Όπου η συνειδητοποίηση ενός πολύ ιδιαίτερου είδους εφηβικής μοναξιάς.
Κάθε
φορά που κατηφορίζω από Μήλεσι προς Ωρωπό, βλέπω πρώτα το γήπεδο,
παρατημένο τώρα, γαϊδουράγκαθα στο κοκκινόχωμα και μια δυο οικοδομές
ημιτελείς, και μετά το λόφο όπου ήταν οι σκηνές- γυμνός χρόνια τώρα,
έχει πάψει να λειτουργεί η κατασκήνωση, η μάντρα έχει γείρει προς τα
μέσα, η πύλη είναι θεόκλειστη με σκουριασμένο λουκέτο, ποιος ξέρει τι
ποντίκια θα τριγυρνάνε στα πρώην μαγειρεία, τις τουαλέτες, τις αποθήκες
και το παλιό τηλεφωνείο. Έμαθα μάλιστα ότι η
Αεροπορία προσπαθεί να πουλήσει την τεράστια έκταση, δεν πάνε πια τα
παιδιά των αεροπόρων κατασκήνωση. Τη δε μικρή ιστορία που θα διηγηθώ
αμφιβάλλω αν άλλος την έχει κρατήσει στο μυαλό τουπέρα από μένα.
Εκείνο το καλοκαίρι, αντί να γίνει, όπως
συνήθως, τουρνουά ποδοσφαίρου πολλών μικρών ισοδύναμων ομάδων,
ανακοινώθηκαν δύο μόνο μεγάλες ομάδες, εντεκάδες αν θυμάμαι καλά: στη
μια όλοι οι καλοί μαζί, στην άλλη όλοι εμείς οι σκάρτοι.
Το είχαν
κανονίσει με τον αρχηγό, έναν κάποιο ανεκδιήγητο θεολόγο ονόματι Δίγκας,
ώστε να κερδίσουν σίγουρα και να πάρουν όλοι μετάλλια νίκης. Αν
γίνονταν τέσσερις ισοδύναμες ομάδες, πεντάδες ή εξάδες, με καλούς και
κακούς η κάθε μια ανακατωμένους, οι περισσότεροι καλοί δε θα παίρνανε
μετάλλια, μόνο οι νικητές. Αν πάλι βάζαν πόδια οι δυο καλύτεροι παίχτες,
κατά τον παραδοσιακό τρόπο, και γίνονταν δυο ισοδύναμες ομάδες, και
πάλι οι μισοί καλοί θα ήτανε με τους όποιους ηττημένους και δε θα
παίρνανε μετάλλιο. Φτιάξαν λοιπόν ένα μόνο τελικό, ένα ματς μια κι έξω.
Αν δεν κατεβαίναμε, θα παίρναν αυτοί άνευ αγώνος τα μετάλλια έτσι κι
αλλιώς, στη γιορτή για τη λήξη της κατασκηνωτικής περιόδου.
Απαράδεκτο. Απαράδεκτο, οκέι, αλλά μου
κατέβηκε να παίξω ηγετικό ρόλο, βγήκα και αρχηγός της ομάδας μας,
εμψύχωσα τους δικούς μας, τι έχουμε να χάσουμε, πάμε ρε μαλάκες, ας
κατέβουμε να τους κερδίσουμε, δεχτήκαμε τον άδικο χωρισμό των δυο
ομάδων, πάμε κι ό,τι βγεί. Νικήσαμε 6-3, ήμασταν και τυχεροί, με τρία
δικά μου γκολ (μακρινό συρτό σουτ που πέρασε μέσα από πολλά πόδια,
κεφαλιά από κόρνερ, το τρίτο δεν το θυμάμαι), ήμουνα ο καλύτερος
παίχτης, το ματς της ζωής μου, όλοι παίξανε όμως υπέροχα, καμιά κούραση,
τους γαμήσαμε, κι ας έπαιζε διαιτητής –ποιος άλλος;– ο αρχηγός, κι ας
τους έσπρωχνε προκλητικά, κι ας τους έδινε πέτσινα πέναλτι, δύο νομίζω,
τα δυο από τα τρία γκολ που βάλανε έτσι μπήκανε, εμείς όμως μασάγαμε
σίδερα, δε χαμπαριάζαμε, τους ξεκωλιάσαμε 6-3, και πάρτ΄ τα
Δίγκα άχρηστε, κι όλοι σας οι καλοί πάρτε τα. Νικήσαμε λοιπόν, τέλειωσε,
ποιος το περίμενε, κανένας καλός μετάλλιο, όλα τα μετάλλια σε μας τις
δευτεράντζες. (Από τους δικούς μας, τόσες δεκαετίες μετά, μετά θυμάμαι
μόνο το Χρόνη, το γιο του μάγειρα της κατασκήνωσης. Οι άλλοι που
θυμάμμαι ήτανε όλοι από τους καλούς, ο Τζαραγκέκας, ο Παπαϊωάννου, ο
Μακράκης, ο Πετσάκος, ο Ραφαλόπουλος).
Μετά από το 6-3, οι καλοί πιάσανε το
γελοίο το Δίγκα, τον ψήσανε ν’ αλλάξει την απόφασή του, εκείνος
αποφάσισε ρεβάνς, εγώ διαμαρτυρήθηκα ότι πάνε ν΄ αλλάξουν πράματα που
δεν αλλάζουν. Θύμισα ότι οι καλοί τα ΄χανε φτιάξει με τη βοήθεια
αυτουνού ακριβώς, του αρχηγού, ώστε να πάρουν τα μετάλλια αυτοί και
μόνον αυτοί και σ΄ ένα μόνο ματς, που το ΄χαν σίγουρο, «αλλά τώρα το
ματς έγινε κι αν δεν τους βγήκε τι να κάνουμε, δικά μας τώρα τα
μετάλλια και γιατί δέχεσαι δεύτερο ματς κύριε αρχηγέ»; Μάταια, τελείως
δικός τους ήτανε, μου έλεγε κάτι μαλακίες για δίκια και για δικαίωμα
δεύτερου ματς και πράσινα άλογα, οι δικοί μου πιεστήκανε, αρχίσανε να το
συζητάνε, «καλύτερα να πάρουν τα μετάλλια άνευ αγώνος» τους έλεγα, άνευ
δεύτερου αγώνος εννοούσα, να τους τα χαρίσουνε δηλαδή, μεγάλη ξεφτίλα
θα ΄χανε, θα τους γιουχάραμε κιόλας στη απονομή με την ψυχή μας. Δε μ΄
ακούσανε, τίποτα, κανένα δεν έπεισα, παιδιά ήτανε, φοβηθήκανε, «θα
φωνάξω τους γονείς σας και θα πω είσαστε απείθαρχοι» και δε
συμμαζεύεται, είχαμε και χούντα, μετράγανε τότε αυτά, παιδιά αξιωματικών
ήμασταν, είχανε και τον πατέρα μου στη μπούκα από χρόνια, την είχε
ψιλογλιτώσει γιατί ήτανε γιατρός και όχι μάχιμος, δεν ήθελε όμως και
πολύ για να ΄χει τραβήγματα, μην προστεθώ και γω τώρα και του βάλουνε
τις φωνές για το γιο του, είχε γίνει και κείνο το επεισόδιο με το σήμα
της ειρήνης στις σκηνές που αυτοί μας βάλανε χέρι ότι ήτναε το σήμα των
Λαμπράκηδων κι ήρθαν οι ασφαλίτες και κάναν κάτι ανακρίσεις,
κουκουλώθηκε βέβαια το θέμα αλλά κάπου γράφτηκε και τα χαρτιά περιμένανε
να εμπλουτιστούνε, φοβήθηκαν λοιπόν οι άλλοι, έμεινα μόνος μου, με
παρακαλάγανε οι δικοί μου, τίποτα εγώ, ηρωική ματαιοπονία, με γράψαν
όλοι τελικά, κατέβηκαν οι δικοί μου χωρίς εμένα, εγώ δεν κατέβηκα,
έμεινα στη σκηνή μου, μόνος μου σ΄ όλη την κατασκήνωση, «ο αρχηγός των
στασιαστών» με αποκάλεσε ο Δίγκας, «το κακό παιδί», δεν πήγα καν στο
γήπεδο να δω το ματς, στ΄αρχίδια τους βέβαια.
Χάσαμε φυσικά 4-1, όχι που δεν έπαιζα
εγώ, πάντα χρυσή μετριότητα ήμουνα στο ποδόσφαιρο, υπέρβαρος γαρ, όχι
όπως στο σκάκι που βγήκα πρωταθλητής ή στο βόλεϊ που ήμουνα δυνατός
γιατί είχα τη λεγόμενη αλτικότητα, μπα, οι άλλοι έτσι κι αλλιώς ξέρανε
καλύτερη μπάλα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι, εξάλλου μια φορά γίνονται τα
θαύματα και το δικό μας είχε γίνει και δεν ξαναγινότανε, το ΄ξερα.
Ήρθαμε λοιπόν 1-1 στις νίκες. Έγινε λοιπόν και τρίτο ματς, πάλι τούς
είπα να μην κατέβουνε, εις ώτα μη ακουόντων βαράγανε τα λόγια μου, ξανά
φυσικά εγώ δε συμμετείχα, στ΄ αρχίδια τους βέβαια και πάλι, στ΄αρχίδια
όλονών εννοώ, χάσαμε 6-0, αναμενόμενο, και 16-0 μπορεί να χάναμε, το
ίδιο ήτανε.
Ήρθε η τελετή λήξης, πήραν εκείνοι τα
πέτσινα μετάλλια, τους τ΄ απένειμε ο μέγας Δίγκας εννοείται, ο αρχηγός,
διοργανωτής, διαιτητής και ανατροπέας των αρχικών δικών του αποφάσεων, ο
εμπνευστής, οργανωτής, καθοδηγητής και αιμοδότης που αποκαλεί και το
ΚΚΕ τον εαυτό του για το ΕΑΜ, ο γελοίος, ο ανεκδιηγήτος αρχηγός
Δίγκας ντε, ούτε καν εγώ δε γιουχάρισα, τι να γιουχάρω, μόνος μου να
γιουχάρω; Πήραν οι καλοί τα μετάλλια χαρούμενοι, χειροκροτούμενοι ένας
ένας από γονείς και κηδεμόνες κι αδερφοξάδερφα, κανείς δε φαινόταν να
έχει καμιά τύψη. Αλλά ούτε και στους δικούς μας έβλεπα καμιά λυπημένη
φάτσα, καμιά εκδικητική τάση, ούτε καν περιφρονητική γκριμάτσα. Ήταν
υποταγμένοι στη μοίρα τους, ξέρανε καλά ότι δεν ξέρανε καλή μπάλα, τι να
διεκδικήσουνε, κατά βάθος ξέρανε ότι τα μετάλλια οι άλλοι τα είχανε,
κατά κάποιο τρόπο, καπαρωμένα- αν δεν τα δικαιούνταν κιόλας.
Ήταν φανερό ότι ήμουνα μόνος μου σ΄ όλη
την τελετή, όπως ήμουνα μόνος μου και στο δεύτερο και στο τρίτο ματς,
ακόμα και με το τέλος του πρώτου ματς μόνος μου ήμουνα, όταν οι καλοί,
ανηφορίζοντας προς τις σκηνές ηττημένοι, βυσσοδομούσαν ήδη κι ετοιμάζανε
την ανατροπή κατά πώς τούς βόλευε- μετά έφερα την εικόνα τους στο μυαλό
μου σαν τους κακούς συμβούλους του «πολυκαισαρίη», υπάρχει και κάποιος
συναφής πίνακας κολάκων ψιθυριστών και λοιπών βαλτών, που να θυμάμαι
τώρα- καθώς ανεβαίναμε λοιπόν όλοι μαζί την ανηφόρα ήμουνα κιόλας μόνος
μου, εγώ που νόμιζα ότι για τα μετάλλιά μάς αρκούσε το θριαμβευτικό κι
ανώφελο εκείνο 6-3.
*
©Δημήτρης Φὐσσας, από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων “Εντυπώσεις ενός πνιγμένου”
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου