ΗΤΑΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ στὴ σειρὰ γέννησης μετὰ ἀπὸ ἕξι
κορίτσια. Κακορίζικο πράγμα τὰ κορίτσια στὴν ἐποχή της, εἰδικὰ
γιὰ οἰκογένειες, ὅπως ἡ δική της. Τὶς ὀνόμαζαν «βάσανα» καί, χαϊδευτικά,
«βασανάκια» γιὰ τὴ νέα φτώχεια ποὺ ἔσερναν μαζί τους καὶ τὴν στοίβαζαν
πάνω στὴν παλιά.
Ὕστερα κι ἀπὸ τὸ τέταρτο κορίτσι, οἱ γονεῖς ἀπελπίστηκαν κι
ἀποφάσισαν νὰ στείλουν ἕνα μήνυμα στὴ μοίρα ἢ στὸ Θεό, δὲν ἤξεραν
ἀκριβῶς ποῦ νὰ ἀποτανθοῦν. Ἔτσι τὴν πέμπτη κόρη τους τὴν βάφτισαν «Ἀγορίτσα»,
μετέπειτα «Ἀγόρω», μήπως ξεγελαστεῖ τὸ πνεῦμα τῶν ἀγοριῶν κι ἔρθει
κοντά. Τὴν ἕκτη, τὴν εἶπαν ἀμέσως «Σταμάτα», σὰν παράκληση ἢ καὶ σὰν
προσταγὴ στὴν ἀδυσώπητη κοριτσίστικη μοίρα. Αὐτή, ἕβδομη στὴ
σειρά, ἀφοῦ εἶχαν χάσει κάθε ἐλπίδα κι εἶχαν ἐξαντλήσει ὅλα τα κοριτσίστικα
ὀνόματα, τὴν βάφτισαν «Διώχνω», μήπως διώξουν μιὰ γιὰ πάντα το ἐπίμονο
πνεῦμα τῶν θηλυκῶν. Ὡστόσο, παρ’ ὅλα τὰ τεχνάσματα ἀπελπισίας
ποὺ μηχανεύτηκαν, τὸ θέμα λύθηκε ὁριστικὰ μόνο ὅταν πέθανε ἡ μάνα
πάνω στὴ γέννα μαζὶ μὲ τ' ὄγδοο κορίτσι. Ἡ Διώχνω ἀπόμεινε τελευταία.
Ὅλοι ἔλεγαν πὼς αὐτὴ εἶχε διώξει ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι μόνο τὶς ἀγέννητες
ἀδερφές της, ἀλλὰ καὶ τὴ μάνα της τὴν ἴδια.
Ἐκείνη περίμενε ὑπομονετικὰ νὰ ἔρθει ἡ σειρά της νὰ παντρευτεῖ.
Τὰ βράδια μὲ ἐπιδέξια χέρια ἔφτιαχνε τὴν προίκα της, κουβέρτες, πετσέτες,
σεντόνια, μαξιλάρια, τραπεζομάντηλα. Ὅλη νύχτα κεντοῦσε, ἕραβε,
ἔπλεκε μὲ βελόνες, βελονάκι, σταυροβελονιά, κοφτό, ἀζούρ, γκομπλέν.
«Εἶμαι μισὸς ἄνθρωπος», εἶπε αὐτός, «Δὲν μὲ πειράζει», εἶπε αὐτή,
ποὺ λαχταροῦσε συντροφιά. Κι ἔγινε ὁ γάμος. Τὰ βράδια ἔβλεπε στὸν ὕπνο
του ἐφιάλτες. Μιὰ μεγάλη μηχανὴ τοῦ μασοῦσε τὰ χέρια, ὕστερα τὰ πόδια,
μετὰ τὸ κορμί, ἄφηνε μόνο το κεφάλι. Αὐτὴ κοιμόταν δίπλα του καὶ ὅλη
τὴ νύχτα μὲ ἐπιδέξιες κινήσεις συναρμολογοῦσε ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ
κομμάτια του. Σταυροβελονιά, κοφτό, ἀζούρ, γκομπλέν. Τὸ ξημέρωμα
τὸν ἔβρισκε ὁλόκληρο πάλι. Ἔλειπε μόνο τὸ δεξί του χέρι, αὐτὸ ποὺ
γιὰ πάντα εἶχε χαθεῖ στὸ μηχανικὸ ζυμωτήριο, ὅταν δούλευε στὸ φοῦρνο.
Τότε ξυπνοῦσε καὶ καθόταν στὸ κρεβάτι. Χτυποῦσε τὰ πόδια στὸ ξύλινο
πάτωμα καὶ τῆς φώναζε: «Κάλτσες καὶ παπούτσια!» Μετὰ ἔλεγε «Νὰ πλύνω
τὰ δόντια μου», μετὰ «Νὰ ξυριστῶ», «Ἄναψέ μου τσιγάρο!», «Βάλε μου
νερό!», «Τί κοιτᾶς ὅλο ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο;», «Ὅλο στὸν καθρέφτη εἶσαι,
περιμένεις κανέναν;». Κι ἔτσι περνοῦσε ἡ ζωή.
Ἕνα βράδυ, δὲν ἔπιασε τὶς βελόνες καὶ τὶς κλωστές της. Ἀποφάσισε
νὰ τὸν ἀφήσει κομμάτια. Γύρισε πλευρὸ κι ἀποκοιμήθηκε ἥσυχα ἡ
Διώχνω. Ἡ Διώχνω ἐνοχές, παλιὲς καὶ νέες.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εἰρήνη Σκούρα. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ
σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐργάστηκε ὡς καθηγήτρια φιλόλογος
καὶ ὡς σχολικὴ σύμβουλος φιλολόγων στὴν δημόσια ἐκπαίδευση. Δημοσίευσε
μελέτες καὶ ἄρθρα σὲ παιδαγωγικὰ καὶ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου