ΧΧΡΟΝΙΑ ΜΑΖΕΥΑ μπράβο τριγυρνώντας σ’ ἔρημες
γειτονιές: ἐδῶ κατοικοῦσαν χιλιάδες μάτια.
Ὕστερα, πάντρευα αὐτὸ
ποὺ γεννοῦσα, τὸ παιδί μου, μὲ γαμπροὺς χωρὶς σύνορα. Οὔτε ἤξερα ποῦ
κατοικοῦσε μετά. Ἔλεγα: «Δὲν γέννησα καλὸ παιδί, ἂς κάνω ἄλλο.»
Πρὶν τὸ γεννήσω τὸ ἔγραφα στὸ κολλέγιο καὶ μετὰ τὸ πάντρευα. Δὲν τὸ
μεγάλωνα ποτέ. Καὶ πάντα ἀνάπηρο τὸ παρέδιδα σὲ χέρια ἀμύητα
στὸ μεγάλωμα. Τὰ ἀνύπαντρα παιδιά μου τὰ ἔστελνα στὰ φανάρια, σὰν
τὰ ἀλητάκια, νὰ μαζεύουν χειροκροτήματα καὶ νὰ μοῦ τὰ φέρνουν τὴ
νύχτα. Τὰ ἔβαζα σὲ τεράστια κουτιά, ὥσπου δὲν χωρούσαμε ἄλλο καὶ
φεύγαμε μετανάστες στὸν παρακάτω δρόμο. Μέχρι πισίνα εἶχα φτιάξει.
Χωρὶς νερό, ὅμως. Ἦταν γεμάτη κουτιὰ κι αὐτή.
Καὶ πάντα κατέληγα στριμωγμένη στὸ μικρὸ δωματιάκι τῶν παιδικῶν
μου χρόνων μὲ τὶς βαλίτσες μου γεμάτες μπράβο. Ὅσο ἤμουν ἐκεῖ δὲν
γεννοῦσα. Μόνο ἄνοιγα τὰ κουτιά μου. Τὰ λυπημένα βράδια, τὰ βροχερά,
πήγαινα κρυφὰ στὰ θέατρα, ἔσβηνα ἀπὸ τὴ μαρκίζα τὰ ὀνόματα τῶν
πρωταγωνιστῶν κι ἔβαζα τὸ δικό μου. Ἤθελα νὰ πιστεύω πὼς τὸ ἐπίθετό
μας —Μεβλέπης— ἀνῆκε στὴν ἄγνωστη ἀκόμα δυναστεία τῶν Μεβλέπηδων.
Οὔτε νὰ ἀνασάνω μποροῦσα, οὔτε νὰ κοιμηθῶ. Γι’ αὐτὸ ἐπινοοῦσα
κάθε μέρα μιὰ ταυτότητα ἄξια ν΄ἀγαπηθεῖ. Μὲ τοὺς μοναχοὺς ἤμουν
μοναχὴ καὶ μὲ τὶς πουτάνες πουτάνα. Μὲ τοὺς κολυμβητὲς κολυμβήτρια,
μὲ τοὺς διανοούμενους διανοούμενη. Καὶ πάντα φωτογραφιζόμουν
δίπλα στὸν πρῶτο. Χωρὶς κόπο δικό μου.
Μὰ καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἔριχναν λάσπη στὸν πρῶτο, ἤμουν πρώτη. Κανεὶς δὲν
ἤξερε τί πιστεύω. Οὔτε κι ἐγώ. Περιπλανιόμουν πρόσφυγας στὶς χῶρες
τῶν ἄλλων καὶ σὰν σίφουνας ἔκλεβα τὰ παλαμάκια κι ἔφευγα.
Μὲ φώναζαν: «Ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἀνέμου». Χώρα δὲν εἶχα. Οὔτε ἑστία.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ξένια Ψαρροῦ (Κρήτη, 1961). Σπούδασε Φυσικὴ Ἀγωγὴ στὸ Βουκουρέστι
καὶ ἐργάζεται ὡς καθηγήτρια σὲ σχολεῖο. Γράφει μυθοπλασία καὶ
ποιήματα. Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικά. Τελευταῖο
της βιβλίο: Τὸ παιδί
(ποίηση, 2018, ἐκδ. Παναγόπουλος Νεκτάριος).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου