Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Το τελειοκρατικό κινηματογραφικό βλέμμα του Στάνλεϋ Κιούμπρικ

Περιδιάβαση σε σημαντικές ταινίες της φιλμογραφίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με αφορμή την έκδοση δύο συλλογικών τόμων αφιερωμένων στο έργο του: «Στάνλεϊ Κιούμπρικ – Ο σκηνοθέτης από το μέλλον» (εκδ. Το Μέλλον) & «Στάνλεϊ Κιούμπρικ – Μια κριτική ματιά στο έργο του» (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου).
Του Θόδωρου Σούμα
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1928-1999) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης ο οποίος ξεκίνησε από τον χώρο της φωτογραφίας για το περιοδικό Look, συνέχισε με ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και κατόπιν πέρασε σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Είχε χαρακτηριστεί σκηνοθέτης μικρών παραγωγών και ταινιών νουάρ (Killer's kiss, 1955, The killing, 1956). Το νουάρ The killing μαρτυρά τη μεγάλη ικανότητα και δεξιοτεχνία του, και το επόμενο φιλμ του Σταυροί στο μέτωπο (Paths of glory, 1957) την έφεσή του προς τη σκηνοθετική τελειότητα, μέσω ενός βλέμματος που παρατηρεί τα δυσβάσταχτα, επώδυνα προσκόμματα και τρωτά της ανθρώπινης ζωής στην κοινωνία.
Ο Κιούμπρικ, με μια πρώτη ματιά, μοιάζει με σκηνοθέτη «κινηματογραφικών ειδών». έχει φτιάξει ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τρόμου, πολεμικές/αντιπολεμικές, ερωτικής θεματικής, εποχής και «χλαμύδας», πολιτική σάτιρα και φιλμ νουάρ. Με ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα διακρίνουμε όμως, πέρα από τους κοινούς στυλιστικούς και σκηνοθετικούς τρόπους των φιλμ του, μια μάλλον απαισιόδοξη κοσμοθεώρηση, η οποία βλέπει τον άνθρωπο και την κοινωνία εξίσου ατελείς, ευπρόσβλητους, προβληματικούς κι επίφοβους, αν όχι καταστρεπτικούς και καταδικασμένους. Τα άτομα, μέσα στην κοινωνία, είναι αλυσοδεμένα στον πόθο, την προσδοκία, τον φόβο, τη ματαίωση και τον θάνατο... 
alt
Η γερμανική αφίσα της ταινίας.

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977), συγγραφέας ρωσικής καταγωγής, έγραψε το σενάριο για τη Λολίτα (1962) βασισμένο στο ομώνυμο, σπουδαίο και τολμηρό μυθιστόρημά του, το οποίο έγραψε το 1954. Κατόπιν, ο Κιούμπρικ ξαναδούλεψε το σενάριο του Ναμπόκοφ μικραίνοντας τον όγκο του, αμβλύνοντας τα ερωτικά και σεξουαλικά στοιχεία του και τις «επικίνδυνες» γωνίες του που θα μπορούσαν να μετατρέψουν το φιλμ σε στόχο της λογοκρισίας και του αμερικάνικου πουριτανισμού της εποχής. Έμεινε, όμως, πιστός στο παρεκκλίνον ερωτικό πνεύμα του μυθιστορήματος,
που περιγράφει τον απελπισμένο έρωτα, το καταδικασμένο πάθος ενός ώριμου άντρα για ένα νεαρό νυμφίδιο, την κόρη της σπιτονοικοκυράς του (την οποία κατόπιν παντρεύεται για να βρίσκεται κοντά στη μικρή). Ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, ο Κιούμπρικ μας εισάγει –με έξυπνο, συγκαλυμμένο τρόπο– στην ηδυπαθή, «διαστροφική» και φετιχιστική ερωτική ατμόσφαιρα του Ναμπόκοφ. Δύο αντρικά χέρια τοποθετούν βαμβάκι ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μιας κοπέλας και βάφουν τα νύχια της.
Ο Κιούμπρικ, με την απαράμιλλη σκηνοθετική δεξιοτεχνία και ακρίβειά του, δημιουργεί ένα παράδοξο, σαγηνευτικό κλίμα που αγκαλιάζει όλη την ταινία, κλίμα ερωτισμού, υπαρξιακής ανησυχίας και σπαραγμού, εμπύρετου νοσηρού πάθους μέσα στην καρδιά των συνηθισμένων σπιτιών, απόκοσμης γοητείας και πόθου που ηλεκτρίζουν κρυφά, κοινούς ανθρώπους... Η πυρετώδης, απαιτητική σεξουαλικότητα του Ευρωπαίου καθηγητή γαλλικής ποίησης, της χήρας σπιτονοικοκυράς του και της ξαναμμένης έφηβης Λολίτας, αντιτίθενται στο συμβατικό, απλοϊκό και συντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον της κωμόπολης στη Νέα Αγγλία. Ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος κρίνουν και επικρίνουν τη ρηχότητα, την αδυναμία κατανόησης, τον επαρχιωτισμό και τον επιφανειακό, μέτριο ή γελοίο τρόπο ζωής των κατοίκων της μικρής, απομονωμένης πόλης. Το μεγάλο γεγονός της ζωής τους είναι απλώς να γνωρίσουν κάποια προσωπικότητα της τηλεόρασης... 
alt
Ο Stanley Kubrick και η Sue Lyon στα γυρίσματα της ταινίας.

Στην αρχή της μυθοπλασίας των Ναμπόκοφ-Κιούμπρικ, ο καθηγητής Χάμπερτ Χάμπερτ (ο Τζέιμς Μέισον δίνει μεγάλο βάθος στον χαρακτήρα του) μας παρουσιάζεται ως ένας έξυπνος φιλόλογος που προσπαθεί να ανεχτεί και κατόπιν να ξεγελάσει τη διψασμένη για έρωτα χήρα (πεταχτούλα και αφελής, η ηρωίδα που πλάθει η απίθανη Σέλεϊ Γουίντερς), για να βρίσκεται κοντά στο αντικείμενο του ανήθικου, μυστικού έρωτά του (στο ρόλο της Λολίτας η ερεθιστική τινέιτζερ Σου Λίον). Βαθμιαία αντιλαμβανόμαστε πως ο καθηγητής παγιδεύεται, αδυσώπητα και βασανιστικά, στα δίχτυα που ρίχνει για να αιχμαλωτίσει το πανέμορφο νυμφίδιο. Στην πραγματικότητα και οι τέσσερις χαρακτήρες της μακάβριας, σαδομαζοχιστικής, ερωτικής φάρσας γίνονται τη μία θύτες και την άλλη θύματα. Ο τέταρτος χαρακτήρας είναι ένας σεναριογράφος της τηλεόρασης, ο Κουίλτι, ο οποίος αποπλανεί τη Λολίτα. 'Ενας ύπουλος, αστείος άντρας με πολλά προσωπεία, ένας χαρακτήρας που τον υποδύεται ο Πίτερ Σέλερς, και που στο βιβλίο έχει μικρότερο ρόλο.
Η Λολίτα του Κιούμπρικ είναι μια μυθοπλασία/πραγματεία για την ιδιάζουσα, ξεχωριστή ερωτική επιθυμία που ξεφεύγει από τους κανόνες. Ο καθηγητής ποίησης και το νυμφίδιο είναι άτομα διαφορετικά, ιδιόμορφα, κυνηγούν τα προσωπικά τους ερωτικά οράματα: Η Λολίτα θέλει να μεγαλώσει γρήγορα, ερωτοτροπεί με διάφορους άντρες, συχνά μεγαλύτερούς της. Είναι ένα κράμα αφελούς παιδικής αθωότητας και αυθόρμητου, σκανδαλιστικού, ώριμου ερωτισμού. Ο καθηγητής Χάμπερτ ίσως δεν θέλει να μεγαλώσει, σε πείσμα των αναπόφευκτων σημαδιών, και δεν θέλει να τακτοποιηθεί στα πλαίσια μιας οικογένειας. Στην αρχή φαίνεται να κινεί τα νήματα του παιχνιδιού. Δεν αργεί όμως να βρεθεί σε θέση αδυναμίας έναντι της μικρής, ζηλεύει και φαντασιώνεται σενάρια απιστίας της Λολίτας και κατά συνέπεια καταταλαιπωρείται ψυχικά.
altΤο 1968 ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δημιούργησε το εξαιρετικά πρωτότυπο, θεαματικό, μυστηριακό, τέλειο σαν ροή εκπληκτικών εικόνων, με εντυπωσιακή χρήση νέων ψηφιακών εφέ, απόκοσμο (κι απόκρυφο;) φιλοσοφικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας Η Οδύσσεια του διαστήματος, που γράφτηκε στις πάνω σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας του κινηματογράφου...
Με το κατοπινό Κουρδιστό πορτοκάλι (1971), μας προτείνει ένα αλλόκοτο κοινωνικό φιλμ που αποτελεί μια εξτραβαγκάντσα, μια ταινία sui generis, σύνθεση σάτιρας, ταινίας για τους (ανυπότακτους κι εξεγερμένους) νέους, φουτουριστικό φιλμ για το μελλοντικό, πειθαναγκαστικό και τεχνοκρατικό κράτος που θα ελέγχει τις συμπεριφορές, άλλη μια αιχμηρή, σαρκαστική και ζοφερή ταινία του σκηνοθέτη πάνω στον άξονα πόθος-φιλοδοξίες-βία-τρόμος-καταστολή-ματαίωση... Ο Κιούμπρικ φαντάζει στα μάτια αρκετών φίλων του σινεμά, σαν ένας νέος Όρσον Γουέλς.
Το επόμενο φιλμ του Μπάρι Λίντον (1975) είναι μια δημιουργική μεταφορά του ομώνυμου, σπουδαίου μυθιστορήματος (The Luck of Barry Lyndon) του Άγγλου συγγραφέα Ουίλιαμ Θάκερεϊ, που γράφτηκε το 1844. Η ταινία του Κιούμπρικ εξιστορεί την κοινωνική άνοδο του φιλόδοξου Ιρλανδού νεαρού Ρέντμοντ Μπάρι, από τη φτώχεια έως τον πλούτο και την αριστοκρατία, μέχρι να ξεπέσει και να γυρίσει ξανά στην καταφρόνια και τη φτώχεια. Το Μπάρι Λίντον προσεγγίζει και περιγράφει έναν ενδιαφέροντα, πεζό και συνάμα αντιφατικό χαρακτήρα, με όνειρα για διάκριση, κοινωνική άνοδο και πλουτισμό, άλλοτε αθώο, γενναίο και καλό, και άλλοτε πονηρό, καιροσκόπο κι απατεώνα. Πάντα όμως τυχοδιώκτη και αριβίστα. Μένει ορφανός σε μικρή ηλικία, από μια μονομαχία του πατέρα του και έκτοτε θα σημαδέψουν τη ζωή του άλλες δύο, δικές του μονομαχίες. Η πρώτη ένα θεατρικό ξεγέλασμα χωρίς σφαίρες, μια απάτη εις βάρος του, μα η δεύτερη μια τραγική, ένοπλη σύγκρουση με τον γιο –από τον πεθαμένο λόρδο– της πλούσιας συζύγου του. Η πορεία του Μπάρι μέσα από δοκιμασίες, αλλαγές στρατοπέδων ή λιποταξίες, φιλίες και μίση, έρωτες (μάλλον τεχνητούς και παραφουσκωμένους), πολύ εγωισμό και ματαιοδοξία, αδυσώπητο κυνήγι του χρήματος, καταλήγει –προσωρινά– στον γάμο του με την πανέμορφη και πλούσια, ερωτευμένη χήρα Λαίδη Λίντον. Η αφέλεια, η ανηθικότητα, η ασωτία, η απερισκεψία και οι σπατάλες του θα καταστρέψουν, ηθικά, ψυχικά και οικονομικά, τους πάντες κι αυτόν πρώτον απ' όλους... Το τέλειο πλάσιμο του κεντρικού χαρακτήρα (παιγμένου φυσικά και πειστικά από τον Ράιαν Ο' Νιλ) με τον εγωκεντρισμό και τις αντινομίες του, είναι βασικό μυθοπλαστικό ατού του φιλμ.
altΈνα πανέξυπνα γραμμένο σχόλιο της ιστορίας, σε voice over, κάθε τόσο μας εισάγει ή σχολιάζει, ενίοτε ειρωνικά, σε τρίτο πρόσωπο, την εξέλιξη της αφήγησης, αποκαλύπτοντάς μας μερικές φορές τι θα συμβεί αργότερα. Ο Κιούμπρικ κρατά αυστηρά για τον εαυτό του τον ρόλο του παντογνώστη δημιουργού/σκηνοθέτη/σεναριογράφου, συγγραφέα, ο οποίος αποσυναρμολογεί κι ανατέμνει τους ήρωές του και καθοδηγεί τους θεατές να βλέπουν την ιστορία όπως τους την παρουσιάζει και σερβίρει. Η φιξιόν ανελίσσεται και ρέει, αποφασιστικά, σταθερά, με ορισμένες εκπλήξεις και τεθλασμένες διαδρομές, σαν αργός, ακατανίκητος ποταμός, που δεν μπορείς να του εναντιωθείς. Η περιγραφή των δρώμενων γίνεται από τον σκηνοθέτη από απόσταση, σχετικά ψυχρά και χωρίς ταυτίσεις με τους ήρωες (θα χαρακτηρίζαμε τον Μπάρι Λίντον αντιήρωα). Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ εξιστορεί τη ζωή του Ρέντμοντ Μπάρι αποστασιοποιημένα, όπως τα αντιμετωπίζει κι ο ίδιος ο ήρωάς του χωρίς πολλά συναισθήματα, με εξαίρεση τον θάνατο του γιου του, που τον συγκινεί απεριόριστα και την ομολογία του στον συμπατριώτη του, Ιρλανδό κατάσκοπο πως οι Πρώσσοι τον τοποθέτησαν δίπλα του για να τον σπιουνεύει.
Ο Κιούμπρικ πραγματοποιεί μια από τις καλύτερες ταινίες του, γιατί πέρα από τη στυλιστική κι αισθητική της τελειότητα, έχει εξαιρετική συναισθηματική, ψυχολογική και δραματική ισορροπία, ένα ακριβές αφηγηματικό και δραματουργικό ισοζύγιασμα. Στο τελευταίο βοηθά βέβαια το πολύ καλό μυθιστόρημα του Θάκερεϊ. Το επίτευγμα, όμως, του Κιούμπρικ είναι ότι μετατρέπει, ας πούμε σχηματικά «μεταφράζει», με εντελώς πρωτότυπο τρόπο, σε πλούσιες εικόνες, σε εκπληκτικές μουσικές, σε επιβλητικό, αργό ρυθμό και σε μεστές ζωντανές παρουσίες/ερμηνείες το υλικό που διαθέτει. Ο Κιούμπρικ, όπως και στις άλλες διασκευές του πεζογραφικών έργων, δημιουργεί τον δικό του, ξεχωριστό κόσμο, το δικό του μορφικό και σημασιολογικό σύμπαν, με την προσωπική του υπογραφή. Πρόκειται για κάτι ξεχωριστό και μοναδικό...

alt

Η Λάμψη (1979) είναι ένα από τα φιλμ του Κιούμπρικ που είχαν πολλές αναγνώσεις: Άλλοι μίλησαν για ταινία πάνω στην τρέλα (ειδικότερα την τρέλα ενός αποτυχημένου, πρώην αλκοολικού συγγραφέα)· άλλοι για ταινία πάνω στο αναφερόμενο στους διαλόγους shining, δηλαδή το υπερφυσικό χάρισμα του να βλέπει κάποιος οράματα, το χάρισμα της ανάκλησης εικόνων από το παρελθόν, της τηλεπάθειας και της προαίσθησης, που έχουν στη μυθοπλασία ο τρελαμένος συγγραφέας, το παιδί του και ο μαύρος σεφ· άλλοι είπαν πως η ταινία είναι πάνω στα φαντάσματα και τα πνεύματα που έρχονται από το παρελθόν· άλλοι πως πρέπει απλά να το δούμε ως μια συγκλονιστική, πολύ δυνατή ταινία τρόμου και άλλοι υπό ψυχαναλυτικό πρίσμα (η ιστορία και το ξενοδοχείο σαν παράσταση του υποσυνειδήτου του Τζακ)· ή σαν μια απαισιόδοξη, κλινική περιγραφή της διάλυσης της οικογένειας· άλλοι ως μια αλληγορία για τον εξολοθρεμό των Εβραίων (λόγω της εβραϊκής καταγωγής του Κιούμπρικ) ή των ινδιάνων (επειδή το ξενοδοχείο χτίστηκε πάνω σε ένα ινδιάνικο νεκροταφείο), άλλος υποστήριξε πως πρόκειται για αλληγορία που έχει να κάνει με τον παγανισμό ή τον σατανισμό ή την καμπάλα ή άλλα απόκρυφα μηνύματα ή...
altΜπορούμε να εισπράξουμε τη Λάμψη σαν μια εξαιρετικά δεξιοτεχνική, αποτελεσματική και καλοσκηνοθετημένη ταινία τρόμου, που μας κάνει να ανατριχιάζουμε και ξυπνά ασυνείδητους φόβους μας, δηλαδή σαν μια ακόμη έκφραση της τελειομανίας και τελειότητας της κινηματογράφησης και αισθητικής του Κιούμπρικ, αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα των ερμηνειών του νοήματος του φιλμ.
Πού εντοπίζεται η εκφραστική, στυλιστική τελειότητα της Λάμψης; Στη διερεύνηση κι ανίχνευση των χώρων, εσωτερικών (ψυχρό, επιβλητικό ντεκόρ του πολυτελούς ξενοδοχείου) και εξωτερικών (ο φοβερός λαβύρινθος από κλαδεμένα δένδρα). Ο εσωτερικός χώρος διερευνάται από εκπληκτικά τράβελινγκ, με την κάμερα χαμηλά, να παρακολουθεί το αγόρι να ποδηλατεί γρήγορα στο αυτοκινητάκι του στους μεγάλους διαδρόμους του ξενοδοχείου και με την κάμερα στο χέρι, με το steadicam, σε πολλές περιπτώσεις, να ακολουθεί τους χαρακτήρες. Εξίσου εντυπωσιακά τα τράβελινγκ με steadicam στο κυνηγητό του αγοριού από τον λυσσασμένο πατέρα του. Μα και τα σταθερά πλάνα που δείχνουν τους άδειους, απειλητικούς χώρους είναι πολύ υποβλητικά κι εκφοβιστικά. Εκφοβιστικά και καθηλωτικά λειτουργούν και τα πλάνα-σφήνες με τους δολοφονημένους ανθρώπους από το τραγικό παρελθόν ή τα φαντάσματα.
Κάποιοι Γάλλοι κριτικοί προσέγγισαν τη Λάμψη από ψυχαναλυτική άποψη και είδαν στο δαιδαλώδες ξενοδοχείο μια μεταφορά του υποσυνειδήτου του τρελού πατέρα. Το ξενοδοχείο μετατρέπεται στον χώρο όπου εκφράζονται οι απωθημένες επιθυμίες του Τζακ, ειδικότερα οι φονικές και παιδοκτόνες επιθυμίες του. Τα δεινά της τριμελούς οικογένειας δεν οφείλονται τόσο στα κακόβουλα φαντάσματα, όσο στην τρέλα του πατέρα. Ο Κιούμπρικ άμβλυνε τον φανταστικό κι υπερφυσικό χαρακτήρα του έργου και τόνισε την πλευρά της παράνοιας, της ψύχωσης, γιατί αυτό ταιριάζει περισσότερο στην άποψή του, στο ταμπεραμέντο και την απαισιόδοξη φιλοσοφία του για τον άνθρωπο..
altΤο Μάτια ερμητικά κλειστά (Eyes Wide Shut, 1999) είναι το τελευταίο –και υπέροχο– φιλμ του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Αποτελεί διασκευή του καλού μυθιστορήματος Traumnovelle (Ονειρική ιστορία) του Αυστριακού συγγραφέα Άρθουρ Σνίτσλερ. Η προβληματική του φιλμ του Κιούμπρικ (και του μυθιστορήματος) αφορά αφενός στον έρωτα, στη σχέση ενός παντρεμένου ζευγαριού και, αφετέρου στην ηθική, κοινωνική και σεξουαλική διαφθορά της μεγαλοαστικής τάξης. Τα δύο επίπεδα συνδέονται σταδιακά μεταξύ τους, ιδιαίτερα από την ώρα που ο πρωταγωνιστής, ο μεγαλογιατρός Μπιλ Χάρφορντ, διεισδύει απρόσκλητος, σε ένα μασκέ πάρτι οργίων με πόρνες που διοργανώνει σε ένα μεγαλοπρεπή πύργο, μια μυστική οργάνωση ισχυρών και πλουσίων, μια «μασονία» ή αίρεση διεφθαρμένων κι ερωτομανών εξουσιαστών.
Όταν η πανέμορφη, αιθέρια Άλις (Νικόλ Κίντμαν) περιγράφει στον Μπιλ (Τομ Κρουζ) τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της για έναν νεαρό αξιωματικό του ναυτικού, αυτός –σοκαρισμένος– παίρνει τους δρόμους. Το αναπάντεχο, ισχυρό σοκ της εξομολόγησης της συζύγου δημιουργεί μια εικόνα-έμμονη ιδέα στο μυαλό του: η γυναίκα του να κάνει σεξ με τον άλλο. Ο κλονισμός τον οδηγεί σε μια αγχώδη περιπλάνηση. Οι σεξουαλικές αναζητήσεις τον οδηγούν σε ερωτικές εμπειρίες και ψυχικές δοκιμασίες. Η επίφοβη διερεύνησή του περιλαμβάνει συναντήσεις με γυναίκες που του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει σεξ και να ικανοποιήσει τις δικές του απωθημένες επιθυμίες. Όμως πριν ολοκληρώσει πάντα σταματά... Η εισβολή, η παρείσφρησή του, χωρίς να είναι καλεσμένος, στη οργιώδη εορταστική τελετή και η υποψία του πως η γνωστή του πόρνη που τον προστάτεψε από τους διεστραμμένους ισχυρούς πλούσιους, δολοφονήθηκε από αυτούς, του γεννά ηθικά, συνειδησιακά διλήμματα και ενοχές. Η αναζήτησή του δεν είναι μόνο ερωτικής μα και ηθικής, πλέον, φύσης...
Το κινηματογραφικό έργο θέτει κοινωνικά, ηθικά, ψυχολογικά και ερωτικά ερωτήματα σχετικά με το ζευγάρι άντρα γυναίκας, τον γάμο, την άρχουσα τάξη των προνομιούχων πλουσίων και τη δύναμή τους, την καθεστηκυία ηθική και πολιτική τάξη. Προσεγγίζει τα ζητήματα της ερωτικής επιθυμίας και των απωθημένων πόθων της γυναίκας και του άντρα (των παντρεμένων) από ψυχολογική και ψυχαναλυτική άποψη, εντάσσοντάς τα σε μια Οδύσσεια εξερεύνησης, πιο ενεργητικής και κινητικής του άντρα και πιο στατικής και φαντασιωσικής της γυναίκας.
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή» (εκδ. Βακχικόν).

altΣτάνλεϊ Κιούμπρικ
Ο σκηνοθέτης από το μέλλον
Συλλογικό
Το Μέλλον 2019
Σελ. 74, τιμή εκδότη €10,60
alt


altΣτάνλεϊ Κιούμπρικ
Μια κριτική ματιά στο έργο του
Συλλογικό
Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου 2019
Σελ. 214, τιμή εκδότη €14,50
alt

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου