Συνέντευξη με τον Iσραηλινό συγγραφέα Νταβίντ Γκρόσμαν (David Grossman) με αφορμή την κυκλοφορία του βραβευμένου με Booker International μυθιστορήματός του «Ένα άλογο μπαίνει σ' ένα μπαρ» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός) και την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου.
Του Διονύση Μαρίνου
«Έχεις προσέξει ότι κάθε φορά που με λες κύριο Γκρόσμαν γυρνάω πίσω; Νομίζω ότι απευθύνεσαι σε άλλον κι όχι σ’ εμένα». Για άνθρωπο που διατείνεται ότι δεν ξέρει να λέει ανέκδοτα ή να κάνει τον συνομιλητή του να γελάσει, μια χαρά τα κατάφερε στη συζήτησή μας. Προσηνής, χαμηλόφωνος και απόλυτα συνειδητοποιημένος, ο ισραηλινός συγγραφέας που κέρδισε το 2017 το βραβείο Booker International για το βιβλίο του Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός), σε κερδίζει αμέσως. Είναι η αμεσότητα που εκπέμπει και την οποία δεν προσπαθεί να επιβάλλει με καμία επίφαση σπουδαιότητας.
Την ίδια στιγμή που μπορεί να μιλάει για την ουσία της λογοτεχνίας έχοντας έναν λόγο απόλυτα συγκροτημένο, είναι σε θέση να κάνει ένα γύρισμα και να σε οδηγήσει σε πιο χαλαρά μονοπάτια ρωτώντας σε ποιο είναι το αγαπημένο σου νησί στην Ελλάδα και ποιο θα άξιζε να επισκεφθεί. Άλλωστε, του αρέσουν τα ταξίδια κι αν κέρδισε κάτι με το Booker είναι η δυνατότητα να μεταβαίνει από τόπο σε τόπο.
Κάπως έτσι πήγε η συνομιλία που είχαμε με αφορμή την επίσκεψή του στη χώρα μας, προσκεκλημένος των εκδόσεων Ψυχογιός, για να παρουσιάζει το μυθιστορήματά του στο κοινό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Να σας ζητήσω μήπως να μου πείτε κάποιο ανέκδοτο για αρχή;
Στο βιβλίο το μοναδικό ανέκδοτο που δεν ολοκληρώνεται είναι αυτό που δίνει και τον τίτλο Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ. Ας το ολοκληρώσω τώρα. Ένα άλογο, λοιπόν, μπαίνει σε ένα μπαρ και ζητάει από τον μπάρμαν μια βότκα. Όταν πάει να πληρώσει, ο μπάρμαν του λέει πως κάνει πενήντα δολάρια. Το άλογο πληρώνει και φεύγει. Ο μπάρμαν το παίρνει στο κατόπι και του λέει: «ένα λεπτό, κύριε άλογο, πρώτη φορά βλέπω άλογο να μιλάει σ’ αυτό το μπαρ». Και τότε το άλογο του απαντάει: «Με τις τιμές που έχεις δεν πρόκειται να ξαναδείς» (γελάει).
Φαντάζομαι την αίσθηση που προκαλούν στους αναγνώστες σας αυτά τα ανέκδοτα...
Προσωπικά ήξερα δύο-τρία ανέκδοτα και μάλιστα όταν τα έλεγα τα κατέστρεφα. Τώρα όμως, έπειτα από το βιβλίο ξέρω πάνω από πενήντα ανέκδοτα και ξέρω πώς να τα λέω.
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί ήδη σε 44 γλώσσες και οι αναγνώστες συνεχίζουν να μου στέλνουν ανέκδοτα για την επόμενη έκδοσή του. Προσωπικά ήξερα δύο-τρία ανέκδοτα και μάλιστα όταν τα έλεγα τα κατέστρεφα. Τώρα, όμως, έπειτα από το βιβλίο ξέρω πάνω από πενήντα ανέκδοτα και ξέρω πώς να τα λέω. Το αστείο είναι ένα θαυμαστό δημιούργημα. Για παράδειγμα μπορώ να σας δω εδώ στην Αθήνα, να αρχίσω να σας λέω ένα ανέκδοτο για κάποιον που δεν γνωρίζετε κι όμως να ξεσπάσετε στα γέλια. Αυτό είναι κάτι μοναδικό. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς ξεκίνησαν τα ανέκδοτα. Αυτό που κάνουν είναι να αποσυμπιέζουν την όποια ένταση μέσω του γέλιου. Η αίσθηση του χιούμορ είναι ένα μεγάλο δώρο για το ανθρώπινο γένος. Είναι μια ελευθερία το χιούμορ. Σαν να μετατοπίζεται μια δεδομένη κατάσταση και μπορούμε να την δούμε με ένα καινούργιο βλέμμα. Νομίζω πως ο άνθρωπος που έχει την αίσθηση του χιούμορ μπορεί να αλλάξει ελαφρώς και τη μοίρα του.
Είστε ένας συγγραφέας που μας έχει συνηθίσει σε βιβλία που περιέχουν έντονο δράμα κι εσείς ο ίδιος έχετε τη φήμη ενός, ας πούμε, σοβαρού συγγραφέα. Ξενίζει, άραγε, ότι σ’ αυτό το βιβλίο εισέρχεται και το γέλιο;
Ποσώς με νοιάζει! Όταν αρχίζω να γράφω ένα βιβλίο με απασχολεί τι θα σκεφτεί η γυναίκα μου, ο πατέρας μου που είναι 94 ετών και συνεχίζει να διαβάζει τα βιβλία μου, τα παιδιά μου, φυσικά, ο πρωθυπουργός, ενδεχομένως. Ωστόσο, όσο προχωράω το γράψιμο, το βιβλίο γίνεται ένα μαγνητικό πεδίο από μόνο του και είμαι αφοσιωμένος στο κείμενο, στην πλοκή και τους χαρακτήρες.
Επιμένω λίγο ακόμη στο θέμα των ανεκδότων. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, πώς προέκυψαν;
Όταν γράφω ένα βιβλίο όλος ο κόσμος μού φαίνεται σαν ένα κλειστό σύστημα. Οποιον βλέπω προσπαθώ να καταλάβω πώς θα αντιδρούσε στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Όταν έγραφα ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα, μου συνέβη. Ή όταν υπάρχει ένα αίσθημα ζηλοτυπίας προς τη γυναίκα μου, σκέφτομαι πως ακόμα κι ένα κουνούπι να δω στο μπράτσο της θα φρικάρω. Όταν λοιπόν, ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο, αρκετοί μου έλεγαν ανέκδοτα. Σκεφτείτε πως ως εκείνη τη στιγμή ήμουν αλλεργικός σε ανθρώπους που λένε συνέχεια ανέκδοτα.
Γιατί επιλέξατε ο κεντρικός σας ήρωας να είναι ένας stand up κωμικός;
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής τεσσάρων ωρών, το παιδί αναρωτιέται ποιος πέθανε. Είναι ο μπαμπάς του ή η μαμά του; Του μένει μόνο να αποφασίσει ποιον θα σώσει και ποιον θα θανατώσει. Πρέπει να το αποφασίσει μόνο του.
Είχα την ιδέα για το βιβλίο εδώ και είκοσι με είκοσι τρία χρόνια. Ήταν μια ιστορία που μου είπε ένας φίλος στην Ιερουσαλήμ. Όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων πήγε σε μια στρατιωτική κατασκήνωση, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε όλοι στο Ισραήλ, για να μάθει να χρησιμοποιεί όπλα, να πετάει μια χειροβομβίδα, να κάνει καμουφλάζ, ό,τι είναι φυσιολογικό για ένα δεκαπεντάχρονο σε όλο τον κόσμο (γελάει). Κάποια στιγμή ο διοικητής φωνάζει αυτό το αγόρι και του ανακοινώνει πως πρέπει να μεταβεί σε ένα νεκροταφείο στην Ιερουσαλήμ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής τεσσάρων ωρών, το παιδί αναρωτιέται ποιος πέθανε. Είναι ο μπαμπάς του ή η μαμά του; Του μένει μόνο να αποφασίσει ποιον θα σώσει και ποιον θα θανατώσει. Πρέπει να το αποφασίσει μόνο του. Όταν άκουσα την ιστορία σκέφτηκα πόσο σκληρό είναι να στέλνει κάποιος ένα παιδί σε ένα τέτοιο ταξίδι χωρίς να του λέει τι πρόκειται να συμβεί. Δεν έγινε από κακία που το έστειλαν έτσι απροετοίμαστο, αλλά από αδιαφορία. Η αδιαφορία είναι ένα από τα πιο σκληρά πράγματα. Όταν αδιαφορούμε στο κακό ή την αδικία που έχει συμβεί σε κάποιον, αυτό ισοδυναμεί με δολοφονία. Δεν υπάρχουν φυσικά ποταμοί αίματος, αλλά υπάρχει ένας μεγάλος πόνος. Επί είκοσι χρόνια ήθελα να πω αυτή την ιστορία της μεγάλης αδιαφορίας, της εγκληματικής αδιαφορίας. Κάθε φορά που ξεκινούσα ένα βιβλίο αυτά τα χρόνια έλεγα στον εαυτό μου πως τώρα ήρθε η στιγμή γι’ αυτή την ιστορία. Αλλά δεν έβρισκα τον τρόπο για το πώς θα την πω.
Μια μέρα είχα αυτό το κλικ στο μυαλό μου. Μην με ρωτήσετε πώς το βρήκα, αν το ήξερα θα ήμουν διαρκώς εκεί που εμφανίζονται οι ιδέες για να γράψουμε βιβλία. Ξαφνικά, σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερο να έχω έναν ηθοποιό που θα βρίσκεται μπροστά σε ένα κοινό που θα είναι εντελώς αδιάφορο για την προσωπική του ιστορία και τη δυστυχία του. Σκέφτηκα πως αυτός ο κωμικός, κάτω από την ομπρέλα των αστείων του, θα έβρισκε τον τρόπο να περάσει τη δική του προσωπική τραγωδία. Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ του γέλιου και του δράματος, γιατί προφανώς δεν πήγε για να ακούσει μια δραματική ιστορία, αλλά για να ξεσκάσει, και τότε το κοινό αρχίζει να φεύγει από το μαγαζί και να τον εγκαταλείπει. Άρα, πρέπει να γίνει πιο δημιουργικός, πιο αστείος και να προσπαθήσει απελπισμένα να τους κάνει να γελάσουν για να τους κρατήσει. Έτσι γράφοντας κατάλαβα όλα τα επίπεδα αυτής της ιστορίας.
Τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια αναμονής, αισθάνεστε ανακουφισμένος;
Τώρα που έγραψα την ιστορία, ο άνθρωπος από τον οποίο εμπνεύστηκα αυτό το βιβλίο, μου εξομολογήθηκε πως τώρα επιτέλους μπορεί να πει στα παιδιά του τι ακριβώς πέρασε σε εκείνο το ταξίδι, αλλά κυρίως να το καταλάβει κι εκείνος καλύτερα.
Επειδή πολλοί ενδέχεται να σκεφτούν πως έχουμε μια ακόμη εκδοχή ενός Joker, νομίζω πως είναι σαφές ότι ο δικός σας κωμικός διαθέτει άλλες ποιότητες.
Δεν έχω δει την ταινία, άρα δεν ξέρω τι διαφοροποιεί αυτόν τον ήρωα από τον δικό μου. Μπορώ, όμως, να σας πω για τον Ντόβαλε. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά οι κωμικοί στο Ισραήλ φοβούνται να θίξουν τα πραγματικά ευαίσθητα θέματα. Μιλούν για εντελώς άλλα πράγματα, ενώ ο κωμικός πρέπει να μας συγκλονίζει, να μας κάνει να αισθανόμαστε πως φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μας. Ο Ντόβαλε κάνει αστεία ίσως γιατί είναι άρρωστος ο ίδιος, διακωμωδεί την πολιτική κατάσταση με πολύ έντονο τρόπο, μιλάει για υπαρξιακά ζητήματα. Παρεμπιπτόντως, το βιβλίο θα γίνει και ταινία, επομένως τότε θα δω και τον Joker για να δω πού συμπίπτουν.
Η διαφοροποίηση είναι ανάμεσα στην καλή και την κακή λογοτεχνία. Το Catch 22 είναι ένα από ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει. Με βοήθησε να επιβιώσω την περίοδο που υπηρετούσα τη θητεία μου. Κι όμως, είναι ένα αστείο βιβλίο.
Εχουμε την αίσθηση πως η λογοτεχνία δεν αγαπάει πολύ την κωμωδία. Ότι είναι μια σοβαρή υπόθεση. Τι πιστεύετε εσείς;
Δεν υπάρχουν κανόνες. Η διαφοροποίηση είναι ανάμεσα στην καλή και την κακή λογοτεχνία. Το Catch 22 είναι ένα από ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει. Με βοήθησε να επιβιώσω την περίοδο που υπηρετούσα τη θητεία μου. Κι όμως, είναι ένα αστείο βιβλίο.
Ας παραμείνουμε στον Ντόβαλε. Όπως είπατε, κάνει αστεία ακόμη και με πράγματα που πληγώνουν. Αναρωτιέμαι: μπορούμε να γελάσουμε, ας πούμε, για το Ολοκαύτωμα ή για άλλα δραματικά γεγονότα;
Όταν ήμασταν παιδιά ακούγαμε ανέκδοτα για το Ολοκαύτωμα από επιζώντες. Η μητέρα του Ντόβαλε είναι επιζήσασα με φρικτές εμπειρίες, άρα έχει κάθε δικαίωμα να λέει αστεία για να αποφορτίζεται. Τα πάντα μπορούν να γίνουν αστείο. Ισως από τακτ κάποιοι που δεν είναι Εβραίοι να μην το κάνουν, εμείς όμως που έχουμε την ιστορική εμπειρία μπορούμε.
Ο Ντόβαλε δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του, είναι κάτι παραπάνω.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι σε λάθος φύλο και δεν τολμούν να ζήσουν αυτό που θα ήθελαν να είναι. Δεν το παραδέχονται στους εαυτούς τους και έχουν βολευτεί σ’ αυτή τη διαστροφή. Κάποιες στιγμές, όμως, αισθάνονται έναν πόνο ή έναν παλμό και κατανοούν ότι κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή τους.
Πρώτα από όλα είναι ο εαυτός του. Είναι ήδη πολύ δύσκολο να φτιάχνεις έναν χαρακτήρα. Ακόμη κι αν στη συνέχεια γίνει σύμβολο για κάτι άλλο, ευρύτερο. Ωστόσο, ο Ντόβαλε ζει μια παράλληλη ζωή σε σχέση μ’ αυτήν που θα έπρεπε να είχε ζήσει. Ξέρουμε τέτοιους ανθρώπους που δεν είναι πραγματικά ο εαυτός τους σαν να σφυρίζουν μια παράξενη μελωδία. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ένα επάγγελμα που τους δυναστεύει και τους διαλύει, όπως οι ήρωες του Κάφκα. Ή υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κολλήσει σε έναν λάθος γάμο, όχι φυσικά εδώ στην Αθήνα (γελάει), μιλάω μόνο για τον Ισραήλ. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι σε λάθος φύλο και δεν τολμούν να ζήσουν αυτό που θα ήθελαν να είναι. Δεν το παραδέχονται στους εαυτούς τους και έχουν βολευτεί σ’ αυτή τη διαστροφή. Κάποιες στιγμές, όμως, αισθάνονται έναν πόνο ή έναν παλμό και κατανοούν ότι κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή τους. Είναι τόσο σπάνιο αυτό το θεϊκό προνόμιο κάποιος πραγματικά να γίνει ένα με τον εαυτό του. Παραδέχομαι ότι αυτά συμβαίνουν στη λογοτεχνία, που είναι τόσο γενναιόδωρη, και όχι στην πραγματική ζωή. Αυτό που συμβαίνει με τον Ντόβαλε είναι ότι μετά από σαράντα επτά χρόνια, για πρώτη φορά ενώνεται με τον εαυτό του.
Νομίζω πως ο Ντόβαλε μας δίνει το έναυσμα να σκεφτούμε τη θεραπευτική ιδιότητα του γέλιου και ότι τα τραύματα που όλοι μας κουβαλάμε θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αλλά με ένα πιο ασφαλή τρόπο μέσα μας.
Δεν αισθάνομαι άνετα με τον όρο «βόλεμα», με την έννοια ότι η παράλληλη ζωή που ζούμε μας οδηγεί σ΄αυτό. Αντίθετα, πρέπει να αναδεικνύουμε πράγματα που είναι ακόμη πιο σκληρά. Αυτό που κατάλαβα γράφοντας είναι ότι υπάρχει μια δύναμη στο να μπορείς να πεις μια ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Όλοι έχουμε μια επίσημη ιστορία μέσα μας για τον εαυτό μας και το παρελθόν μας. Είναι σαν την διαπιστευτήρια κάρτα μας. Γινόμαστε τόσο εξπέρ να τη λέμε και να την λουστράρουμε και κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε πως αυτή η ιστορία δεν έχει σχέση με εμάς, δεν είμαστε εμείς αυτοί που λέμε. Κάπως έτσι γινόμαστε φυλακισμένοι της ιστορίας μας. Αυτό συμβαίνει και στις κοινωνίες και τα κράτη. Βρίσκονται παγιδευμένοι στα βασικά τους αφηγήματα. Οι ειδήμονες της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης αναφέρονται συχνά στα δύο ξεχωριστά «αφηγήματα» των δύο πλευρών. Απεχθάνομαι τη λέξη «αφήγημα» γιατί τελικά γίνεται ένα απολίθωμα. Όταν γράφω προσπαθώ να κάνω μαλάξεις στους σκληρούς μύες αυτού του αφηγήματος για να δώσω ζωή στην ιστορία. Είμαι ένας μασέρ (γελάει). Ολοι είμαστε παγιδευμένοι σε μια ιστορία και χρειάζεται να κάνουμε κάτι για να χαλαρώνει αυτή η ιστορία. Αυτό συμβαίνει στον Ντόβαλε. Λέει την παλιά του ιστορία, αλλά με νέο τρόπο. Και έχει δύο καλούς ακροατές που τον ξέρουν από παλιά και καθώς τη λέει είναι σαν να φεύγει από πάνω του ένα βάρος, μια πέτρα.
Με ενδιαφέρει η λέξη «φυλακισμένος» που χρησιμοποιήσατε πριν. Ο Ντόβαλε είναι φυλακισμένος από ποιον; Από τον πατέρα του, ας πούμε; Από τον εαυτό του, ίσως;
Δεν ξέρω να σας πω. Αυτό που είναι ωραίο με τους ανθρώπους είναι ότι είμαστε περίπλοκοι. Δεν υπάρχει απάντηση σε όλα τα ζητήματα. Το αφήνω σε εσάς. Υπάρχει κάτι σκοτεινό στη σχέση με τον πατέρα του, αλλά και με τη μητέρα του. Χρειάζεται να αποφασίσει ποιον θα κρατήσει στη ζωή. Δεν θα πω τι αποφασίζει.
Εντέλει, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που δεν αφορά μόνο τους Ισραηλινούς, αλλά κάθε άνθρωπο. Μας λέει πώς μπορούμε να αποδεχθούμε το παρελθόν μας. Είναι ένα βιβλίο που έχει άμεση σχέση με την απώλεια και την αποδοχή της.
Έγραψα το βιβλίο όχι για να κρίνω τον Ντόβαλε. Όταν ένας συγγραφέας κρίνει τους χαρακτήρες του τότε τους ισοπεδώνει. Ο συγγραφέας δεν είναι τόσο ευγενική ψυχή για να αγαπάει, όπως και δεν πρέπει να παραμένει προσκολλημένος στο μίσος.
Είναι δύσκολο να ζεις χωρίς τον Οζ. Μου λείπει η σοφία του, οι συμβουλές του, η φιλία του. Εχει περάσει ένας χρόνος ήδη από τον θάνατό του. Ηταν ο μεγαλύτερος συγγραφέας του Ισραήλ, αλλά ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσες να βασιστείς πάνω του, να τον εμπιστευτείς. Μου λείπει πάρα πολύ.
Πώς είναι η ζωή σας μετά το Booker;
Ταξίδεψα περισσότερο (γελάει). Όταν πήρα το βραβείο ήμουν 64 ετών επομένως ήμουν σε μια αρκετά μεγάλη ηλικία για να αλλάξω χαρακτήρα. Αν ήμουν νεότερος τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Χάρηκα όταν δόθηκε στη συνέχεια σε άλλον συγγραφέα κι έπαψα να είμαι πλέον στο προσκήνιο.
Το περιμένατε ότι θα κερδίσετε το βραβείο;
Ειλικρινά όχι! Δεν είχα ετοιμάσει καν λόγο. Ηταν έκπληξη. Στη μικρή λίστα ήμουν εγώ και ο Άμος Οζ. Εκείνη την περίοδο ήταν ήδη άσχημα και δεν μπορούσε να ταξιδεύσει. Όταν πήγα να τον δω συμφωνήσαμε πως όποιος και αν το πάρει, δεν θα επηρεάσει τη φιλία μας. Κάτι που φυσικά έγινε.
Είχατε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Άμος Οζ.
Είναι δύσκολο να ζεις χωρίς τον Οζ. Μου λείπει η σοφία του, οι συμβουλές του, η φιλία του. Εχει περάσει ένας χρόνος ήδη από τον θάνατό του. Ηταν ο μεγαλύτερος συγγραφέας του Ισραήλ, αλλά ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσες να βασιστείς πάνω του, να τον εμπιστευτείς. Μου λείπει πάρα πολύ.
Το magnum opus σας θεωρείται πως είναι το μυθιστόρημα Στο τέλος της γης. Είναι εύκολο να γράψει κανείς κάτι άλλο έπειτα από ένα τέτοιο βιβλίο;
Προσπαθώ να μην συγκρίνω τα βιβλία που γράφω. Γράφω γιατί το θεωρώ σημαντικό και γιατί πρέπει να γραφτεί. Είναι η ανάγκη που με οδηγεί. Όταν επιλέγω να γράψω για ένα θέμα το βλέπω πως είναι αναπόφευκτο να γράψω κάτι. Είναι μια πιεστική ανάγκη.
Υπάρχει για εσάς ο περιβόητος ιδανικός αναγνώστης;
Όχι, δεν έχω. Μάλλον ο μεταφραστής. Θα απογοητεύσω κάποιους, αλλά είναι πολύ εγωιστικό επάγγελμα αυτό του συγγραφέα. Πρέπει να μιλήσεις με τον εαυτό σου και την αρμονία της ιστορίας. Είναι ένας εσωτερικός διάλογος, δεν πρέπει να σκέφτεσαι τους αναγνώστες εκείνη τη στιγμή.
Γιατί χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία; Γιατί χρειαζόμαστε τις καταγραμμένες λέξεις;
Τη χρειαζόμαστε γιατί η ζωή μας είναι ελεγχόμενη από τα ΜΜΕ. Ακόμη και η ορολογία Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι προβληματική. Μας λέει πως είναι μίντια που απευθύνονται στις μάζες. Στην πραγματικότητα, το μέσο διαμορφώνει τις μάζες. Απέναντι σ’ αυτά τα ΜΜΕ με το κακό γούστο και το κιτς που προβάλλουν και τις γενικεύσεις που κάνουν χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία διότι δίνει αποχρώσεις και κατανοούμε καλύτερα τα πράγματα στη ζωή μας. Όταν διαβάζουμε ένα καλό βιβλίο είναι σαν να επανακτούμε το πρόσωπό μας, το οποίο το χάνουμε στην καθημερινότητα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου