|
|
ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΗ θεοσκότεινα ἔξω. Ἡ μητέρα εἶχε σηκωθεῖ ἀξημέρωτα καὶ ἔκανε ἑτοιμασίες. Τὴν ἄκουγε νὰ πηγαινοέρχεται ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο στὴν κουζίνα καὶ τούμπαλιν. Τὸ μικρό τους σπίτι τρεῖς κάμαρες ὅλο κι ὅλο, δύο ὑπνοδωμάτια καὶ ἡ κουζίνα. Οἱ πιὸ χαρούμενες ἀναμνήσεις του ἀποκτήθηκαν σὲ αὐτὰ τὰ πενῆντα τετραγωνικά.
Ἐδῶ καὶ ὥρα καθόταν ἀκίνητος στὸ κρεβάτι νὰ ἀφουγκράζεται
γνώριμους ἤχους. Τὸ τρίξιμο τῆς δίφυλλης ντουλάπας ἀπὸ ὅπου ἔβγαζε
τὰ ροῦχα γιὰ νὰ τὰ βάλει στὴ βαλίτσα, μποροῦσε νὰ τὸ ξεχωρίσει ἀπὸ αὐτὸ
τῶν ντουλαπιῶν τῆς κουζίνας. Ἄκουγε τὸ νερὸ ποὺ κόχλαζε γιὰ νὰ τοὺς
βράσει αὐγό. Τὸ συνδύασε μὲ τὸ χτύπημα τῶν πιάτων στὸ τραπέζι καὶ κατάλαβε
πὼς τοὺς ἑτοίμαζε πρωινό.
Δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ. Τὸ μούδιασμα ποὺ ἔνιωθε ἦταν
ἕνα μεῖγμα ἀγωνίας, ἐλάχιστου φόβου γιὰ τὸ ἄγνωστο καὶ τῆς χαρᾶς γιὰ
τὸ καινούριο ποὺ ἔρχεται, γιὰ τὴν ἔκπληξη, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἔκπληξη
γιατί στὴν ἔχουν μαρτυρήσει. Αὐτὰ ἦταν ποὺ τὸν κράτησαν ξύπνιο ἀπόψε,
δὲν τοῦ κόλλαγε καθόλου ὕπνος. Ὅλη τὴ νύχτα ἔπλαθε εἰκόνες γιὰ τὸ νέο
σχολεῖο. Ἦταν σίγουρα πρωτοποριακὸ ἀφοῦ συμμετεῖχαν καὶ οἱ γονεῖς
στὰ μαθήματα. Γεγονὸς ποὺ παράλληλα μὲ τὴ χαρά, τοῦ αὔξανε λιγάκι
τὸ ἄγχος.
Ἀπὸ τὸν δρόμο ἀκούστηκαν φωνές, διόλου περίεργο
παρόλο ποὺ δὲν εἶχε φέξει ἀκόμη. Τὰ τελευταῖα χρόνια κουμάντο στὴν
πόλη τους ἔκανε ὁ στρατός. Αὐτοὶ οἱ στριφνοί, νευρικοὶ ἄντρες, μὲ τὶς
κατάμαυρες στολὲς καὶ τὰ κόκκινα περιβραχιόνια. Τοὺς εἶχε συνηθίσει,
δὲν τὸν τρόμαζαν πιά. Σίγουρα θὰ ἦταν πολὺ καλύτερο τὸ καινούριο σχολεῖο,
ἀφοῦ τὴν προηγούμενη ἡ μαμὰ καὶ ὁ μπαμπὰς τοῦ εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτὸ
μὲ τόση συγκίνηση. Εἶχε μπεῖ γιὰ τὰ καλά τὸ Φθινόπωρο κι ἀνυπομονοῦσε
ν’ ἀρχίσουν τὰ μαθήματα. Ὅτι θὰ τοὺς μετέφεραν μὲ καμιόνια δὲν τὸ ἔβρισκε
περίεργο. Τὸ μυαλό του ἦταν στοὺς συμμαθητὲς ποὺ θὰ γνώριζε, στὰ νέα
παιχνίδια καὶ τὰ τραγούδια ποὺ θὰ μάθαινε. Σίγουρα θὰ ταίριαζε ἀπόλυτα
σ’ ἕνα σχολεῖο ποὺ ἀγαποῦν τὰ λουλούδια, τόσο, ποὺ ἂν δὲν φορᾶς ἕνα ἡλιοτρόπιο
στὸ πέτο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσέλθεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου