ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ποὺ τὸν εἶδα στὸν
κῆπο του, ὁ πατέρας μου ἔπαιρνε βαθιὲς ἀνάσες καὶ ἔσκαβε μὲ
τὰ χέρια του τὸ χῶμα, τὴν πηχτὴ λάσπη. Λὲς καὶ προσπαθοῦσε νὰ
βρεῖ κάτι πολύτιμο ποὺ εἶχε χάσει.
Εἶναι ἀκόμα ὁ ταχυδακτυλουργός μου, σκέφτηκα,
κι ἂν ὁ κόσμος ἦταν τελικὰ δίκαιος, ὁ πατέρας μου θὰ τραβοῦσε
μέσα ἀπ’ τὸ χῶμα τὴν ἴδια του τὴ ζωὴ σὲ σχῆμα ἑνὸς κατάλευκου
λαγοῦ. Τὸ δῶρο ἑνὸς γενναιόδωρου Θεοῦ, μιὰ δεύτερη εὐκαιρία,
μιὰ παράταση. Καὶ θὰ τὸν χειροκροτοῦσα, ὅπως τὸν χειροκροτοῦσα
μικρούλα, ὅταν στὰ γενέθλια μου ἔβγαζε κέρματα ἀπ’ τὴ μύτη
του, λουλούδια πλαστικὰ ἀπ’ τὶς τσέπες του καὶ γέλια τρανταχτὰ
ἀπ’τὸ πουθενά.
Στὸ νοσοκομεῖο μιὰ φορὰ μόνο παραμίλησε
στὸν ὕπνο του καὶ προσπάθησε ν’ ἀνασηκωθεῖ. «Ὁ κῆπος», μουρμούρισε
σὰν στριφογύριζε. Ξανὰ καὶ ξανά. «Ὁ κῆπος. Ρένα, φτιάξε τὴ βαλίτσα
μου. Θὰ φύγω σύντομα γιὰ ἕνα μακρινὸ ταξίδι. Καὶ ποῦ ’σαι, μὴ
ξεχάσεις τὸ σμόκιν μου, τὰ ἄσπρα μου τὰ γάντια καὶ τὸ ἡμίψηλό
μου».
***
Ὁ
ἄντρας διασχίζει τὸν δρόμο καὶ περπατάει μὲ βῆμα γοργὸ κατὰ
τὸ μῆκος τῆς λίμνης Κόμο. Ἐδῶ στὸ μικρὸ Μπελάτζιο, ὅπου ἔφθασε
μόλις ψὲς τὸ βράδυ, ρουφάει ἀχόρταγα τὴ γλυκιὰ μυρωδιὰ τῆς ἄνοιξης,
τὸ ἄρωμα τῆς φρέσκιας ζωῆς. Αὐτὲς οἱ μυρωδιὲς τοῦ φέρνουν στὸ
νοῦ κάποιες ἄλλες ἐποχές, μιὰ ἄλλη ὕπαρξη. Ἀγναντεύει τὴ μαγευτική,
γαλήνια λίμνη καὶ τὸ βλέμμα του πέφτει στὸ βάθος τοῦ ὑπέροχου
αὐτοῦ τοπίου, ἐκεῖ ποὺ ὑψώνονται οἱ Ἄλπεις. Ὑπάρχω, σκέφτεται,
καὶ ὑπῆρχα, κάποτε, κάπου ἀλλοῦ. Αὐτὸς εἶναι τώρα ὁ κόσμος
μου κι ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ὁ κόσμος. Παντοῦ ὁλόγυρα, ἡ λίμνη ἀντανακλᾶ
τὰ βουνά. Εἶναι ἡ ὀμορφότερη λίμνη ποὺ εἶδε μέχρι στιγμῆς σ’αὐτὸ
τὸ ταξίδι. Ὄχι, ὄχι…, ἡ ὀμορφότερη λίμνη ποὺ εἶδε ποτὲ στὴ
ζωή του, μιὰ λίμνη ὅπως λέμε «ὄνειρο». «Μήπως ὀνειρεύομαι;»
Χαμογελάει. Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ ὁλογάλανου οὐρανοῦ τοῦ δίνει
πραγματικὰ αὐτὴ τὴν αἴσθηση.
Σὲ μιὰ ἀριστοκρατικὴ ἔπαυλη κρυμμένη πίσω
ἀπὸ ψηλόλιγνα κυπαρίσσια, ἀπόψε, μπροστὰ σ’ ἕνα μεγάλο κοινό,
ὁ ἄντρας θὰ κάνει ἕνα φαντασμαγορικὸ καὶ ἀσυνήθιστο θέαμα
ταχυδακτυλουργίας. Μέσα ἀπὸ δεξιοτεχνικὲς ἐπιδείξεις ὁ ἄντρας
θὰ ὁδηγήσει τὸ κοινό του στὸν κόσμο τῶν ψευδαισθήσεων. Αἰωρήσεις,
ἐμφανίσεις, ἐξαφανίσεις, ἀπίστευτες ὀφθαλμαπάτες θὰ τοὺς
μαγέψουν καὶ θὰ τοὺς ἐνθουσιάσουν ὅλους. Δυνατὰ χειροκροτήματα
θὰ ἀποθεώσουν τὸν ταχυδακτυλουργὸ μέχρι ποὺ θὰ φτάσει ἡ στιγμὴ
τῆς ἀλήθειας.
Καὶ ὁ πατέρας μου θὰ καθαρίσει τὸ λαρύγγι
του καὶ θὰ πεῖ: «Κυρίες καὶ Κύριοι, σᾶς εὐχαριστῶ. Θὰ ’θελα μονάχα
νὰ προσθέσω κάτι. Εἶμαι κι ἐγὼ ὁ ἴδιος μία ὀφθαλμαπάτη. Αὐτὸς
ποὺ βλέπετε δὲν εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ νομίζετε. Ἡ ζωή μας,
φίλοι καὶ φίλες, εἶναι ἕνα μεγάλο ψέμα. Μιὰ μέρα, ὅταν ὅλοι θὰ
σᾶς κλαῖνε στὴν κηδεία σας, σκυφτοί, χλωμοὶ καὶ μαυροντυμένοι,
ἐσεῖς θὰ ἔχετε ἤδη περάσει σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση, σὲ μιὰ ἄλλη,
θαυμάσια ὕπαρξη, ὅπου δὲ θὰ σᾶς ἀναγνωρίσει κανεὶς πιά. Αὐτοὶ
ποὺ σᾶς ἔχασαν θὰ σᾶς ψάχνουν ἀπεγνωσμένα, μάταια, ἐνῶ ἐσεῖς
θὰ ζεῖτε εὐτυχισμένα κάπου ἀλλοῦ. Μέχρι τότε, ἀγαπητοί μου,
θὰ ἔχετε πιὰ καταλάβει τὸ κόλπο μὲ τὸν τεμαχισμὸ τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς.»
***
—
Ρένα, φτιάξε μου τὴ βαλίτσα. Θὰ φύγω γιὰ ἕνα μακρινὸ ταξίδι.
Καὶ ποῦ ’σαι, μὴ ξεχάσεις τὸ σμόκιν μου, τὰ ἄσπρα μου τὰ γάντια
καὶ τὸ ἡμίψηλό μου. Ἀπόψε θὰ πιῶ κρασὶ κόκκινο μέχρι νὰ μεθύσω.
— Μὰ τί λὲς τώρα πατέρα; Ποιά βαλίτσα; Ποιό
σμόκιν;
— Ξέρεις πολὺ καλὰ τί λέω. Εἶσαι ἡ μόνη ἐδῶ
μέσα ποὺ μὲ καταλαβαίνει. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ κλαῖνε καὶ θὰ μὲ πενθοῦν
αὔριο, μεθαύριο, τοῦ χρόνου καὶ γιὰ πάντα. Ἐσὺ κορίτσι μου θὰ
ξέρεις, ἔ; Ἔτσι εἶναι φτιαγμένος ὁ κόσμος. Εἶναι τὸ ἀνεξήγητο
τῆς ζωῆς ποὺ τὴν κάνει τόσο ὄμορφη, τόσο μαγική… Χάνεις, κερδίζεις,
ζεῖς, πεθαίνεις …
— Ὁ γιατρὸς εἶπε νὰ μήν…
— Ὁ γιατρὸς νὰ πάει στὸν διάβολο… Καὶ δὲς τώρα
αὐτὸ τὸ κόλπο μὲ τὸ κρασὶ ποὺ ἐξαφανίζεται… Ἕνα ποτήρι μετὰ
ἀπ’ τὸ ἄλλο, καὶ τὰ βλέπεις ὅλα διαφορετικά. Τὴ νύχτα ὅλα γίνονται
ἕνα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ δὲν ξεχωρίζουν πιά.
Ὁ πατέρας μου βγαίνει ἔξω στὸν κῆπο. Παρόλο
ποὺ δὲ βλέπει τίποτα, μὰ ἀπολύτως τίποτα, μέσα στὸ ἀπέραντο
σκοτάδι, περπατάει ἀνάμεσα στὰ δέντρα καὶ τὰ φυτὰ σὰν τυφλός,
κρατώντας σφιχτὰ μὲ τὸ ἕνα χέρι τὴν μικρή του βαλίτσα. Δὲ σκοντάφτει
οὔτε μία φορά. Καὶ μέσα στὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ἡσυχία, μέσα στὴν
ἀπόλυτη μαγεία τῆς νύχτας, κάθεται γιὰ λίγο κάτω στὸ χῶμα.
Τότε τὸν κυριεύει ξαφνικά τὸ ἀπερίγραπτο συναίσθημα ὅτι τὸ
σῶμα του ἀδειάζει σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ αἷμα. Ὅτι τὸ αἷμα ποὺ κυλάει
στὶς φλέβες του τὸ ρουφᾶνε οἱ ρίζες τῶν δέντρων ποὺ φύτεψε πρὶν
χρόνια. Κι ἀρχίζει νὰ σκάβει.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση.
Νόρα
Νατζαριάν (Λεμεσός). Σπούδασε
ξένες γλῶσσες καὶ γλωσσολογία στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μάντζεστερ στὴν Ἀγγλία.
Στὰ ἔργα της διαπραγματεύεται τὸ Κυπριακὸ πρόβλημα καὶ τὴν
ἀρμένικη καταγωγή της. Ἔχει δημοσιεύσει τρεῖς ποιητικὲς
συλλογὲς καὶ δύο συλλογὲς διηγημάτων. Τελευταῖο της βιβλίο:
Κορίτσι, Λύκος, Ὀστά
(διηγήματα, 2011). Διηγήματα καὶ ποιήματα της ἔχουν δημοσιευθεῖ
στὶς ἐφημερίδες σὲ περιοδικά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου