ΠΕΡΝΩ ΤΗΝ περισσότερη ὥρα καθισμένος
σ' ἐκεῖνο τὸ ξεχαρβαλωμένο ξύλινο παγκάκι, δίπλα ἀκριβῶς ἀπὸ
τὴν παρατημένη πλάστιγγα γιὰ τὰ ἐμπορεύματα. Οἱ περισσότερες
ἀπὸ τὶς τάβλες ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν λειτουργικό του κορμό, κάτω
ἀπὸ τὸ καθημερινὸ σφυροκόπημα τῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ τοῦ
χρόνου, ἔχουν σαπίσει καὶ διαλυθεῖ. Οἱ καρόβιδες ποὺ συγκρατοῦν
τὸ μεταλλικὸ σκελετὸ μὲ τὰ ξύλα τῆς πλάτης καὶ τοῦ καθίσματος
ποὺ ἀπέμειναν, ἔχουν ριλαξάρει, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ συνδέσεις νὰ
ξεθυμάνουν. Ἔτσι, ἡ παραμικρὴ κίνηση τοῦ σώματος ἐξαναγκάζει
τὸ σύνολο τῆς κατασκευῆς σὲ μιὰ ἄναρχη ταλάντωση πότε δεξιὰ
καὶ πότε ἀριστερά, δίνοντας, γιὰ ὅποιον κάθεται, τὴν εἰκόνα τῆς
ἀκούσιας συμμετοχῆς του σὲ θεατρικὴ φαρσοκωμωδία. Μοῦ ἀρέσει
νὰ ἔρχομαι ἐδῶ.
Ἰδιαίτερά τα δροσερὰ καλοκαιριάτικα δειλινὰ
καὶ τὰ μουντὰ χειμερινὰ ἀπομεσήμερα. Τότε ποὺ τὸ ψιλόβροχο
διαμαρτυρόμενο στὴ σιγαλιὰ τῆς ἐγκατάλειψης, συνεπικουρούμενο
ἀπὸ τὸν τσίγκο τοῦ ὑποστέγου, ἐκφράζει τὶς ἀντιρρήσεις του κατὰ
τρόπο ἐκκωφαντικό. Ἡ εἰκόνα τοῦ ρημαγμένου τοπίου μὲ σαγηνεύει,
ἀσκώντας μου παράλληλα μιὰ ἕλξη μυστηριακή, σχεδὸν ἱερή. Μιὰ ἱερότητα
ποὺ ἐφορμεῖ ἀπὸ τὸ ρόλο ποὺ διαδραματίζει ἡ ἄρρηκτη σχέση παρελθόντος
καὶ μνήμης, τόσο ἐπάνω στὸ παρὸν ποὺ βιώνεται, ὅσο καὶ στὸ μέλλον
ποὺ σχεδιάζεται καὶ προσδοκᾶται.
Ἐκεῖνος δὲν κάθεται ποτέ. Τοῦ ἀρέσει νὰ κινεῖται.
Ὅπως τότε. Ἀργὰ καὶ μεθοδικά. Ἐπιθεωρώντας τὶς παροπλισμένες
σιδηροτροχιὲς καὶ τοὺς σκασμένους στὸν ἥλιο στρωτῆρες, μὲ τὸ
βλέμμα νὰ ταλαντεύεται ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ σταθμοῦ
στὴν ἄλλη. Ἡ μυρωδιὰ τῆς φρέσκιας πίσσας ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ
ἐκείνη τῶν ἀγριόχορτων ποὺ ἔχουν φυτρώσει παραπλεύρως τῶν
γραμμῶν. Ξανασαίνει στὸ γερασμένο σῶμα τῆς γῆς ποὺ πότισε μὲ ἱδρώτα,
ἀγωνίες, ἄγχη, ἐλπίδες καὶ ὄνειρα. Οἱ δεῖκτες τοῦ μεγάλου ρολογιοῦ
τῆς ἀποβάθρας ἔχουν ἀπὸ χρόνια παγώσει καὶ ἡ δίγλωσση πινακίδα
τοῦ σταθμοῦ δὲν ἔχει πλέον δηλωτικὸ νόημα ἄφιξης γιὰ κανέναν
ταξιδιώτη. Ὁ ὑγρὸς δυτικὸς ἄνεμος ἐξαναγκάζει τὶς σκουριασμένες
ἁλυσίδες ποὺ τὴν κρατᾶνε δεμένη στὸ στέγαστρο, σ’ ἕνα ἄρρυθμο
μοιρολόι ἀναμνήσεων κι ἀναπόλησης. Δὲν εἶναι μόνο οἱ μνῆμες
ἀπὸ τοὺς συριγμοὺς τοῦ τραίνου καθὼς μπαίνει στὸ σταθμό, ἀλλὰ καὶ
ὅλες ἐκεῖνες οἱ εἰκόνες καὶ οἱ ἦχοι ποὺ τοῦ ἔδιναν ζωή: οἱ δονήσεις
ἀπὸ τὶς τραβέρσες ποὺ συγκρατοῦν τὶς ράγες ὅταν τὸ σιδερένιο φίδι
κυλάει ἐπάνω τους, οἱ κλαγγὲς τῆς πέδησης, ὁ προειδοποιητικὸς
ἦχος τῶν φαναριῶν καὶ οἱ μπάρες ποὺ κατεβαίνουν στὰ γειτονικὰ
πασάγια, τὸ λεφούσι τῶν ἐπιβατῶν μὲ τὶς ἀποσκευές τους καὶ ἡ
σπουδή τους γιὰ ἐπιβίβαση καὶ ἀποβίβαση, τὸ σφύριγμα τῆς ἀναχώρησης,
ὁ στριγκὸς ἦχος τῶν σιδηροτροχιῶν ἀπὸ τοὺς ἑλιγμοὺς ποὺ ἐκτελεῖ
ὁ κλειδοῦχος.
Τὸ βλέμμα μου ἀκολουθεῖ τὸ δικό του καθὼς αὐτὸ
διατρέχει τὰ τρία μεγάλα μπλὲ παντζούρια —κλειστὰ πλέον— στὸν ἐπάνω
ὄροφο τοῦ δίπατου κτηρίου. Στιγμὲς ἀργότερα, τὸ παρακολουθῶ
νὰ κατεβαίνει νοητὰ τὴ βαμμένη μὲ καφετὶ λαδομπογιὰ δρύινη
σκάλα, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μικρὴ ἀποθήκη στὸ ἰσόγειο. Τώρα στέκεται
στὴν ξύλινη, ξεφλουδισμένη, δίφυλλη πόρτα τῆς εἰσόδου, μὲ τὴν
τοξοειδὴ κάσα καὶ τὰ σιδερένια κάγκελα. Ἡ ζωὴ τῶν οἰκογενειῶν
τῶν σιδηροδρομικῶν κυλοῦσε πάντα δίπλα στὸ σταθμό. Ὑπῆρχαν κι
ἄλλες δύο κατοικίες, μικρότερες, ἰσόγειες αὐτές, στὴν πίσω
πλευρὰ τοῦ σταθμοῦ. Ἔβλεπαν στὸν ἀκάλυπτο χῶρο μὲ τοὺς φοίνικες
καὶ τὶς λεμονιές. Παρατηρῶ μαζί του τὶς ἄδειες ἀποβάθρες κι ἀναλογίζομαι
τὶς λογιῶν-λογιῶν ψυχὲς ποὺ τὶς μοιράστηκαν: φοιτητές, ἐργαζόμενοι,
τουρίστες, ταξιδευτές, φαντάροι, μαθητές, τυχοδιῶκτες. Χιλιάδες
πρόσωπα πότισαν τὸ χῶμα αὐτὸ μὲ δάκρυα, εἴτε ἀπὸ τὴ συγκίνηση
τῆς ἀντάμωσης εἴτε ἀπὸ τοὺς λυγμοὺς τοῦ ἀποχωρισμοῦ.
Ἡ στέρφα γῆ δὲ μαρτυρᾶ σήμερα τίποτα ἀπὸ τοὺς
ἔνδοξους χρόνους της. Βιώνω τὴ βουβή του θλίψη καθὼς παρατηρεῖ
τὸ γεμάτο φθορὲς ἑτοιμόρροπο κτίριο, ποὺ νομοτελειακὰ θὰ τὸ ὁδηγήσουν
σὲ κατάρρευση. Πάντα πονᾶς ὅταν κάτι ξεριζώνεται ἀπὸ τὴν ψυχή
σου. Μὲ κοιτάζει. Νομίζω πὼς ἔχει βουρκώσει. Ἴσως νὰ βούρκωσα ἐγώ…
Καταφέρνω νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ παγκάκι ἀφοῦ πρῶτα χρησιμοποιοῦμαι
γιὰ κάμποσα δευτερόλεπτα ὡς κομπάρσος, σὲ ἄλλη μία ἀπὸ ἐκεῖνες
τὶς κακότροπα σκηνοθετημένες παραστάσεις του. Βαδίζω πρὸς ἐκεῖνον
προσπαθώντας νὰ μιλήσω καθαρὰ καὶ σταθερά, κοιτώντας τον στὰ
μάτια.
«Πατέρα μήπως νὰ πηγαίνουμε; Τὸ ἀπογευματινὸ
automotrice φαίνεται πὼς ἔβαλε καθυστέρηση…». Κάνω μιὰ προσπάθεια
νὰ χαμογελάσω, μάταιη...
«Πᾶμε ἀγόρι μου» ἀποκρίνεται σφίγγοντας τὰ
χείλη σὲ μιὰ γλυκόπικρη ἔκφραση.
Κατευθύνεται πρὸς τὴν ἔξοδο. Ἐπιταχύνω γιὰ
νὰ τὸν προλάβω. Περπατῶ πλάι του. Ἁπλώνω τὸ χέρι καὶ τοῦ σφίγγω
τὸν ὦμο. Ἀνταποδίδει χτυπώντας με στοργικὰ στὴν πλάτη. Γυρίζω
τὸ κεφάλι ὠθούμενος ἀπὸ τὴν ὁρμέμφυτη ἀνάγκη τῆς στερνῆς ματιᾶς.
Ἀντικρίζω τὸ περιφραγμένο πίσω μέρος τοῦ σταθμοῦ. Εἶμαι σίγουρος
πὼς ἄκουσα τὸ «κλὶκ» τῆς χρονομηχανῆς. Καρὲ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς ἀρχίζουν
νὰ ξετυλίγονται στὸ πανὶ τῆς μνήμης, ράθυμα κι ἐπιλεκτικά. Κατανικῶ
τὴν πρόκληση καὶ ἐπανέρχομαι. Σὲ μιὰ τυχαία συνάντηση μακριὰ ἀπὸ
ἐδῶ, ἔμαθα πὼς πάει καιρὸς ποὺ οἱ φοίνικες ἔχουν ξεραθεῖ. Ἀλήθεια…
πόσο θὰ ἤθελα νὰ μυρίσω τὰ ἄνθη ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς δίφορες λεμονιές…
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Σπῦρος
Ε. Κρόκος (Ἀθήνα, 1973) Σπούδασε μαθηματικὰ
καὶ δίδαξε στὸ δημόσιο Μουσικὸ Σχολεῖο Ἀθήνας. Ἔκανε μεταπτυχιακὲς
σπουδὲς στὴ Μαθηματικὴ Ἐκπαίδευση καὶ στὶς Ἐπιστῆμες τῆς Ἀγωγῆς,
ἐνῶ βρίσκονται σὲ ἐξέλιξη οἱ μεταπτυχιακές του σπουδὲς στὴ Δημιουργικὴ
Γραφή. Οἱ πειραματισμοὶ του ἐπικεντρώνονται πρὸς τὸ παρὸν στὸ
διήγημα καὶ στὸ μικρὸ-διήγημα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου