ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ νὰ καλύπτει ὁλόκληρο τὸν τοῖχο,
σὲ ὕψος καὶ σὲ μῆκος, ἑνὸς μεγάλου παραλληλεπίπεδου σαλονιοῦ αὐτὸ
τὸ ἀέρινο ἔπιπλο, τὸ φτιαγμένο ἀπὸ πλῆθος συρτάρια. Συρτάρια πού,
ὅμως, δὲν ἦταν ὅλα ἴδια. Ἄλλα ἦταν μικρὰ καὶ ἄλλα μεγάλα, ἄλλα κλειδωμένα
καὶ ἄλλα ξεκλείδωτα, καὶ σὲ ἄλλα ὁ χῶρος πρὸς πλήρωση ἔχασκε ἀδειανός,
ἕτοιμος, ὡστόσο, γιὰ τὴν ὑποδοχή, ὅπως τὸ θηκάρι ποὺ προσμένει τὸ
σπαθὶ γιὰ τὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης. Κάποια ἀνάμεσά τους, μάλιστα, ἦταν
χρωματιστὰ – γιὰ τὴν ἀκρίβεια, εἶχαν ὑπάρξει χρωματιστά, διότι, τώρα
πιά, τὰ περισσότερα, εἶχαν ἀπωλέσει ἐκείνη τὴν παλιὰ ἱκανότητα νὰ
αἰχμαλωτίζουν τὸ πλουμιστὸ φῶς τῆς ἐξωτερικῆς πηγῆς· ὕστερα ἀπὸ ἕνα
ὁρισμένο διάστημα, εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ πολύτιμη ἰδιότητα
χανόταν καὶ τὰ συρτάρια ἐπέστρεφαν στὴν κοινή, ἀπροσδιόριστη ἀχρωμία
τους, ποὺ ἄλλοτε πλησίαζε στὸ γκρί, ἄλλοτε στὸ μπὲζ καὶ ἄλλοτε στὸ μολυβί.
Ἔτσι, οἱ ἐξωτερικὲς διαφορὲς τους ἑστιάζονταν, πλέον, στὸ μέγεθος,
ἢ στὸν ὄγκο, καὶ στὶς κλειδωνιές, καί, βέβαια, στὴν κατάσταση στὴν ὁποία
εἶχαν καταφέρει νὰ διατηρήσουν τὸ σχῆμα τους μετὰ τὴν τοποθέτησή
τους· αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἦταν πολὺ βασικό.
Τὰ
πιὸ μεγάλα βρίσκονταν στὴν βάση τοῦ ἐπίπλου· κανείς, ὅμως, ποτέ, δὲν ἤξερε
νὰ πεῖ ἂν ἦταν τὰ πιὸ βαριὰ ἢ τὰ πιὸ ἐλαφριά (τὸ ἔπιπλο, ἐννοεῖται, δὲν
ὑπαγόταν στοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ ἄρα δὲν κινδύνευε νὰ χάσει τὴν ἰσορροπία
του), τὰ πιὸ πλούσια ἢ τὰ πιὸ βαρετά – τὸ περιεχόμενό τους ἦταν ἀπρόσιτο,
κλειδωμένο γιὰ πάντα, προφυλαγμένο μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα μάτια,
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καλοπροαίρετα ἐπίσης. Τὸ κλειδὶ αὐτῶν τῶν συρταριῶν
δὲν βρισκόταν πουθενὰ καὶ τὰ πνευματικὰ δικαιώματά τους τὰ εἶχε τὸ Ἄγνωστο,
κατακερματισμένο μέσα στοὺς αἰῶνες. Ὅσο οἱ σειρὲς ἀνέβαιναν σὲ ὕψος,
ὁ ὄγκος τῶν συρταριῶν μίκραινε· ἡ σύνθεση τῶν περιεχομένων τους
ποίκιλλε, γεγονὸς ποὺ τὰ διαφοροποιοῦσε. Αὐτὴ ἡ ποικιλία ἦταν μία
ἐσωτερικὴ διαφορά, μὴ ὁρατὴ γιὰ τὸν ἐξωτερικὸ παρατηρητή, ὅπως,
ἄλλωστε, καὶ τὸ βάρος τους: μόνον ὅποιος τὰ ἄνοιγε, ἕνα πρὸς ἕνα, θὰ
μποροῦσε νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ αὐτὲς τὶς κρυφὲς ἀντιθέσεις, ἢ καὶ τὶς κρυφὲς
ὁμοιότητες, παραλλαγὲς ἢ διακυμάνσεις, καί, στὴν συνέχεια, νὰ κρίνει
(ἂν τὸν ἐνδιέφερε κάτι τέτοιο) πόσο ἡ σύνθεση τοῦ περιεχομένου ἐκδηλωνόταν
στὸ σύνολο, στὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἐπίπλου κατὰ τὴν κίνησή του στὸν χῶρο.
Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ κλειδοκράτωρ δὲν ἦταν ἀπαραίτητο ὅτι θὰ ἀσχολεῖτο
μὲ αὐτὴν τὴν ἐπίπονη ἐργασία, ἔτι μᾶλλον πού, συχνά, ἄφηνε τὰ κλειδιὰ
νὰ κρέμονται ἀπὸ τὸ σπαγκάκι τους ἔξω ἀπὸ τὰ συρτάρια, ξεχνώντας, κάποτε,
καὶ νὰ τὰ κλειδώσει, ὅταν τὸ περιεχόμενο ἦταν ἄνευ σημασίας ἢ δὲν
παρουσίαζε κάτι τὸ ἀξιόμεμπτο.
Ἡ
μεγάλη ἐξωτερικὴ ἰδιαιτερότητα, λοιπόν, ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ
σχήματος τῶν συρταριῶν, τὰ ὁποῖα, ξεχάσαμε νὰ ποῦμε πώς, ἦταν κατασκευασμένα
ἀπὸ ὑλικὸ εὔπλαστο κατὰ τὰ πρῶτα χρονικὰ διαστήματα τοῦ βίου
τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ συρτάρι νὰ μπορεῖ νὰ συμπιέζεται, ἂν ἦταν μεγαλύτερο
ἀπὸ τὴν θέση ποὺ τοῦ προοριζόταν, ὥσπου νὰ χωνευτεῖ, τελικά, ἐκεῖ,
πρὶν ἡ πολυκαιρία τὸ καταντήσει ἄκαμπτο. Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ κακοφορμαρισμένα
συρτάρια κατέστρεφαν τὴν ἁρμονία τοῦ συνόλου (κάποιος ἄλλος θὰ ἔλεγε
ἴσως πώς, ἁπλῶς, διασκέδαζαν τὴν ὁμοιομορφία του).
Ὁ
λόγος ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου τὸ ἀρχικὸ σχῆμα κάποιων συρταριῶν παραμορφωνόταν,
καθιστώντας τα ἀκατάλληλα γιὰ τὴν προαποφασισμένη θέση τους, ἦταν
ἡ οὐσιαστικὴ ἀσυμφωνία τους μὲ τὸν ἔμψυχο πυρήνα τῆς συγκεκριμένης
μακροδομῆς, ἡ ὁποία λειτουργοῦσε ἐξ ὑπαρχῆς βάσει γενετικὰ δοσμένων
προδιαγραφῶν. Στὸ πλαίσιο αὐτῶν τῶν προδιαγραφῶν, προβλεπόταν, φυσικά,
καὶ ἡ δυνατότητα ἀποκλίσεων, μὲ τὸν ἴδιο, περίπου, τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
μιὰ στατιστικὴ μελέτη ἐμπεριέχει τὴν πιθανότητα τοῦ λάθους. Ὅταν,
ὅμως, ἐρχόταν ἡ στιγμὴ οἱ ἀποκλίσεις αὐτὲς νὰ μποῦν στὸ ἀντίστοιχο
συρτάρι καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του νὰ τακτοποιηθεῖ στὴν θέση του, τὸ σχῆμα
τῆς μικροδομῆς, ἀλλοιωμένο καθὼς ἦταν, ἐπιβαλλόταν νὰ προσαρμοστεῖ
ὅπως ὅπως. Ἡ πληγή, διότι τέτοιου εἴδους ἀποκλίσεις εἶναι πληγές,
κακοφόρμιζε, βέβαια, ἀλλὰ αὐτὸ γινόταν ἐσωτερικὰ καὶ οἱ δυσάρεστες
ὀσμὲς φυλακίζονταν στὸν περιορισμένο χῶρο τους, γιὰ τὸ διάστημα,
τουλάχιστον, κατὰ τὸ ὁποῖο τὸ συρτάρι παρέμενε κλειστό. Ἐκεῖνο ποὺ
ἀπόμενε ἐμφανὲς ἦταν τὸ ἄγαρμπα συμμαζεμένο σχῆμα, ἔνδειξη ὅτι
τὸ ἀέρινο ἔπιπλο, γιὰ μία ἀκόμη φορά, συνιστοῦσε ἕνα ἀτελές, καὶ
γι’ αὐτὸ βασανισμένο, δημιούργημα. Στὶς περιπτώσεις στὶς ὁποῖες τὸ
δημιούργημα ἀποκτοῦσε συνείδηση τοῦ βασανισμοῦ του, τὸ ἔπιπλο
κλυδωνιζόταν πολὺ συχνὰ ἀπὸ μυστικὲς καταιγίδες – ἀλλὰ ὑπῆρχαν
καὶ οἱ μακάριες περιπτώσεις τῆς ἄγνοιας ἢ τῆς στωικῆς καρτερικότητας·
σὲ αὐτές, οἱ κλυδωνισμοὶ ἦταν σπάνιοι καὶ τὸ ἔπιπλο συνέχιζε τὴν ἀέρινη
πορεία του, ὄχι ἁρμονικό, ὄχι τέλειο, ἀλλὰ ἀρκετὰ ἱκανοποιημένο.
Ἔσπρωξε
μὲ μία τελευταία προσπάθεια τὸ ἀσουλούπωτο συρτάρι στὴν θέση του.
Τὸ διπλανό του εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ γεμίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου