ΤΟ
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ εἶναι σὰν τὸ ρεμπέτικο τραγούδι. Μιλάει στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ
καὶ γράφει τὴ λογικὴ καὶ τὴν κουλτούρα στὰ παλιά του τὰ παπούτσια. Γι'
αὐτὸ κυρίεψε ὅλο τὸν κόσμο.»
Σύγχρονος λαϊκὸς φιλόσοφος κι αὐθεντία στὰ ποδοσφαιρικά, ὁ
κλητήρας.
«Τὸ
Μπερναμπέου, Μαδρίτη Ἱσπανίας, μῆκος 203,80 μέτρα, πλάτος 102,30, εἴσοδοι
74, θέσεις 125.565, ρεκὸρ εἰσιτηρίων στὶς 17 Ἀπριλίου 1979 στὸν ἀγώνα...»
κι ὄχι μπαροῦφες, ἐξακριβωμένα πράγματα. Κατὰ καιροὺς τοῦ τὴ στήσανε
μ' ἀποκόμματα ἀπὸ παλιὲς ἐφημερίδες, «στὸν τάδε ἀγώνα τοῦ 1958
ποιοί ἔβαλαν τὰ γκὸλ καὶ σὲ ποιό λεπτό;», μὰ ὅλους τοὺς κόλλησε στὸν τοῖχο.
Διότι δὲν ἦταν ὅποιος ὅποιος, ἦταν κινητὴ ἐγκυκλοπαίδεια κι ἔτσι
τὸν ἤξεραν ὅλοι: «Λάκης ὁ ἐγκυκλοπαίδειας».
Πέρα
ὅμως ἀπ' τὴ δόξα καὶ τὴν ἀναγνώριση στὴ μικρή τους πόλη μόνο χάσιμο
εἶχε ἀπ' αὐτὴ τὴν ἱστορία. Πρῶτα πρῶτα τοῦ ‘φευγαν ἀρκετὰ χρήματα ἀπ'
τὸν πενιχρὸ μισθό του, γιὰ ν' ἀγοράζει κάθε ἀθλητικὴ ἐφημερίδα καὶ
περιοδικὸ ποὺ ἔβγαινε. Ἔπειτα γιὰ νὰ τὰ διαβάσει καὶ νὰ τὰ ταξινομήσει
χρειαζόταν ὧρες, ποὺ τὶς ἔκλεβε ἀπ' τὴ γυναίκα καὶ τὸ παιδί του. Καὶ
τὸ κυριότερο, ξόδευε ἕνα σωρὸ χρήματα στὸ ΠΡΟ-ΠΟ, ποὺ τὸ θεωροῦσε
βεβαίως τομέα τῆς εἰδικότητάς του, ὅπου ὅμως δὲν εἶχε κερδίσει ποτὲ
οὔτε δραχμή.
Ἡ γυναίκα του, μ' ὅλο το θαυμασμὸ ποὺ τοῦ ‘χε, τὸ ἑρμήνευε
ἁπλὰ καὶ λογικά: «Καταγράφει στὸ μυαλό του τὰ γεγονότα ἀφοῦ γίνουν
κι ὄχι πρίν, μοιάζει μὲ μαγνητόφωνο ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ προφήτης». Ὁ
Λάκης ὅμως εἶχε τὴν ἀπάντηση. «Οὐδεὶς μετὰ Χριστὸν προφήτης. Τὸ
ΠΡΟ-ΠΟ παίζεται μὲ κρίση, γνώσεις καὶ τύχη. Ἐγὼ τὴν κρίση καὶ τὶς γνώσεις
τά ‘χω, ἀλλὰ ἡ καταραμένη ἡ τύχη μὲ ντριπλάρει μιὰ ζωή...»
Κι
ὅσο γι' αὐτὸ δὲν εἶχε ἄδικο. Χωρὶς πατέρα ἀπὸ μικρὸς παράλληλα μὲ
τὸ σχολεῖο δούλεψε βοηθὸς ἀρτεργάτη, διανομέας ἐφημερίδων, τσιράκι
σὲ ζαχαροπλαστεῖο... χίλιες δυὸ δουλειές. Τέλειωσε μὲ τὸ ζόρι τὴν
τρίτη τάξη στὸ Γυμνάσιο, οἱ καθηγητὲς λέγανε πὼς δὲν τά ’παιρνε τὰ
γράμματα —«ἂν εἶναι δυνατὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο μὲ τέτοια μνήμη», ἔλεγε
ἡ γυναίκα του, κάθε ποὺ τύχαινε σὲ κουβέντα γι’ ἀδικίες στὰ σχολεῖα—
καὶ στὸ τέλος κάποιος γνωστὸς τῆς μάνας του, στὰ μέσα ἔξω μὲ τὰ πολιτικά,
τὸν διόρισε κλητήρα στὸ Γυμνάσιο.
Τότε
χόρτασαν ψωμὶ κι αὐτὸς κι ἡ χήρα μάνα. Καὶ σὰν ὅλους, ποὺ μόλις χορτάσουν
τὴν κοιλιὰ φροντίζουν νὰ θρέψουν καὶ τὸ πνεῦμα, ἔτσι κι ὁ Λάκης ἔπεσε
μὲ τὰ μοῦτρα στὸ διάβασμα ὅλων τῶν ἐντύπων γύρω ἀπ' τὸ ποδόσφαιρο, ὥστε
σὲ λίγα χρόνια ἔγινε παντογνώστης.
Ἡ
γυναίκα του ἦταν παιδὶ μεταναστῶν ἀπ’ τὴ Γερμανία. Παντρεύτηκαν μὲ
προξενιό, ἀλλὰ τὸν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ τὸν θαύμαζε. Σὰν ἔλεγε «ἡ μικρή
μας τὸν μπαμπά της μοιάζει στὸ θυμητικὸ» κολλοῦσε ἡ γλώσσα της. Ἀλλὰ
κι ὁ Λάκης τῆς εἶχε ἀδυναμία. «Ἡ μόνη φορὰ πού μοῦ χαμογέλασε ἡ τύχη
ἦταν σ’ αὐτὴ τὴ γυναίκα.» Δὲν ἔλεγε ὅμως τίποτα γιὰ τὴν προίκα ποὺ ποτὲ
δὲν εἶχε εἰσπράξει, γιατὶ κι ἡ γυναίκα του ἦταν ὀρφανὴ καὶ παραπαίδι
καὶ μέχρι νὰ τὴν πάρει τοῦ τάζανε λαγοὺς μὲ πετραχήλια.
Παραμονὲς
τοῦ Πάσχα προκηρύχτηκε ὁ μεγάλος διαγωνισμὸς τῆς ἐφημερίδας «Τὸ
Σούτ» μὲ τὴ συνεργασία τοῦ Δεύτερου Προγράμματος τῆς τηλεόρασης. Ὁ
Λάκης πετοῦσε στὰ οὐράνια. Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε στὴ γυναίκα του πὼς
στὸ τέλος τοῦ χρόνου θὰ κυκλοφοροῦσαν μ' αὐτοκίνητο, τὸ ἔπαθλο τοῦ
διαγωνισμοῦ. Τόσο ἤθελε ἐκείνη κι ἄρχισε νὰ κάμνει ὄνειρα, πὼς θὰ
μποροῦσαν τὰ καλοκαίρια μὲ τ’ ἁμάξι κι ἕνα ἀντισκηνάκι νὰ πηγαίνουν
διακοπές, ὅπως οἱ ἀνώτεροί τους.
Ἡ
αἰσιοδοξία τους ὅμως μετατράπηκε σὲ στενοχώρια, ὅταν δημοσιεύτηκαν
οἱ ἐρωτήσεις τῶν προκριματικῶν, ποὺ ἦταν στ’ ἀλήθεια πολὺ εὔκολες.
Ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θ’ ἀπαντοῦσαν σωστὰ θὰ γινόταν κλήρωση καὶ θὰ ‘βγαιναν
δεκάξι. Αὐτοὶ θὰ μονομαχοῦσαν μὲ σύστημα «νοκ-άουτ» στὴν τηλεόραση,
μέχρι ποὺ ὁ τελικὸς νικητὴς θὰ ‘παιρνε τὸ αὐτοκίνητο. Τὸ πρόβλημα
τοῦ Λάκη ἦταν πῶς θὰ κληρωθεῖ στοὺς δεκάξι, μετὰ ἀπὸ ‘κεῖ τὰ πράγματα
θὰ ἦταν εὔκολα. Μὴν ἔχοντας καθόλου ἐμπιστοσύνη στὴν τύχη, ἀποφάσισε
νὰ ἐνεργήσει ἔξυπνα καὶ πλάγια.
Πῆγε
στὸν πρόεδρο τῆς ὁμάδας τῆς πόλης τους. Ἡ ὁμάδα τους ἦταν στὴν Α' κατηγορία
στὸ Πρωτάθλημα, μάλιστα ὁ Λάκης εἶχε πεῖ τὸ πολὺ φιλοσοφημένο, «Σ'
αὐτὴ τὴν πόλη ὅλα εἶναι ὑποβαθμισμένα, Β' κατηγορίας καὶ κάτω, καὶ
μόνο στὸ ποδόσφαιρο εἴμαστε Α' Ἐθνικῆς». Ἡ ὁμάδα βέβαια εἶχε κι ἕνα
ἄλλο χαρακτηριστικό. Ἦταν δορυφόρος μιᾶς μεγάλης ὁμάδας τοῦ κέντρου.
Αὐτὸ σήμαινε πὼς ἀπ' τὴ μιὰ ἔκανε «ἀβάντα» στοὺς ἀγῶνες μὲ τὴ μεγάλη
κι ἀπ’ τὴν ἄλλη ἔπαιρνε τοὺς ξοφλημένους παῖχτες της, ποὺ ὅμως γι’ αὐτὴν
ἤτανε χρήσιμοι, κι ἔτσι κρατιόταν. Πρόεδρος στὴν ὁμάδα τοῦ κέντρου
ἦταν κάποιος πολυεκατομμυριοῦχος ἐφοπλιστὴς ποὺ ἦταν κι ὁ ἰδιοκτήτης
τῆς ἐφημερίδας «Τὸ Σούτ».
Ὁ
πρόεδρος τῆς ὁμάδας του κατανόησε τὸ πρόβλημα. «Εἶναι ἀδικία, Λάκη,
νὰ μείνεις ἐσὺ ἔξω ἀπ’ τὰ τελικά, γι’ αὐτὸ αὔριο ποὺ θὰ κατέβω στὴν
πρωτεύουσα θὰ τὸ φροντίσω προσωπικά.»
Καὶ
πράγματι, ὅταν γύρισε σὲ τέσσερις μέρες —τί ἀγωνία στὸ μεταξύ—, τοῦ
‘πε πὼς ἡ ὑπόθεση ἦταν τελειωμένη. Ἂς ἔστελνε τὶς ἀπαντήσεις καὶ
τ' ἄλλα δουλειὰ δική του.
Ἔτσι
κι ἔγινε. Παρὰ τὸ συμβολαιογράφο ποὺ ἐπέβλεπε τὴν τήρηση τῶν κανόνων
τοῦ διαγωνισμοῦ καὶ τοὺς μάρτυρες ἀθλητικοὺς συντάκτες τῆς τηλεόρασης,
ὁ Λάκης ὁ ἐγκυκλοπαίδειας κληρώθηκε στοὺς δεκάξι τοῦ διαγωνισμοῦ.
Ἀπὸ
τότε κλείστηκε στὸ ὑπόγειο κι ἄρχισε νὰ ξεσκαλίζει τὰ παλιὰ ἀποκόμματα
τῶν ἐφημερίδων καὶ τὰ φρεσκάρισε ὅλα τόσο πολὺ στὴ μνήμη του, ποὺ εἶπε
στὴ γυναίκα του «Τόσα πολλὰ δὲν ἤξερα ποτὲ κι ἂν ἔδινα ἐξετάσεις στὸ
Πανεπιστήμιο, θὰ ἔσπαζα ὅλα τὰ ρεκόρ». Κι ἡ γυναίκα του ὅμως εἶχε
μερτικὸ σ' αὐτὴ τὴν ὑπερπροσπάθεια, γιατί πῆρε πάνω της ὅλες τὶς δουλειές,
ψώνια, σπίτι, διάβασμα τῆς μικρῆς, ὥστε ἀπερίσπαστος ὁ Λάκης νὰ προσηλωθεῖ
στὴ μελέτη.
Οἱ
ἀγῶνες ἄρχισαν στὴν πρωτεύουσα μιὰ Τετάρτη τοῦ Δεκέμβρη στὶς ἑφτὰ
τ' ἀπόγευμα καὶ μεταδίδονταν ἀπευθείας ἀπ' τὸ Δεύτερο Πρόγραμμα
τῆς τηλεόρασης. Ἡ συγκίνησή του ἦταν μεγάλη νὰ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς
σπορκάστερ ποὺ ἔβλεπε κάθε Σαββατοκύριακο στ’ ἀθλητικὰ καὶ νὰ τὸν
παίρνει κι ἡ τηλεόραση. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ μεῖναν ὀκτώ, τὸ βράδυ τῆς
Πέμπτης τέσσερις καὶ τῆς Παρασκευῆς δύο, ὁ Λάκης κι ἕνας Κρητικός.
Τ’ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου στὴν τακτικὴ ἀθλητικὴ ἐκπομπὴ θὰ γινόταν
ὁ μεγάλος τελικός.
Ὁ ἐγκυκλοπαίδειας
ἦταν αἰσιόδοξος. Εἶχε περάσει στὸν τελικὸ χωρὶς οὔτε μιὰ χαμένη ἐρώτηση,
ἐνῶ ὁ Κρητικὸς εἶχε χάσει δυὸ ἐρωτήσεις στοὺς τρεῖς ἀγῶνες ποὺ ἔδωσε.
Ὅπως κάθε βράδυ πῆρε τηλέφωνο στὴ γειτόνισσα, ἡ γυναίκα κι ἡ μικρὴ
περίμεναν ἐκεῖ. «Πολὺ νὰ σκέφτεσαι, μπαμπά, καὶ νὰ μὴ βιάζεσαι», ἡ
μικρὴ ἦταν δασκαλεμένη, καὶ τὰ ἴδια περίπου τοῦ εἶπε κι ἡ γυναίκα
του. «Μὴ σκέφτεσαι ἐμᾶς, εἴμαστε μιὰ χαρά. Ἐσὺ τὸ νοῦ σου στὸ παιχνίδι.»
Τὸ
βράδυ ἐκεῖνο δὲν κοιμήθηκε καὶ πολὺ καλά, γιατί ὅσο κι ἂν ἦταν σίγουρος
γιὰ τὸν ἑαυτὸ του εἶχε κι ἀγωνία. Γιὰ μιὰ στιγμὴ σκέφτηκε «δὲν ἔχω δίπλωμα,
πῶς θὰ τὸ πάω ἐπάνω...», ἀλλὰ τέτοιες σκέψεις εἶναι γρουσούζικες καὶ
τὶς καταχώνιασε στὸ βάθος τοῦ μυαλοῦ του.
Τ’
ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης ἔφτασε στὸ στούντιο δυὸ ὧρες νωρίτερα. Ἐκεῖ
τὸν περίμενε καὶ μιὰ μικροέκπληξη. Εἰδικὰ γιὰ τὸν τελικὸ θὰ τοὺς μακιγιάρανε.
Στήθηκε στὴν καρέκλα κι ἄρχισαν οἱ μποῦντρες καὶ τὰ ματζούνια, ντρεπότανε
καὶ λίγο, γιατὶ αὐτὰ τὰ θεωροῦσε γυναικεῖα τερτίπια, μὰ ὅταν τέλειωσαν,
θαύμασε κι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του στὸν καθρέφτη.
Τὸ
παιχνίδι θὰ γινόταν ὅπως καὶ τὶς προηγούμενες μέρες, δέκα ἐρωτήσεις
στὸν καθένα κι ὅποιος ἀπαντοῦσε τὶς πιὸ πολλές. Οἱ ἐρωτήσεις ἦταν
δύσκολες, τόσο τὸ καλύτερο γι' αὐτόν, μὰ ὁ Κρητικὸς ἦταν πολὺ ἀνεβασμένος,
δὲν ἔχασε οὔτε μιὰ ἀπ' τὶς δέκα, κι ἄρχισε ἡ παράταση καὶ φτάσαν μία
πρὸς μία στὶς δεκατρεῖς κι ἀπάντησε ὁ Κρητικὸς τὴ δικιά του κι αὐτὸς στ'
ἀλήθεια φοβήθηκε τὸ γρουσούζικο ἀριθμό, μὰ ἡ ἐρώτηση ἦταν εὔκολη,
«Τί νούμερο παπούτσια φοροῦσε ὁ Νέτσερ;», «44 στὸ ἕνα καὶ 45 στὸ ἄλλο
πόδι», κι ἐκεῖ ἐπενέβη ὁ συμβολαιογράφος, «θὰ πρέπει νὰ μᾶς πεῖ σὲ
ποιό πόδι τὸ 44 καὶ σὲ ποιό τὸ 45». Γιὰ πρώτη φορὰ πιάστηκε ἀδιάβαστος,
καὶ «θὰ τὸ ρίξω στὴν τύχη», σκέφτηκε, «45 στὸ δεξὶ καὶ 44 στ' ἀριστερὸ»
καὶ κόντεψε νὰ λιποθυμήσει ποὺ ὁ παρουσιαστὴς εἶπε «ΟΧΙ» κι ὁ Κρητικὸς
πετάχτηκε ὣς πάνω ἀπ’ τὴ χαρά του κι ὁ Λάκης εἶδε τὰ ὄνειρα του γκρεμισμένα
καὶ τ' αὐτοκίνητο στὸ φέρι-μπὸτ ντουγροὺ γιὰ Κρήτη καὶ φαντάστηκε τὴ
γυναίκα του καὶ τὴ μικρὴ νὰ κλαῖνε ἀπογοητευμένες, ἀλλ' ἅπλωσε τὸ
χέρι καὶ συγχάρηκε τὸν ἄλλο, ὅπως ἀπαιτοῦν οἱ καλοὶ τρόποι, καὶ λίγο
τὸν ξεπίκρανε ἡ ἐπιταγὴ τῶν πενήντα χιλιάδων «ποὺ παίρνετε ὡς δεύτερος
νικητής».
Στὴν
ἔξοδο τὸν περίμενε κάποιος κύριος, «θέλει νὰ σᾶς δεῖ ὁ...». Τὸν πῆρε
μὲ τ’ ἁμάξι καὶ τὸν πῆγε στὰ γραφεῖα. Τὸν ἀνήγγειλαν καὶ «Κάτσε», τοῦ
’πε ἐκεῖνος, «ἤσουν φανταστικὸς κι εἶχε δίκιο ὁ Πρόεδρός σας, μὰ δυστυχῶς
εἶχα ὑποχρέωση στὸν Κρητικό. Θὰ κατάλαβες φυσικὰ ὅτι τοῦ ’χαμε
δώσει τὶς ἀπαντήσεις, ἀλλὰ καὶ σένα δὲ θὰ σ’ ἀδικήσουμε καὶ νὰ κι ἀκόμα
μιὰ ἐπιταγὴ τῶν πενήντα χιλιάδων...».
Σκέφτηκε νὰ τοῦ πετάξει κατάμουτρα τὰ δυὸ κωλόχαρτα, μὰ θυμήθηκε
τὰ λόγια τῆς κόρης του, «Πολὺ νὰ σκέφτεσαι, μπαμπά, καὶ νὰ μὴ βιάζεσαι...».
«Εὐχαριστῶ, κύριε Πρόεδρε...», «Κι ὅ,τι πρόβλημα ἔχεις ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι...».
Βγῆκε καὶ κάθισε στὰ σκαλοπάτια, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν βλέπει ἡ γραμματέας,
κι ἔκλαψε πικρά.
Στὴ
μικρή τους πόλη εἶχε γίνει τὸ πρόσωπο τῆς ἡμέρας, ἔστω καὶ χαμένος.
Κάποιος μάλιστα στὸ καφενεῖο ἐπέμενε πὼς «Τὸν φάγανε τὸ δικό μας. Ὁ
Κρητικὸς τὶς ἀπαντήσεις τὶς ἤξερε ἀπὸ πιὸ μπροστὰ κι ὁ συμβολαιογράφος
ἦταν στὸ κόλπο», μὰ αὐτὸς τ’ ἀρνήθηκε ὅλα, εἶχε ἄλλωστε κι ὁ ἴδιος τὴ
φωλιὰ του λερωμένη.
Μὲ
τὰ ἑκατὸ χιλιάρικα ἀγόρασε μιὰ βέσπα καὶ τὶς Κυριακὲς ἀνέβαζε τὴ
γυναίκα καὶ τὴν κόρη του καὶ τὶς πήγαινε βόλτα στὸ πάρκο. Ἀπὸ τὴν ἱστορία
εἶχε κι ἕνα ὄφελος οὐσιαστικὸ κι ὅλοι ἀπορήσανε. Δὲν ξαναγόρασε
ἀθλητικὴ ἐφημερίδα οὔτε ξαναπάτησε στὸ γήπεδο ἐκείνη τὴ χρονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου