1. Οι εξελίξεις για τα ενεργειακά – Η ανάγκη συντονισμένης αντίδρασης
Η επικέντρωση στην οικονομία ως βασικό μέτρο της «μετάβασης»
Στην από 28.11.2018 ανακοίνωσή της με θέμα «Καθαρός πλανήτης για όλους», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταρτίσουν Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα. [1] Στην ανακοίνωση αυτή μπορεί να μη γίνεται αναφορά στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα του σχεδιασμού για την ενέργεια, υπολογίζονται όμως λεπτομερώς τα κέρδη από μια αναδιαρθρωμένη αγορά ενέργειας.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται: «Η επιδίωξη της ΕΕ να επιτύχει τους ποσοτικούς στόχους που έχει θέσει για το 2020 σχετικά με την ενέργεια και το κλίμα έχει ήδη δημιουργήσει νέους βιομηχανικούς κλάδους και νέες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, καθώς και αυξημένη τεχνολογική καινοτομία, μειώνοντας το κόστος της τεχνολογίας». Αναφέρεται επίσης ότι από το 1990 έως το 2016 το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 54 %, η δε μετάβαση που περιγράφεται έως το 2050 αφορά σε επένδυση που «ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και της βιομηχανίας της ΕΕ στις παγκόσμιες αγορές».
Δεν αναφέρεται βέβαια, ποιές είναι οι χώρες που ωφελήθηκαν από όλα αυτά, ούτε ποιοί ζημιώθηκαν από την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Αναφορά γίνεται για «κίνδυνο» εμφάνισης ενεργειακής φτώχειας και ανάγκη άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Η πολιτική της Ε.Ε. για «κλιματικά ουδέτερη οικονομία» με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, επιτρέπει στις κυρίαρχες χώρες της Ε.Ε. να διαμορφώνουν το ενεργειακό τους μείγμα ανάλογα με τα συμφέροντά τους και τις επιλογές τους που δεν αποκλείουν καμιά μορφή ενέργειας – συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής- με βάση την αρχή της «τεχνολογικής ουδετερότητας».
Η από 28.11.28 ανακοίνωση, ισχυρίζεται ότι εισάγει ένα στρατηγικό όραμα που δεν έχει σκοπό να θέσει ποσοτικούς στόχους. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι παραπλανητικός τουλάχιστον σε ότι αφορά στις χώρες της περιφέρειας, ειδικά αν λάβει κανείς υπ’ όψη το ανελαστικό πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018 που ακολουθεί την ανακοίνωση. [2]
Από την άλλη μεριά, η πλήρης παραίτηση των κυβερνήσεών μας από ανάληψη πρωτοβουλιών στον αυτόνομο σχεδιασμό εδώ και πολλά χρόνια, έχει οδηγήσει σε απόλυτη εξάρτηση από τον κεντρικό σχεδιασμό της Ενεργειακής Ένωσης και έχει αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση.
Σε σχόλια που έγιναν στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) σωστά επισημαίνονται:
α) Η έλλειψη απολογισμού
Σχεδιάζονται νέες μονάδες ΑΠΕ χωρίς να υπάρχει απολογισμός από την λειτουργία των υφιστάμενων μονάδων. [3]
β) Το έλλειμμα ενημέρωσης
Στο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι «Στο πλαίσιο του παρόντος εθνικού σχεδίου αναπτύχθηκε ειδική μεθοδολογική προσέγγιση με σκοπό την εκτίμηση των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την υλοποίηση των μέτρων πολιτικής για την επίτευξη των εθνικών στόχων σε ποσοτικούς όρους» (βλ. σελ. 290). Εντούτοις, δεν περιέχεται ούτε στο ΕΣΕΚ ούτε στα παραρτήματά του η παρουσίαση της «ειδικής μεθοδολογικής προσέγγισης» που χρησιμοποιήθηκε και επί της οποίας βασίστηκαν οι προτάσεις του ΕΣΕΚ. Ακόμη, δεν περιέχεται ούτε στο ΕΣΕΚ ούτε στα παραρτήματά του η ανάλυση ειδικώς των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τα μέτρα πολιτικής που προτείνονται. Η παράλειψη αυτή είναι ουσιώδους σημασίας…» [4]
γ) Η αδιαφορία για τη βιοποικιλότητα
«Είναι παραλογισμός στην προσπάθεια σωτηρίας της φύσης από την κλιματική αλλαγή, να καταστρέψουμε την ελάχιστη παρθένα φύση που μας έχει απομείνει και που έχουμε υπογράψει να προστατέψουμε, σε διεθνείς συμβάσεις.» [5]
δ) Η μονοσήμαντη επιλογή συγκεκριμένης τεχνολογίας –που πολύ απέχει από «τεχνολογική ουδετερότητα»- με τον υπερδιπλασιασμό αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων, στο «δικό μας» Εθνικό Σχέδιο, που οδηγεί σε γιγαντιαίο ηλεκτρικό σύστημα με θολό το αποτέλεσμα, αλλά απόλυτα ξεκάθαρη την κυριαρχία του στη χώρα.
Σύμφωνα με σχετικό σχολιασμό: «Το 2019 η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ είναι περί τα 6 GW, δηλαδή το 100% (6/6), της μέσης ημερήσιας ζήτησης. Για το 2030 το μοντέλο του ΕΣΕΚ προβλέπει εγκατάσταση 14.7 GW ΑΠΕ ( 7,0 GW Αιολικά και 7,7 GW Φ/Β), ήτοι ισχύ ίση με το 225% της μέσης ημερήσιας ζήτησης (6.52 GW) και παραγωγή 29,2 TWh ετησίως (περί το 51,1% του μείγματος). Να σημειωθεί ότι αυτό το -υπέρκορο σε ΑΠΕ- ποσοστό 225 % (της μέσης ημερήσιας ωριαίας) ζήτησης δεν έχει δοκιμασθεί σε καμία χώρα του κόσμου.» [6]
2. Κατηγορηματικό όχι στο μοντέλο ανάπτυξης των ΑΠΕ
Από το 2011 στην Κρήτη το κίνημα στάθηκε απέναντι στο πρότυπο ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Υποστηρίξαμε τότε ότι «Τα ενεργειακά έργα που δρομολογούνται καμιά σχέση δεν έχουν με την έννοια και τα πλεονεκτήματα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), πλεονεκτήματα που εξασφαλίζονται μόνο με την αυτοπαραγωγή, την άμεση διάχυση των ωφελημάτων στην τοπική κοινωνία, την υποστήριξη και όχι την υποκατάσταση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, την εξοικονόμηση ενέργειας και φυσικών πόρων.».
Ένας φίλος μάλιστα το έκφραζε πολύ γλαφυρά λέγοντας: «Δεν είμαστε εμείς ενάντια στις ΑΠΕ, αυτές δεν είναι ΑΠΕ»! Κι αυτό δεν ήταν λογοπαίγνιο αλλά έκφραζε πολύ ξεκάθαρα την αντίθεση του κινήματος στην εμπορευματοποίηση της ενέργειας και στη επιχειρηματική εκμετάλλευση μιας έννοιας που σε συνδυασμό με εξοικονόμηση ενέργειας, θα μπορούσε να αποτελεί ένα ενεργειακό τοπίο με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Στην άποψη αυτή δεν «χωρούν» έννοιες του τύπου «συνεταιριστικές ΑΠΕ», έννοιες που εμφανίστηκαν ως ιδέες πριν από τον -πολύ μεταγενέστερο- νόμο για τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς, που ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται από το κυρίαρχο πρότυπο της επιχειρηματικής εκμετάλλευσης των ΑΠΕ.
Η στάση αυτή μάλιστα, υιοθετήθηκε από το κίνημα πριν γίνουν καν αντιληπτές άλλες πολύ σοβαρές παράμετροι, όπως η αποδοτικότητα, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα από την κατασκευή, μεταφορά, εγκατάσταση και λειτουργία των μηχανών, οικονομικά δεδομένα, αντιδράσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες κ.λπ.
Είναι αλήθεια ότι η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα έχει καταφέρει να ενοχοποιεί όποιον είναι αντίθετος στην εφαρμογή της πολιτικής για τις ΑΠΕ, ταυτίζοντας την αντίθεση στην εφαρμογή αυτή με την αντίθεση στην ιδέα των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα κάποιοι να νιώθουν υποχρεωμένοι όχι μόνο να δηλώνουν ότι δεν είναι αντίθετοι στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής, αλλά να προτείνουν και την κατά τη γνώμη τους «σωστή χωροθέτηση».
Τα παραδείγματα είναι πολλά: άλλοι λένε όχι αιολικά στις περιοχές Natura, άλλοι όχι αιολικά σε μεγάλα υψόμετρα, άλλοι όχι στις βραχονησίδες, άλλοι προτείνουν θαλάσσια αιολικά, άλλοι όχι φωτοβολταϊκά σε γη υψηλής παραγωγικότητας κλπ.
Αυτές οι παραδοχές – προτάσεις, που συχνά προέρχονται και από σύγχυση νομικών και πολιτικών επιχειρημάτων, βλάπτουν και διασπούν το κίνημα και βοηθούν αυτούς που επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας ότι τα κινήματα χαρακτηρίζονται από το σύνδρομο «όχι στην αυλή μου», αφού ενώ υποτίθεται ότι αποδέχονται τη λογική ανάπτυξης των ΑΠΕ τους αρκεί να είναι «κάπου αλλού».
Η κυρίαρχη αντίληψη ισχυρίζεται ότι το μοντέλο ανάπτυξης των ΑΠΕ προκύπτει από πορίσματα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό όμως είναι παραπλανητικό. Η επιστήμη δεν είναι ουδέτερη και είναι πάντα πρόθυμη να απαντήσει τα ερωτήματα που τίθενται. Είναι όμως βέβαιο ότι σε διαφορετικά ερωτήματα, που θα υπηρετούσαν άλλες προτεραιότητες, θα απαντούσε με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Με αυτές οι διαπιστώσεις θεωρώ ότι πρέπει να αρνηθούμε κατηγορηματικά την περαιτέρω αδειοδότηση εγκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει καθένας για το όραμα της καθαρής ενέργειας.
Το όραμα αυτό θα παραμένει μακρινό όσο αποδεχόμαστε εφαρμογές που καταστρατηγούν το ίδιο το όραμα.
3. Κοινός τόπος των κινημάτων η αντίσταση στην αρπαγή της γης
Ο τρόπος που διαχειρίζονται οι ελληνικές κυβερνήσεις τα ζητήματα της ενέργειας συνιστά αδιαμφισβήτητη συνέργεια στην αρπαγή γης και παράλληλα, την πιο εκτεταμένη και βίαιη μεταβολή χρήσεων γης που έχει ποτέ γίνει στη χώρα μας.
Η στάση αυτή των ελληνικών κυβερνήσεων απορρέει αφ’ ενός από μια άκριτη αποδοχή της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενέργεια και αφ’ ετέρου από τη μηχανιστική μεταφορά της πολιτικής αυτής στις συνθήκες της χώρας μας. Επιτείνεται από την αποδοχή από όλο το πολιτικό σύστημα της προοπτικής μετατροπής της χώρας σε ενεργειακό κόμβο.
Η αρπαγή της γης δεν αφορά μόνο στην Αφρική ή τη Λατινική Αμερική, ούτε αφορά μόνο στην αγροτική γη, όπως συνήθως διαβάζουμε. Αφορά επίσης στη δημιουργία υποδομών, αλλά και γενικότερα σε επενδύσεις σε γη, στα πλαίσια διαδικασιών που σχετίζονται με την παρατεταμένη κρίση του καπιταλισμού, σε αναμονή μια αναδιάρθρωσης που θα επιτρέψει σε όσους έχουν συγκεντρώσει πλούτο και έλεγχο των πόρων να επιλέξουν τους ασφαλείς τομείς για νέες επενδύσεις.
«Η σημερινή υφαρπαγή γης σε παγκόσμια κλίμακα νομιμοποιείται με τη βοήθεια καταστροφικών διηγήσεων, προβλέψεων και απειλών για ελλείψεις πόρων όπως η τροφή και η ενέργεια οι οποίες θα προκύψουν από την κλιματική αλλαγή και για κινδύνους από φυσικές καταστροφές, ακόμα και από τρομοκρατικές επιθέσεις. Η ανασφάλεια και ο φόβος που διασπείρουν περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις από τις χρεοκοπίες κάθε είδους και τις συνέπειες από το δημόσιο χρέος.». [7]
Μέχρι πριν από λίγα μόνο χρόνια, γνωρίζαμε την υποκατάσταση χρήσεων γης από την εξόρυξη λιγνίτη και την κατασκευή φραγμάτων με σκοπό την ενεργειακή χρήση.
Σήμερα ξέρουμε ότι και η εγκατάσταση μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η εξόρυξη υδρογονανθράκων και οι ενεργειακοί αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου, χρειάζονται τεράστιες εκτάσεις σε γη και θάλασσα που, μέχρι να εκδηλωθεί το ενδιαφέρον χρήσης τους για ενεργειακούς σκοπούς, είχαν μια άλλη χρήση και μια άλλη λειτουργία.
Οι «ιθαγενείς» εκδιώκονται από τις περιοχές ενδιαφέροντος για λόγους «δημοσίου συμφέροντος» και περιορίζονται στα «κενά» που μένουν ανάμεσα σε καταλήψεις γης για δραστηριότητες της τρέχουσας πολιτικής προτεραιότητας.
Οι εκτάσεις αυτές πολλαπλασιάζονται, όχι μόνο επειδή λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ (αιολικών, φωτοβολταϊκών) δημιουργούνται δύο παράλληλα συστήματα από μονάδες βάσης και μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας μεγάλης κλίμακας, αλλά και επειδή η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας δημιουργεί πρόσθετες ενεργειακές υποδομές με στόχο τη συμμετοχή στις περιφερειακές αγορές κάθε χώρας με τις γειτονικές της και στην περίπτωση της χώρας μας με τα Βαλκάνια, την Τουρκία, την Ιταλία, τις χώρες δηλαδή με τις οποίες υπάρχουν ενεργειακές διασυνδέσεις και προβλέπεται να αναπτυχθούν περαιτέρω.
Από τους ενεργειακούς χάρτες, των εξορύξεων και των μονάδων της ηλεκτροπαραγωγής, όπου πρέπει να προσθέσουμε τις επεκτάσεις των δικτύων για τη σύνδεσή τους, αλλά και τους χώρους κατάληψης των υλοποιημένων και προγραμματιζόμενων ενεργειακών αγωγών, αντιλαμβανόμαστε την εικόνα μιας άλλης χώρας που καλείται να προσαρμόσει τη ζωή και την παραγωγή της στα «κενά» που μένουν ανάμεσα σε κατειλημμένες και εν δυνάμει υποβαθμισμένες περιοχές.
Αυτό είναι το τεράστιο τίμημα που καλείται να πληρώσει η κοινωνία προκειμένου να γίνει η χώρα «ενεργειακός κόμβος», ή πιο λαϊκά «μπαταρία της Ευρώπης».
Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Η χειρότερη θα ήταν η εμπλοκή της χώρας σε θερμά επεισόδια, λόγω της «μετακίνησής» της πιο κοντά σε όσα συμβαίνουν στην Μέση Ανατολή.
Αυτά τα τοπία, αυτοί οι κίνδυνοι, αυτές οι προοπτικές κι αυτό το τίμημα αποτελούν τα αντικείμενα που συνθέτουν τον κοινό τόπο αγώνα των κινημάτων.
Κοινός τόπος τόσο για τα κινήματα που δραστηριοποιούνται στα διάφορα ενεργειακά μέτωπα, όσο και για τα κινήματα που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς, αφού το ζήτημα της ενέργειας αφορά σε όλους, είναι κυρίαρχο για τη ζωή και όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες.
Έχοντας κατά νου ότι ο προσανατολισμός στο κοινωνικό συμφέρον και όχι στον ανταγωνισμό των αγορών, τόσο των πολιτικών επιλογών για το ενεργειακό όσο και της τεχνολογίας, θα μπορούσε να φέρει εκπλήξεις που σήμερα είναι αδιανόητες!
Βάννα Σφακιανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου