Μπουκόβσκι, Χριστιανόπουλος και άλλοι λογοτέχνες γράφουν για τις γάτες τους.
Του Παναγιώτη Γούτα
Πολλά χρόνια προτού η Μάμα Ράμπα στο αποκρυφιστικό της βιβλίο Ουράνια σφαίρα (μτφρ. Αντώνη Αϊδίνη, εκδ. Κάκτος, 1981) αναφερθεί διεξοδικά στη σοφία, τα χαρίσματα και τις τηλεπαθητικές ικανότητες των γατιών της οικογένειας Ράμπα (ο Λόμπσανγκ Ράμπα υπήρξε συγγραφέας αρκετών σημαντικών βιβλίων εσωτερικής αναζήτησης και αποκρυφισμού, όπως το δημοφιλές Το τρίτο μάτι – Κάκτος, 1988, μτφρ. Αν. Αϊδίνη), πολλοί πεζογράφοι και ποιητές έγραψαν διηγήματα ή ποιήματα για τα σοφά αιλουροειδή, που, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η λαϊκή θυμοσοφία, «τα έστειλε ο θεός στη γη για να μπορεί ο άνθρωπος να χαϊδεύει μία τίγρη».
Κίπλινγκ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ζολά, Κολέτ, Μποντλέρ, Μπάροουζ, Ζακ Πρεβέρ και αρκετοί ακόμη αναφέρθηκαν με αγάπη και θαυμασμό σ’ αυτά τα χαρισματικά τετράποδα στα κείμενά τους – κάποιοι μάλιστα φωτογραφήθηκαν συχνά μαζί τους. Ο Τζόυς έγραψε τις Γάτες της Κοπεγχάγης, ο Πόε τον Μαύρο γάτο και ο Χέμινγουεϊ το Γάτα στη βροχή. Ξεχωριστή θέση μεταξύ των λογοτεχνών κατέχει, φυσικά, ο Τ.Σ. Έλιοτ και το βιβλίο του Old Possum’s book of Practical Cats (1932), που μεταφράστηκε στα ελληνικά ως Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο Πόσουμ (Άγρα, 2005) και μεταποιήθηκε στο μιούζικαλ Cats από τον Άντριου Λόιντ Βέμπερ, με πρώτη παράσταση στο Λονδίνο το 1981 (παίζεται αυτή τη στιγμή και ως κινηματογραφική ταινία στις ελληνικές αίθουσες, με σκηνοθέτη τον Τομ Χούπερ, με αρνητικό ωστόσο αισθητικό αποτέλεσμα, στο όριο του κιτς και της δυσφήμησης του είδους του μιούζικαλ).
Για τη συγγραφέα Πατρίσια Χάισμιθ και το βιβλίο της Γάτες (Άγρα, 2006) έγραψα παλιότερα σε κριτική μου πως «…εντάσσει τις γάτες στα διηγήματά της ως μυθοπλαστικό εύρημα και σκηνοθετικό ντεκόρ. Η διακριτική παρουσία τους εντείνει το μυστήριο του στόρι και σε κάποια δεδομένη στιγμή, που εκείνη αποφασίζει ποια θα είναι, ο φακός της κεντράρει στο ζώο, που το σκιτσάρει θαυμάσια (το ίδιο και τις αρετές του) καθιστώντας το πρωταγωνιστή και καταλύτη των εξελίξεων, που συχνά επισπεύδονται εξ αιτίας του».1
Η Ζυράννα Ζατέλη |
Από τη σχεδόν πρόσφατη ή και παλιότερη εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, τελείως πρόχειρα και επιλεκτικά, θα ανασύρω στη μνήμη μου τα εξής: Το ποίημα «Οι γάτες των φορτηγών» του Νίκου Καββαδία, στο οποίο αναφέρει πως οι ναυτικοί δίχως να γνωρίζουν το πώς και το γιατί τρέφουν πάντα μια γάτα στα φορτηγά, που «στον ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει…». Το ποίημα «Σπίτι με κήπον» του Καβάφη, όπου ο ποιητής μάς εξομολογείται πως θα ήθελε «Τουλάχιστον επτά γάτες –η δυο κατάμαυρες / και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσιν…». Το ποίημα «Οι γάτες τ’ Αη Νικόλα» του Σεφέρη (κυπριακός μύθος αφηγούμενος από έναν μοναχό), όπου οι γάτες: «Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες / ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος / χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι». Το πεζογράφημα του Ροΐδη «Ιστορία μιας γάτας», όπου ο συγγραφέας διαπιστώνει πως «Αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθεί η συντροφία μετ’ αδιατάρακτου διανοητικής εργασίας…». Δύο διηγήματα του φιλόζωου πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη, το «Οι γάτες του χειμώνα» (αναφορά στα γατιά της Σκύρου και στις συνήθειές τους) και το «Ο θάνατος της Τσογλανίτσας» (αναφορά στο τραγικό τέλος μίας γάτας του Ντίνου Χριστιανόπουλου και ενδιαφέρον παραλληλισμός της εμφάνισης της γάτας με την αρρώστια, τον χαρακτήρα αλλά και τον θάνατο της μητέρας του ποιητή), αλλά και το ωραίο διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση «Το γατάκι» (Να σ’ αγαπάει η ζωή, Πατάκης, 2004), ένα σπαρταριστό αφήγημα όπου ο συγγραφέας παρωδεί και σαρκάζει τις υψηλές αρμοδιότητες των εκλεγμένων αντρών του ελληνικού «θαύματος» της τοπικής αυτοδιοίκησης.2
Τέλος, άλλοι συγγραφείς που αναφέρουν τις γάτες σε ποιήματα, διηγήματα ή μυθιστορήματά τους είναι ο Νίκος Δήμου με Το βιβλίο των γάτων (Νεφέλη, 1981). Αντιγράφω από το ποίημα «Ιαβέρης»:
«Είχε και τη νοοτροπία του μπάτσου, / καχύποπτος ακόμα κι όταν τον τάιζες. / Τεράστιος, με ψυχρά μάτια, ωραίος και αντιπαθής / κάνει τώρα κουμάντο στη γειτονιά. / Είναι ο μόνος γάτος χωρίς πληγές. Ίσως / γιατί χτυπάει ξαφνικά και καίρια».
Η Ζυράννα Ζατέλη, που σε συνέντευξή της δήλωσε πως «οι γάτες με τις ουρές τους υπογράφουν τα βιβλία μου», ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης [εξαιρετικό το διήγημά του «Η Βαγγελιώ δεν είσαι εντάξει» από τη βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος συλλογή του Η στενωπός των υφασμάτων (εκδ. Καστανιώτη, 1992), όπου ένα «βασιλικό αιλουροειδές», σύμφωνα με περιγραφή του συγγραφέα, μια «προικισμένη, πάνοπλη, φονική γάτα» παίζει τα βράδια ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι, που κάποια στιγμή θα αποβεί θανάσιμο], ο Ευγένιος Τριβιζάς με το Η τελευταία μαύρη γάτα (Μεταίχμιο, 2012), ενώ και ο υπογράφων αυτό το κείμενο, στο διήγημά του «Γάτα από σόι» (Τα λάφυρα του Αυγούστου, Αλεξάνδρεια, 2001), σκιαγραφεί μια ακατάδεκτη γάτα σε ψαροταβέρνα της Χαλκιδικής για πελάτες με υψηλά βαλάντια.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος |
Οι γάτες του Χριστιανόπουλου
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν (Ιανός, 2008), οι μνήμες του ποιητή για τα γατιά του σπιτιού του καταλαμβάνουν ένδεκα ολόκληρες σελίδες. Πολλές εμβόλιμες αναφορές, βέβαια, στις γάτες του (αθροιστικά ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση σελίδων) γίνεται στον ογκώδη τόμο που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις Ιανός, στο Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που αποτελεί δεκαετή (2004-2012), απομαγνητοφωνημένη συνομιλία του ποιητή με την πεζογράφο και πανεπιστημιακό Σωτηρία Σταυρακοπούλου – ένα βιβλίο που δίχασε κριτικούς, λογοτέχνες και λοιπούς διανοούμενους λόγω των δεκάδων (συχνά άστοχων ή αψυχολόγητων) πικρόχολων επιθέσεων εκ μέρους του ποιητή απέναντι σε ανθρώπους του πνευματικού χώρου, Θεσσαλονικείς και μη, αλλά και εξ αιτίας της χρονικής στιγμής της κυκλοφόρησής του.
Τζούλη, Τσογλανίτσα, Ανανίας, Αζαρίας, Ιεχονίας, Μαυρούλα, Αλιφραγκής, είναι κάποια μόνο από τα γατιά του ιδιόρρυθμου και αμφιλεγόμενου ποιητή, που κάποτε επαιρόταν πως σίτιζε και διατηρούσε στο διαμέρισμά του τόσα γατιά, όσα είχε και ο Καβάφης. (Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τον αριθμό των ποιημάτων του: ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ισχυριζόταν πως τα αποδεκτά από τον ίδιο ποιήματά του ήταν 365, όσες και οι βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης3).
Η όλη αφήγηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου κρύβει τρυφερά φιλοζωικά αισθήματα, δείχνει το δέσιμό του με τα ζώα αλλά και την ταύτιση της ύπαρξής τους με συμβάντα που αφορούν συγγενικά του πρόσωπα (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Σφυρίδη, σε κάποια του διηγήματα, με τα δικά του ζώα). Αυτή η ταύτιση του ποιητή με τα ζώα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν π.χ. πιστεύει ότι η γατούλα του ήρθε θεόσταλτη στην κηδεία της μητέρας του και πως ήταν μοιραίο να την υιοθετήσει.
«Μιλώντας για ποιήματα γλιστράμε σε κουλτουριάρικες αναλύσεις και θεωρίες, ενώ μιλώντας για γατιά, θέλοντας και μη δεν ξεφεύγουμε από την ίδια τη ζωή. Καλύτερα λοιπόν ιστορίες από τη ζωή, παρά αναλύσεις για την τέχνη».
Από τον πρόλογο της αφήγησης φαίνεται πως, κάποιες φορές, η αγάπη του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τις γάτες υπερκεράζει ακόμη και την αγάπη του για τους ανθρώπους ή για την τέχνη. Λέει χαρακτηριστικά στη σελ. 180: «Αντί να σας πω λίγα λόγια για τα ποιήματά μου, σκέφτηκα να σας μιλήσω για τα γατιά μου… Μιλώντας για ποιήματα γλιστράμε σε κουλτουριάρικες αναλύσεις και θεωρίες, ενώ μιλώντας για γατιά, θέλοντας και μη δεν ξεφεύγουμε από την ίδια τη ζωή. Καλύτερα λοιπόν ιστορίες από τη ζωή, παρά αναλύσεις για την τέχνη».
Ωστόσο, το πιο βαθύ και σοβαρό κείμενο του Χριστιανόπουλου που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τρία ή τέσσερα ποιήματά του που αναφέρονται σε γάτες, είναι το πεζόμορφο ποίημα «Γάτα» (Νεκρή πιάτσα, πεζά ποιήματα, Διαγώνιος, 1990). Εδώ ο ποιητής, πολύ πετυχημένα κατά τη γνώμη μου, αντιπαραθέτει τη συμπεριφορά και τα καμώματα της γάτας του με την ερωτική του ιδιαιτερότητα, νιώθοντας εντέλει ο ίδιος ανεπαρκής απέναντι στη σοφία του ζώου. Αντιγράφω το ποίημα:
«Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει από τα χέρια μου το κρέας, μα όταν σκύψω για να τη χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο· τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να ’ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα· τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό τραβιέται;
Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές· χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμη να την καταλάβω».
Οι γάτες του Μπουκόβσκι
Αν η γάτα στον Χριστιανόπουλο είναι εκείνη που του προξενεί τρυφερά φιλοζωικά αισθήματα και αποτελεί αιτία ενδοσκόπησης κα συνειδητοποίησης της ερωτικής του κλίσης και, κατ’ επέκταση, της τραγικότητας της ζωής του, στον Μπουκόβσκι αποτελεί όχι μόνο αστείρευτη πηγή συγγραφικής έμπνευσης αλλά και λόγο έκφρασης πολλών συναισθημάτων που αφορούν τον έρωτα, τη γυναίκα, το κοινωνικό περιθώριο, τους τσακισμένους ανθρώπους της ζωής, τον θάνατο. Εδώ, το εύρος των παρατηρήσεων και των συναισθημάτων είναι μεγάλο. Αποτελεί απορίας άξιον πως ο κυνικός, ο αντιλυρικός, ο πραγματιστής, ο σωματικός Μπουκόβσκι σκαλώνει κυριολεκτικά από τη μορφή και την ύπαρξη της γάτας, γοητεύεται από το σκοτεινό και δυσερμήνευτο της υπόστασής της και γράφει τόσο τρυφερά και αληθινά ποιήματα και μικρά κείμενα (Τσαρλς Μπουκόβσκι Για τις γάτες (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Πατάκη), απ' όπου και όλα τα παρακάτω αποσπάσματα). Θαυμάζει και αποδέχεται τη γάτα στην ολότητά της, ταυτιζόμενος μαζί της ακόμη και ως προς τη συγγραφική δραστηριότητα: «Δεν θέλω να σχεδιάζω / σαν τον Μοντριάν, / θέλω να σχεδιάζω σαν σπουργίτι φαγωμένο από γάτα» (σελ. 14). Αλλού, πάλι, σαν παραλλαγή της παραπάνω σκέψης, αναφέρει: «Μικρά πουλιά που μπαίνουν στον δρόμο των γάτων τραγουδούν συνέχεια μες στο κεφάλι μου» (σελ. 24). Και παρακάτω, πιο λειασμένη πιο καταλαγιασμένη, η ίδια πάλι σκέψη, με πιο βιωματικό, τώρα, υπόβαθρο, πιο προσωποποιημένη αυτή τη φορά: «Τα εργοστάσια, οι φυλακές, οι μεθυσμένες μέρες και νύχτες, τα νοσοκομεία με έχουν εξουθενώσει και ταρακουνήσει σαν ποντίκι στο στόμα μιας μουράτης γάτας: ζωή» (σελ. 28)
Έχουμε κι εδώ ονομαστικές αναφορές σε ποικίλες γάτες που συντρόφευσαν τον ποιητή στη ζωή του (Τινγκ, Ντινγκ, Μπίκερ, Μπάου, Φέδερ, Μπιούτι κ.ά.), θαυμασμό στον τρόπο ζωής της γάτας και στη συμπεριφοράς της ως κατοικίδιο, αναφορά σε αιγυπτιακές δοξασίες που ταύτιζαν τις γάτες με θεότητες, συγκίνηση για τον αναπάντεχο χαμό τους στους δρόμους («μη κλασική συμφωνία», «ένα για τον παλιόφιλο» κτλ.) ή παραλληλισμό της γάτας με τη γυναίκα και τον έρωτα: «Δεν μου αρέσει ο έρωτας ως προσταγή, ως έρευνα, πρέπει να σου έρθει σαν πεινασμένη γάτα στην πόρτα» (σελ. 39).
Κάποιες φορές η παρακολούθηση της κίνησης της γάτας τον οδηγεί σε κατάσταση ζεν, ενώ βρίσκω πολύ τρυφερό και αληθινό τον στίχο της σελ. 51, όπου ο συγγραφέας παραλληλίζει τον θάνατο μιας γάτας με την αγάπη, μια λέξη τόσο ταλαιπωρημένη και φθαρμένη στο καθημερινό μας λεξικό: «Αγάπη είναι οι πατημένες γάτες του σύμπαντος». Τέλος, ο Μπουκόβσκι, όπως και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, νιώθει κι εκείνος δέος απέναντι στη σοφία της γάτας, και επισημαίνει: «Όταν νιώθω πεσμένος / αρκεί απλά / να παρατηρήσω / τις γάτες μου / και το / θάρρος μου / επανέρχεται. // μελετώ αυτά τα / πλάσματα. // είναι οι / δάσκαλοί μου» (σελ. 123).
Θα κλείσω αυτή τη μικρή αναφορά στις γάτες του Μπουκόβσκι με το ποίημα «ένας αναγνώστης» (σελ. 59). Κυνισμός, ειρωνεία, τρυφερότητα, χιούμορ, αυτοσαρκασμός και η παρουσία του γάτου του ως συγγραφικό ελιξίριο, όλα συμπυκνωμένα με μεγάλη μαστοριά μέσα σε οκτώ μόλις στίχους. Αντιγράφω:
«ο γάτος μου έχεσε στο αρχείο μου / σκαρφάλωσε στο Golden State Sunkist / το πορτοκαλί κουτί / κι έχεσε στα ποιήματά μου / στα πρωτότυπα ποιήματά μου / τα φυλαγμένα για τα πανεπιστημιακά αρχεία. // αυτός ο μονόφθαλμος χοντρός μαύρος κριτικός / με ξέγραψε».
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
1. Γάτες / ο Αδαμάκος, book press, Αύγουστος 2013
2. Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), 2011, εκδ. Νησίδες, αναφορά στη σελ. 51
3. Συνέντευξη του ποιητή στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, symbol, τεύχ. 16-3-2002
"O θεός έπλασε τη γάτα για να μπορεί ο άνθρωπος να χαϊδεύει την τίγρη" : Αυτό δεν το έπλασε η λαϊκή θυμοσοφία, κύριε Γούτα, αλλά ένα συνέδριο που έγινε περί γάτας στη Ρώμη...
ΑπάντησηΔιαγραφή