Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

"Tα 'Πένθιμα αστεία' στον "Επικήδειο" του Ιωάννη Κονδυλάκη




…….τολμά να γελά, και προκαλεί και τον αναγνώστη του να γελά, ασυγκράτητα, λυτρωτικά, με αυθάδεια, στα μούτρα του Θανάτου......
Της  Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

ΠΗΓΗ : Diastixo.gr. Ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό

«ο δε την της ψυχής φύσιν αμωσγέπως επινοών […] ου μικρόν έχει της

προς τον βίον ευθυμίας εφόδιον την προς τον θάνατον αφοβίαν»
 (Πλουτάρχου, Περί ευθυμίας)

Το διήγημα «Ο Επικήδειος» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του Ιωάννη Κονδυλάκη με τον τίτλο Όταν ήμουν δάσκαλος, «με την ομώνυμη νουβέλλα στην αρχή και τα δεκαεπτά άλλα μικρότερα διηγήματα κατόπι, που πρωτοτυπώθηκε στα 1916 από τη Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη, και ξαναβγήκε μετά το θάνατό του σε δεύτερη έκδοση στη σειρά του Ελευθερουδάκη»[1]. Σύμφωνα, δε, με τον Κώστα Στεργιόπουλο, ο οποίος, εξάλλου, θεωρεί ότι το καθαρά λογοτεχνικό έργο του Κονδυλάκη «είναι διηγηματογραφικό και μόνο διηγηματογραφικό», τα διηγήματα αυτής της συλλογής «έχουν κάτι απ’ τη συντομία της μονοκοντυλιάς κι’ από την κλασική της “ένδεια”»: «Η ταχύτητα της ματιάς, που ξέρει να ξεχωρίζει βιαστικά και χωρίς χρονοτριβή το “ουσιώδες”, η γρήγορη διαγραφή των προσώπων και, γενικά, το “λακωνίζειν” υπήρξαν στην περίπτωσή του όχι μόνον αρετές έμφυτες, αλλά και ιδιότητες, που τις όξυνε η μακρόχρονη θητεία του στη δημοσιογραφία και, συχνά, τις επέβαλλε η βιοποριστική του απασχόληση»[2]. Παρουσιάζει, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το διήγημα «Ο Επικήδειος», στην πραγματικότητα, αποτελεί τη δεύτερη, καλύτερα επεξεργασμένη εκδοχή του παλαιότερου διηγήματος του Κονδυλάκη «Πένθιμα αστεία»[3]·
ο συγγραφέας θεώρησε, προφανώς (και πολύ ορθά, εάν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, μιας και ο «Επικήδειος» αποτελεί το δημοφιλέστερο ίσως από τα σύντομα διηγήματά του[4]), ότι στο συγκεκριμένο θέμα άξιζε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο. Διαπιστώνεται, με αυτόν τον τρόπο, άλλος ένας λόγος, πέρα από το ταλέντο του συγγραφέα και την επιλογή του σκανδαλιστικού θέματος, για τον οποίο το εν λόγω πεζογράφημα είναι τόσο επιτυχημένο: ο δημιουργός του διέθεσε τον απαραίτητο για την τελειοποίησή του χρόνο, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει πάντοτε στη συγγραφική του σταδιοδρομία[5].
Κατ’ αρχάς, και στο ενδεχόμενο πλαίσιο μίας βιογραφικής κριτικής, θα έπρεπε να γίνει, έστω μία ενδεικτική, αναφορά στα αυτοβιογραφικά στοιχεία που ανιχνεύονται στον «Επικήδειο». Ο Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, επί παραδείγματι, εστιάζοντας στην πρώτη παράγραφο του διηγήματος, όπου γίνεται λόγος για την εύθυμη συντροφιά των νέων στα Χανιά, οι οποίοι συνήθιζαν να ιππεύουν στα περίχωρα, συχνά να μεθούν και στη συνέχεια να κολυμπούν έφιπποι, γράφει: «Φύσις οία ο Κοντυλάκης, φίλος του κυνηγίου και της καλοζωΐας, όσον εχθρός της αδρανούς διδασκαλικής ζωής, δεν ηδύνατο να υπομείνη την υπηρεσίαν του ελληνοδιδασκάλου και δεύτερον έτος. Παρητήθη λοιπόν ο Κοντυλάκης της θέσεως του σχολάρχου και ετράπη προς την δημοσιογραφίαν. Την ζωήν των χρόνων αυτών περιγράφων εις τον “Επικήδειον”, λέγει περί εαυτού: […]»[6]. Την αυτοβιογραφικότητα του «Επικήδειου» υπαινίσσεται και η Δήμητρα Φραγκάκι, στο «Εισαγωγικό Σημείωμα» του δεύτερου τόμου των Απάντων του Κονδυλάκη: «Τα μέχρι του 1889 χρόνια, παρ’ όλο που συνδέονται με τις νεανικές του “κουζουλάδες” (θυμηθείτε τις χανούμισσες, τον “Επικήδειο” και τα επεισόδια με τον θείο του Πέτρο που κάποτε τον έδιωξε κι’ από το σπίτι του γιατί έκανε, λέει, στα παιδιά του αντιθρησκευτική προπαγάνδα) βλέπουν και τους πρώτους του δημοσιογραφικούς αγώνες»[7]. Η ίδια, λίγες σελίδες νωρίτερα, είχε αναφερθεί και στα «Πένθιμα αστεία», ως «πρώτη μορφή του “Επικήδειου”»[8]. Αμέσως τώρα, λοιπόν, θα εξετάσουμε εν συντομία τις διαφορές των δύο εκδοχών και (μέσω και αυτών), στη συνέχεια, θα σχολιάσουμε τους λόγους της θαυμαστής επιτυχίας του «Επικήδειου».
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι η δεύτερη εκδοχή του διηγήματος, δηλαδή ο γνωστός «Επικήδειος», παρουσιάζεται ως πιο ολοκληρωμένη, αρθρωμένη σοφά γύρω από το θέμα της, πιο αστεία, αλλά συνάμα και πιο τραγική, αν σκεφθεί κανείς την αγωνία του ρήτορα, την οποία τόσο πιστά και πειστικά περιέγραψε ο συγγραφέας.
Το διήγημα «Πένθιμα αστεία» ξεκινά με τα «αστεία ανέκδοτα κηδειών», τα οποία διηγούνται ο ένας στον άλλον κάποιοι φίλοι για να περάσουν την ώρα τους μέχρι το δείπνο. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι πράγματι ξεκαρδιστικά αλλά και πολύ σύντομα, όπως, άλλωστε, τα συνήθη ανέκδοτα· η εκτενέστερη από τις αστείες διηγήσεις είναι εκείνη του Δ., η οποία παρουσιάζεται ως κάτι που «συνέβη του ιδίου» και εις το οποίον «δεν έχει καμμίαν ανάμιξην η φαντασία». Πρόκειται, βέβαια, για την ιστορία του «Επικήδειου», της οποίας αρκετά σημεία, ορισμένα από αυτά καίρια, παρουσιάζονται στα «Πένθιμα αστεία» συνοπτικά. Έτσι, σε μία και μόνη παράγραφο των «Πένθιμων αστείων» έχει περιγραφεί και η παρέα των φιλίππων και οι συνήθειες του γερο-Καμαριανού (ήρωα του «Επικήδειου», ο οποίος στα «Πένθιμα αστεία» αναφέρεται ως «μπαρμπα-Θανάσης»), και ο θάνατός του και η ανάθεση του επικηδείου του στον αφηγητή. Σε αμφότερες τις εκδοχές της ιστορίας η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη αναδρομική, αλλά στη δεύτερη, επεξεργασμένη εκδοχή εισάγεται και ο διάλογος, ο οποίος φέρεται να καλύπτει τον χρόνο που χρειάζονται οι φίλοι για να πάνε στο χωριό πεζῄ. Εισάγεται, επίσης, και ο χαρακτήρας του φαρμακοποιού Ζαμαλή[9], ο οποίος συνοδεύει την παρέα των νέων στην κηδεία και λαμβάνει μέρος στην κουβέντα τους. Στη διάρκεια αυτής της κουβέντας, μάλιστα, αναφέρεται, ως παράδειγμα επικηδείου που εξυμνούσε ανύπαρκτα ανδραγαθήματα, ο επικήδειος του γέρου επιστάτη στο γυμνάσιο του Πειραιά, ο οποίος είχε χειροτονηθεί «λείψανον του Ιερού Αγώνα» (με αυτήν ακριβώς την ιστορία, δε, ξεκινούν τα «Πένθιμα αστεία»). Το δίστιχο «Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα/ όπου εις Τούρκων καύκαλα το ξίφος του ακόνα»[10] και γενικότερα ο παλαιός εκείνος επικήδειος στάθηκε, άλλωστε, η αιτία που προκάλεσε αρχικά την ευθυμία της συντροφιάς· ευθυμία η οποία προετοίμασε κατάλληλα το έδαφος για ό,τι ακολούθησε. Οι δύο εκδοχές συγκλίνουν και πάλι κατά την άφιξη στο χωριό και την εκφορά του νεκρού, για να αποκλίνουν αμέσως σχεδόν, εξαιτίας της αφήγησης στον «Επικήδειο» των σκέψεων και των φόβων του ρήτορος, στον οποίον όλα πλέον φαίνονται αστεία – σε αντίθεση με την κατάστασή του όπως περιγραφόταν στα «Πένθιμα αστεία», όπου, τουλάχιστον στην αρχή, ήταν «συγκεκινημένος μέχρι δακρύων». Στον «Επικήδειο», μάλιστα, ο αφηγητής επιθυμεί να παραιτηθεί από την εκφώνηση του λόγου αλλά… ας όψονται οι φίλοι του, οι οποίοι φρόντισαν ήδη, όπως λένε τουλάχιστον, να το ανακοινώσουν στην οικογένεια του εκλιπόντος. Ο ρήτορας, ο οποίος έχει ήδη αρχίσει, όπως είδαμε, να ανεβαίνει τις βαθμίδες της κλίμακας που θα τον οδηγήσει στο τελικό ξέσπασμα, στο τέλος του διηγήματος, με κόπο κατορθώνει να συγκρατηθεί έως ότου έρθει η ώρα να αρχίσει την ομιλία του, ενώ η εσωτερική εστίαση στις σκέψεις και την αγωνία του καλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει σε αυτήν την τελευταία, ελπίζοντας, βέβαια, να νικήσει ο Σατανάς και να σκάσει στα γέλια ο ρήτωρ. Η αγωνία, ωστόσο, παρατείνεται αρκετά (κάτι που δεν συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο και στα «Πένθιμα αστεία»), καθώς, άλλοτε μουρμουρίζει κάτι κάποιος από τους συντρόφους και άλλοτε παρακολουθούμε μικρά αποσπάσματα από τον ίδιο τον επικήδειο λόγο (ο οποίος στην πρώτη εκδοχή δίνεται ως επί το πλείστον σε περίληψη), αποσπάσματα αρκετά πομπώδη σε ύφος και ψευδή σε περιεχόμενο, ώστε να γίνονται από μόνα τους αστεία. Ώσπου ένας χωρικός (αφού έχει ήδη πλεχθεί από τον ρήτορα το εγκώμιο του γιου του εκλιπόντος και φίλου της συντροφιάς, Αλέξανδρου) εκστομίζει τη φαεινή ιδέα, η οποία και στάθηκε για τον δύσμοιρο αφηγητή η αρχή του τέλους της αυτοκυριαρχίας του: «― Πε πράμμα και για τ’ άλλα παιδιά». Η φράση αυτή, η τόσο αυθεντικά κρητική (στην πρώτη εκδοχή η ίδια φράση ήταν διαφορετικά διατυπωμένη), και η αμίμητη σκηνή που ακολουθεί (η οποία λείπει από τα «Πένθιμα αστεία»), με τον «υποβολέα» χωρικό να ψιθυρίζει τα ονόματα των τέκνων του αποθανόντος στον ανίκανο πια να αντισταθεί στην ορμή του γέλιου του ρήτορα, οδηγούν στο ξέσπασμα, επιτέλους, της ξεκαρδιστικής θύελλας! Ο χωρικός που υπαγόρευε τα ονόματα, και ο οποίος «φυγαδεύει» τον ρήτορα στο τέλος του «Επικήδειου», έχει πάρει τη θέση την οποία, στον επίλογο των «Πένθιμων αστείων», είχε «ο αγαθός δημοδιδάσκαλος», «ο μόνος ίσως ο οποίος εκ του δυσαρέστου εκείνου επεισοδίου δεν έχασε την καλήν του ιδέαν περί του λόγου μου». Αυτός, δε, ο δημοδιδάσκαλος θεωρούσε ότι ο εκφωνηθείς επικήδειος θα μπορούσε να του χρησιμεύσει και ως κείμενο για τις μαθητικές εξετάσεις!
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι η δεύτερη εκδοχή του διηγήματος, δηλαδή ο γνωστός «Επικήδειος», παρουσιάζεται ως πιο ολοκληρωμένη, αρθρωμένη σοφά γύρω από το θέμα της, πιο αστεία, αλλά συνάμα και πιο τραγική, αν σκεφθεί κανείς την αγωνία του ρήτορα, την οποία τόσο πιστά και πειστικά περιέγραψε ο συγγραφέας. Σχετικά μάλιστα με αυτό το τελευταίο διαβάζουμε στο δοκίμιο του Κώστα Στεργιόπουλου: «Η πεζογραφία του Κονδυλάκη, καθώς σωστά παρατήρησε κι’ ο Δημήτρης Γιάκος, “αντιπροσωπεύει έναν σταθμό, απ’ όπου, περνώντας η Ηθογραφία μας ανεβαίνει σε ψ υ χ ο γ ρ α φ ί α, χωρίς νάχει ακόμα ξεκόψει απ’ τα ηθογραφικά της πλαίσια”. […] Τα ψυχογραφικά και ψυχολογικά στοιχεία στο μικρότερο διήγημα του Κονδυλάκη κυμαίνονται από την απλή περιγραφή ομαλών περιπτώσεων ως την καταγραφή και τη μελέτη καταστάσεων ιδιόρρυθμων και απροσδόκητων ψυχολογικών αντιδράσεων. Στον “Ε π ι κ ή δ ε ι ο”, διήγημα μοναδικό στο είδος του σ’ όλη τη λογοτεχνία μας, μας δίνει με τρόπο χιουμοριστικό την ιδιαίτερη εκείνη ψυχολογία, που δημιουργεί ο πειρασμός του γέλιου σε μια κηδεία. Είναι μια κρίση ομαδική, που την οξύνει η σοβαρότητα της στιγμής και η προσπάθεια της εύθυμης συντροφιάς των φοιτητών να συγκρατηθούν. Με διαβολεμένο κέφι και με ολοένα αυξανόμενη ένταση, προετοιμάζει και παρακολουθεί, βήμα προς βήμα, τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του αφηγητή και των άλλων γύρω του, απ’ την ώρα που του προτείνουν να εκφωνήσει τον επικήδειο ως τη στιγμή, που “ένα φύσημα μύτης, ένα γέλιο που ξέφυγε από τη μύτη, γιατί το στόμα ήτο φραγμένο με μαντήλι”, θα τον κάνουν να διακόψει τον λόγο του και να ξεσπάσει επιτέλους σε ακράτητα γέλια»[11].
Τολμώ να υποστηρίξω, πάντως, ότι στο κέντρο αυτού του τόσο επιτυχημένου διηγήματος δεν υπάρχει, όπως συμβαίνει συχνά, ένας ανθρώπινος τύπος[12]· εδώ πρωταγωνιστεί το ίδιο το γέλιο, το οποίο κάνει αισθητή την παρουσία του ήδη από το «Στήθος μάρμαρο!» του γερο-Καμαριανού, για να βάλει, στη συνέχεια, σε πειρασμό μία σειρά από πρόσωπα, με κορυφαίο, βέβαια, ανάμεσά τους τον ρήτορα-αφηγητή. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου παίζει, οπωσδήποτε, το προσεκτικά φροντισμένο ύφος του συγγραφέα. Γράφει σχετικά ο Κώστας Στεργιόπουλος: «Δεν ξέρω άλλον απ’ τους πεζογράφους μας, που με τόσο λιτά μέσα και με τόσο γυμνό λόγο να έχει φτάσει σε τέτοια παραστατική δύναμη. Τούτο είναι, νομίζω, ό,τι του εξασφαλίζει τη διάρκεια. […] Το ύφος εδώ εμφανίζεται έτσι, επειδή τέτοια είναι κ΄ η νοοτροπία του αφηγητή. […] λιτό και πνευματώδες, συχνά ειρωνικό, σε απλουστευμένη καθαρεύουσα, που κυμαίνεται από τους πιο αρχαιοφανείς τύπους ως τους πιο δημοτικούς, ανάμικτη με κρητικούς ιδιωματισμούς και λαϊκές εκφράσεις. […] Ύφος τόσο λιτό και απαλλαγμένο από σχήματα, θα κινδύνευε ίσως να είναι ξερό, αν δεν υπήρχε το χ ι ο ύ μ ο ρ[13] […] Λίγο “αττικόν άλας” σε κρητικό ηθογραφικό πλαίσιο. […] το χιούμορ αποτελεί φυσικό και αβίαστο στοιχείο του ύφους του, ένα χιούμορ πότε πικρό και πότε “πνευματώδες”, που σχολιάζει και ταυτόχρονα σκιαγραφεί – κι’ από την άποψη αυτή ανήκει στους “διασκεδαστικούς” συγγραφείς, με τη σημασία που έδινε στη λέξη ο Ξενόπουλος»[14].
Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι με τον «Επικήδειο» ο Κονδυλάκης βρίσκεται στο απόγειο της προαναφερθείσας «διασκεδαστικής» ιδιότητάς του, κάτι που αποτελεί ένδειξη ψυχικής υγείας[15] και για έναν ακόμη λόγο: επειδή τολμά να γελά, και προκαλεί και τον αναγνώστη του να γελά, ασυγκράτητα, λυτρωτικά, με αυθάδεια, στα μούτρα του Θανάτου· οι συνέπειες εις βάρος μας υπάρχουν, εξάλλου, έτσι κι αλλιώς, είτε τις προκαλέσουμε είτε όχι.[16]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. στο περ. Νέα Εστία. Αφιέρωμα στον Ιωάννη Κονδυλάκη (Εκατό χρόνια από την γέννησή του), τόμος 72, τεύχος 851, Χριστούγεννα 1962, στο κείμενο εκεί του Κώστα Στεργιόπουλου, «Το διήγημα του Κονδυλάκη», σσ. 7-11/ εδώ, σελ. 7.
[2] Βλ. ό.π.
[3] Βλ. στο Ιωάννου Δ.. Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, εκδόσεις Αηδών, Δήμητρα & Ιωάννα Φραγκάκι Ο.Ε., Αθήναι, 1961, Τόμος Α′, σσ. 145-149 (πρώτη δημοσίευση: εφημ. Εστία 24-9-1896).
[4] Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος χαρακτηρίζει τον «Επικήδειο» «χιουμοριστικό αριστούργημα» (βλ. στo περ. Νέα Εστία, ό.π., στο κείμενο εκεί του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, «Η προσφορά του Κονδυλάκη», σσ. 61-62/ εδώ, σελ. 62) και ο Δημήτρης Γιάκος, με τη σειρά του, τον χαρακτηρίζει «αμίμητο» (βλ. Νέα Εστία, ό.π., στο κείμενο εκεί του Δημήτρη Γιάκου, «Ο Κονδυλάκης και τα Νεοελληνικά Γράμματα», σσ. 66-73/ εδώ, σελ. 66).
[5] Σχετικά με την αγωνία του Κονδυλάκη για την αξία του έργου του, αλλά και τις σχετικές «βελτιωτικές» του προσπάθειες, βλ. στο κείμενο του Στρατή Μαϊστρέλλη, «Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης. Η αγωνία του συγγραφέα», περ. Θαλλώ, Χανιά, Καλοκαίρι 2004, τεύχος 15, σσ. 183-194. Εκεί, παρεμπιπτόντως, το διήγημα «Πένθιμα αστεία» χαρακτηρίζεται ως «χρονογράφημα» (σελ. 189), αλλά αυτό είναι ένα ειδολογικό ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να θιγεί στο παρόν άρθρο.
[6] Στη συνέχεια παρατίθεται η πρώτη παράγραφος από τον «Επικήδειο»· βλ. στο Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, ό.π., σ. λε′.
[7] Βλ. στο Ιωάννου Δ.. Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, ό.π., Τόμος Β′, σελ. 20.
[8] Βλ. ό.π., σελ. 16.
[9] Ο χαρακτήρας αυτός παρουσιάζεται και στην πρώτη εκδοχή αλλά στο τέλος της ιστορίας (και ως ανώνυμος), όπου, όπως και στη δεύτερη εκδοχή, συνιστά την πρόφαση (η βαφή των μαλλιών του έτρεχε σαν ρυάκι στο πρόσωπό του από τη ζέστη) την οποία ψάχνει ο ρήτορας για να δικαιολογήσει το ξέσπασμα του γέλιου του.
[10] Στο διήγημα «Πένθιμα αστεία» το δίστιχο εμφανίζεται παραλλαγμένο ως εξής: «Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα/ που το σπαθί εις καύκαλα Οθωμανών ακόνα».
[11] Βλ. στο περ. Νέα Εστία, στο κείμενο εκεί του Κώστα Στεργιόπουλου, ό.π., σελ. 8.
[12] Βλ. σχετικά ό.π., σελ. 10.
[13] Αν λάβουμε υπ’ όψιν τούς τύπους χιούμορ που διακρίνει ο Evan Esar (TheHumorofHumor, London, Phoenix House, 1954), έτσι όπως αυτοί παρουσιάζονται από την Κατερίνα Κωστίου στο βιβλίο της Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα Ειρωνεία Παρωδία Χιούμορ (εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2002, σσ. 234-236), παρατηρούμε ότι ο Κονδυλάκης στον «Επικήδειο» συνδυάζει και το καλαμπούρι και το αστείο και το ανέκδοτο.
[14] Βλ. στο περ. Νέα Εστία, στο κείμενο εκεί του Κώστα Στεργιόπουλου, ό.π., σσ. 10-11.
[15] Για την ψυχική υγεία του Ιωάννη Κονδυλάκη βλ. όσα γράφει ο Πέτρος Χάρης στο κείμενό του με τον τίτλο «Ένας άνθρωπος κ’ ένα έργο», στο περ. Νέα Εστία, ό.π., σσ. 77-81/ εδώ, σελ. 81.
[16] Θεωρώ πως όσοι υποστήριξαν ότι ο Ιωάννης Κονδυλάκης ενίοτε έγραφε σαν να γνώριζε κάποια από τα πορίσματα των ερευνών του Freud (βλ. σχετικά στο Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, ό.π., Τόμος Α′, σσ. ι-ια′) θα βρουν ορισμένα επιπλέον συναφή στοιχεία αν λάβουν υπ’ όψιν τους και τα παρακάτω: «Τις ψυχολογικές διαστάσεις του χιούμορ ο Breton τις αναζητά στη θεωρία του Freud σχετικά με τον απελευθερωτικό ρόλο του. Σύμφωνα με τον Freud, το χιούμορ δεν έχει μόνο κάτι το απελευθερωτικό ανάλογο μ’ εκείνο που υπάρχει στο πνεύμα και στο κωμικό στοιχείο, αλλά ακόμη κάτι το μεγαλειώδες και ανυψωτικό, που λείπει τόσο από το κωμικό όσο και από το αστείο και που δεν πετυχαίνεται παρά μόνο μέσα από μια διαδικασία αποστασιοποίησης, η οποία ωστόσο φανερώνει και τον αμυντικό του χαρακτήρα. Το μεγαλείο του χιούμορ έγκειται στον θρίαμβο του ναρκισσισμού, που δεν αποτελεί παρά μια επιβεβαίωση του άτρωτου Εγώ» (βλ. στο Η ποιητική της ανατροπής, ό.π., σελ. 251). Αλλά και ο Freud τι άλλο έκανε, (και) στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το να συστηματοποιεί και να ερμηνεύει ευφυώς πραγματικότητες; Οι λαϊκές παροιμίες έδειχναν, πολύ πριν από οποιονδήποτε, κάτι παρόμοιο: «Ούτε γάμος άκλαυτος ούτε ξόδι αγέλαστο».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου