ΓΚΑΒΙΑ’ΤΙΝΑ, μπαράνινα, κούριτσα. Οἱ πρῶτες
λέξεις ποὺ ἔμαθα, οἱ μόνες ποὺ θυμᾶμαι. Τώρα νὰ μὲ ρωτήσεις πῶς εἶναι,
ἂς ποῦμε, τὸ εὐχαριστῶ
στὰ ρώσικα, θὰ κάνω καὶ καμιὰ δεκαριὰ δευτερόλεπτα νὰ σοῦ πῶ σπασίμπα. Βοδινό, ἀρνί,
κοτόπουλο – σασλίκ,
στὴ σούβλα. Τὸ καλύτερο κρέας ποὺ ἔχω φάει ποτέ. Τρία χρόνια ἔκατσα.
Καλὰ ἤτανε, δὲν ἔχω παράπονο. Βαρετὰ κάποτε μέν, ὁ χειμώνας δὲν τὸ
κουνοῦσε. Στὴν καλύτερη περίπτωση νὰ διαρκοῦσε ἕξι μῆνες, στὴ χειρότερη
ὀκτώ. Χειμώνας ὅμως, ὄχι ἀστεῖα! Πλὴν τριάντα, πλὴν σαράντα καὶ βάλε.
Στοὺς πλὴν εἴκοσι καὶ στοὺς πλὴν δεκαπέντε ἔλεγες μπαίνει ἡ ἄνοιξη ἢ
σεργιανάει ἀκόμα τὸ φθινόπωρο. Ἡ Παρασκευή μας ὅμως ἦταν σταθερή,
βρέξει —ποὺ δὲν ἔβρεχε—, χιονίσει —ποὺ χιόνιζε τοῦ πούστη—, φυσήσει,
ποὺ φύσαγε ἀέρας σοβαρός, νὰ σὲ πάρει καὶ νὰ σὲ σηκώσει. Ἡ Παρασκευὴ
σήμαινε Café Real. Ἦταν τριώροφο τὸ μαγαζί, ἀπίστευτα κὶτς —παρδαλὲς
κουρτίνες, πλαστικὰ λουλούδια, τέτοια— καὶ ἐνοχλητικὰ φωτεινό. Καὶ
κυρίως θορυβῶδες. Ἡ μουσικὴ στὴ διαπασῶν. Τὸ ἔχουν αὐτὸ οἱ ντόπιοι.
Ἀκοῦνε τὰ πάντα καὶ παντοῦ στὴ διαπασῶν. Πᾶς στὸ μπάρ, φωνάζεις. Μπαίνεις
στὸ ταξί, δυναμώνει ὁ ταξιτζῆς τὴ μουσικὴ μὲ τὸ ποὺ σὲ βλέπει, φωνάζεις
– νὰ τὸ χαμηλώσει. Δὲν κατάλαβα ποτὲ γιατί. Ἴσως ἐπειδὴ ἦταν ἀπὸ τὶς
λίγες τέχνες, ἡ μουσική, ποὺ ἀνέπτυξαν. Τί νὰ ἀναπτύξεις μὲ τέτοια
βαρυχειμωνιά, ἐξάλλου;
Τὴ μουσική, μόνο μὲ ἕνα δίχορδο ντόμπρα δηλαδή, καὶ
τὴν ποίηση. Γιὰ θέατρο, ζωγραφικὴ οὔτε λόγος. Στὸ Café Real λοιπὸν πηγαίναμε
κάθε Παρασκευή – ἦταν τὸ πανηγυρικὸ κλείσιμο ἄλλης μιᾶς δύσκολης ἑβδομάδας.
Καὶ καθόμασταν πάντα στὸν τρίτο ὄροφο. Παραγγέλναμε σασλὶκ γκαβιάτινα,
μπαράνινα, κούριτσα. Οἱ μερίδες ἦταν τεράστιες, τὰ κομμάτια τῆς
σούβλας μεγαλύτερα ἀπὸ ὅ,τι συνήθως, ἀλλὰ κομμένα καλά: ἄφθονα καλοσχηματισμένα
κομμάτια ψητοῦ κρέατος ἔκαναν τὸ καλύτερο σασλὶκ σὲ ὅλη τὴν πόλη,
μὴ σοῦ πῶ σὲ ὁλόκληρη τὴ χώρα! Ζουμερὸ ὅσο πρέπει, ψημένο ὅσο πρέπει,
μὲ λίγο περισσότερο ἁλάτι ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἔπρεπε γιὰ ἕναν Μεσογειακὸ
μὲ χοληστερόλη, πίεση καὶ τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ καὶ ὅσο πραγματικὰ πρέπει.
Τρώγαμε σὰν νὰ ἤμασταν αἰώνια πεινασμένοι, ἀλλὰ μασούσαμε ἀργά. Ἀργά,
σὰν νὰ μὴ θέλαμε νὰ ἀδειάσουν ποτὲ οἱ πιατέλες μὲ τὸ κρέας. Καὶ μετά,
κατὰ τὶς ἐντεκάμισι, ἔβγαιναν τὰ κορίτσια. Ἡ μουσικὴ δυνάμωνε ἀκόμα
περισσότερο, τὰ φῶτα μόνο τότε χαμήλωναν, γιὰ νὰ ἁπλώσουν στὸν χῶρο
πράσινα καὶ κόκκινα φωτορυθμικὰ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Καὶ ἔβγαιναν.
Καὶ χόρευαν. Ἀνατολίτικα. Κάτι μπούτια, κάτι στήθη, ἕνα λίκνισμα
συγχρονισμένο καὶ νωχελικὸ καὶ τὰ δάχτυλα νὰ στριφογυρνᾶνε θελκτικὰ
ἀπὸ τοὺς καρπούς... Καὶ ἐμεῖς νὰ θαυμάζουμε καὶ νὰ τσιμπολογᾶμε ἀργὰ
ἀκόμα γκαβιάτινα, μπαράνινα, κούριτσα ἀπὸ τὶς γενναιόδωρες πιατέλες.
Ναί, στὸ Café Real σέρβιραν τὸ καλύτερο κρέας. Νὰ μὴν ξέρεις τί νὰ πρωτοφᾶς.Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020
Αὐγὴ Λίλλη : Κρέας
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Αὐγὴ Λίλλη (1980). Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴ Λευκωσία. Σπούδασε
Κλασικὴ καὶ Νεοελληνικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Κύπρου καὶ ὁλοκλήρωσε
τὸ διδακτορικό της στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν μὲ θέμα τὸ κριτικὸ καὶ
μυθιστοριογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Κοτζιᾶ. Ἔχει ἐκδώσει τὶς
ποιητικὲς συλλογὲς Πρόχειρες
Σημειώσεις Πάνω σ’ ἕνα Σωσίβιο (Ἀρμίδα, Λευκωσία, 2011)
καὶ Ἡ Σφαγὴ τοῦ Αἰώνα
(Θράκα, Ἀθήνα, 2018). Γράφει ἐπίσης δραματικοὺς μονολόγους γιὰ τὸ
θέατρο καὶ σενάρια ταινιῶν μικροῦ μήκους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου