ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΛΕΦΤΑ τὰ ἔβγαλα ὡς τρομπονίστας
τῆς Φιλαρμονικῆς τοῦ νησιοῦ στὶς κηδεῖες. Στὴ Φιλαρμονικὴ βρέθηκα
μικρὸ κι ἀμούστακο παιδί, σχεδὸν ἀκουσίως, μετὰ τὶς ἐπίμονες προτροπὲς
τοῦ πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἀρχικά μοῦ τὴν παρουσίασε ὡς μία καλὴ ἐναλλακτικὴ
λύση ἔναντι τῶν σχολικῶν παρελάσεων. Καθότι οἱ ἐτήσιες παρελάσεις
αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἦταν μόλις δύο, δὲν ὑπῆρχε πραγματικὴ χρεία νὰ μάθω
ὁλόκληρο μουσικὸ ὄργανο γιὰ νὰ τὶς ἀποφεύγω. Ὡστόσο, μὲ τὸν καιρὸ
ὁ πατέρας μου ἔβρισκε κι ἄλλα καινούρια ἐπιχειρήματα τὰ ὁποῖα ἂν
σήμερα ἀκούγονται φαιδρά, τότε ἠχοῦσαν ἀρκούντως δελεαστικά: ἡ
Φιλαρμονική, μοῦ ἔλεγε, συνεπάγεται ἐκδρομὲς στὸ ἐξωτερικό, ἄφθονο
πιλάφι καὶ ἐξωτικὰ οὐρί. Οἱ διαπραγματεύσεις μας ἔμελλε νὰ διαρκέσουν
ἕνα χρόνο. Ἔπειτα, μέχρι νὰ μοῦ φυτρώσει καὶ τὸ μουστάκι, φόρεσα τὸ
πηλήκιο τῆς μπαντίνας.
Τὸ χαρτζιλίκι πάντως στὶς κηδεῖες ἤτανε γερό· ξεκινοῦσε ἀπὸ δέκα
εὐρὼ καὶ (ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἑκάστοτε ἄτυχου πρωταγωνιστῆ)
μποροῦσε νὰ ἐκτιναχθεῖ ὣς τὰ δεκαπέντε.
Οἱ μουσικὲς συνθέσεις δὲν
παρουσίαζαν ἰδιαίτερη τεχνικὴ δυσκολία, ἐμεῖς οἱ βαρύτονοι
τουλάχιστον παίζαμε κατ’ ἐξοχὴν συνοδευτικὸ ρόλο. Τὰ τρομπόνια
ἔρχονταν στοὺς πίσω ζυγούς, λίγο μπροστύτερα ἀπ’ τὰ ταμποῦρα καὶ τὴ
γκρανκάσα, καὶ ἡ χρήση τους περιοριζόταν σὲ συνεχεῖς κι ἀργοὺς ἀντιχρονισμούς.
Ἂν ὁ βηματισμός μας ἤτανε περισσότερο ταχύς, ἡ ὅλη διαδικασία
δὲ θὰ μᾶς ἔπαιρνε παραπάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα, κι ἔτσι θὰ γλιτώναμε καὶ
τὴν ἀδιάπτωτη βροχὴ (καταιγίδα, ἐνίοτε) ποὺ μᾶς ἔραινε πατόκορφα.
Οἱ καιρικὲς συνθῆκες, τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι, δυσχέραναν οὐκ ὀλίγες
φορὲς τὴν ἄρτια ἀναπαραγωγὴ τῶν ἐπικήδειων συνθέσεων – οἱ βροχὲς
μᾶς μουλιάζανε τὶς παρτιτοῦρες κι ὕστερα οἱ ἀέρηδες μᾶς τὶς φυσοῦσαν
μακριά. Ἐν τούτοις, τὰ μελωδικότερα πνευστά, ὅσοι δηλαδὴ ὁδηγοῦσαν
τὴν πομπή, εἶχαν καὶ μία ἐπιπρόσθετη ἔγνοια: τὶς θρηνωδίες τῶν
κοντινότερων συγγενῶν. Οἱ φωνὲς αὐτὲς ἤτανε τόσο ἐφιαλτικές, ἔλεγαν,
ποὺ κανονικὰ ὣς καὶ ἐπιμίσθιο βαρέων καὶ ἀνθυγιεινῶν θὰ ἔπρεπε
νὰ δικαιοῦνται. Μετὰ ἀπὸ κάθε κηδεία, ὅταν ἐπιστρέφαμε στὸ κτίριο
τῆς Φιλαρμονικῆς γιὰ ν’ ἀφήσουμε τὰ ὄργανα, οἱ τρομπετίστες, οἱ
κλαρινετίστες, οἱ ὀμποΐστες κι οἱ λοιποὶ πνευστοὶ ποὺ ἐπωμίζονταν
τὴ μελωδία, κυκλοφοροῦσαν πάντοτε βουβοὶ καὶ σκοτεινιασμένοι,
καί, ἅμα μᾶς πετύχαιναν σὲ κανένα διάδρομο, μᾶς ἔριχναν κάτι πολὺ
ἐπιτιμητικὲς ματιές. Δὲν ἤτανε καὶ λίγοι πάντως αὐτοὶ ποὺ ἐγκατέλειψαν
γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ἂν κι οἱ περισσότεροι, πλήρως ἀδιαφορώντας γιὰ
τὸ γενναῖο μποναμά, ἁπλούστατα ἀπέφευγαν τὶς ἐν λόγῳ ἐξόδους κι ὅλο
κάτι οἰκογενειακὸ προφασίζονταν.
Τέλος πάντων, τώρα ποὺ λίγο-πολὺ ὅλα αὐτὰ ἔχουνε παρέλθει κι ἐγὼ
βρέθηκα καὶ πάλι στὸ νησί, λέω νὰ ξαναδοκιμάσω τὴν τύχη μου στὸ
τρομπόνι. Ὅσο φορτωμένο πρόγραμμα κι ἂν ἔχω, ὁ χρόνος στὴν ἐπαρχία
κυλᾶ ἀλλιῶς, καὶ δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ μοῦ τυχαίνουν κάτι ἀπογεύματα
ποὺ δὲν ἔχω τί νὰ τὰ κάνω. Τὰ ἀπογεύματα αὐτὰ ρίχνομαι πίστομα στὸ
κρεβάτι, σφηνώνω τὸ ἐπιστόμιο στὸ στόμα, καὶ φαντάζομαι τὸ μέλλον
μου στὸ συγκεκριμένο πνευστό: ἴσως ἐπιτέλους μεταπηδήσω ἀπ’ τὸ
τρομπόνι μὲ κλειδιὰ στὸ τρομπόνι a tiro, κάτι ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ κάνω
ὡς ἔφηβος, σκέφτομαι. Ἔτσι φεύγουν πολλὰ ἀπογεύματα· σιγὰ σιγὰ τὰ
ἄκρα μου μουδιάζουν, νεκρώνουν ἐντελῶς, οἱ ἀναπνοὲς ἀραιώνουν, τὸ
σῶμα μου ὁλόκληρο ἀσφυκτιᾶ καπακωμένο, θαρρεῖς, κάπου μέσα. Προσπαθῶ
τότε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ξεχαστῶ, ν’ ἀνακαλέσω τὶς ζωηρὲς μελωδίες
τῶν ἐμβατηρίων τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων ἤ, τουλάχιστον, ἐκείνη τὴν
νωχελικὴ μελωδία τῶν λιτανειῶν τοῦ Ἐπιταφίου. Ὡστόσο, ὅλως παραδόξως,
μονάχα τὶς ἁπλὲς συνθέσεις τῶν κηδειῶν θυμᾶμαι, ἀλλὰ κι αὐτὲς δὲν ἠχοῦν
στ’ αὐτιά μου εὐκρινῶς, μᾶλλον ὑπόκωφα τὶς ἀκούω, μπερδεμένες μ’
οἰμωγὲς οἰκείων φωνῶν.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ἰάσονας Μικρώνης (Ἀθήνα, 1990). Σπούδασε Ἀγγλικὴ Γλώσσα καὶ Φιλολογία
στὸ ΕΚΠΑ καὶ κλασικὴ κιθάρα στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου