ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2019
Ο οιοσδήποτε τον έβλεπε μπροστά του, την ώρα που έβγαινε από την πόρτα του καφενείου για να επιστρέψει στο σπίτι του, άλλον χαρακτηρισμό δεν θα του έδινε παρά « ο λιγδιάρης ». Και πράγματι, όλοι αυτόν υπονοούσαν κι έδειχναν όταν τον έβλεπαν στο καφενείο να κάθεται σιωπηλός στην καρέκλα, άλλοτε με την εφημερίδα, άλλοτε με τον καφέ και άλλοτε, πιο κοντά προς το μεσημέρι ,μʼ ένα ποτήρι ούζο στο χέρι. Βράδυ δεν πήγαινε ποτέ. Έτσι το ʼχε συνηθίσει. Τα πρωινά μόνο, καθημερινές και Κυριακές...
Το κανονικό του όνομα ήταν Νώντας. Καμιά φορά τον φώναζαν και Παμίνο, από το Επαμεινώντας που ήταν ολόκληρο το βαφτιστικό του. Έλεγαν πως ήταν από νησί, αλλά από ποιο ήταν δεν ήξερε κανείς. Κυκλάδες μάλλον. Γυναίκα δεν είχε, ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά ερχόταν μόνο και τον έπαιρνε καμιά φορά από το καφενείο. Όχι ότι ήθελε βοήθεια να περπατήσει...τα κατάφερνε μια χαρά και μοναχός του κι ας είχε κάποια χρόνια μαζεμένα στην πλάτη του. Αλλά να ...ίσως να βόλευε και τη Δόξα να περνάει από τον δρόμο που βρισκόταν το μικρό καφενείο στην Κυψέλη. Μπορεί και να συνεννοούντο οι δυο τους με τα κινητά για να συντονιστούν και να πάνε μαζί στο σπίτι. Ποιος ξέρει;
Την πρώτη φορά που πέρασε από το καφενείο να τον πάρει, πριν αποκτήσει αυτοκίνητο, δυο τρεις μόρτηδες που την έπιασε το μάτι τους να περνά απʼ έξω σφύριξαν με το που την είδαν. Κορίτσαρος!
Οι μέσα, οι θαμώνες, θαύμασαν το θηλυκό αλλά δεν μίλησαν, μιας και καταλαβαίνοντας αμέσως ποιανού είναι, σεβάστηκαν τον Νώντα. Ο καφετζής ανέλαβε τον διαφωτισμό της υπόθεσης.
- « Ναι », είπε σαν έφυγε από το μαγαζί ο πελάτης, «κόρη του θα είναι το μανάρι που είδαμε...»
Την άλλη μέρα η ομήγυρις μάλλον φάνηκε να έδειξε μεγαλύτερο σεβασμό στον Νώντα που μπήκε μέσα. Έβγαλε το βαρύ παλτό , που δεν θα ՚ταν άστοχο να ՚λεγε κανείς πως το φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, το κρέμασε όπως συνήθιζε πάντα κοντά στην κρεμάστρα που ήταν στην κουζίνα του μαγαζιού κι απορροφούσε όλες τις μυρωδιές από τους μεσημεριανούς μεζέδες, και κάθισε , όπως πάντα ,κοντά κοντά στην τζαμαρία για να βλέπει τον κόσμο να περνά απ՚ έξω.
Στα διπλανά τραπέζια , οι πελάτες έπαιζαν πότε κοντσίνα , πότε ξερή και πότε ανά τρεις καμιά πρέφα. Πάνω στο ακριανό τραπέζι με τις τράπουλες ήταν στοιβαγμένα και δυο τρία τάβλια ελαφρώς ξεχαρβαλωμένα, αλλά καθώς έκαναν φασαρία οι ταβλαδόροι, οι χαρτοπαίκτες δεν τους ήθελαν με τίποτα να ρίχνουν το ζάρι και να χτυπάνε τα πούλια με οργή σχεδόν για να τα βάλουν στη θέση τους κάθε φορά. Άσε που καμιά φορά ,όταν ο αντίπαλος έπιανε την παραμάνα, το έκλειναν λες και γινόταν σεισμός. Μπαμ! κι όλα αναποδογύριζαν εντός, για τον θόρυβο και μόνο.
՚Ντάξει, τα τάβλια δεν τα θέλανε οι πελάτες του συγκεκριμένου μαγαζιού, αλλά το μπαρμπούτι ιδιαίτερα στις γιορτές των Χριστουγέννων του ՚διναν να καταλάβει. Είχε ξεχωριστό δωματιάκι ο νεαρός καφετζής γι՚ αυτό, που τον υπόλοιπο χρόνο το χρησιμοποιούσε για αποθήκη. Καφάσια μπίρες , πορτοκαλάδες και λοιπά... Όμως εκεί που τελείωνε ο Νοέμβρης, το στόλιζε με το στρογγυλό τραπέζι, έριχνε και την πράσινη τσόχα από πάνω και το παρέδιδε στην πελατεία. Του άφηνε ποσοστό είκοσι τοις εκατό. Δεν ήταν και λίγο ανάλογα με τα ποσά που παίζανε.
Εκεί μαζευόντουσαν όχι το πρωί αλλά το βράδυ. Από τις 6 και μετά. Και καμιά φορά φθάνανε και μέχρι τις 6 το πρωί . «Για το καλό». Έτσι έλεγαν.
Ερχόταν λοιπόν ο Νώντας τα πρωινά και καθόταν να εφαρμόσει την τελετουργία που είχε σχεδόν επιβάλει στον εαυτό του. Διπλό σκέτο με ζαχαρίνη και την εφημερίδα την πρωινή. Δύο εφημερίδες έπαιρνε το κατάστημα για τους πελάτες , να τις ξεφυλλίσουν, να κάνουν τς, τς, τς, και άντε να συλλαβίσουν και κάτι ακόμα μεγαλοφώνως σε τόνο θαυμαστικό για τις ειδήσεις που διάβαζαν και τους εντυπωσίαζαν καμιά φορά. Τη μια απ՚ αυτές ζητούσε πάντα ο Νώντας. Είχε τη συμπάθειά του. Την άλλη την αποκαλούσε « πατσαβούρα » και διόλου καθώς φαίνεται δεν εκτιμούσε τα γραφόμενά της. Μετά την εφημερίδα, αντάλλασσε δυο κουβέντες με κανέναν διπλανό για τον καιρό κι՚ ύστερα κοίταζε με τ՚ αγαθά μάτια του τον Γιώργο τον καφετζή και παράγγελνε το ούζο του. Έβαζε λίγο νερό παγωμένο και κοιτούσε πάντα με μάτια γεμάτα θαυμασμό την αλλοίωση της διαφάνειας και τη μετατροπή της σε λευκό. Ύστερα, έπιανε με τα χέρια τον μεζέ, τον οποιοδήποτε μεζέ θα είχε μέσα το πιατάκι, και τον έτρωγε. Αμέσως μετά σκούπιζε τα χέρια πάνω στο ένδυμα που φορούσε και συνέχιζε με τον επόμενο μεζέ. Κάθε μέρα ερχόταν καθαρός και κάθε μέρα έφευγε λαδωμένος.
-« Μα γιατί », του φώναζε ο καφετζής ,που ήξερε αυτή του την συνήθεια , « δεν πιάνεις την ελιά με το πιρουνάκι που σου έχω φέρει;».
-« Μα πιάνεται η ελιά, βρε ,με το πιρουνάκι; Θα μου φύγει και θα πέσει χάμω », του απαντούσε.
-« Καλά η ελιά που γλιστρά, η πατάτα ; η ντομάτα; η φέτα το τυρί; Θα ՚ρθει να σε πάρει πάλι η δικιά σου και θα σε βρει στους λεκέδες μέσα βουτηγμένο ».
Η αλήθεια είναι ότι τον καφετζή ποσώς τον ενδιέφερε η λίγδα του Νώντα. Τον ενδιέφερε όμως πολύ το κορίτσι, γιατί από τότε που την πρωτοαντίκρισε και πάει τώρα κάμποσος καιρός που ήρθαν στη γειτονιά, την επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο.
****
Ο Νώντας έζησε μια ήσυχη ζωή στις παραλίες του νησιού του, ξέγνοιαστη χωρίς ανατροπές, με γέλιο και καλή καρδιά. Καθισμένος όλη μέρα τα καλοκαίρια πουλούσαν με τον αδερφό του τα απαραίτητα που θα ՚θελε κάθε λουόμενος να προμηθευτεί κοντά στην ακτή. Πολυκατάστημα δηλαδή που ο τουρισμός το ευλόγησε να βγάζει τα κέρατά του κάθε καλοκαίρι. Δεν έκανε και πολλά πράγματα στο μαγαζί. Πότε ταμείο, πότε στις παραγγελίες, όλα φιλικά ήταν, και σχεδόν σαν μονοπώλιο. Το μοναδικό μαγαζί πριν την άμμο ήταν και δεν υπήρχε κι άλλο. Τις περισσότερες φορές έβλεπες και τους δύο να κάθονται σε δυο καρέκλες έξω από το μαγαζί και σ՚ ένα όρθιο καφάσι να έχουν στηρίξει το τάβλι και να παίζουν. Ο αδερφός του είχε επιχειρήσει να παντρευτεί κι απέκτησε μάλιστα κι ένα παλικάρι, όμως του ՚φυγε στην ξενιτιά για σπουδές. Παντρεύτηκε μάλιστα ο ανιψιός μια κοπέλα ξένη. Παιδιά δεν έκανε κι όταν πέθανε, εντελώς απρόοπτα , σ՚ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα μήτε που γύρισε να τους ξανακοιτάξει η γυναίκα του ,η ξένη. Πήρε τα δικαιώματά της κι εξαφανίστηκε. Τα πούλησε είπαν οι διάφοροι μεσίτες που σχετιζόντουσαν με τους δυο αδερφούς. Τα πούλησαν κι αυτοί σχεδόν όλα όσα είχαν, για οικόπεδα, και μάζεψαν παραδάκι αξιόλογο, αλλά κουράστηκαν... Έτσι είπαν. Κουράστηκαν να παίζουν τάβλι; Κουράστηκαν να ζουν στον ίδιο τόπο ; Ο αδερφός του, πρόλαβε να ξεκουραστεί διά παντός πριν καλά - καλά το συνειδητοποιήσει, κι έτσι ο Νώντας νιώθοντας να μυρίζει θανατικό το μέρος, το ՚σκασε. Πίστευε ότι μ՚αυτόν τον τρόπο θα σωθεί...Μπορεί.
Έτσι, βρέθηκε στην Αθήνα. Είχε κάτι μακρινούς συγγενείς προς τη μεριά αυτή, και κατέληξε να πάρει ένα σπίτι ρετιρέ στην Κυψέλη που του άρεσε πολύ όταν το είδε. Παράλληλα, νοίκιασε το μαγαζί στην παραλία. Μπορούσε να ζήσει άνετα μ՚ όλα αυτά. Παρέα πήρε τη μικρή. Την είχαν υπάλληλο στο μαγαζί από παλιά. Γύριζε μισόγυμνο γοργονάκι εδώ κι εκεί και έκανε βραδινή βάρδια στα δυο αδέρφια . Μια μάνα είχε κι αυτό μόνο. Αντί να τη θρέφει η μάνα της από ένα σημείο και μετά την έτρεφε εκείνη. Αλλά και τί να πει κανείς ;Όπως τα φέρνει η ζωή. Πάλι καλά που έμπλεξε με δαύτους. Όταν ήταν να φύγει ο Νώντας ,τη φώναξε κατά μέρος και της πρότεινε.
- « Έλα μαζί μου» της είπε. « Θα κάνεις ότι άλλο θες αλλά θα φροντίζεις το σπίτι κι εμένα. Θα με πλένεις , θα με σιδερώνεις θα μου μαγειρεύεις. Άντρα δεν θα βάλεις μέσα. Όταν φύγω, το σπίτι θα μείνει δικό σου. Και μπορεί και το μαγαζί». Τρελή θα ՚τανε ν՚ άφηνε να της φύγουν όλ՚ αυτά τα καλούδια.
-« Ότι θέλεις» του είπε. Το είπε και στη μάνα της.
-« Να πας » τη συμβούλεψε.« Ο Νώντας είναι ο καλύτερος άνθρωπος του νησιού. Άκου με εμένα , τους ξέρω όλους...Κι όπου να ᾿ναι», πρόσθεσε με νόημα,« καβατζάρει την έβδομη δεκαετία. Κι εσύ ακόμα πριν από λίγο έπιασες τα είκοσι. Άντε με το καλό». Και της είχε κλείσει το μάτι πονηρά.
****
« Πάστα – φλώρα » τη φώναζαν όλοι από αρχαιοτάτων χρόνων. Μπορεί να το ξεσήκωσαν κι από την ταινία “Μια τρελή- τρελή οικογένεια” , χάριν του ρόλου που έπαιζε η Αρώνη. Φλώρα βέβαια ήταν το κανονικό της όνομα. Ξενοδούλευε για να μπορεί να συντηρήσει την κόρη της, το Δοξάκι, και τον εαυτό της μαζί.
Μα ήταν καλή με όλους. Και με τους άντρες περισσότερο. Αυτό το ελάττωμα την έκανε να μπαίνει όλο και πιο σπάνια στα νοικοκυριά , μην τάχα μου τα αναστατώσει... Αντίθετα, στους εργένηδες και στα στρατά τα λίγα που υπήρχαν στο νησί, έδειχνε αδυναμία και δύσκολα σʼ άφηνε παραπονεμένο άμα τη γούσταρες. Καλοφτιαγμένη ήταν. Το παιδί, κανείς δεν ήξερε με ποιον το είχε κάνει και γιʼ αυτό τα πειράγματα σε ποιον μοιάζει το κοριτσάκι ήταν αθρόα. Θα μπορούσε να ήταν και του Νώντα. Πήγαινε μαζί της και μάλιστα ήταν και απόλυτα ικανοποιημένος, έτσι ώστε να προσδοκά την ημέρα της επίσκεψης, όπου το εργένικο σπίτι αφʼ ενός θα έλαμπε από την καθαριότητα κι αφʼ ετέρου ο ίδιος θα απαλλασσόταν άπαξ της εβδομάδος από τις ερωτικές του επιθυμίες. Και μάλιστα σε οικείο περιβάλλον. Στο σπίτι του μέσα. Η υποψία που τον βάραινε δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ από το στόμα της. Περαστικός θα ήταν φαίνεται ο μάγκας που το φύτεψε. Κανένας φαντάρος που γύρισε στο σπίτι του μετά. Ψυχρά παρατηρώντας τα πράγματα, όλοι συμφωνούσαν για το πόσο γενναία υπήρξε η Πάστα- φλώρα και κράτησε το παιδί. Στην αρχή, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Έπρεπε να κάτσει μέσα χωρίς δουλειά. Όμως δεν το ʼβαλε κάτω. Στο δίμηνο ξαναπήρε τους δρόμους έχοντας το μωρό τυλιγμένο σε μια κουβερτούλα ροζ μαζί της. Η επιμονή νικά.
Το είδε ο κόσμος και τη συμπάθησε ακόμα περισσότερο. Το αντίθετο θα ήταν αδικία.
Κατʼ αυτό τον τρόπο, αντιμετώπισε τη ζωή ,και το παιδί μεγάλωσε. Έφτασε μέχρι και το δημοτικό. Τα γράμματα δεν τα ήθελε. Οι μάγκες του σχολείου την αγγίξανε πρώτοι πριν να έχει περίοδο καν. Της άρεσε. Μπορεί να ένιωσε και σπουδαία. Όχι, δεν ερωτεύτηκε κανένα απʼ αυτούς. Ίσως - ίσως τον εαυτό της μόνον. Τον καθρέπτη της. Ώρες, όταν έλειπε η μάνα, περνούσε στον καθρέφτη μπροστά. Ώρες ατελείωτες. Μιλούσε κι απαντούσε μοναχή της. Κι όταν δεν έβλεπε τον καθρέπτη , ο νους της ήταν στην τηλεόραση. Έτσι περνούσε η μέρα της μέχρι που αντέδρασε η Πάστα- φλώρα κάποια στιγμή.
-« Όλη μέρα κάθεσαι », της γκρίνιαξε,« Βρες να κάνεις και καμιά δουλειά να βγεις στον κόσμο»...
Το είδε παθητικά αλλά δεν είπε όχι. Ήταν δεκάξι πια.
- « Ε βρες μου εσύ που γυρίζεις όλη μέρα», απάντησε.
Η Πάστα- φλώρα το ʼπε στον Νώντα. Η αλήθεια είναι πως αυτόν εμπιστευόταν απʼ όλους πιο πολύ.
Δεν του είπε, βρες μια δουλειά για το Δοξάκι, παρά του είπε:
- « Η Δόξα μεγάλωσε και πρέπει νʼ αρχίσει να βγάζει τα έξοδά της από δω κι εμπρός. Να την πάρεις από Δευτέρα στο μαγαζί να δουλέψει κι αυτή».
Ο Νώντας, δεν είπε τίποτα, όπως το συνήθιζε κι όλας. Λιγομίλητος ήτανε πάντα από μικρός κι έτσι τη Δευτέρα που είδε τη Δόξα στην πόρτα του μαγαζιού να τον ρωτά τί θέλει να κάνει, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και είπε...
- «Να , εδώ...Ότι κάνουμε κι εμείς».
Ευτυχώς που το Δοξάκι τώρα ήταν σαν τη μάνα του καλό και προκομμένο παιδί. Μόλις είδε την κατάσταση στο μαγαζί πήρε μπρος λες κι ήταν μεγάλος άνθρωπος. Έπιασε σκούπα, έπιασε φαράσι και μέχρι να πεις κύμινο είχε καθαρίσει κάτω το πάτωμα από τις σκόνες και την άμμο, έπιασε κι έφτιαξε ένα - ένα τα προϊόντα στα ράφια ,κι έβαλε τάξη, έτσι ώστε αυτό, να γίνει αμέσως αντιληπτό. Το είδανε οι αδερφοί κι είπανε ο Θεός την έστειλε τέτοιο καλό κορίτσι και δε βαριέσαι και ποιανού ήτανε. Τί σημασία είχε; Και δικό τους μπορεί να ήτανε..τρέχα γύρευε. Και το σκέφτηκαν κι οι δυο, γιατί κι ο αδερφός του Νώντα δεν έμεινε νηστικός από την ιστορία αυτή.
*****
Στην αρχή τον πλησίασε ο Γιώργης ο καφετζής κι ήρθε και κάθισε κοντά του μʼ ένα πιατάκι ντολμαδάκια βγαλμένα μόλις από τη φωτιά. Ο Γιώργης, είχε ξεπεράσει προ πολλού τα τριάντα κι είχε αναλάβει πλήρως το καφενείο, που αρχικά το έκαναν οι γονείς του, με αρκετή επιτυχία ομολογουμένως.
-« Κόρη σου είναι », τον ρώτησε.
-« Μπορεί », του απάντησε χαμογελαστά ο Νώντας
-« Ε , τί μπορεί τώρα.. ή είναι ή δεν είναι ».
-« Σωστά », επιδοκίμασε ο Νώντας χαμογελώντας πάλι αινιγματικά.
-«Δηλαδή , δεν ξέρεις αν είναι κόρη σου» ; τον αποπήρε ο καφετζής.
Περιορίστηκε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του αυτή τη φορά δίνοντας τέλος στη συζήτηση.
Την επόμενη φορά που είδανε τη Δόξα στο καφενείο, οδηγούσε ένα μικρό αμαξάκι άσπρο γυαλιστό του κουτιού και κόρναρε να την ακούσει ο προστατευόμενός της. Προφανώς είχε έρθει να τον πάρει τέτοια ώρα που ήταν, μεσημέρι.
-« Κι αμαξάκι του κουτιού βλέπω », παρατήρησε εκ νέου ο καφετζής.
-« Τώρα το πήραμε », έσπευσε ο Νώντας να πει.« Ήθελε λέει αυτοκίνητο όταν βρέχει και κάνει κρύο, να έρχεται να με παίρνει.
-« Εσύ το πήρες », τον ρώτησε
-« Εγώ...Αμέ ποιος να της το πάρει. Δεν υπάρχει άλλος».
-« Δηλαδή τί εννοείς πως δεν υπάρχει άλλος ; » τον ρώτησε πονηρά ο Γιώργος. « Μη μου πεις ότι την έχεις και...»
-« Όχι, δεν λέω τέτοιο πράγμα. Εγώ δεν μπορώ. », πρόσθεσε και γέλασε πάλι, αφού έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα να πάει να πάρει το παλτό και να οδηγηθεί προς την έξοδο.
Πέρασαν μέρες μέχρι να επανέλθει στην ανάκριση ο καφετζής παρʼ όλο που ο συγκεκριμένος πελάτης του εξακολουθούσε να έρχεται κάθε μέρα.
-« Λογοδοσμένη την έχεις », ρώτησε στη συνέχεια
-« Όχι, προς Θεού...Δεν είμαι εγώ που αποφασίζω..Αυτή μοναχή της ενεργεί».
-« Καλά, στο σπίτι σου δεν μένει; », ξαναρωτά ο καφετζής.
-« Σπίτι μου σπίτι μου »...
- « Δηλαδήηηηη...Τη βλέπεις κι όλας.. Παίρνεις μάτι ε !!!»
- « Τι εννοείς;..Τη βλέπω αλλά τί μάτι να παίρνω εγώ; Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Με φροντίζει ,με πλένει με σιδερώνει μου δίνει λεφτά να έρθω εδώ »...
-« Σου δίνει λεφτάαααα ; Πώς σου δίνει λεφτά δηλαδή ;», κάγχασε σχεδόν ο Γιώργος.
-« Να , πάει και παίρνει τη σύνταξή μου, το νοίκι μου και μου δίνει κάθε μέρα όσα χρειάζομαι.
Με τα υπόλοιπα, ψωνίζει και φροντίζει το σπίτι».
Απαντούσε με τέτοια ηρεμία ο Νώντας σαν όλʼ αυτά να φαινόταν αυτονόητα, κι ο συνομιλητής του τον άκουγε και τον περνούσε για εξωγήινο σʼ αυτή την εποχή καθώς έδειχνε να τα πιστεύει και να τα λέει κι όλας με τη μεγαλύτερη αφέλεια.
Κι όμως. Ήταν όλα αληθινά. Και γιατί να μην πάρει αυτοκίνητο δηλαδή. Τον βόλευε κι αυτόν στο κάτω - κάτω. Μια βόλτα θα την έκανε πότε - πότε. Ας έκανε κι αυτή. Την είχε ανάγκη όπως και να το έφερνε με το μυαλό του. Είχε ανάγκη από έναν άνθρωπο που να τον σεβόταν και να τον περιποιόταν προκειμένου να ζει όσο καλύτερα μπορούσε. Κι αυτή τον φρόντιζε. Σʼ ότι αφορούσε τώρα τον πειρασμό που είχε μέσα στο σπίτι του; Το αντιλαμβανόταν ότι υπήρχε. Αλλά και τι να κάνει. Της το είχε πει, και το είχαν συμφωνήσει. Όχι μέσα στο σπίτι. Ό,τι ήθελε θα το έκανε εκτός. Άραγε ήταν σοφή η επιλογή αυτή; ή θα μπορούσε να ανατραπεί από έναν έρωτα, παραδείγματος χάρη, μεγάλο από μέρους της...
****
Η Δόξα, Ευδοξία στο κανονικό της, δεν σκεφτόταν έρωτες και τέτοια. Ήταν φιλόδοξη αλλά στερημένη από τα χρήματα. Τώρα που τα είχε βρει εντελώς ξαφνικά στο πορτοφόλι του κυρίου Νώντα , ήθελε να κάνει το κουμάντο της. Μόνος, εργένης από πάντα και καλός άνθρωπος, της φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο δίχως να είναι και υποχρεωμένος. Βέβαια, γυναίκα ήταν, θηλυκό. Και τί θηλυκό...Ξεσήκωνε τον πάσα ένα η παρουσία και το νάζι της. Είχε χάρισμα . Το ήξερε και το εκμεταλλευόταν. Ήταν όμως και του λιμανιού. Από μικρή στα βάσανα ήξερε να συμπεριφερθεί και να προστατευτεί ακόμα από τις συνθήκες και τα απρόοπτα που είχε η ζωή. Δίπλα στον Νώντα έδειχνε μια σοβαρότητα που εκτιμούσαν όλοι όσοι την έβλεπαν από κοντά. Τώρα το τί έκανε έξω από το σπίτι, ήταν δικιά της δουλειά. Είχε φίλες, είχε και φίλους. Έβγαινε τα βράδια, έβγαινε και τα πρωινά. Όμως στην επιμέλεια του προστάτη της έδειχνε πάντα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εκεί ήταν το συμφέρον της κι εκεί υπάκουε τυφλά.
Την ημέρα που κάθισε στο καφενείο να πιει κι αυτή έναν καφέ, έλαμπε από ομορφιά. Σαν την είδε ο καφετζής, έσπευσε και με τα πιο γλυκά του λόγια , προσφέρθηκε να κεράσει αυτός . Μέχρι κρουασάν έστειλε να φέρουν από τον διπλανό φούρνο για χάρη της κι ο καφές μετατράπηκε με τις μαρμελάδες και τα βούτυρα σε πλήρες πρωινό. Δεν χόρταινε να τη βλέπει και να καταβροχθίζει σχεδόν την παρουσία της στο μαγαζί. Μα κι αυτή, λες και το ʼκανε επίτηδες . Έβαζε τα κοντά της φουστάνια, τα ίσια παπούτσια και το αθώο γελάκι στο πρόσωπο κι έκανε την παιδούλα. Τον είχε ξετρελάνει.
-« Ένα τάβλι θα μας φέρετε; », του είπε μια μέρα που ήρθε και κάθισε δίπλα στον κηδεμόνα της.
Εν είδει διαταγής, ο Γιώργος, διάλεξε το καλύτερο και τους το παρέδωσε.
-« Ξέρουμε και τάβλι », σχολίασε, αφήνοντάς το προσεκτικά να μην κάνει θόρυβο πάνω στο τραπέζι
-« Αμέ . Δεινός ταβλαδόρος ο θείος ». Έτσι τον απεκάλεσε τον Νώντα. « Κάθε βράδυ αν δεν παίξουμε τρεις παρτίδες ,δεν πάει να κοιμηθεί ...»
-« Α , το πουλάκι μου», σκέφτηκε ο καφετζής. « Άραγε ανοίγει πόρτες και λέει φεύγα, ή κάνει πλακωτό...»
-« Κι εγώ θέλω να παίξω με τη δεσποινίς, να δω τί μπορεί να ξέρει», είπε φωναχτά, τη φορά αυτή, ο καφετζής.. « Όλα τα παίζει; » Διερωτήθηκε μόνος του κατευθυνόμενος στην κουζίνα και κλείνοντας πονηρά το μάτι στους θαμώνες που τον παρακολουθούσαν σʼ αυτή τη διαδρομή.
«Άκου φίλε μου ,παίζουν λέει κάθε βράδυ πλακωτό οι δυο τους κι εγώ ξεροσταλιάζω εδώ γι αυτήν...»
Του το είπε την επομένη κι αφού όλη νύχτα το σκεπτόταν πώς θα το φέρει να μην αποτύχει το σχέδιό του:
-« Θα ʼρθω κι εγώ ένα βράδυ στο σπίτι σου να κάνουμε τουρνουά.»
-« Μα τί λες βρε Γιώργη...Τί τουρνουά θα κάνουμε. Πώς το εννοείς;...»
-« Να , αντί να παίζεις με την ανιψιά να μπω κι εγώ να γίνουμε τρεις στο παιχνίδι. Δεν με θες;» Πρόσθεσε το ερώτημα για να μην τον αποπάρει ο Νώντας που φάνηκε από το πρόσωπό του πως δεν του άρεσε η ιδέα.
- « Ε...Θα γίνει κι αυτό κάποια φορά...Όχι για τουρνουά που λες, να παίξουμε οι δυο μας κανένα βράδυ και να δω τί ξέρεις και πόσο το ζάρι σε ευνοεί.
Κατάλαβε ο καφετζής πως με τον γέρο δεν θα τα έβρισκε, κι άμα ήθελε να φλερτάρει τη Δόξα έπρεπε να το κάνει απʼ ευθείας και μάλιστα δίχως να περιμένει και πολύ. Τον έκαιγε φωτιά στα σωθικά του για τη μικρή. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη καθώς πέρναγε με τον δίσκο στο χέρι να πάει τους καφέδες. «Μια χαρά είμαι» , σκέφτηκε. «Τί μου λείπει...Βουρ στον πατσά... Θα σε ξεσκίσω μικρό...»
Την άλλη μέρα που την είδε, την πλησίασε και της ψιθύρισε με ύφος σοβαρό.
-« Δεν μου δίνεις το τηλέφωνό σου αν συμβεί κάτι, αν δεν νιώσει καλά μια μέρα, που ξέρεις, μεγάλος άνθρωπος είναι... »
- «Σωστά », σχολίασε η Δόξα. « Ευχαριστώ πολύ που το σκεφτήκατε ». Του το έγραψε σʼ ένα χαρτί σίγουρη από την εμπειρία της ότι το τηλεφώνημα που θα έκανε ο καφετζής θα αφορούσε τους δυο τους και καθόλου τον θείο. Δύσκολα πράγματα αυτά αλλά και τί να κάνει;...
Της τηλεφώνησε.
- « Θέλω κι εγώ να παίξω πλακωτό μαζί σου. Θέλω κι εγώ να περάσεις τα χέρια σου και να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά όπως κάνεις μπροστά σε όλους με τα μαλλιά του θείου...»
Ναι, τα ξεστόμισε αυτά τα λόγια απερίφραστα και δίχως καμιά ντροπή. Πώς μπόρεσε,.. σκέφτηκε μετά.
Η Δόξα που τον άκουσε, ξαφνιάστηκε ,αλλά περιορίστηκε να χαμογελάσει ,κολακευμένη φυσικά, δίχως να δώσει και μια σταθερή απάντηση , γιατί στη μέση ήταν ο Παυλής.
Δεν είχε γνωρίσει πιο θρασύ κι αναιδή άντρα από τον Παυλή ,η Δόξα. Ήταν ο ντελιβεράς της γειτονιάς.
Ούτε που είχε καταλάβει πώς τη στρίμωξε από το πρώτο βράδυ που πήγε τα μπιφτέκια στο σπίτι, ούτε κατάλαβε γιατί τον φώναξε και την επόμενη φορά και τέλος, γιατί τον έμπασε μέσα εκείνο το πρωινό που έφυγε ο Νώντας για το καφενείο και του παραδόθηκε ψυχή τε και σώματι στο μικρό εκείνο δωματιάκι που είχαν τα σπίτια δίπλα στο χολ και που οι εργολάβοι τα διαφήμιζαν τότε ως δωμάτιο φιλοξενίας.
Ίσα που χώραγε ένα μονό κρεβάτι , ένα τραπεζάκι με μια λάμπα και μια καρέκλα για να καθίσει κανείς. Όμως εκεί μέσα, κατάφερε να βάλει τον νεαρό ντελιβερά και να του προσφέρει κάθε παροχή που της ζητούσε. Αυτά βέβαια γινόντουσαν τα πρωινά ,αλλά τον φώναζε και τα βράδια. Τον είχε ανάγκη. Ήθελε να τον δει. Κι αυτός, έμπαινε μέσα φουριόζος καθώς του άνοιγε την πόρτα , παρέδιδε το πακέτο με τα φαγητά κι ήξερε πού θα βάλει τα χέρια του αμέσως μετά να ψαχουλέψουν το κορμί της Δόξας. Ο Νώντας, δεν πήρε ποτέ χαμπάρι. Τα βράδια ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα του απέναντι στην τηλεόραση, τα δε πρωινά , πάντα πήγαινε στον πρωινό του τον καφέ.
Αυτός όμως που κατάλαβε πώς έχει η υπόθεση, μιας και παρακολουθούσε στενά τη μικρή, ήταν ο καφετζής. Τα κατάλαβε όλα. Του ήρθε ταμπλάς όταν ένωσε τα κομματάκια του παζλ όπως τα αξιολόγησε κι έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο αγαπητικός δεν ήταν άλλος από τον ψευτόμαγκα του παραδιπλανού σουβλατζή. Αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να δράσει αστραπιαία ή θα έπρεπε να το σκεφτεί και νʼ αποφασίσει με περισσότερη σκέψη.
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε, κι εκείνο το βράδυ που κατάλαβε πως ο ντελιβεράς είχε πάρε δώσε με το πρόσωπο που τον ενδιαφέρει , δεν έκλεισε μάτι.
Το άλλο πρωί ,σαν μπήκε ο Νώντας και γύρεψε την εφημερίδα του να διαβάσει, διαπίστωσε πως ήταν ατσαλάκωτη ακόμα. Του την είχε φυλάξει ο καφετζής και δεν την είχε δώσει σε κανέναν άλλον. Του την έφερε μαζί με τον καφέ και κάθισε στη διπλανή καρέκλα.
-« Καλημέρα », του είπε. « Θέλω να κουβεντιάσουμε σοβαρά για τη Δόξα. Την έχω συμπαθήσει πολύ ,όπως έχω συμπαθήσει και σένα, και θέλω να μπω στο σπίτι σας σαν νοικοκύρης. Δεν θέλω τα κλεφτά και τα πρόστυχα που βλέπω καμιά φορά να γίνονται εδώ. Τη θέλω με στεφάνι. Δεν έχω πει σε κανέναν το παραμικρό παρά το λέω σε σένα μοναχά κι αφού το κουβεντιάσεις και το σκεφτείς θα μου κάνεις σινιάλο να πάρω την ανθοδέσμη να ρθω στο σπίτι σου γαμπρός.»
Κόκαλο έμεινε ο Νώντας. Έβλεπε κάμποσα μάτια να τρώνε τη μικρή αλλά δεν περίμενε και τέτοια εξέλιξη. Άλλο το...πείραγμα και το φλερτ κι άλλο το δαχτυλίδι με στεφάνι. Εδώ τα πράγματα γίνονται σοβαρά.
Το μεσημέρι τα ξεφούρνισε και στη μικρή να δει τις αντιδράσεις.
-« Εσείς τί θα μου πείτε», ρώτησε μαγκωμένη κάπως η Δόξα...
-« Εγώ τί να σου πω...Καλό τον βλέπω. Στη δουλειά του σκυμμένος είναι. Μια γυναίκα σύντροφος του πρέπει. Και να σου πω και κάτι. Ίσως είναι καλύτερος κι από τον οποιοδήποτε άλλον. Φιλικός είναι μαζί μας κι εσύ από την άλλη, εξετάζοντας τη δική μου πλευρά στην περίπτωση αυτή, δεν θα απομακρυνθείς καθόλου. Θα ʼμαστε εδώ όλοι μαζί.
Πάντα βλέπεις για τον Νώντα υπήρχε αυτή η πλευρά του τί και πώς θα διαβίωνε μόνος κι έρημος αν θα τον εγκατέλειπε...
-«Ας το σκεφτούμε λίγο ακόμα κι εσύ αποφασίζεις τελικά» , είπε και ξάπλωσε στην περίφημη πολυθρόνα του πατώντας το κουμπί παράλληλα για να εμφανιστεί η εικόνα στην τηλεόραση από το αγαπημένο παιχνίδι που παρακολουθούσε.
****
Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν τον ρώτησε τί να του ετοιμάσει για βραδινό, μόνη της αμέσως πρότεινε αν ήθελε σουβλάκια να παραγγείλει. Κι έτσι έγινε. Σαν μπήκε μέσα ο Παυλής και κοίταξε πως ο γέρος ήταν μέσα στο σαλόνι κι ούτε που θα 'βλεπε το τι έκανε στην προστατευμένη του, της σήκωσε τη φούστα κι αυτή πρόθυμη, έτοιμη και δίχως να φορά εσώρουχο, όρθια, δοκίμασε πάλι τη χαρά ανάμεσα στα πόδια της που αφειδώς προσέφερε το ηλεκτρονικό σχεδόν εργαλείο του αυθάδη εραστή.
Όταν τέλειωσε κι έφυγε ο Παυλής, εκείνη πήγε στο μπάνιο και φτιάχτηκε. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα κι έβαλε την πιτζάμα της και πήγε στο σαλόνι. Άνοιξε το συρτάρι κι έβαλε το καθαρό λευκό τραπεζομάντιλο και πιάτα στο τραπέζι. Το έκανε αυτό σαν ρομπότ υπνωτισμένη από το γεγονός ότι μόλις είχε συνέλθει από τις ηδονές που της χάρισε ο Παυλής και από τη σκέψη για το πως θα μπορούσε να ξεφύγει και να πέσει στη νέα αγκαλιά που θα έπρεπε να ανοίξει με το επικείμενο στεφάνι...
-«Αχ !!!!!!!! Θεέ μου τι να κάνω άραγε», αναρωτήθηκε.
Άρχισε να τρώει αργά απέναντι από τον Νώντα ο οποίος την παρακολουθούσε το ίδιο σχεδόν προβληματισμένος σαν κι αυτήν. Όταν τέλειωσαν, μάζεψε τα πιάτα και καθάρισε , έβαλε το τραπεζομάντιλο στο συρτάρι και έσυρε το μικρό τραπεζάκι μπροστά στο κάθισμα του Νώντα. Έπιασε το τάβλι, το άνοιξε, τράβηξε και τη δική της πολυθρόνα απέναντι από τον κηδεμόνα της και απεφάνθη γελώντας.
-« Θα τον παίξουμε εδώ!..»
-« Δηλαδή; », απόρησε ο Νώντας...
-« Να , θα παίξουμε στα επτά κι άμα κερδίσεις εσύ θα τον παντρευτώ, άμα κερδίσω εγώ θα παίξω καθυστέρηση στο θέμα, μικρή είμαι ακόμα », πρόσθεσε...
Στήσανε τα πούλια, ρίξανε ζάρι κι αρχίσανε...
1-0...« Ε, ναι..Μικρή είσαι αλλά παλιά παντρευόντουσαν ακόμα πιο μικρές...»
1-1...« Δεν λέω...Έτσι είναι και επίσης η τύχη παίζει σπουδαίο ρόλο ό,τι και να λέμε εμείς»
2-1...« Και δεν θέλω την τύχη αυτή να την κλοτσήσω γιατί δεν ξέρεις μετά τί θα βγει...»
3-1...« Καλό παιδί μού φαίνεται πάντως και τίμιο. Θα πάει μπροστά και πού ξέρεις ;...»
3-2... « Πάει να σπάσει το κεφάλι μου...Μήπως βρε παιδί μου να γνωριστούμε πρώτα λίγο...»
3-3...« Ε ναι, αυτό είναι απαραίτητο. Κι όπως και να ʼχει, ό,τι απόφαση και να πάρεις, θα του το πω...»
4-3...« Με κέρδισες...Θα τον πάρω. Θα τον πάρω κι ο Θεός βοηθός...»
« Ο κύβος ερρίφθη χαχαχχαχα...χαχαχχαχαχα...»
Ο γάμος του Γιώργου και της Δόξας, που ακολούθησε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν σπουδαίος και τρανός, με πλήθος κόσμου να γλεντά και να εύχεται στο τυχερό ζευγάρι. Ο Γιώργος, μετακόμισε στο άνετο σπίτι του Νώντα κι ακολούθησαν πιστά το ίδιο ωράριο εργασίας ο ένας, και το ίδιο πρόγραμμα της εξόδου για τον καφέ ο άλλος. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή από τον μήνα του μέλιτος, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας κι έσπευσε η νεαρή σύζυγος να μιλήσει στο θυροτηλέφωνο...
« -Ποιός είναι παρακαλώ; » είπε με περίσσιο νάζι.
« -Έλα, ο Παυλής είμαι, έφυγαν κι οι δυο;»...
« -Ναι, Ναι...»
«-Άνοιξε τότε να φάω κι εγώ δυο κουφετάκια στα γρήγορα..»
.
Το διήγημα αυτό γράφτηκε με την προτροπή της Λυδίας και του Τζίμη, προκειμένου να συνοδεύσει μαζί με άλλα κείμενα την έκθεση « Τουρνουά » που έχουν εξαγγείλει και θα πραγματοποιήσουν στο προσεχές διάστημα, οι « Ορίζοντες γεγονότων ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου