Μαζὶ τώρα πιά, πατέρας καὶ γιὸς παίρνουν τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ.
— Πῶς καὶ δὲν παρατήρησες τὸν ἥλιο γιὰ νὰ ὑπολογίσεις τὴν ὥρα;
Μουρμουρίζει ἀκόμα ὁ πρῶτος.
— Τὸν παρατήρησα μπαμπά… ἀλλὰ ὅταν ξεκίνησα γιὰ νὰ γυρίσω εἶδα
τοὺς ἐρωδιοὺς τοῦ Χουὰν καὶ τοὺς ἀκολούθησα.
— Τί μὲ ἔκανες νὰ περάσω μικρέ!
— Μπαμπάκα...μουρμούρισε καὶ ὁ μικρός.
Μετὰ ἀπὸ μία μακρὰ σιωπή:
— Καὶ τοὺς ἐρωδιούς; Τοὺς σκότωσες; Ρωτάει ὁ πατέρας.
— Ὄχι.
Ἀσήμαντη
λεπτομέρεια μετὰ ἀπὸ ὅλο αὐτό. Κάτω ἀπὸ τὸν πυρακτωμένο οὐρανὸ
καὶ ἀέρα, διασχίζοντας τὸ ξέφωτο μὲ τὰ σπαρτά, ὁ ἄνδρας γυρνάει στὸ
σπίτι μὲ τὸ γιό του μὲ τὸ χέρι περασμένο γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους του, τοὺς ὤμους
ποὺ ἔχουν φτάσει σχεδὸν στὸ ὕψος τῶν δικῶν του ὤμων. Γυρνάει μούσκεμα
στὸν ἱδρώτα καί, ἂν καὶ διαλυμένος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, χαμογελάει
ἀπὸ εὐτυχία.
* * *
Χαμογελάει ἀπὸ τὴν εὐτυχία
τῶν παραισθήσεων….. Γιατὶ ὁ πατέρας προχωράει μόνος του.
Δὲν
συνάντησε κανέναν καὶ τὸ χέρι του στηρίζεται στὸ κενό. Γιατί πίσω
του, στὴ βάση τοῦ στύλου καὶ μὲ τὰ πόδια ψηλά, πιασμένα στὸ ἀγκαθωτὸ
σύρμα, ὁ ἀγαπημένος του γιὸς κείτεται στὸν ἥλιο, νεκρὸς ἀπὸ τὶς δέκα
τὸ πρωΐ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου